Πριν από λίγες ώρες έγινε γνωστό πως ο Δημήτρης Τουρναβίτης, ο σύζυγος της Χρύσας Σπηλιώτη, έχασε τη ζωή του από τις φονικές πυρκαγιές, καθώς η σορός του ταυτοποιήθηκε. Η σύζυγος του και γνωστή ηθοποιός, Χρύσα Σπηλιώτη παραμένει ακόμη στους αγνοούμενους.
Ο Γιάννης Ζουγανέλης, μιλώντας το πρωί της Παρασκευής στο Splash, αποκάλυψε πως έχει ενημερωθεί πως η σορός της ηθοποιού ταυτοποιήθηκε, ωστόσο ο Παναγιώτης Ραφαηλίδης έσπευσε να τον διακόψει, αναφέροντας πως ακόμη δεν υπάρχει κάτι επίσημο.
«Μακάρι να μην είναι αλήθεια. Εμένα μου είπαν ότι η σορός της ταυτοποιήθηκε, αλλά μακάρι να μην συμβαίνει αυτό», είπε, μεταξύ άλλων, ο Γιάννης Ζουγανέλης.
Νίκησε τον καρκίνο και έγινε γιατρός για να βοηθήσει άλλα παιδιά
Ο Γιάννης Ζάρκος σε ηλικία 10 ετών έδωσε τη δική του μάχη ενάντια στον καρκίνο και κατάφερε να βγει νικητής. Μετά από αυτή τη δύσκολη μάχη ο ίδιος υποσχέθηκε να γίνει γιατρός και μάλιστα ογκολόγος!
Η πρώτη σκέψη του Γιάννη Ζάρκου να γίνει γιατρός, «γεννήθηκε» στην τρυφερή ηλικία των 10, όταν έδινε τη μάχη με τον καρκίνο. Τότε υποσχέθηκε στον εαυτό του να γίνει γιατρός και μάλιστα παιδίατρος – ογκολόγος, για να βοηθάει τα παιδιά που θα ασθενούν.
Όπως εξομολογείται ο ίδιος στο pelop.gr, το κίνητρο να βοηθήσει άλλα παιδιά με καρκίνο «γεννήθηκε» χάρη στη «Φλόγα» και τα όσα έκαναν οι άνθρωποί της γι’ αυτόν.
Πριν από λίγους μήνες έκανε την υπόσχεσή του πράξη, καθώς κράτησε στα χέρια του το πτυχίο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Με το πτυχίο του στο χέρι ο Γιάννης Ζάρκος επέστρεψε στο «Σπίτι της Φλόγας», όπου γιόρτασε την επιτυχία του μαζί με τη «δεύτερη» οικογένειά του.
«Πλέον δεν είμαι απλά ένα παιδί της Φλόγας, αλλά έχω ασχοληθεί και σαν εθελοντής. Πλέον και ως γιατρός μπορώ να προσφέρω περισσότερα, καθώς θέλω να γίνω παιδίατρος – ογκολόγος…», λέει ο Γιάννης, που συναντήθηκε και με την πρόεδρο της «Φλόγας» και «μάνα όλων των παιδιών με καρκίνο», Μαρία Τρυφωνίδου.
Ο Γιάννης Ζάρκος, κατάγεται από την Ηλεία όπου και διαμένει η οικογένειά του.
Μια ανάρτηση έκανε πρόσφατα στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook ο 89χρονος σήμερα ηθοποιός Γιάννης Ευαγγελίδης ο οποίος μεσουράνησε τη δεκαετία του 1990 με τους ρόλους του στις σειρές Λάμψη και Καλημέρα Ζωή.
Ο ηθοποιός ανέβασε φωτογραφία του και στη λεζάντα έγραψε: Τετάρτη, 19 Μαρτίου 2025 ΤΥΨΕΙΣ! Τσιγγάνα πού είσαι να προβάλεις στο κατώφλι στο φτωχικό μου μέσα να περνούσες, στο πάτωμα να ρίξεις τα χαρτιά…Και η κάρδια να σπάσει σαν το τσόφλι, καθώς τα λάθη μου θα απαριθμούσες, τα λάθη τις ζωή μου τα πολλά…Μα όταν θα δεις του έρωτα τα λάθη που έχουν κρυφτεί στα βάθη της ψυχής μη βγάλεις λέξη…Γιατί η καδιά μου κρέμεται πιά σε μια κλωστή και δεν θα αντέξει…
Ποιος είναι ο Γιάννης Ευαγγελίδης;
Γεννήθηκε το 1936. Ξεκίνησε την πορεία του ως ηθοποιός το καλοκαίρι του 1964 στο Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη (Ουίλλιαμ Σαίξπηρ: Ιούλιος Καίσαρ). Οι πρώτες του συμμετοχές στην τηλεόραση ήταν στις σειρές Παράξενος ταξιδιώτης, Στησιχόρου ’73, Μαρίνα Αυγέρη και Οι δίκαιοι. Ακολούθησαν οι συμμετοχές στις σειρές Ένοχοι, Μεθοριακός σταθμός, Ο δρόμος και Λούνα Παρκ. Στον κινηματογράφο έπαιξε στις ταινίες Ερωτική συμφωνία το 1972 και Γυναίκες στα όπλα το 1979.
Από το 1994 μέχρι το 2003 είχε τον ρόλο του αρχηγού της Αστυνομίας αντιστράτηγου Γιάννη Χρυσολωρά στην καθημερινή σειρά του Νίκου Φώσκολου Καλημέρα ζωή στον ANT1.
Στην ιδιωτική τηλεόραση έχει εμφανιστεί στις σειρές Παράξενος ταξιδιώτης ,Στησιχόρου ’73 ,Μαρίνα Αυγέρη, Οι δίκαιοι, Ένοχοι, Μεθοριακός σταθμός, Υποψίες, Ο δρόμος, Λούνα Παρκ , Τρεις και ο… κούκος! , Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα , Οι κουτσομπόλες, Οικογένεια Καζινο , Το κλειδί, Το τίμημα ,Τα στραβά κι ανάποδα ,Η Καλή Πεθερά ,Καλημέρα Ζωή ,Εμείς κι Εμείς, Ελλάς το μεγαλείο σου, Μαρία η άσχημη , Χαρά Αγνοείται , Η Πολυκατοικία.
Προσωπική Ζωή
Υπήρξε παντρεμένος για δέκα χρόνια με την επίσης ηθοποιό Βίλμα Τσακίρη. Κόρη τους είναι η ηθοποιός Καλλιόπη Ευαγγελίδου (1973) και ο μουσικός Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης (1977)
Τη θλίψη σκόρπισε στον αθλητικό και τηλεοπτικό κόσμο η είδηση ότι ο Γιάννης Διακογιάννης έφυγε από τη ζωή στα 91 του χρόνια.
Ο ίδιος αποτέλεσε έναν εκ των κορυφαίων στον χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας, με ευρύ φάσμα γνώσεων στον κλασικό αθλητισμό και στο ποδόσφαιρο, ενώ ξεχώριζε για τις περιγραφές του.
Ο Γιάννης Διακογιάννης γεννήθηκε στη Αθήνα όπου και ασχολήθηκε με τον αθλητισμό από την εφηβική ηλικία, με ιδιαίτερη αδυναμία στον στίβο.
