Εδώ ασκήτευε η Αγία Παρασκευή-Δείτε το ασκηταριό της κάτω από την Ακρόπολη
Το παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη και πάνω από τους Αέριδες στην οδό Αλιμπέρτη. Από εδώ πέρασε η Αγία Παρασκευή και βρίσκεται το Ασκηταριό της.
Το παρεκκλήσι ανήκει στον Ιερό Ναό Παναγίας Χρησοκαστριώττισας Πλάκας. Χθες το απόγευμα τελέστηκε πανηγυρικός εσπερινός.Δείτε φωτορεπορτάζ από το ΕΚΚΛΗΣΙΑONLINE.
Αγία Παρασκευή η Μεγαλομάρτυς
Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στη Ρώμη στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου (138 – 160 μ.Χ.).
Ήταν κόρη των ευσεβών Χριστιανών, του Αγάθωνα και της Πολιτείας, οι οποίοι φρόντισαν για την χριστιανική αγωγή της, όπως είχαν υποσχεθεί στο Θεό στην περίπτωση που θα τους έδινε ένα παιδί.
Επειδή το παιδί γεννήθηκε ημέρα Παρασκευή έλαβε αυτό το όνομα.
Μετά το θάνατο των γονέων της, η Παρασκευή μοίρασε όλη την περιουσία της στους φτωχούς και ανέπτυξε ιεραποστολική δραστηριότητα στην Ρώμη και στα περίχωρα της πόλης, κηρύσσοντας το λόγο του Χριστού.
Η δράση της προκάλεσε τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Αντωνίνο, ο οποίος την συνέλαβε και της υποσχέθηκε υλικά αγαθά στην περίπτωση που θα θυσίαζε στα είδωλα.
Βλέποντας όμως πως η Αγία παρέμενε σταθερή στην πίστη της, την υπέβαλε στο βασανιστήριο της πυρακτωμένης περικεφαλαίας, το οποίο υπέμεινε με καρτερικότητα. Τότε ο Αντωνίνος διέταξε και την έβαλαν σε ένα λέβητα με καυτό λάδι και πίσσα.
Επειδή όμως είδε την Αγία άθικτη, πλησίασε το πρόσωπο του στον λέβητα – καθώς δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς η αγία είχε μείνει ανέπαφη – για να δοκιμάσει αν πράγματι είναι καυτό, και αμέσως τυφλώθηκε.
Η Αγία με προσευχή έδωσε στον Αντωνίνο το φως του, με αποτέλεσμα να πιστέψει στο Χριστό ή κατ’ άλλους να σταματήσει τους διωγμούς εναντίον τους.
Ελευθέρωσε πάντως την Αγία Παρασκευή, η οποία συνέχισε να κηρύττει το Ευαγγέλιο σε άλλα μέρη, μέχρι που έφτασε στην Ελλάδα.
Η μνήμη της τιμάται από την Εκκλησία μας κάθε χρόνο στις 26 Ιουλίου.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου junior έχει σπουδάσει Οικονομικά και Κοινωνιολογία, ωστόσο φαίνεται ότι το βελονισμός τον κέρδισε.
Ο γιος του Γιώργου Παπανδρέου φαίνεται ότι αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Χερσόνησο του Ηρακλείου απ’ όπου κατάγεται η αρραβωνιαστικιά του και να κάνει επάγγελμα αυτό που αγαπάει περισσότερο.
Φίλοι και γνωστοί περιγράφουν τον Αντρίκο ως έναν άνθρωπο ήρεμο και προσιτό σε όλους, αλλά και έναν άνθρωπο που λατρεύει τον αθλητισμό.
Όλα δείχνουν ότι έχει αποφασίσει να κρατήσει την προσωπική του ζωή μακρυά από τα φώτα της δημοσιότητας και κυρίως ότι δεν θέλει να έχει καμία εμπλοκή με την πολιτική, που αποτέλεσε την κύρια ενασχόληση της οικογένειά τους.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Espresso ο 37χρονος Ανδρέας αποφάσισε να διευρύνει τις γνώσεις που είχε στον βελονισμό και τις εναλλακτικές θεραπείες και πλέον εργάζεται ως επαγγελματίας βελονιστής.
Κάνει μάλιστα επισκέψεις κατ’ οίκον και ασκεί το επάγγελμα του θεραπευτή-βελονιστή ακολουθώντας πρωτοποριακές μεθόδους.
Ο γιος του Γιώργου Παπανδρέου και η αρραβωνιαστικιά του Πωλίνα Πατραμάνη φαίνεται ότι έχουν αποφασίσει να ζήσουν μια ήρεμη ζωή, επιλέγοντας λίγους και καλούς φίλους με τους οποίους περνούν ευχάριστες ώρες σε στέκια της περιοχής.
Ο Αντρίκος μετά και το επαγγελματικό άνοιγμα που έκανε στις αρχές του χρόνου στη Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα στο Αμμάν της Ιορδανίας, φαίνεται πως αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο που του αρέσει περισσότερο, τον βελονισμό και μια ήρεμη ζωή στην ιδιαίτερη πατρίδα της αγαπημένης του.
Είμαι δεύτερη φορά παντρεμένη με έναν άνθρωπο που αγάπησε εμένα και τα παιδιά μου από την πρώτη στιγμή.
Γνωριστήκαμε 3 χρόνια αφού χήρεψα και με στηριξε σε όλα. Πήγε κόντρα στους γονείς του για να είμαστε μαζί διότι εκείνοι του έλεγαν πως τον ήθελα για να μου μεγαλώσει τα παιδιά ενώ εμένα δεν με αφορούσε καν.
Στην πορεία ναι με βοήθησε αλλά από δική του επιλογή.
Έτσι ήσυχα ζούσαμε με την καθημερινότητά μας ώσπου πριν από 3 χρόνια και αφού τα παιδια μεγαλωσαν ειπαμε να μετακομίσουμε στην επαρχία.
Κάναμε νέο κύκλο φίλων, νέες γνωριμίες και γενικά καινούρια αρχή ενώ ο σύντροφος μου εργαζεται με τηλεργασια και μια φορα την εβδομαδα κατεβαινει στην Αθηνα στα γραφεία της εταιρίας.
Μια απο αυτες τις μέρες επέστρεψε σπίτι πιο αργά απ ότι συνήθιζε και ηταν κάπως. Έβγαλε το σακάκι του και παρατήρησα όπως το κρεμαγα στην ντουλάπα μια τρίχα κατσαρή να προεξέχει. Δεν ήταν δική μου εγώ είμαι ξανθιά και η τρίχα κατάμαυρη.
