Στην αρχική φωτογραφία του William James Stillman, που επιχρωματίστηκε, διακρίνεται το Α νεκροταφείο της πόλης των Αθηνών και ο Υμηττός, όπως ήταν το 1882. Η περιοχή που σήμερα περιγράφεται ως Μέτς, Παγκράτι και Ν. Κόσμος τότε ήταν χωράφια.
Παρά την αγροτική εικόνα της φωτογραφίας, η Αθήνα εκείνης της εποχής δεν ήταν ένα χωριό, όπως λανθασμένα κάποιοι περιγράφουν. Η συγκεκριμένη λήψη δεν μπορεί να αποτελέσει πειστήριο του επιχειρήματός τους, καθώς η πρωτεύουσα δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί προς ανατολικά αλλά ο πληθυσμός της κατοικούσε πέριξ του ιστορικού κέντρου και προς Δυτικά και Βόρεια.
Οι περισσότεροι περιαστικοί οικισμοί βρίσκονταν έξω από το κέντρο και συνέβαλαν στην οικονομία της πόλης: Πατήσια, Αμπελόκηποι, Χαλάνδρι, Μαρούσι και Κηφισιά.
Το Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας το 1882 από την Ακρόπολη. Φωτο : William James Stillman. Επιχρωματισμός Μηχανή του Χρόνου
Η Αθήνα την δεκαετία του 1880 ήταν η μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από την ελληνική απογραφή του 1889, σύμφωνα με την οποία, ο μεγαλύτερος δήμος ήταν αυτός της Αθήνας που μετρούσε συνολικά 114.355 κατοίκους. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο πληθυσμός του κεντρικού οικισμού έφτανε τους 107.251.
Οι μεγαλύτεροι δήμοι της χώρας, όπως καταγράφηκαν στην απογραφή του 1889 (Πηγή: Wikipedia)
O συνολικός πληθυσμός της χώρας ανερχόταν σε 2.187.208 κατοίκους (1.133.625 άνδρες και 1.053.583 γυναίκες) ενώ η εδαφική έκταση ήταν 63.606 τετραγωνικά χιλιόμετρα και περιλαμβάνονταν μόνο η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα, οι Κυκλάδες, τα Επτάνησα και οι νεοπροσαρτηθείσες περιοχές της Θεσσαλίας και της Άρτας.
Ήπειρος, Μακεδονία, Κρήτη και Δωδεκάνησα βρίσκονταν ακόμα εκτός ελληνικής επικράτειας
Η πυκνότητα του πληθυσμού ήταν 34,4 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ενώ το 70% των κατοίκων ήταν αγρότες. Όπως αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα, “το ποσοστό του αστικού πληθυσμού ήταν 15,1%, του ημιαστικού 14% και του αγροτικού 70,9%”.
Χάρτης της Ελλάδας το 1881 (Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ)
Η απογραφή του 1889, αν και ήταν η δέκατη όγδοη επίσημη απογραφή του ελληνικού κράτους, ήταν η πρώτη που πληρούσε τους βασικούς όρους, όπως διαμορφώθηκαν στα Διεθνή Στατιστικά συνέδρια των Βρυξελλών (1853), του Παρισιού (1855) και της Βιέννης (1857).
Διεξήχθη στις 16 Απριλίου του 1889 και για πρώτη φορά ολοκληρώθηκε εντός μίας ημέρας!
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η διενέργεια της Απογραφής έγινε σε ολόκληρη τη χώρα με οικογενειακά δελτία. Σε κάποιες πόλεις, κυρίως σε αυτές που λειτουργούσε Γυμνάσιο, τα δελτία αυτά διανεμήθηκαν από τους απογραφείς και συμπληρώθηκαν από τις απογραφόμενες οικογένειες.
Στις υπόλοιπες πόλεις και στα χωριά δεν έγινε διανομή των δελτίων αλλά συμπλήρωσή τους από τους απογραφείς, οι οποίοι επισκέφθηκαν όλα τα σπίτια για να λάβουν τις απαραίτητες πληροφορίες από τους απογραφομένους.
Οδός Αιόλου, στο ύψος της οδού Ερμού, Αθήνα 1889. Φωτογράφος: Βαρώνος Raimund Frh. von Stillfried und Rathenitz (Επιχρωματισμός: Μηχανή του Χρόνου)
Αν και συλλέχθηκαν στοιχεία τόσο για το φύλο και την ηλικία όσο και για τη θρησκεία και τη γλώσσα, η επεξεργασία των στοιχείων δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα τα δημοσιευμένα στοιχεία να είναι εξαιρετικά φτωχά.
29 απογραφές μέχρι σήμερα
Στην Ελλάδα, έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα συνολικά 29 απογραφές ή καταγραφές πληθυσμού, από τις οποίες 26 ήταν καθολικές και 3 μερικές. Οι απογραφές επαναλαμβάνονταν σε άνισα χρονικά διαστήματα μέχρι τη δεκαετία του 1960, οπότε και ορίστηκε να γίνονται ανά δεκαετία.
Ως πρώτη γενική απογραφή θεωρείται αυτή που έγινε επί Kαποδίστρια, το 1828 ενώ ανάμεσα στο 1828 και το 1856 πραγματοποιήθηκαν 13 γενικές καταγραφές πληθυσμού σε ακανόνιστα διαστήματα. Οι πρώτες απογραφές ήταν απλές απαριθμήσεις του πληθυσμού και η αξιοπιστία τους ήταν μειωμένη εξαιτίας της μεγάλης χρονικής διάρκειας τους, η οποία έφτανε μέχρι και τους έξι μήνες.