Σπούδασε μουσική στη Γαλλία, όμως τελικά τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Κάλυψε με ανταποκρίσεις του πάρα πολλές κορυφαίες διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου (ξεκινώντας από αυτό του 1954 στην Ελβετία και τερματίζοντας με αυτό του 1998 στη Γαλλία), διεθνείς αγώνες και παγκόσμια πρωταθλήματα στίβου, τελικούς αγώνες διασυλλογικών ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων (όπως του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 μεταξύ Άγιαξ και Παναθηναϊκού). Το 2004 υπήρξε σχολιαστής στους αγώνες της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου ανδρών στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου όταν και το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα κατέκτησε το τρόπαιο.
Από το Σεπτέμβριο του 1966 έως το 1983 ήταν ο βασικός παρουσιαστής της εβδομαδιαίας αθλητικής τηλεοπτικής εκπομπής «Αθλητική Κυριακή» (αρχικά «Αθλητικά Νέα»), ενώ το Σεπτέμβριο του 1969 είχε παρουσιάσει το 9ο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αθλητισμού, που διεξήχθη στο Στάδιο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» και αποτέλεσε την πρώτη μετάδοση αγώνων στίβου από ελληνικό τηλεοπτικό συνεργείο.
Εργάστηκε επίσης σε ιδιωτικό κέντρο αθλητικού ρεπορτάζ, ως καθηγητής δημοσιογραφίας. Από τα έργα του ξεχωρίζουν το τετράτομο «100 Χρόνια Ποδόσφαιρο» (Μίλητος, 2006), το «60 Χρόνια Μουντιάλ» (Λιβάνης, 1990), το «Οι Μεγάλες Μορφές του Αθλητισμού» (Κάκτος, 1979) κ.α. Ήταν, ακόμη, παραγωγός μουσικών ραδιοφωνικών εκπομπών.
«Αθλητική Κυριακή»
Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς παρουσίασε και την πρώτη αθλητική εκπομπή στην Ελλάδα, η οποία μετά από λίγο καιρό μεταφέρθηκε από τη Δευτέρα, στο πρόγραμμα της Κυριακής και πήρε το όνομα “Αθλητική Κυριακή”.
Σήμερα αποτελεί την πλέον ιστορική αθλητική εκπομπή της χώρας, αλλά ο Γιάννης Διακογιάννης ήταν αυτός που την έβαλε στα σπίτια όλων των Ελλήνων, παρουσιάζοντάς τη για σχεδόν 20 χρόνια και μέχρι το 1983. Στο πλευρό του όλα αυτά τα χρόνια, βρέθηκαν πολλοί ακόμη γνωστοί αθλητικοί δημοσιογράφοι, όπως οι Βαγγέλης Φουντουκίδης, Φίλιππος Συρίγος, Σταύρος Τσώχος, Μανώλης Μαυρομμάτης, Δημήτρης Κωνσταντάρας, Νίκος Κατσαρός, Γιάννης Μαμουζέλος, Γιάννης Θεοδωρακόπουλος, Χάρης Αλευρόπουλος, Κώστας Καπάνταης και Χρήστος Σωτηρακόπουλος.
Ο Γιάννης Διακογιάννης μέσα από τα μάτια της κόρης του, Ρίκας Βαγιάνη
Ο Γιάννης Διακογιάννης, όπως είχε γίνει γνωστό, είχε υιοθετήσει τη Ρίκα Βαγιάννη, με την οποία είχαν μία τέλεια σχέση πατέρα και κόρης.
Το 2012 η αείμνηστη Ρίκα Βαγιάννη έγραψε ένα συγκινητικό κείμενο για τον θετό πατέρα της. Τότε δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα protagon.gr.
«Μούχει σπάσει τα νεύρα», μουρμούραγε η μάνα μου στις φιλενάδες της τα ολυμπιακά καλοκαίρια.
Κρυφάκουγα.
«Ότι τι, δηλαδή;”
«Ποτέ, μα ποτέ, δεν είναι εδώ. Δεν έχω άντρα εγώ!».
«Μα λείπει για τους Αγώνες! Είναι αυτός λόγος διαζυγίου;»
Ποτέ δεν ήταν “εδώ” τέτοια εποχή, Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο σπίτι μας είχαν πάντα τον τίτλο της ίδιας ταινίας: «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» -και να σκεφτείτε πώς η ταινία δεν είχε καν γυριστεί.
Αν δεν είχαμε Ολυμπιακούς, είχαμε Μουντιάλ. Κι αν δεν είχαμε Μουντιάλ είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, κι αν δεν είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, είχαμε Τελικούς Κυπέλλου, Πρωταθλητριών, ή Κυπελλούχων ή Ουέφες, ή Πανευρωπαϊκό, και πάει λέγοντας.
“Μεγαλώσαμε μαζί του», μου λένε όλοι, σαν συνενοημένοι. «Μεγαλώσαμε με τη φωνή του».
Έλειπε διαρκώς από το σπίτι
Κι εγώ με τη φωνή του μεγάλωσα. Ποτέ δεν ήταν σπίτι. Κι όταν ήταν, πάλι δεν ήταν. Αν δεν είχε ταξίδια, είχε εφημερίδα, κι αν δεν είχε εφημερίδα, είχε εκπομπή, η «Αθλητική Κυριακή» και ο «Κόσμος της Μπάλας». Κι αν δεν είχε εκπομπή, είχε γήπεδο, ή σύσκεψη και δεν ξέρω κι εγώ ποια άλλη ζουρλαμάρα.
Δεν κατάφερε να με κάνει να αγαπήσω το γήπεδο. Θυμάμαι το δέος του μπροστά στον Πελέ και τον Κρόιφ. Ο μεγάλος αθλητής του έφερνε ρίγη, σε όποιο αγώνισμα κι αν κατέβαινε.
Στο γήπεδο, πάντως, αρχίσαμε άσχημα. Με πήρε κάνα δυό φορές μαζί του, εγώ, αντί για φάσεις και τεχνικές ξεσήκωσα ό,τι μπινελίκι και γαμοσταβρίδι εκσφενδονιζόταν στη Λεωφόρο. Μισή μερίδα παιδί. Ένα κυριακάτικο απόγευμα ρώτησα τη μαμά μου αν χωράει στον πωπό του διαιτητή μια ολόκληρη ποδοσφαιρική μπάλα. Και αλήθεια βοηθάει να βάλεις βαζελίνη για να περάσει από τη σούφρα του και επίσης, τι ακριβώς είναι η σούφρα, μαμά;
Κάπως έτσι κόπηκαν τα σούρτα-φέρτα στα ματς. Μαχαίρι
Την έκανε να αγαπήσει τον στίβο
Κατάφερε όμως να με κάνει να αγαπήσω το στίβο. Ο στίβος ήταν άλλο πράμα-εκκλησία. Η μαμά με άφηνε να πηγαίνω μαζί του όσο ήθελα. Στο στίβο, κανείς δεν ήθελε να βάλει τίποτα στον πωπό κανενός, με βαζελίνη ή χωρίς. Ή, τουλάχιστον, δεν το ξεφώνιζε. Ο στίβος ήταν Αγώνες. Άμιλλα. Κάτι σαν έντονη πνευματική εμπειρία στην οποία συμμετείχαν σε κρεσέντο όλες οι αισθήσεις αν το έβλεπε κανείς, τουλάχιστον, από τη δική του ματιά.