Θα σας φανεί τρελλο αλλά επειδή τον τελευταιο καιρό έβλεπα μια περίεργη συμπεριφορά απο εκείνον έβαλα την τρίχα σε ένα σακουλάκι, κατέβηκα κρυφά στην Αθήνα και την πήγα για ανάλυση μαζί με δικές του τρίχες. Το πορισμα; Τρίχα από γυναικεία γεννητικά όργανα και φυσικά οχι δική του.
Εμεινα έκπληκτη. Δεν μου έδωσε ποτέ κανένα δικαίωμα. Πώς να το χειριστώ;
Το ξέρω εδώ και 1 μηνα και δεν μιλάω. Οι σχέσεις μας έχουν παγώσει.
Καλημέρα σας. Το όνομα μου είναι Χ. Διαβάζω με μεγαλο ενδιαφέρον τα άρθρα με τις εμπειρίες και αποφάσισα να μοιραστώ και γω τη δική μου.
Ή εργασία μου μου δίνει τη δυνατότητα να συναναστρέφομαι με αρκετά ζευγάρια. Κάποια απο αυτα σε διάσταση. Χωρίς να παίρνουν την απόφαση. Μένοντας σε διαφορετικά σπίτια. Από φόβο της μοναξιάς προφανώς. Ότι υπάρχω σ ενα γάμο έστω και έτσι. Αυτό που δεν πιστεύουν είναι ότι υπάρχει αγάπη έξω. Μετά από τόσες πληγές που κατάντησαν βίωμα, δεν το πιστεύουν ότι υπάρχει.
Χωρισα πριν δύο χρόνια. Τον γνώρισα στα 20 , μεγαλύτερος μου, ξανά χωρισμένος με παιδιά. Με ερωτεύτηκε και γω το ίδιο. Νόμιζα πως αρκεί. Κάναμε τα παιδιά μας. Ή σχέση μας σαφώς καλύτερη από των γονιών μου. Χωρισμένοι και αυτοί. Φωνές βρισιές κατάθλιψη ή μανα μου. Εγώ ” μονο” συναισθήματικη βία. Υποτίμηση. Ασυνεννοησία. Χλευασμός. Και γω ξεσπάσματα. Αλλά να φαίνομαι τρελλή. Διότι η συναισθήματικη βία είναι ύπουλη.
Το θέμα είναι ότι χωρισα μετά από 9 χρόνια. Οι δικοί μου μ άφησαν. Να με εκδικηθούν . Που χωρισα αυτόν τον “υπέροχο” άνθρωπο.Αφού εγώ φωναζα είχα και άδικο. Δεν μ άκουσαν δεν με κατάλαβαν δεν με δέχτηκαν ποτέ. Θεωρώ πως δεν με αγαπησαν.
Δύο χρόνια τους άφησα όλους πίσω. Ψυχοθεραπεία να σταθώ ορθια. Και είμαι. Είμαι τόσο ευτυχισμένη που δεν ήξερα πως γίνεται. Όποιος μ αγαπάει είναι δίπλα μου. Μόνο.
Μετά από 7 μήνες διαζυγίου, γνώρισα τον Β. Μικρότερος μου. Θα πω αυτό που διάβασα σε μία άλλη ιστορία. Έτυχε να γεννηθεί μικρότερος. Ειμαστε μαζί σχεδον 2 χρόνια. Μαζί και αυτόνομα. Ανακάλυψα πως είναι να αγαπώ εμένα για να αγαπώ τον άλλο. Να γελαω κάθε βράδυ στο κρεββάτι. Να καταλαβαίνει τι λέω μέσα στη σκέψη μου. Όταν λογομαχουμε (διότι τσακωμούς δεν έχουμε σοβαρούς) να αναλύουμε το πρόβλημα. Να λέμε σ αγαπώ κάθε μέρα. Να μπαίνουμε ο ένας στη θέση του αλλου. Εκείνος να καταλάβει τη ζωή με τα παιδιά και γω την τόση ανεμελιά του. Εγώ έμαθα με ευθύνες, αυτός τώρα αρχίζει.
Του χρόνου σκεφτόμαστε να συζησουμε. Δεν υπάρχει βιασύνη. Αγαπη. Σεβασμός. Γέλιο. Στήριξη. Όχι ανταγωνισμός. Έρωτας.
Ξέρω πως είναι ο έρωτας της ζωής μου. Και αν κάνω λάθος, τουλάχιστον ζω κάτι μαγικό που μου ανέβασε τον πήχη ψηλά.
Μην πιστευετε ότι και να χωρισετε πάλι το ίδιο θα ναι με τον επόμενο. Κάθε άνθρωπος ειναι διαφορετικος. Αρκεί να αγαπάμε τον εαυτό μας, να κάνουμε αυτοκριτική και να δεχόμαστε τα λαθη μας. Δεν γίνεται να φταίνε πάντα οι άλλοι.
Δεν μας κατέστρεψε ο @@@ τη ζωή. Φταίμε και εμείς. Προχωράμε για χάρη των παιδιών. Μη γίνει και σε αυτά βίωμα ότι γάμος σημαίνει δυστυχία.
Θέλω να σας ξεκαθαρίσω πως δεν έχω τίποτα με τους τσιγγάνους, τον αδερφό μου θα μπορούσαν να τον είχαν πάρει και άνθρωποι εκτός φυλής, ανεξαρτήτου χρώματος, θρησκείας ή καταγωγής. Ο λόγος που σας λέω την ιστορία μου, είναι για να δώσω ελπίδα και σε άλλους που αναζητούν παιδιά, αδέρφια και γονείς.
Ήμασταν δεν ήμασταν 7 χρονών με τον δίδυμο αδερφό μου όταν εξαφανίστηκε. Η μητέρα μου μας μεγάλωνε μόνη της και όταν πέθανε ο πατέρας μου, αφήσαμε την Αθήνα και ήρθαμε στο χωριό για να είμαστε κοντά στους γονείς της και να έχει βοήθεια.