«Και πάμε στο ύψος: Εδώ οι αθλητές προετοιμάζονται για το άλμα» ανακοίνωνε ψιθυριστά στη μετάδοση, σαν να προέτρεπε το κοινό να μην ταράξει την ηρεμία του άλτη. Έδινε σήμα στον ηχολήπτη ότι ετοιμάζεται να «κόψει» μικρόφωνο. Κι άρχιζε τα πριβέ: Στριμωχτή εγώ, μισό παιδί, πολύ αδύνατο, στην καμπίνα δίπλα του. Κάπνιζε αμέτρητρα Gitanes στον κλειστό θαλαμίσκο. Στην Αμερική του σήμερα, θα τον είχαν πάει μέσα για έκθεση ανηλίκου σε θανατηφόρο παθητικό κάπνισμα. Δεν ήθελε να πάει Ατλάντα: Δεν γούσταρε. Εβλεπε μέσα από τον αθλητισμό να έρχονται σκοτεινές εποχές, έβλεπε πράγματα που οι άλλοι δεν διακρίναμε, ήταν φάσεις μπροστά, κουσούρι της δουλειάς, να προβλέπει.
Χρόνια πριν, εγώ μισή μερίδα παιδί: Στα τρία μέτρα μπροστά μας, ο Βζόλα, ετοιμαζεται να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ, μετά την απόσπαση του Πανευρωπαϊκού χρυσού Nέων στο ύψος. Ή κάτι τέτοιο. Αρχίζαν τα πριβέ.
«Κοίτα τον. Όχι, το άλμα, Ρίνγκο: την αυτοσυγκέντρωση να βλέπεις, εδώ είναι η δύναμη, Αυτός, θα δεις, θα γίνει μέγας άλτης. Θα γράψει ιστορία.”
Μάλιστα. Τσεκ.
Όχι το άλμα, λοιπόν, αλλά το αμέσως πριν: Την προς τα μέσα κατάδυση.
«Κάνε άλμα μεγαλύτερο από τη φθορά», έγραφε το “Σηματολόγιο” του Ελύτη. Aυτά τα φρόντιζε η μάνα μου στο σπίτι, αφήνοντας –τάχα μου- τυχαία ανοιχτά βιβλία στο τραπέζι της κουζίνας. Εκανε απελπισμένες προσπάθειες να μην εξελιχθώ σε γρυλλίζοντα σκυλο-χούλιγκαν, αλλά πλαγίως, ήξερε ότι δεν θα διάβαζα ποτέ κάτι που θα μου υποδείκνυε, δήθεν για να “καλλιεργηθώ”. Υποδορείως κούμπωναν εντός μου, κλικ-κλακ, η ποίηση κι ο αθλητισμός, το κορμί το σάρκινο και το Άλλο, το πώς το λέγανε, να δεις, ψυχή το λέγανε. Κλικ-κλακ.
Μεγάλωνα.
Ανάμεσα στον Πελέ και τον Ελύτη, τη Μοσχολιού και το Φον Κάραγιαν. Όλα έβγαζαν νόημα. Ακόμα και τα πιο ανεξήγητα. Από το λυσασμένο Μπερναμπέου ως την Επίδαυρο της ΅Ορέστειας΅ του Κουν, κι από τον Τάφο του Ινδού ως τη Scala, με κόκκινη Πανσέληνο. «Νessouno, mai», κι όμως, όλα είχαν νόημα.
Η ζωή μας, ένα Gitanes με φίλτρο.
Ψαχνόμουν. Μισή γυναίκα πια.
«Κοίτα τις που είναι σαν άντρες, Ρίνγκο»: Δεν μάσαγε τα λόγια του για τα γενειοφόρα θηλυκά εκτρώματα του «μεγαλείου» της τότε Ανατολικής Γερμανίας, «Κοίτα τις. Αυτό δεν είναι αθλητισμός, είναι τερατογένεση- ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται στα ανθρώπινα μέτρα, μόνο τότε αξίζει. Που θα μας οδηγήσουν όλες αυτές οι επιδόσεις, όλα αυτά τα ρεκόρ, αναρωτιέμαι…
Δεν είχε απάντηση. Καμιά φορά όμως, αξίζει να κάνεις μόνο την ερώτηση: Η προς τα μέσα κατάδυση, που λέγαμε.
Ελειπε πολύ. Συνέχεια. Αλλά εμένα, δεν μου «έλειπε». Η αγάπη εκπέμπει πιο δυνατά από το τηλεοπτικό σήμα.
Εντάξει, μείνανε και κάτι ψιλο-οιδιπόδεια –τα λένε και σύνδρομα της Ηλέκτρας- αν είστε πολύ ψείρας στα ψυχαναλυτικά. Εντάξει, ακόμα βλέπω Αγώνες από ξένα μόνο κανάλια, ή με τη φωνή στο mute. Από κακία που δεν είναι η φωνή του.
Μου έμαθε πως οι Ολυμπιακοί κύκλοι συμβολίζουν τις ανθρώπινες φυλές- κι ο τελευταίος όλη την ανθρωπότητα: Όλοι μας, από ένας κρίκος στης ζωής την εύθραυστη, αλλά αιώνια αλυσίδα. Η πάσα ουσία είναι η ισότητα και η συνύπαρξη, αλλιώς δεν αγωνιζόμαστε, απλώς πηδάμε παλούκια, σαν τα πιθήκια, με το συμπάθειο κιόλας.
Κανένα αξίωμα δεν δέχτηκε, καμιά τιμή δεν καταδέχτηκε. Όταν τα παράτησε, τα παράτησε ξερά. Όπως τα Gitanes– πέταξε το πακέτο μαζί με τα μικρόφωνα και δεν κανακοίταξε καπνό. Χωρίς εθισμούς και κολλήματα σε «περασμένα μεγαλεία».
Στο φίνις κρίνονται όλα.
«Οι κίτρινοι, Ρίνγκο, είναι καλοί στο πίνγκ πόνγκ, ας πούμε, και στα γυμναστικά. Οι άσπροι στο τένις και τα άλματα, οι μαύροι στις αποστάσεις και τα σπριντ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, Ρίνγκο. Το φυσικό πλεονέκτημα καλό είναι, αλλά ο αθλητισμός είναι μαγεία είναι ζωή, όλο απρόοπτα, κανενός το χρώμα δεν σημαίνει τίποτα. Στο φίνις κρίνονται όλα.»
Τώρα λείπει πάλι.
Αυτές τις μέρες, κάπου στις μικρές Κυκλάδες, ίσως πάρει το μάτι σας έναν όμορφο, ηλιοκαμένο παππού, που μπαινοβγαίνει ακατάπαυστα σ’ ένα επαρχιακό νοσοκομείο: Προσέχει τη γυναίκα του που ανέβασε πυρετό στις διακοπές. Της φέρνει νέα, αναψυκτικά και ψαρόσουπα από τη διπλανή ταβέρνα. Η εξέλιξη του συναρπαστικού αγώνα «Μαμά vs Πνευμονία», αναμεταδίδεται στο τηλέφωνο λεπτομερώς, ανάλαφρα, ελλειπτικά, αλλά ουσιαστικά: Δεν σας κάνω πλάκα, είναι γοητευτικός, ακόμα κι όταν περιγράφει νοσηλείες! Aχ, όντως, Νessouno, mai…
«Μου σπάει τα νεύρα», μουρμουράει η μάνα μου. «Δεν φεύγει λεπτό από εδώ. Του λέω, έλα, πήγαινε μια βόλτα, να δεις κανένα αγώνισμα, να ξεσκάσεις, αυτός τίποτα, εδώ, μπάστακας δίπλα μου, όλη μέρα, ασχολείται μαζί μου. Κι έχουμε και Ολυμπιακούς αγώνες!».
«Ρε μάνα, το ότι σου συμπαραστέκεται ολοψύχως ο άντρας σου όταν ασθενείς, δεν το λες ακριβώς και λόγο διαζυγίου».
«Το ξέρω. Άρρωστη είμαι, παιδί μου, όχι ηλίθια»
Η προς την αγάπη κατάδυση. Πριν το άλμα και μετά. Πάνω από τη φθορά.
Στο σπίτι το δικό μας, πάλι, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, οι Oλυμπιακοί Αγώνες παίζουν επί 24ώρου βάσεως.
Με τη φωνή στο mute, μπαμπά. Νessouno,mai…
Και με το νου στο finish, εκεί που κρίνονται όλα.
Λίγοι, εξάλλου, ξέρουν πώς προέκυψε το όνομα Βαγιάνη. Είναι τα αρχικά από το όνομα της μητέρας της Βαρβάρας σε συνδυασμό με το μικρό όνομα του Γιάννη Διακογιάννη, με τον οποίο είχε κάνει τον δεύτερο γάμο της.
Γιάννης Διακογιάννης – Ρίκα Βαγιάννη: Η τελευταία κοινή τηλεοπτική εμφάνιση
Ήταν Ιούλιος του 2014, όταν ο μεγάλος αθλητικογράφος εμφανίστηκε στην εκπομπή της ΕΡΤ (τότε ΝΕΡΙΤ) μαζί με την θετή του κόρη, Ρίκα Βαγιάννη που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 56 ετών, τον Αύγουστο του 2018, δίνοντας μεγάλη μάχη με τον καρκίνο.
Τρία χρόνια μετά την κοινή τους εμφάνιση, τον Οκτώβριο του 2017, ο Γιάννης Διακογιάννης είχε βρεθεί στην ΕΣΗΕΑ προκειμένου να συμπαρασταθεί στους συναδέλφους του για την απεργία που γινόταν εκείνες τις ημέρες. Ο ίδιος τότε είχε αποκαλύψει ότι η Ρίκα Βαγιάνη, είχε καρκίνο. Τη συγκεκριμένη αποκάλυψη είχε κάνει μέσω του προσωπικού της λογαριασμού στο Facebook η δημοσιογράφος και φίλη της Ρίκας Βαγιάνη, Αφροδίτη Υψηλάντη.
«Να σας πω και κάτι που θα σας στενοχωρήσει: Η Ρίκα έχει καρκίνο…». Αυτό μας εκμυστηρεύτηκε ο πατριός της Ρίκας μας, Γιάννης Διακογιάννης όταν πέρασε από την ΕΣΗΕΑ, για να μας συμπαρασταθεί στην απεργία πείνας.
Σοκαριστήκαμε, αλλά του δώσαμε κουράγιο. Πού να φανταστούμε ότι η Μαρίκα Ζούλα, το Ρικάκι, θα έφευγε τόσο αθόρυβα και παράλληλα με τόσο πάταγο!» είχε γράψει στην προσωπική της σελίδα στο Facebook η δημοσιογράφος.
Οι διακρίσεις
Υπήρξε ο πρώτος που τιμήθηκε για την εν γένει προσφορά του με το βραβείο «Ελένη Βλάχου» το 2003, ως δημοσιογράφος των «Νέων». Αποτελεί πιθανότατα τον μοναδικό Έλληνα αθλητικό δημοσιογράφο του οποίου το επώνυμο περιλήφθηκε σε στίχο τραγουδιού, συγκεκριμένα στο «Αρχίζει το ματς» σύνθεσης και εκτέλεσης του Λουκιανού Κηλαηδόνη το 1979.
Τον Δεκέμβριο του 2015, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, απένειμε στον Γιάννη Διακογιάννη τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος σε ειδική τελετή στο Προεδρικό Μέγαρο, για την προσφορά του στην αθλητική δημοσιογραφία.
Τον Ιανουάριο του 2017 ο Γιάννης Διακογιάννης παραδέχθηκε για πρώτη φορά δημόσια ότι είναι οπαδός του Παναθηναϊκού, σε εκδήλωση του Δήμου Βύρωνα για την παρουσίαση του βιβλίου του παλαιού ποδοσφαιριστή Δημήτρη Θεοφάνη. Ο ίδιος δήλωσε: «Παναθηναϊκός είμαι, Αθηναίος είμαι, Παναθηναϊκός είμαι. Έχω γνωρίσει τον Απόστολο Νικολαΐδη».
ΕΣΗΕΑ: Φωτεινό παράδειγμα ευγλωττίας, ταλέντου, εργατικότητας και αντικειμενικότητας
«Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ με οδύνη ανακοινώνει την απώλεια του καταξιωμένου δημοσιογράφου, συγγραφέα, ραδιοφωνικού παραγωγού, τηλεοπτικού παρουσιαστή και βετεράνου αθλητικογράφου Γιάννη Διακογιάννη, ο οποίος έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 91 ετών.
Ο Γιάννης Διακογιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931. Μετά το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών, σπούδασε μουσική και αθλητική δημοσιογραφία στη Γαλλία. Τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1952 από την εφημερίδα «ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΗΧΩ» ως συντάκτης και ανταποκριτής της στο Παρίσι και στη συνέχεια ακολούθησε μια αξιοσημείωτη πορεία στον έντυπο Τύπο στο «ΦΩΣ ΤΩΝ ΣΠΟΡ», την «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» και τη «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ», ενώ διετέλεσε και διευθυντής του αθλητικού τμήματος της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ».
Παράλληλα, δίδαξε σε ιδιωτικό κέντρο αθλητικού ρεπορτάζ, ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο στην παραγωγή αθλητικών αλλά και αμιγώς μουσικών εκπομπών και άφησε πίσω του βιβλία, τα οποία αποτελούν σημεία αναφοράς στην αθλητική βιβλιογραφία («100 Χρόνια Ποδόσφαιρο», «60 Χρόνια Μουντιάλ», «Οι Μεγάλες Μορφές του Αθλητισμού» κ.α.). Το 2003, ήταν ο πρώτος αποδέκτης του βραβείου «Ελένη Βλάχου» για τη συνολική προσφορά του ενώ το 2018, τιμήθηκε από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Ενώσεως Συντακτών, σε εκδήλωση για τους βετεράνους του αθλητικού ρεπορτάζ.
Σημαντικές συμμετοχές
Ο Γιάννης Διακογιάννης, για πολλούς ο κορυφαίος στον τομέα του, υπήρξε αναμφισβήτητα μια εμβληματική φυσιογνωμία της δημοσιογραφίας και δικαίως λογίζεται ως ένας από τους θεμελιωτές του σύγχρονου αθλητικού ρεπορτάζ. Άνοιξε το δρόμο για τις επόμενες γενιές αθλητικών συντακτών, παρέδωσε μαθήματα ενδεδειγμένης αθλητικής μετάδοσης και κάλυψε τις περισσότερες εγχώριες και διεθνείς διοργανώσεις του καιρού του: τέσσερις Ολυμπιακούς Αγώνες, μεταξύ αυτών και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972, τους πρώτους που μεταδόθηκαν τηλεοπτικά στην Ελλάδα, οκτώ Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου, παγκόσμια πρωταθλήματα στίβου και αμέτρητα άλλα αθλητικά γεγονότα, ενώ την καριέρα του στιγμάτισε η παρουσίαση της θρυλικής «Αθλητικής Κυριακής» από το 1966 έως και το 1983 στην ΕΡΤ, μιας εκπομπής που χάραξε την εθνική συλλογική μας μνήμη και ακόμα αποτελεί τη μακροβιότερη αθλητική εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση.