“Επαρχία, τι πιο ιδανικό και ασφαλές σαν περιβάλλον για τα παιδιά” σκέφτηκε η μητέρα μου και πήρε την απόφαση. Τελικά όμως το ιδανικό και το ασφαλές είναι έννοιες σχετικές…
Γυρίζαμε από το σχολείο, η μάνα μου ήταν στα χωράφια με τον παππού μου. Φύγαμε με άλλα 3 παιδιά συμμαθητές μας και στα μισά του δρόμου χωριστήκαμε, εγώ με τον αδερφό μου ακολουθήσαμε τον έναν δρόμο και τα άλλα παιδιά, τον άλλον. Πρώτη φορά χωριστήκαμε, ήθελε ο αδερφός μου επίμονα να μαζέψουμε λουλούδια από εκείνο τον δρόμο γιατί η μητέρα μας είχε γενέθλια και ήθελε να της τα προσφέρει.
Όπως μαζεύαμε λουλούδια, του φώναξα από μακριά ότι είχαμε αργήσει και έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι φτάνει τα μαζέψαμε τα λουλούδια και μου είπε “λίγο ακόμα”. Μέχρι να γυρίσω το κεφάλι μου, τον είχα χάσει και το μόνο που έβλεπα ήταν την καρότσα ενός κόκκινου φορτηγού. “Στέλιο, Στέλιο” φώναζα αλλά απάντηση καμία. Έβαλα τα κλαματα φοβήθηκα, δεν ήξερα που βρισκόμουν είχα χαθεί. Τα λέω τώρα και ανατριχιάζω. Με βρήκε ένας γείτονας που πέρναγε τυχαία και με γύρισε σπίτι.
Μάνα και παππούδες ανάστατοι, χάσαμε το παιδί φώναζαν. Κλάμα κακό. Εγώ νόμιζα ότι θα γυρνούσε, ότι ήταν κάποιο αστείο, ότι ήθελε να μαζέψει κι άλλα λουλούδια για τη μητέρα μας. Με ρωτούσαν συνέχεια πού ήταν, πώς ήταν, τί έγινε, γιατί ξεμάκρυνε, αν είδα καλύτερα το φορτηγό που έφευγε. Ύστερα αστυνομία, τηλέφωνα, κλάματα ξανά. Είχαμε βάλει χαρτιά με τη φωτογραφία του παντού σε όλα τα μαγαζιά και τις κολώνες, συγχωριανοί ερευνούσαν την περιοχή, τα πηγάδια, τους γκρεμούς μήπως είχε πέσει πουθενά. Έκαναν ανάκριση και στα 3 παιδιά με τα οποία είχαμε χωριστεί αλλά δεν είχαν δει κάτι. Πέρασαν έτσι μέρες, μήνες , τα χαρτιά στις κολώνες ξεθώριασαν, βράχηκαν, σκίστηκαν και ο Στέλιος πουθενά. Ένιωθα τύψεις, φοβερές τύψεις που δεν τον πρόσεχα, που δεν τον κοίταξα εκείνα τα δευτερόλεπτα που μάλλον-γιατί τότε δεν ήμασταν σίγουροι 100%-τον είχε πάρει εκείνο το φορτηγό.
Ποιος να της το λεγε της μάνας μου, πως τη μερα των γενεθλίων της, θα της αρπάζαν το παιδί;
Βάλαμε ερευνητή μετά από χρόνια αλλά δεν βρέθηκε κάτι. Ένα παλικάρι μας πλησίασε κάποια στιγμή μέσα από μία ομάδα, εκείνος νόμιζε ότι μπορεί να ήμασταν η οικογένειά του γιατί ταίριαζαν οι ημερομηνίες αν και δεν μοιάζαμε καθόλου, αλλά για σιγουριά κάναμε dna και καμία σχέση. Απογοήτευση.
Η μάνα μου πέθανε με τον καημό του Στέλιου. Τα τελευταία χρόνια έπασχε από άνοια και όμως, με έβαζε να της λεω ξανά και ξανά την ιστορία από εκείνη την ημέρα που μαζεύαμε λουλούδια και χάθηκε. Την αλήθεια την έμαθα πέρσι όταν αποφάσισα ξανά με άλλον ερευνητή να βρω τον αδερφό μου. Και τον βρήκα. Ύστερα από 30χρόνια.
Τον είχαν πάρει τσιγγάνοι. Πούλαγε ρούχα σε πάγκο, ζούσε σε καταυλισμό στην Αθήνα πια και είχε παντρευτεί από τα 17 του, έχει 7 παιδιά.
Πήγα από μακριά και τον είδα. Ολόιδιος εγώ. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν αδερφός μου. Τί να του πεις τώρα; Να κάνετε dna; Να σμίξετε; Τί;
Τον έπιασε και του μίλησε ο ερευνητής, εγώ δεν το άντεχα. Μας έφερε σε επαφή, μόλις αντικρύσαμε ο ένας τον άλλον, ξεσπάσαμε σε κλάμματα. Και εκείνος θυμάται εκείνη τη μέρα.
Μια οικογένεια τσιγγάνων, τον έβαλε στο φορτηγάκι και του είπε ότι θα τον γύριζαν σπίτι μας. Μετά από ώρα του είπαν πως εγώ και η μάνα μας φύγαμε ταξίδι και δεν μπορούσαμε να τον πάρουμε μαζί οπότε θα τον φρόντιζαν εκείνοι μέχρι να γυρίσουμε. Πότε του έλεγαν ότι θα γυρίζαμε πότε ότι τον παρατήσαμε. Έκλαιγε πολύ τις πρώτες μέρες. Πέρασαν τα χρόνια, ο Στέλιος συνήθισε. Δεν μας αναζήτησε δεν ήξερε πως και είχε μάθει πια στη ζωή των τσιγγάνων. Αγαπούσε τα γράμματα αλλά δεν σπούδασε, με το ζόρι έβγαλε την Πέμπτη δημοτικού. Ακολούθησε το επάγγελμα της οικογένειάς του, τα παζάρια και τις λαικές και έκανε οικογένεια μόλις 17 χρονών. Κάναμε dna εννοείται βγήκε συμβατό. Οι γονείς του δεν ζούσαν πια.
Θα έλεγε κανείς πως είμαι ευτυχισμένη που βρήκα τον αδερφό μου αλλά θα είμαι ειλικρινής. Δεν νιώθω τίποτα, νιώθω πως δεν έχουμε τίποτα κοινό. Όχι επειδή είναι τσιγγάνος, αλλά γιατί ο τρόπος ζωής μας είναι τόσο διαφορετικός. Μια φορά το τρίμηνο ή το εξάμηνο θα περάσω από τον πάγκο να τον δω και να του δώσω σοκολάτες για τα ανίψια μου. Θέλω να τον βλέπω, να ξέρω ότι είναι καλά, αλλά αυτά που ονειρευόμουν, τον χρόνο που ονειρευόμουν ότι θα αναπληρώναμε, τώρα βλέπω πως δεν γίνεται.