«Του Διακογιάννη η φωνή»
«Του Διακογιάννη η φωνή», η φωνή που σημάδεψε τα κυριακάτικά μας βράδια, η φωνή που έγινε τραγούδι στα στόματα φιλάθλων και μη, σίγησε για πάντα. Όλοι όσοι τον γνώρισαν κι όλοι όσοι παρακολούθησαν την πορεία του, θα τον θυμούνται όπως ακριβώς ήταν: αγέρωχος και επιβλητικός, ευρυμαθής και γλαφυρός στις περιγραφές του, ευγενής και κομψός στους τρόπους του, γνώστης αλλά και λάτρης του αντικειμένου του. Υπήρξε δάσκαλος για τους νεότερους συναδέλφους και φωτεινό παράδειγμα ευγλωττίας, ταλέντου, εργατικότητας αλλά και αντικειμενικότητας στο ρεπορτάζ. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η επαγγελματική του πορεία τον τοποθέτησε στο πάνθεον των κορυφαίων και αξεπέραστων της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ συλλυπείται τους οικείους του και αποχαιρετά τον εκλεκτό συνάδελφο, ο οποίος αφήνει πίσω του δυσαναπλήρωτο κενό και φτωχότερο το λειτούργημά μας».
Η Ρίκα Βαγιάνη πήρε το επίθετό της από τα αρχικά του ονόματος της μητέρας της, Βαρβάρας σε συνδυασμό με το μικρό όνομα του θετού της πατέρα, Γιάννη Διακογιάννη. Μια όμορφη και πρωτότυπη πράξη που φανερώνει την υπέροχη σχέση ενός πατριού που – δικαίως – μπορούσε να αποκαλεί την κόρη της γυναίκας του, «παιδί του».
Ο Γιάννης Διακογιάννης πέθανε σε ηλικία 91 ετών και ο θάνατός του σκόρπισε θλίψη στο Πανελλήνιο, κάνοντας φτωχότερο τον χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Υπήρξε νυμφευμένος με τη Βαρβάρα Δράκου, υιοθετώντας την κόρη της (από το γάμο με το δημοσιογράφο Οδυσσέα Ζούλα), Ρίκα Βαγιάνη.
Η Ρίκα Βαγιάνη έφυγε από τη ζωή, πρόωρα, στις 7 Αυγούστου 2018 από καρκίνο και λάτρευε τον πατριό της, Γιάννη Διακογιάννη, ο οποίος την μεγάλωσε σαν κόρη του. Συνήθιζε να μιλά δημόσια για εκείνον με τα καλύτερα λόγια και έδειχνε πόσο πολύ τον αγαπούσε με την πρώτη ευκαιρία.
«Της φέρνει νέα και ψαρόσουπα από τη διπλανή ταβέρνα»
Το 2012 η Ρίκα Βαγιάννη έγραψε ένα συγκινητικό κείμενο για τον θετό της πατέρα, στο οποίο φαίνονται μικρές λεπτομέρειες της σχέσης τους και το οποίο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα protagon.gr:
«Μούχει σπάσει τα νεύρα», μουρμούραγε η μάνα μου στις φιλενάδες της τα ολυμπιακά καλοκαίρια.
Κρυφάκουγα .
«Ότι τι, δηλαδή;”
«Ποτέ, μα ποτέ, δεν είναι εδώ. Δεν έχω άντρα εγώ!».
«Μα λείπει για τους Αγώνες! Είναι αυτός λόγος διαζυγίου;»
Ποτέ δεν ήταν “εδώ” τέτοια εποχή, Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο σπίτι μας είχαν πάντα τον τίτλο της ίδιας ταινίας: «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» – και να σκεφτείτε πώς η ταινία δεν είχε καν γυριστεί.
Αν δεν είχαμε Ολυμπιακούς, είχαμε Μουντιάλ. Κι αν δεν είχαμε Μουντιάλ είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, κι αν δεν είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, είχαμε Τελικούς Κυπέλλου, Πρωταθλητριών, ή Κυπελλούχων ή Ουέφες, ή Πανευρωπαϊκό, και πάει λέγοντας.
«Μεγαλώσαμε μαζί του», μου λένε όλοι, σαν συνενωμένοι. «Μεγαλώσαμε με τη φωνή του».
Κι εγώ με τη φωνή του μεγάλωσα. Ποτέ δεν ήταν σπίτι. Κι όταν ήταν, πάλι δεν ήταν. Αν δεν είχε ταξίδια, είχε εφημερίδα, κι αν δεν είχε εφημερίδα, είχε εκπομπή, η «Αθλητική Κυριακή» και ο «Κόσμος της Μπάλας». Κι αν δεν είχε εκπομπή, είχε γήπεδο, ή σύσκεψη και δεν ξέρω κι εγώ ποια άλλη ζουρλαμάρα.
Δεν κατάφερε να με κάνει να αγαπήσω το γήπεδο. Θυμάμαι το δέος του μπροστά στον Πελέ και τον Κρόιφ. Ο μεγάλος αθλητής του έφερνε ρίγη, σε όποιο αγώνισμα κι αν κατέβαινε.
Στο γήπεδο, πάντως, αρχίσαμε άσχημα. Με πήρε κάνα δυό φορές μαζί του, εγώ, αντί για φάσεις και τεχνικές ξεσήκωσα ο,τι μπινελίκι και γαμοσταβρίδι εκσφενδονιζόταν στη Λεωφόρο. Μισή μερίδα παιδί. Ένα κυριακάτικο απόγευμα ρώτησα τη μαμά μου αν χωράει στον ποπό του διαιτητή μια ολόκληρη ποδοσφαιρική μπάλα. Και αλήθεια βοηθάει να βάλεις βαζελίνη για να περάσει από τη σούφρα του και επίσης, τι ακριβώς είναι η σούφρα, μαμά;
Κάπως έτσι κόπηκαν τα σούρτα – φέρτα στα ματς. Μαχαίρ.
Κατάφερε όμως να με κάνει να αγαπήσω το στίβο. Ο στίβος ήταν άλλο πράμα-εκκλησία. Η μαμά με άφηνε να πηγαίνω μαζί του όσο ήθελα. Στο στίβο, κανείς δεν ήθελε να βάλει τίποτα στον πωπό κανενός, με βαζελίνη ή χωρίς. Ή, τουλάχιστον, δεν το ξεφώνιζε. Ο στίβος ήταν Αγώνες. Άμιλλα. Κάτι σαν έντονη πνευματική εμπειρία στην οποία συμμετείχαν σε κρεσέντο όλες οι αισθήσεις αν το έβλεπε κανείς, τουλάχιστον, από τη δική του ματιά.
«Και πάμε στο ύψος: Εδώ οι αθλητές προετοιμάζονται για το άλμα» ανακοίνωνε ψιθυριστά στη μετάδοση, σαν να προέτρεπε το κοινό να μην ταράξει την ηρεμία του άλτη. Έδινε σήμα στον ηχολήπτη ότι ετοιμάζεται να «κόψει» μικρόφωνο. Κι άρχιζε τα πριβέ: Στριμωχτή εγώ, μισό παιδί, πολύ αδύνατο, στην καμπίνα δίπλα του. Κάπνιζε αμέτρητρα Gitanes στον κλειστό θαλαμίσκο. Στην Αμερική του σήμερα, θα τον είχαν πάει μέσα για έκθεση ανηλίκου σε θανατηφόρο παθητικό κάπνισμα. Δεν ήθελε να πάει Ατλάντα: Δεν γούσταρε. Εβλεπε μέσα από τον αθλητισμό να έρχονται σκοτεινές εποχές, έβλεπε πράγματα που οι άλλοι δεν διακρίναμε, ήταν φάσεις μπροστά, κουσούρι της δουλειάς, να προβλέπει.
Χρόνια πριν, εγώ μισή μερίδα παιδί: Στα τρία μέτρα μπροστά μας, ο Βζόλα, ετοιμάζεται να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ, μετά την απόσπαση του Πανευρωπαϊκού χρυσού Nέων στο ύψος. Ή κάτι τέτοιο. Άρχιζαν τα πριβέ.
«Κοίτα τον. Όχι, το άλμα, Ρίνγκο: Την αυτοσυγκέντρωση να βλέπεις, εδώ είναι η δύναμη, Αυτός, θα δεις, θα γίνει μέγας άλτης. Θα γράψει ιστορία.”
Μάλιστα. Τσεκ.
Όχι το άλμα, λοιπόν, αλλά το αμέσως πριν: Την προς τα μέσα κατάδυση.
«Κάνε άλμα μεγαλύτερο από τη φθορά», έγραφε το “Σηματολόγιο” του Ελύτη. Aυτά τα φρόντιζε η μάνα μου στο σπίτι, αφήνοντας – τάχα μου – τυχαία ανοιχτά βιβλία στο τραπέζι της κουζίνας.
Έκανε απελπισμένες προσπάθειες να μην εξελιχθώ σε γρυλλίζοντα σκυλο-χούλιγκαν, αλλά πλαγίως, ήξερε ότι δεν θα διάβαζα ποτέ κάτι που θα μου υποδείκνυε, δήθεν για να “καλλιεργηθώ”. Υποδορείως κούμπωναν εντός μου, κλικ-κλακ, η ποίηση κι ο αθλητισμός, το κορμί το σάρκινο και το Άλλο, το πώς το λέγανε, να δεις, ψυχή το λέγανε. Κλικ-κλακ.
Μεγάλωνα.
Ανάμεσα στον Πελέ και τον Ελύτη, τη Μοσχολιού και το Φον Κάραγιαν. Όλα έβγαζαν νόημα. Ακόμα και τα πιο ανεξήγητα. Από το λυσασμένο Μπερναμπέου ως την Επίδαυρο της ΅Ορέστειας΅ του Κουν, κι από τον Τάφο του Ινδού ως τη Scala, με κόκκινη Πανσέληνο. «Νessouno, mai», κι όμως, όλα είχαν νόημα.
Η ζωή μας, ένα Gitanes με φίλτρο.
Ψαχνόμουν. Μισή γυναίκα πια.
«Κοίτα τις που είναι σαν άντρες, Ρίνγκο»: Δεν μάσαγε τα λόγια του για τα γενειοφόρα θηλυκά εκτρώματα του «μεγαλείου» της τότε Ανατολικής Γερμανίας, «Κοίτα τις. Αυτό δεν είναι αθλητισμός, είναι τερατογένεση- ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται στα ανθρώπινα μέτρα, μόνο τότε αξίζει. Που θα μας οδηγήσουν όλες αυτές οι επιδόσεις, όλα αυτά τα ρεκόρ, αναρωτιέμαι…
Δεν είχε απάντηση. Καμιά φορά όμως, αξίζει να κάνεις μόνο την ερώτηση: Η προς τα μέσα κατάδυση, που λέγαμε.
Έλειπε πολύ. Συνέχεια. Αλλά εμένα, δεν μου «έλειπε». Η αγάπη εκπέμπει πιο δυνατά από το τηλεοπτικό σήμα.
Εντάξει, μείνανε και κάτι ψιλο-οιδιπόδεια – τα λένε και σύνδρομα της Ηλέκτρας- αν είστε πολύ ψείρας στα ψυχαναλυτικά. Εντάξει, ακόμα βλέπω Αγώνες από ξένα μόνο κανάλια, ή με τη φωνή στο mute. Από κακία που δεν είναι η φωνή του.
Μου έμαθε πως οι Ολυμπιακοί κύκλοι συμβολίζουν τις ανθρώπινες φυλές- κι ο τελευταίος όλη την ανθρωπότητα: Όλοι μας, από ένας κρίκος στης ζωής την εύθραυστη, αλλά αιώνια αλυσίδα. Η πάσα ουσία είναι η ισότητα και η συνύπαρξη, αλλιώς δεν αγωνιζόμαστε, απλώς πηδάμε παλούκια, σαν τα πιθήκια, με το συμπάθειο κιόλας.
Κανένα αξίωμα δεν δέχτηκε, καμιά τιμή δεν καταδέχτηκε. Όταν τα παράτησε, τα παράτησε ξερά. Όπως τα Gitanes– πέταξε το πακέτο μαζί με τα μικρόφωνα και δεν ξανακοίταξε καπνό. Χωρίς εθισμούς και κολλήματα σε «περασμένα μεγαλεία».
Στο φίνις κρίνονται όλα.
«Οι κίτρινοι, Ρίνγκο, είναι καλοί στο πίνγκ πόνγκ, ας πούμε, και στα γυμναστικά. Οι άσπροι στο τένις και τα άλματα, οι μαύροι στις αποστάσεις και τα σπριντ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, Ρίνγκο. Το φυσικό πλεονέκτημα καλό είναι, αλλά ο αθλητισμός είναι μαγεία είναι ζωή, όλο απρόοπτα, κανενός το χρώμα δεν σημαίνει τίποτα. Στο φίνις κρίνονται όλα.»
Τώρα λείπει πάλι.
Αυτές τις μέρες, κάπου στις μικρές Κυκλάδες, ίσως πάρει το μάτι σας έναν όμορφο, ηλιοκαμένο παππού, που μπαινοβγαίνει ακατάπαυστα σ’ ένα επαρχιακό νοσοκομείο: Προσέχει τη γυναίκα του που ανέβασε πυρετό στις διακοπές. Της φέρνει νέα, αναψυκτικά και ψαρόσουπα από τη διπλανή ταβέρνα.
Η εξέλιξη του συναρπαστικού αγώνα «Μαμά vs Πνευμονία», αναμεταδίδεται στο τηλέφωνο λεπτομερώς, ανάλαφρα, ελλειπτικά, αλλά ουσιαστικά: Δεν σας κάνω πλάκα, είναι γοητευτικός, ακόμα κι όταν περιγράφει νοσηλείες! Aχ, όντως, Νessouno, mai…
«Μου σπάει τα νεύρα», μουρμουράει η μάνα μου. «Δεν φεύγει λεπτό από εδώ. Του λέω, έλα, πήγαινε μια βόλτα, να δεις κανένα αγώνισμα, να ξεσκάσεις, αυτός τίποτα, εδώ, μπάστακας δίπλα μου, όλη μέρα, ασχολείται μαζί μου. Κι έχουμε και Ολυμπιακούς αγώνες!».
«Ρε μάνα, το ότι σου συμπαραστέκεται ολοψύχως ο άντρας σου όταν ασθενείς, δεν το λες ακριβώς και λόγο διαζυγίου».
«Το ξέρω. Άρρωστη είμαι, παιδί μου, όχι ηλίθια»
Η προς την αγάπη κατάδυση. Πριν το άλμα και μετά. Πάνω από τη φθορά.
Στο σπίτι το δικό μας, πάλι, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, οι Oλυμπιακοί Αγώνες παίζουν επί 24ώρου βάσεως.
Με τη φωνή στο mute, μπαμπά. Νessouno,mai…
Και με το νου στο finish, εκεί που κρίνονται όλα.