Μα πιο πολύ αυτό που δεν γίνεται είναι η δικαίωση για τη μάνα μου που πέθανε με τον καημό. Μια δικαίωση που δεν ήρθε ποτέ. Να ξαναδεί το παιδί της, να μάθει τί απέγινε.
Γι’ αυτό, όσοι ψάχνετε ανθρώπους που είτε “πέθαναν στη γέννα” ή τους πήραν, να ξέρετε πως η πιθανότητα να τους βρείτε είναι μεγάλη αλλά η πραγματικότητα μπορεί να είναι τελείως διαφορετική από αυτό που θα θέλατε ή φαντάζεστε.
Λίγες μέρες πριν τον γάμο της, η Τζένα ανακαλύπτει το τέλειο φόρεμά της κατεστραμμένο από καψίματα, αφήνοντάς την συντετριμμένη και μπερδεμένη.
Η αναζήτηση για απαντήσεις αποκαλύπτει μια σοκαριστική προδοσία που αλλάζει τα πάντα. Η επόμενη κίνησή της είναι καθαρή εκδίκηση.
Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ήμουν από εκείνες τις νύφες που συγκινούνται τόσο πολύ για ένα φόρεμα. Κι όμως, στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη στο Bella’s Bridal, με τα χέρια σφιγμένα στο στόμα μου, προσπαθώντας να μη μουτζουρώσω τη μάσκαρα, καθώς τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα.
«Ω, αγάπη μου», είπε η μητέρα μου, σφίγγοντας τον ώμο μου. «Είσαι πανέμορφη».
Άγγιξα το περίτεχνα κεντημένο μπούστο από δαντέλα, θαυμάζοντας πώς αγκάλιαζε τις καμπύλες μου πριν ανοίξει σε μια ονειρεμένη φούστα από τούλι. Ήταν τέλειο, ακριβώς όπως το είχα φανταστεί να φοράω όταν θα παντρευόμουν τον Άνταμ.
«Αυτό είναι», ψιθύρισα, στριφογυρίζοντας προς τη μητέρα μου. «Αυτό είναι το ένα».
Μια εβδομάδα αργότερα ήμουν ακόμα στον έβδομο ουρανό. Είχα κρεμάσει το φόρεμα στη ντουλάπα του ξενώνα, ασφαλισμένο στη θήκη του, αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ να το ρίχνω μια ματιά κάθε τόσο.
«Είσαι εμμονική», με πείραξε ο Άνταμ ένα βράδυ καθώς γύριζα από άλλη μια επίσκεψη στο φόρεμά μου.
Χαμογέλασα πλατιά. «Μπορείς να με κατηγορήσεις; Σε τρεις εβδομάδες θα το φορέσω και θα σε παντρευτώ. Είμαι το πιο τυχερό κορίτσι στον κόσμο».
Με τράβηξε κοντά του. «Εγώ είμαι ο τυχερός», μουρμούρισε.
Αν μόνο ήξερα πόσο γρήγορα θα κατέρρεε ο κόσμος μου.
Ήταν Τρίτη πρωί. Είχα ρεπό και σχεδίαζα να τελειώσω κάποιες λεπτομέρειες για τον γάμο. Πήγα σχεδόν χορεύοντας προς τον ξενώνα.
Όταν άνοιξα την πόρτα της ντουλάπας, πάγωσα.
Η θήκη ήταν ανοιχτή και το φόρεμά μου… φαινόταν λάθος. Με τρεμάμενα χέρια ακούμπησα το ύφασμα και είδα τεράστια, άσχημα καψίματα που είχαν καταστρέψει τη λεπτή δαντέλα και τα στολίδια.
Τα πόδια μου λύγισαν. Έπεσα στο πάτωμα και ξέσπασα σε λυγμούς. Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό. Κάλεσα τη μητέρα μου με τρεμάμενη φωνή.
«Μαμά… το φόρεμα… καταστράφηκε».
«Τι; Τζένα, ηρέμησε. Τι έγινε;»
Δεν μπορούσα να εξηγήσω. Ήταν τέλειο μόλις χθες.
«Έρχομαι αμέσως», είπε αποφασιστικά.
Μετά κάλεσα τον Άνταμ. «Κάτι φοβερό συνέβη». Του περιέγραψα το φόρεμα.
«Αδύνατον», είπε. «Μήπως ήταν ατύχημα;»
«Δεν ξέρω… μπορείς να έρθεις;»
«Έχω μια σημαντική συνάντηση… αλλά θα έρθω μόλις μπορέσω».
Η μητέρα μου ήρθε γρήγορα και εξετάσαμε το φόρεμα.
«Μοιάζει σαν να έγινε με σίδερο», είπε. «Αλλά ποιος θα το έκανε;»
«Δεν ξέρω. Μόνο εσύ κι ο Τζέισον ήρθατε πρόσφατα».
«Ας δούμε τις κάμερες ασφαλείας», πρότεινε.
Άνοιξα την εφαρμογή και… πάγωσα. Ο Άνταμ μπήκε στο δωμάτιο με σίδερο, άνοιξε τη θήκη και πάτησε το καυτό σίδερο στο φόρεμά μου.
«Θεέ μου…» ψιθύρισα.
Όταν γύρισε σπίτι, τον περίμενα.
«Πες μου γιατί το έκανες», απαίτησα.
«Ο Τζέισον… μου είπε πράγματα. Ότι έβγαινες με τον πρώην σου… Ήθελα να δω αν νοιάζεσαι πραγματικά».
«Με δοκίμασες; Καταστρέφοντας το όνειρό μου;»
«Μπορούμε να το φτιάξουμε, να πάρουμε άλλο φόρεμα—»
«Δεν πρόκειται για το φόρεμα. Είναι η προδοσία. Ο γάμος ακυρώνεται».
Έφυγα, αφήνοντάς τον πίσω.
Τις επόμενες μέρες, η οργή μου στράφηκε στον Τζέισον. Έψαξα και βρήκα αποδείξεις ότι απατούσε τη Σόφι, τη σύντροφό του. Της έστειλα ανώνυμα όλες τις αποδείξεις.
Η Σόφι τον χώρισε δημόσια, η φήμη του καταστράφηκε.
Λίγες εβδομάδες μετά, συνάντησα τυχαία τον Άνταμ.
«Συγγνώμη για όλα», είπε κουρασμένα.
«Κι εγώ λυπάμαι… για όσα χάσαμε», απάντησα.
Καθώς έφευγα, ένιωσα πιο ελεύθερη. Το φόρεμα, ο γάμος, η προδοσία—όλα ήταν πίσω μου. Μπροστά μου υπήρχε ένα μέλλον απρόβλεπτο, αλλά δικό μου.
Και για πρώτη φορά μετά από εβδομάδες, χαμογέλασα.
Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα όταν σταμάτησα μπροστά στο σπίτι της κόρης μου.
Ήταν αργά και είχα περάσει μόνο για να της επιστρέψω έναν φάκελο με χαρτιά που είχα ξεχάσει νωρίτερα. Όμως τη στιγμή που βγήκα από το αυτοκίνητο, αυτό που αντίκρισα με πάγωσε.
Η Εύα — το μοναδικό μου παιδί — ήταν γονατισμένη στο πεζοδρόμιο.
Μούσκεμα. Να τρέμει. Με τα χέρια σφιχτά γύρω από το σώμα της, σαν να προσπαθούσε να εξαφανιστεί.
Έτρεξα προς το μέρος της.
«Εύα; Κοριτσάκι μου, τι έγινε;»
Τη σήκωσα απαλά, νιώθοντας όλο της το σώμα να τρέμει.
«Μπαμπά… συγγνώμη… εγώ απλώς… αγόρασα ένα φόρεμα σε έκπτωση…»
Η φωνή της έσπασε, σχεδόν δεν ακουγόταν μέσα στη θύελλα.
Μπερδεμένος, γύρισα προς το σπίτι — και τότε το άκουσα.
Γέλια. Κοροϊδευτικές φωνές. Καρέκλες να σύρονται.
Και μετά η φωνή του άντρα της, του Μάρκου:
«Έτσι θα μάθει να μη χαλάει λεφτά χωρίς να με ρωτάει».
Μέσα από ζεστό κίτρινο που φως έβγαινε από τα παράθυρα, μια σκληρή αντίθεση με την καταιγίδα που κατάπινε την κόρη μου απ’ έξω θόλωσε το μυαλό μου. Πίσω από το τζάμι είδα τον Μάρκο, τη μητέρα του Ελένη και τον αδελφό του Γιάννη, να πίνουν και να γελούν, λες και δεν την είχαν στείλει στο κρύο για ένα φόρεμα των 120 ευρώ.
Ένας κόμπος θυμού και ενοχής σφίχτηκε στο στήθος μου.
Πώς δεν είχα δει τα σημάδια;
Πώς άφησα την κόρη μου να παντρευτεί αυτόν και να μπλέξει με αυτή την οικογένεια;
Η Εύα έπιασε το μανίκι μου, ικετευτικά, αλλά μέσα μου κάτι είχε ήδη αλλάξει.
Τη σήκωσα στην αγκαλιά μου, όπως τότε που ήταν μικρή, και περπάτησα κατευθείαν προς την εξώπορτα, με τα νερά να στάζουν κι από τους δυο μας. Χωρίς δεύτερη σκέψη, σήκωσα το πόδι μου και κλότσησα την πόρτα με δύναμη.
Χτύπησε με δύναμη την πόρτα και μπήκα μέσα.
Και οι τρεις γύρισαν τρομαγμένοι.
Δεν δίστασα ούτε στιγμή.
«Η κόρη μου δεν θα μένει άλλο εδώ».
Το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή.
Ο Μάρκος πετάχτηκε όρθιος, κατακόκκινος από αγανάκτηση. «Κύριε Αλεξόπουλε, αυτό είναι ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ. Είναι Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ. Δεν μπορείτε να μπείτε έτσι και να την πάρετε».
Έβαλα την Εύα να καθίσει στον καναπέ, μακριά από τη βροχή. «Και εσύ δεν έχεις το δικαίωμα να φέρεσαι σε μια γυναίκα σαν να είναι ιδιοκτησία σου», είπα ήρεμα, αλλά παγωμένα.
Η Ελένη χλεύασε. «Η Εύα πάντα ήταν υπερβολική. Λίγη πειθαρχία δεν θα της κάνει κακό. Υπερβάλλετε».
Την κοίταξα άναυδος! «Το να γονατίζει μέσα σε καταιγίδα το λέτε “πειθαρχία”; Η δημόσια ταπείνωση σάς φαίνεται αποδεκτή;»
Ο Γιάννης σήκωσε τους ώμους. «Ήξερε τους κανόνες. Δεν έπρεπε να ξοδέψει λεφτά».
Η Εύα ψιθύρισε, ακόμα τρέμοντας: «Μπαμπά, σε παρακαλώ… δεν θέλω να γίνει σκηνή…»
Γονάτισα δίπλα της. «Δεν δημιουργείς εσύ το πρόβλημα, καρδιά μου. Είσαι μέσα σε ένα πρόβλημα. Και θα σε βγάλω από αυτό».
Ο Μάρκος έκανε ένα βήμα μπροστά, σαν να ήθελε να με εμποδίσει. Προχώρησα προς το μέρος του μέχρι που έκανε πίσω.
«Άγγιξέ με», του είπα χαμηλόφωνα, «και σου υπόσχομαι ότι ο επόμενος άνθρωπος που θα μιλήσεις θα είναι αστυνομικός».
Η σιγουριά του χάθηκε.
Μάζεψα τα χαρτιά της και την τσάντα της. «Πάρε μόνο ό,τι χρειάζεσαι», της είπα.
«Δεν φεύγει!» φώναξε ο Μάρκος.
«Αυτό δεν είναι δική σου απόφαση», απάντησα ήρεμα.
Η Εύα γύρισε με ένα μικρό σακίδιο. Ο Μάρκος στάθηκε μπροστά στην πόρτα.
«Αν φύγεις από αυτή την πόρτα, μην ξαναγυρίσεις».
Για πρώτη φορά, τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. «Τότε υποθέτω πως αυτό είναι αντίο».
Την οδήγησα στο αυτοκίνητο. Καθώς έκλεινα την πόρτα, είδα τον Μάρκο να στέκεται μέσα στη βροχή, αποσβολωμένος, καθώς ο έλεγχός του γλιστρούσε από τα χέρια του.
Η Εύα έκλαιγε σιγά στον δρόμο για το σπίτι — αλλά ήταν άλλα δάκρυα. Δάκρυα ανακούφισης. Δάκρυα ελευθερίας.