«Η Ρίκα έχει καρκίνο»
Ήταν Ιούλιος του 2014, όταν ο μεγάλος αθλητικογράφος εμφανίστηκε στην εκπομπή της ΕΡΤ (τότε ΝΕΡΙΤ) μαζί με την θετή του κόρη, Ρίκα Βαγιάννη που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 56 ετών, τον Αύγουστο του 2018, δίνοντας μεγάλη μάχη με τον καρκίνο.
Τρία χρόνια μετά την κοινή τους εμφάνιση, τον Οκτώβριο του 2017, ο Γιάννης Διακογιάννης είχε βρεθεί στην ΕΣΗΕΑ προκειμένου να συμπαρασταθεί στους συναδέλφους του για την απεργία που γινόταν εκείνες τις ημέρες. Ο ίδιος τότε είχε αποκαλύψει ότι η Ρίκα Βαγιάνη, είχε καρκίνο.
Τη συγκεκριμένη αποκάλυψη είχε κάνει μέσω του προσωπικού της λογαριασμού στο Facebook η δημοσιογράφος και φίλη της Ρίκας Βαγιάνη, Αφροδίτη Υψηλάντη.
«Να σας πω και κάτι που θα σας στενοχωρήσει: Η Ρίκα έχει καρκίνο…». Αυτό μας εκμυστηρεύτηκε ο πατριός της Ρίκας μας, Γιάννης Διακογιάννης όταν πέρασε από την ΕΣΗΕΑ, για να μας συμπαρασταθεί στην απεργία πείνας.
Σοκαριστήκαμε, αλλά του δώσαμε κουράγιο. Πού να φανταστούμε ότι η Μαρίκα Ζούλα, το Ρικάκι, θα έφευγε τόσο αθόρυβα και παράλληλα με τόσο πάταγο!» είχε γράψει στην προσωπική της σελίδα στο Facebook η δημοσιογράφος.
Θλίψη προκάλεσε ο θάνατος του Γιάννη Διακογιάννη σε ηλικία 91 ετών.
Ο Γιάννης Διακογιάννης υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της αθλητικής δημοσιογραφίας, με εμβληματική προσφορά σε εφημερίδες, τηλεόραση και ραδιόφωνο, ενώ διαμόρφωσε το χώρο και δίδαξε τα μυστικά του σε χιλιάδες συναδέλφους του.
Στην προσωπική του ζωή, υπήρξε παντρεμένος με τη Βαρβάρα Δράκου, υιοθετώντας την κόρη της (από το γάμο με το δημοσιογράφο Οδυσσέα Ζούλα), την Ρίκα Βαγιάνη.
Ο Γιάννης Διακογιάννης τη μεγάλωσε σαν βιολογική του κόρη, ενώ η αείμνηστη δημοσιογράφος μιλούσε δημόσια για εκείνον με τα καλύτερα λόγια και έδειχνε πόσο πολύ τον αγαπούσε με την πρώτη ευκαιρία.
Μάλιστα, το επώνυμο της προήλθε από τα ονόματα της μητέρας της (Βαρβάρας) και του Γιάννη Διακογιάννη, που ήταν ο δεύτερος σύζυγός της. Το πραγματικό της ονοματεπώνυμο ήταν Μαρίκα Ζούλα.
Τον Ιούλιος του 2014, ο μεγάλος αθλητικογράφος είχε εμφανιστεί στην εκπομπή της ΕΡΤ (τότε ΝΕΡΙΤ) μαζί με την θετή του και αγαπημένη του κόρη Ρίκα Βαγιάνη, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 56 ετών, τον Αύγουστο του 2018 από καρκίνο.
Αυτή ήταν μια από τις τελευταίες τους, κοινή τηλεοπτική εμφάνιση.
Ο Γιάννης Διακογιάννης υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της αθλητικής δημοσιογραφίας, με εμβληματική προσφορά σε εφημερίδες, τηλεόραση και ραδιόφωνο, ενώ διαμόρφωσε το χώρο και δίδαξε τα μυστικά του σε χιλιάδες συναδέλφους του.
Στην προσωπική του ζωή, υπήρξε παντρεμένος με τη Βαρβάρα Δράκου, υιοθετώντας την κόρη της (από το γάμο με το δημοσιογράφο Οδυσσέα Ζούλα), την Ρίκα Βαγιάνη.
Ο Γιάννης Διακογιάννης τη μεγάλωσε σαν βιολογική του κόρη, ενώ η αείμνηστη δημοσιογράφος μιλούσε δημόσια για εκείνον με τα καλύτερα λόγια και έδειχνε πόσο πολύ τον αγαπούσε με την πρώτη ευκαιρία.
Μάλιστα, το επώνυμο της προήλθε από τα ονόματα της μητέρας της (Βαρβάρας) και του Γιάννη Διακογιάννη, που ήταν ο δεύτερος σύζυγός της. Το πραγματικό της ονοματεπώνυμο ήταν Μαρίκα Ζούλα.
Τον Ιούλιος του 2014, ο μεγάλος αθλητικογράφος είχε εμφανιστεί στην εκπομπή της ΕΡΤ (τότε ΝΕΡΙΤ) μαζί με την θετή του και αγαπημένη του κόρη Ρίκα Βαγιάνη, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 56 ετών, τον Αύγουστο του 2018 από καρκίνο.
Αυτή ήταν μια από τις τελευταίες τους, κοινή τηλεοπτική εμφάνιση.
Η ιστορία πίσω από τον παρολίγο μοιραίο έρωτα του Γιάννη Γκιωνάκη με την Αφροδίτη Κοζανιτά, που αποκαλύφθηκε πως ήταν η μητέρα του γνωστού στιχουργού Φοίβου, παραμένει σοκαριστική.
Το 1984, μια πράξη παθολογικής ζήλιας παραλίγο να στοιχίσει μια ανθρώπινη ζωή και να αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στη δημόσια εικόνα του αγαπημένου ηθοποιού.
Όταν ο έρωτας έγινε εμμονή
Ήταν 14 Οκτωβρίου του 1984 όταν ο Γιάννης Γκιωνάκης τηλεφώνησε στην τότε σύντροφό του, Αφροδίτη Κοζανιτά. Είχε μόλις περάσει μια κρίση ζαχάρου και της ζήτησε να συναντηθούν. Παρότι ήταν παντρεμένος, διατηρούσε έναν θυελλώδη δεσμό με την εντυπωσιακή γυναίκα, με τη σχέση τους να βρίσκεται σε διαρκή ένταση. Η Αφροδίτη ζητούσε διαζύγιο, εκείνος όμως δίσταζε να κάνει το βήμα.
Γιάννης Γκιωνάκης και Αφροδίτη Κοζανιτά
Ο γνωστός ηθοποιός πήγε στο σπίτι της στο Καστρί. Η αρχική ατμόσφαιρα ήταν ρομαντική – άκουσαν μαζί μια κασέτα με τραγούδια που της είχε γράψει ο ίδιος. Εκείνη βρήκε την ευκαιρία να συζητήσουν ξανά το μέλλον τους, αλλά ο Γκιωνάκης δεν ήταν πρόθυμος να της δώσει τις δεσμεύσεις που ήθελε.
Το ξέσπασμα της ζήλιας
Ο ηθοποιός ήταν γνωστός για την αδυναμία του στις γυναίκες και, όπως φαινόταν, δεν μπορούσε να αλλάξει εύκολα. Εκείνη τη βραδιά, η ένταση κορυφώθηκε. Η Κοζανιτά, κουρασμένη από τα αδιέξοδα, του είπε με αποφασιστικότητα: “Χωρίζουμε”.