Οι επόμενες μέρες ήταν δύσκολες. Η Εύα πεταγόταν σε απότομους θορύβους, δίσταζε πριν ανοίξει μηνύματα, τρόμαζε με δυνατές φωνές στην τηλεόραση. Όμως το σπίτι μου έγινε καταφύγιο. Δεν την πίεσα ποτέ. Δεν ύψωσα ποτέ τη φωνή μου. Απλώς ήμουν εκεί.
Ένα βράδυ, καθώς έφτιαχνα τσάι, με ρώτησε χαμηλόφωνα: «Μπαμπά… πιστεύεις πραγματικά ότι έκανα το σωστό;»
Κάθισα απέναντί της. «Το να διαλέγεις την αξιοπρέπειά σου είναι πάντα το σωστό».
Σιγά σιγά άρχισε να ανοίγεται.
«Μου έλεγχε το κινητό. Μου έλεγε ποιους μπορώ να βλέπω. Διάλεγε τα ρούχα μου. Και όταν τσακωνόμασταν…» σταμάτησε, «…πάντα έβρισκε τρόπους να με τιμωρεί χωρίς να το μαθαίνει κανείς».
Έσφιξα τις γροθιές μου κάτω από το τραπέζι, αλλά κράτησα τη φωνή μου σταθερή. «Εύα, όλα αυτά είναι κακοποίηση. Και δεν ζεις πια μέσα σε αυτό».
Βρήκαμε δικηγόρο που ειδικεύεται σε τέτοιες υποθέσεις. Η Εύα φοβόταν, αλλά βρήκε και μια δύναμη που δεν ήξερε ότι είχε. Γύρισε ακόμα και στη δουλειά της στο παλιό βιβλιοπωλείο, όπου οι συνάδελφοί της την αγκάλιασαν σαν να είχε επιστρέψει από άλλον κόσμο.
Ένα απόγευμα, καθώς τακτοποιούσαμε κούτες, με αγκάλιασε από πίσω. «Σε ευχαριστώ, μπαμπά… που δεν με άφησες εκεί».
Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό μου. «Ποτέ δεν θα αντιμετωπίσεις τίποτα μόνη σου. Όχι όσο είμαι εδώ».
Η ζωή δεν γύρισε μαγικά στο φυσιολογικό. Αλλά έγινε ξανά δική της. Και αυτό ήταν το παν.
Έναν μήνα μετά, ο Μάρκος προσπάθησε να επικοινωνήσει — όχι για να ζητήσει συγγνώμη, αλλά για να απαιτήσει εξηγήσεις. Εκείνη δεν απάντησε. Ούτε καν διάβασε τα μηνύματα.
Δεν υπήρχε λόγος. Όταν φεύγεις επιτέλους από το σκοτάδι, δεν κοιτάς πίσω.
Εκείνο το βράδυ, η Εύα μου έδειξε μια σελίδα από το ημερολόγιό της:
«Την ημέρα που ο μπαμπάς έσπασε εκείνη την πόρτα, κάτι ράγισε μέσα μου. Και κάτι άλλο, επιτέλους, ξύπνησε».
Την αγκάλιασα χωρίς να μιλήσω.
Σήμερα, η Εύα στέκεται πιο δυνατή. Πιο θαρραλέα. Πιο αληθινά ο εαυτός της.
Ηθικό δίδαγμα
Η κακοποίηση δεν είναι πάντα φωνές και χτυπήματα· συχνά κρύβεται στον έλεγχο, στην ταπείνωση, στην «τιμωρία» που βαφτίζεται πειθαρχία. Κανένας άνθρωπος δεν ανήκει σε άλλον και καμία σχέση δεν δικαιολογεί την απώλεια της αξιοπρέπειας. Ο ρόλος ενός πατέρα —και κάθε γονιού— δεν τελειώνει με τον γάμο του παιδιού του: είναι να βλέπει, να ακούει και, όταν χρειαστεί, να στέκεται όρθιος απέναντι στην αδικία. Η πραγματική αγάπη δεν λέει «κάνε υπομονή», αλλά «δεν είσαι μόνη». Και όταν κάποιος βρίσκει τη δύναμη να φύγει από το σκοτάδι, αυτό δεν είναι αποτυχία· είναι θάρρος, αυτοσεβασμός και η αρχή μιας ζωής που του ανήκει.
Το παρακάτω κείμενο ανήκει στον Χ.Π. που το ανήρτησε δημόσια στη δημόσια ομάδα Φίλοι Ψυχολογίας
Σήμερα το πρωί ένοιωσα περήφανος για τον εαυτό μου και θέλω να το μοιραστώ μαζί σας. Είμαι πού χαρούμενος με μένα. Τελικά ουτε τα λεφτα ούτε η επιτυχία σε επαγγελματικό επιπεδο μπορεί να σου δωσει την ευτυχία , που μπορεί να σου προσφέρει μια απλή σου πράξη.Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Σήμερα νωρίς το πρωί είχα δουλειά στο Σχηματάρι. Ξεκίνησα λοιπόν από την Αθήνα και έφτασα στην έξοδο για Σχηματάρι περίπου στις 7.30…
Όπως κατέβηκα την γέφυρα της εθνικής και είμαι έτοιμος να κάνω δεξιά βλέπω στον απέναντι παράδρομο που ξανάβγαζε εθνική για θεσσαλονικη μια κοπελίτσα γυρω στα 20 να κάνει ωτο στοπ. Δίπλα στο φανάρι δύο τύποι την έχουν βάλει στο μάτι και τους παρατηρώ οτι την κοιτάνε και μιλανε μεταξυ τους με πονηρο υφος. Μόλις αναβει πρασινο παταώ το γκάζι και μπαινω μπροστα τους και πλησιάζω την κοπέλα.
Αυτοί από πισω μου πλεον με προσπερασαν και έφυγαν. Την ρωταω που παει. Δεν μιλαει λεξη ελληνικα, παρα μονο πολυ λιγα αγγλικα. Ηταν παρα πολυ ομορφη, θα ελεγα πειρασμος, αλλα εκεινη την στιγμη εννοιωθα οτι κινδυνευε και επρεπε να την προστατεψω. Καταλαβα οτι ηταν απο την βενεζουελα και μιλαει ισπανικα… Εβαλα το κινητο στην μεταφραση Ελληνικα-Ισπανικα και καταφεραμε να συννενοηθουμε.