Ο Γκιωνάκης, φανερά ταραγμένος, απάντησε: “Ξανασκέψου το, δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου”. Η Αφροδίτη σηκώθηκε απότομα για να βάλει τέλος στη συζήτηση, αλλά εκείνος την ακολούθησε, θολωμένος. Είχε πάντα στην κατοχή του ένα πιστόλι «Σμιθ & Γουέσον». Πυροβόλησε τρεις φορές και έφυγε από το σπίτι, χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Η Κοζανιτά αρχικά δεν κατάλαβε ότι είχε τραυματιστεί, αλλά όταν είδε τα αίματα, πρόλαβε να καλέσει σε βοήθεια. Είχε τραυματιστεί στον αριστερό ώμο, με ένα διαμπερές τραύμα.
Η σύλληψη και το σκάνδαλο που ξέσπασε
Ο Γιάννης Γκιωνάκης συνελήφθη και την επόμενη μέρα βρέθηκε μπροστά στον ανακριτή, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Ο τύπος της εποχής κυριολεκτικά «έβραζε», παρουσιάζοντας εκτενώς την υπόθεση και κάθε λεπτομέρεια της σχέσης του ηθοποιού με την Αφροδίτη Κοζανιτά.
Ο ίδιος ισχυριζόταν πως δεν ήθελε ποτέ να της κάνει κακό: αγαπούσε τη σύντροφό του και δεν είχε πρόθεση να τη σκοτώσει. Εκείνη, ωστόσο, πέρα από το σοκ και τη νοσηλεία, είχε να διαχειριστεί και τη δημόσια έκθεση – όχι μόνο τη δική της, αλλά και του γιου της, Φοίβου, ο οποίος μελλοντικά θα γινόταν ένας από τους πιο επιτυχημένους συνθέτες της ελληνικής μουσικής σκηνής.
Οι αποκαλύψεις στη δίκη
Κατά την ακροαματική διαδικασία, αποκαλύφθηκαν λεπτομέρειες που έδωσαν νέα διάσταση στην υπόθεση. Η Αφροδίτη κατέθεσε πως ο ηθοποιός ήταν εξαιρετικά ζηλιάρης: «Με υποψιαζόταν και έκανε απίθανα πράγματα. Με παρακολουθούσε συνεχώς με το ψευδώνυμο Δημητρακόπουλος και πολλές φορές στηνόταν κάτω από το σπίτι μου για να δει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Μου έκανε πολλές σκηνές».
Ωστόσο, εκείνη δεν θέλησε να τον καταδικάσει. Όταν ρωτήθηκε αν θεωρούσε ότι ήθελε να τη σκοτώσει, απάντησε: «Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν ήρθε με πρόθεση να με δολοφονήσει. Αν ήθελε να με σκοτώσει, θα τα είχε καταφέρει. Σίγουρα είχε ελαττώματα, αλλά δεν ήταν εγκληματική φυσιογνωμία».
Η στάση της αυτή επηρέασε σημαντικά την τελική έκβαση της υπόθεσης και οδήγησε τον Γιάννη Γκιωνάκη σε πιο επιεική μεταχείριση από τη δικαιοσύνη.
“Τίποτα, ένας ψιλοτσακωμός για μία τρύπα στο τραπέζι που μου ζήτησε να κάνω το Σοφάκι”, είπε ο Γιάννης Γιοκαρίνης
«Ένα τσακωμουδάκι ήταν» απάντησε ο Γιάννης Γιοκαρίνης με αφορμή όσα συνέβησαν χθες, καθώς ο γνωστός τραγουδιστής συνελήφθη μετά την καταγγελία της συζύγου του για ενδοοικογενειακή βία, η οποία στη συνέχεια ανεκλήθη.
Υπενθυμίζεται ότι ο τραγουδιστής Γιάννης Γιοκαρίνης αφέθηκε ελεύθερος το απόγευμα της Τετάρτης μετά την ανάκληση που έκανε η σύζυγός του σχετικά με την καταγγελία για ενδοοικογενειακή βία. Κατά την έξοδό του από τα δικαστήρια και με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, αγκαλιά με τη σύζυγό του, ο Γιάννης Γιοκαρίνης τόνισε πως όλα είχαν λήξει πολύ νωρίτερα.
Γιάννης Γιοκαρίνης: “Ένα τσακωμουδάκι ήταν, δεν ισχύει ότι την έπιασα από τον λαιμό”
Σήμερα o Γιάννης Γιοκαρίνης μίλησε στο MEGA για τον λόγο του τσακωμού με τη σύζυγό του.
«Τίποτα, μωρέ, ένας ψιλοτσακωμός για μία τρύπα στο τραπέζι που μου ζήτησε να κάνω το Σοφάκι και κι εγώ μέσα στην τεμπελιά μου, μέσα στο μυαλό μου, μάλλον, δεν είναι τεμπελιά. Μέσα στις σκέψεις που είχα στο μυαλό μου, αγχωμένος να τελειώσω αυτά που σου λέω, τις στουντιακές υποχρεώσεις λέω “Άσ’ το, μωρέ, άσ’ το” και μου λέει “Όλο αναβολές, Γιάννη”. Ε, και ξέρεις τώρα φωνή στη φωνή, αυτό ήταν. Ανέβηκαν οι τόνοι, αλλά γράφτηκαν διάφορα μη χαρακτηρίσω τώρα πώς… ανακρίβειες να το πω ευγενικά, που δεν ισχύουν. Ότι την έπιασα από τον λαιμό, γραφτήκανε, κάτι που δεν ισχύει με τίποτα», είπε αρχικά ο Γιάννης Γιοκαρίνης.
Και πρόσθεσε: «Ένα καβγαδάκι που ανέβασε τους τόνους. Από τον φόβο της πήρε τηλέφωνο, έτσι για να έρθουν ίσα ίσα να γίνει μία σύσταση ας πούμε, αλλά έλα που όταν ήρθαν μου είπαν “Δεν γίνεται, πρέπει να έρθετε μαζί”. Και μπήκαμε στον χορό. Αθώος ήμουν, αθωώθηκα, ορίστε. Ήμουν εκνευρισμένος και λέω άσε να κάνει ό,τι θέλει, δεν ήξερα τι έκανε. Ε, μετά άκουσα που μίλαγε, άκουσα που ασχολήθηκε με κάτι που δεν θυμάμαι… Δεν πήρα χαμπάρι. Όταν χτύπησε το κουδούνι κι άνοιξα και ήρθαν τα παλικάρια, εκεί αυτό ήταν. Τώρα γελάμε, τώρα πεθαίνουμε στα γέλια».
Ο Γιάννης Γαλάτης αποκάλυψε πως πλήρωσε ΕΝΦΙΑ 92.000 ευρώ για τα σπίτια του, ενώ αναγκάστηκε να πουλήσει πριν δέκα μέρες το μεγάλο του σπίτι στην Πλάκα.
«Πλήρωσα 92.000 ευρώ ΕΝΦΙΑ για τα σπίτια τα παραδοσιακά που έχω, είχα την τρέλα να αγαπάω την παράδοση και να τα σώσω, είναι τα αγαπημένα μου παιδιά. Και τώρα πούλησα το μεγάλο, το ονειρεμένο μου σπίτι στην Πλάκα για να μπορώ να ανταπεξέλθω στον ΕΝΦΙΑ και σε όλα αυτά τα προβλήματα. Το πούλησα πριν δέκα μέρες», είπε ο Γιάννης Γαλάτης σε εκπομπή στο κανάλι «Ε».