Ηθελε να παει στην Αλεξανδρουπολη να βρει μια φιλη της που της ειχε υποσχεθει δουλεια και διαμονη… Μου μιλαγε για την Αλεξανδρουπολη και ελαμπε… Δεν ξερω αν ηταν αληθεια η φιλη αλλα δεν με ενοιαζε.. Εγω οφειλα να την βοηθησω.
Της εξηγω οτι με ωτο στοπ δυσκολα θα φθασει Αλεξανδρουπολη και οτι κινδυνευει. Το καλυτερο ειναι να παει με το ΚΤΕΛ. Μου λεει οτι δεν εχει καθολου χρηματα οτι την εφερε χθες το βραδυ στο σχηματαρι καποιος τυπος που πηγαινε Θηβα και οτι κοιμαται στα παγκακια και στην υπαιθρο.
Πηρα τηλεφωνο στα κτελ και ρωτησα ποτε εχει κτελ για αλεξανδρουπολη και ποιο ειναι το κοστος.. Το κοστος ηταν 71 ευρω και θα επρεπε να το παρει απο τα Κτελ στον Κηφισο.. Της λεω οτι θα την παω Αθηνα και θα της πληρωσω το ΚΤΕΛ να παει Αλεξανδρουπολη.
Μπαινουμε στο αυτοκινητο και αφου ακυρωνω την δουλεια μου οτι μου ετυχε κατι παιρνω τον δρομο της επιστροφης. Καθολη την διαρκεια μιλουσαμε με την μεταφραση του κινητου. Την ρωτησα ποσες μερες ειχε να κανει μπανιο και μου απαντησε 6..
Της προτεινα αμα ηθελε να σταματουσα σε καποιο ξενοδοχειο να κανει μπανιο και να φρεσκαριστει πριν το ταξιδι. Μου ειπε οτι θα το ηθελε παρα πολυ και με χιλιοευχαριστουσε καθ ολη την διαρκεια. Την ρωτησα αν εχει σαμπουν η να αγορασω και μου εδειξε μεσα στην τσαντα πλατης το σαμπουαν της.
Σταματησα σε ενα ξενοδοχειο ημιαδιαμονης στην εθνικη οδο, παιρνω δωματιο και ανεβαινουμε. Μπηκε μεσα στο μπανιο… 20 λεπτα ακουγα το νερο να τρεχει. Εγω απο εξω ξαπλωμενος να πινω τον καφε μου.. Μετα απο λιγο βγηκε.. Ηταν πανεμορφη… Πραγματικα… Μυριζε υπεροχα. Με πηρε μια αγκαλια σφιχτη, Την αγκαλιασα και της εδωσα ενα φιλι στο μαγουλο. Της ειπα να προσεχει.. Δεν το καταλαβε… Της το πληκτρολογησα στην μεταφραση του κινητου… Κατσαμε 10 λεπτα και ειπαμε περι ανεμων… Φυγαμε για τα κτελ.. Της πηρα καφε και τυροπιτα.. Φρεντο καπουτσινο γλυκο.. Φτασαμε στα Κτελ.. Της εβγαλα εισιτηριο με ανταποκριση.. Πρωτα θεσαλονικη και μετα απο μια ωρα για αλεξανδρουπολη απο εκει.. Παρακαλεσα την κυρια στα κτελ να πει στον αδηγο οταν φθασουν θεσαλονικη να την καθοδηγησει για τα κτελ αλεξανδρουπολης… Μου το υποσχεθηκε..
Ειχα αργησει και επρεπε να φυγω… Της εδωσα το κινητο μου… Της εγραψα ενα τελευταιο μηνυμα.. Αν με χρειαστεις παρε με τηλεφωνο , αν δεν με χρειαστεις καλη σου τυχη. Αγκαλιαστηκαμε και δακρυσε στον ωμο μου…. εφυγα…
Ειμαι πολυ περηφανος με τον εαυτο μου γιατι σεβαστηκα μια κοπελα.. Γιατι δεν την εκμεταλευτηκα.., Γιατι θα μπορουσα να την εκμεταλευτω… Ειμαι πολυυυυ περηφανος για μενα ,..
Αν θες μπορεις να σεβαστεις καποια κοπελα..ανιδιοτελως .. χωρις να περιμενεις κατι απο αυτην Σε μια εποχη οπου δεν υπαρχει σεβασμος ειμαι περηφανος για τον εαυτο μου..
Η ιστορια ειναι 1000% αληθινη… Καλη σας μερα!!!
Καλησπέρα σας. Ονομάζομαι Δέσποινα και είμαι 52 ετών. Έχω δυο γιους 20 και 25 ετών και έχασα τον άντρα μου πριν από 6 μήνες σε ηλικία 57 ετών από ανακοπή.
Ήταν ενα σοκ για όλους μας γιατί ήταν υγιέστατος, δεν είχε θέματα με την καρδιά του, δεν είχε παραπονεθεί ποτέ και έκανε κάθε χρόνο εξετάσεις. Πέθανε στον ύπνο του, πήγε ο γιος μας να τον ξυπνήσει και τον βρηκε πεθαμένο. Ακόμα δεν έχουμε συνέλθει ψυχολογικά και σωματικά, ακόμα παλεύω με τη γραφειοκρατία γιατί ο άντρας μου είχε μια εταιρία που δεν πήγαινε καλά και έπρεπε εγώ να κάνω το κλείσιμο και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Μόνο που ο άντρας μου αποδείχτηκε ότι δεν είχε μόνο εταιρία. Είχε και παιδί από εξωσυζυγική σχέση.
Μια μέρα πριν από ένα μήνα, πήγα τα σακάκια του στο καθαριστήριο, τώρα που έρχεται χειμώνας, για να τα χαρίσω στους φτωχούς. Μόλις πήγα να τα πάρω, ο άνθρωπος στο καθαριστήριο μου είπε ότι σε ένα από τα σακάκια του, βρήκε στην τσέπη του μια φωτογραφία. Σε αυτή τη φωτογραφία δεν ήμουν εγώ ή τα παιδιά μας. Ήταν μια άγνωστη γυναίκα με ένα κοριτσάκι ΟΛΟΙΔΙΟ αυτός.
Έφυγα από το καθαριστήριο σαν χαμένη. Είπα να μην σκεφτώ πονηρά, μήπως ήταν κάποια ξαδέρφη του με το παιδί της, κάποια συγγενής τέλος πάντων που δεν γνώριζα. Αλλά γιατί να είχε τη φωτογραφία της, στο σακάκι του; Αποφάσισα να το ψάξω. Λεφτά για ντετέκτιβ δεν είχα, ρώτησα όμως την αδερφή του. Στην αρχή έκανε την ανήξερη ύστερα μου τα είπε όλα.
Όταν τα παιδιά μας ήταν στην εφηβεία, ο άντρας μου είχε σχέση με μια γυναίκα από τη Μυτιλήνη για δύο χρόνια. Ήταν πολύ έντονος έρωτας και σκόπευε να με χωρίσει για να είναι μαζί της. Επειδή όμως στην πορεία δεν το έπαιρνε απόφαση, εκείνη του ζήτησε να χωρίσουν ενώ ήταν έγκυος στο παιδί τους. Το παιδάκι γεννήθηκε, αναγνωρίστηκε, έχει το επίθετό του. Μου έχει κάνει εντύπωση που όχι μόνο ποτέ κανείς δεν είδε τίποτα στα πράγματά του ή στα χαρτιά του, αλλά δεν εμφανίστηκε καν αυτή η γυναίκα να διεκδικήσει κληρονομιά ή οτιδήποτε.
Εκτός από το σοκ που έχω πάθει και πλέον θεωρώ ότι όλος μου ο γάμος ήταν ένα ψέμα και τον έχω εντελώς ακυρώσει ως σύζυγο, τίθεται ένα ζήτημα: Πώς θα μιλήσω στα παιδιά μου, τί θα πω; Να πω κάτι; Να μην πω τίποτα; Έχουν μια μικρή αδερφή 10 ετών. Να κάνω πως δεν υπάρχει;
Υπήρχε κάποτε μιά λέξη που ακουγόταν πολύ συχνά
…αλλά πλέον τείνει να εκλείψει.
Δεν σήμαινε κάτι το ιδιαίτερο μα έδινε θάρρος να ξανακάνεις αυτό που έκανες…..να μην το προσπεράσεις.
Πριν κάμποσα χρόνια επέστρεφα περπατώντας απτην τράπεζα, στο σπίτι
…ήταν απαραίτητο το να πηγαίνεις εφόσoν ακόμη δεν υπήρχε τo internet banking.
(υπήρχε δλδ αλλά εγώ το μάθαινα με ρυθμούς χελώνας)
Η ώρα πρέπει να ήταν 12μιση, ίσως κ 1:00…δεν θυμάμαι.
Σε ένα στενό βλέπω ένα κοριτσάκι, καθισμένο στην είσοδο ενός δυόροφου …να κλαίει.
Το προσπέρασα καθώς ο ανθρώπινος νους (ο δικός μου τουλάχιστον) θέλει κάποια δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει το τι συμβαίνει.
Γύρισα πίσω κ το πλησίασα…
“Συμβαίνει κάτι κοριτσάκι μου….γιατί κλαίς κ είσαι μόνη σου?”
της είπα.
Εκείνο μαζεύτηκε..ίσως φοβήθηκε
…κ καλά έκανε, ποτέ δε ξέρεις ποιός σου μιλάει.
Έκανα μερικά βήματα πίσω για να της δώσω χώρο κ της χαμογέλασα
…μπήκα για λίγο στη θέση της
“Ποιός είναι τώρα τούτος?” σίγουρα θα σκεφτόταν.
Ανάμεσα απτους λυγμούς της, βγήκε μια τρεμάμενη παιδική φωνή.
“Σχολάσαμε νωρίς αλλά η μαμά μου είναι στη δουλειά
…κ ξέχασα τα κλειδιά κ το κινητό στο σπίτι”
..μου είπε με παράπονο.
“Θες να πάρουμε τηλέφωνο τη μαμά σου να της το πούμε?
..το ξέρεις το νούμερο της?”
“Ναι αμέ….6945_ _ _ ” μου λέει κ φώτισε το προσωπάκι της.
Το σχηματίζω στο κινητό μου κ της το δίνω
“ΕΛΑ ΜΑΜΑΑΑΑ….” αρχίζει να της εξηγεί κ την πιάνουν τα δάκρυα πάλι
“ΜΗΝ ΤΟ ΚΟΥΝΉΣΕΙΣ ΑΠΌ ΕΚΕΊ…ΈΡΧΟΜΑΙ ΑΜΈΣΩΣ”
…ακούω τη μαμά της μέσα απ΄το τηλέφωνο.
Ούτε ανοιχτή ακρόαση να είχα…τόση ήταν η λαχτάρα της.
“Θες να καθίσω για να την περιμένουμε μαζί?”
..της πρότεινα.
“Όχι όχι…θα έρθει όπου νάναι”.. μου είπε ενώ άρχισε να ξαναμαζεύεται
Για να πω την αλήθεια…σάστισα για λίγο…δεν ήξερα τι να κάνω
…να κάτσω κοντά της κ να συνεχίζει να φοβάται?
ή να φύγω κ να παρατήσω ένα μικρό παιδί μόνο του στο δρόμο.
Την χαιρέτησα κ πήγα έκατσα λίγο παραπάνω….ενώ την είχα συνεχώς στο οπτικό μου πεδίο.
(ναι τι θέτε…αυτό μου ήρθε εκείνη την ώρα).
Σε ένα τέταρτο..σκάει φιουρόζα μία κυρία με αυτοκίνητο…παρκάρει όπως όπως…κ αγκαλιάζονται με τη μικρή.
Οκ….mission accomplished….σκέφτομαι κ πήγα σπίτι.
Η αλήθεια είναι πως περίμενα να με καλέσει το νούμερο που πήρα…
…κ να πεί μιά λέξη……..”ευχαριστώ”.
“Ευχαριστώ που δεν προσπεράσατε κ δεν αφήσατε το παιδί να κλαίει για ώρες μέχρι να γυρίσω”
Αυτή η μαγική λέξη….μου λείπει βρε παιδιά
Δεν είναι βραβείο για να το δώσεις κ ούτε στοιχίζει κάτι
μα απλώς ένα πατ πατ στη πλάτη σαν να λες
“κ γω το ίδιο θα έκανα…..είμαστε πολλοί κ αντιστεκόμαστε στον άσχημο κόσμο που ζούμε”
Ανοίγεις μια πόρτα να περάσουν,
δίνεις τη θέση σου στο metro
βοηθάς ένα καρότσι ν ανέβει τις σκάλες
…κ βουβαμάρα…σιωπή…λες κ η ρημάδα έχει χρέωση.
Ευχαριστώ που μου κάνετε παρέα σε τούτη τη μικρή γωνιά
…νάτην την είπα…κ είναι τόσο εύκολη.