Η επαγγελματική και ιδιωτική πορεία της Φαίης φαίνεται σαν ένα ήρεμο ταξίδι προς την επιτυχία, στην πραγματικότητα όμως η ιστορία της περιέχει απογοητεύσεις, εκπλήξεις, ανατροπές – σουβλάκια και τεστ εγκυμοσύνης παρέα με τον Λιάγκα.
Σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και αγαπημένα πρόσωπα της πρωινής τηλεοπτικής ζώνης, κάποτε όμως -και όχι σε κάποιο πολύ μακρινό παρελθόν- η Φαίη Σκορδά από την τηλεόραση γνώρισε και την απόρριψη. Παρ’ όλα αυτά, πριν από μόλις μερικούς μήνες για χάρη της απειλήθηκε ακόμη και «θερμό επεισόδιο» ανάμεσα σε MEGA και ΑΝΤ1, τους δύο κορυφαίους ελληνικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Το ζήτημα ήταν, φυσικά, η πολύκροτη και αιφνίδια μεταγραφή του διδύμου Σκορδά – Λιάγκα, η οποία ήταν μη αναμενόμενη ακόμα και για τους ίδιους. Ωστόσο τη χειρίστηκαν όσο πιο διακριτικά μπορούσαν – δεδομένων των συνθηκών. Για τον λόγο αυτό δεν έχει γίνει γνωστό ότι τον καιρό που η Φαίη αγωνιούσε για το μέλλον της συνεργασίας της με το MEGA -αφού ο σταθμός για τον οποίο δούλευαν μέχρι τότε είχε αφήσει απλήρωτους όλους τους τεχνικούς της εκπομπής επί βδομάδες και δεν έκανε επίσημα λόγο για ανανέωση του συμβολαίου τους- το ζεύγος Σκορδά – Λιάγκα είχε δεχτεί δελεαστικότατη πρόταση και από άλλο πολύ μεγάλο κανάλι για την πρωινή του ζώνη.
Η αποδοχή της πρότασης του ΑΝΤ1 φάνηκε πως ήταν η σωστότερη επιλογή για τους δυο τους όταν στην πρώτη εκπομπή -και ενώ βρισκόντουσαν στον αέρα- πήραν μία ανθοδέσμη από τον Μίνω και τον Θοδωρή Κυριακού για το καλωσόρισμα στο «Πρωινό». Το οικογενειακό κλίμα ανάμεσα στους συνεργάτες εξάλλου ήταν ανέκαθεν πολύ σημαντικό για τη Φαίη από την αρχή της τηλεοπτικής της πορείας. Αυτό ήταν που είχε κάνει τόσο δύσκολη και την απόφαση να αφήσει το ALTER σε μια εποχή που τίποτα δεν πρόδιδε τη μοιραία του κατάληξη, όταν το MEGA είχε την ιδέα για εκπομπή μαζί με τον άντρα της.
Η πρόταση είχε γίνει ήδη από τα Χριστούγεννα του προηγούμενου χρόνου και δεν ήξερε αν πρέπει να το κάνει ή όχι ακόμα και μετά το Πάσχα. Είχε συνηθίσει να βρίσκεται στο τιμόνι μιας εκπομπής και αυτό το «μαζί» ίσως να τη φόβιζε λίγο. Παράλληλα, το γεγονός ότι τα ΜΜΕ θα σχολίαζαν ποικιλοτρόπως μια τέτοια τηλεοπτική «καινοτομία» -κάτι που γινόταν όλο και πιο έντονα προς το καλοκαίρι- δεν την άφηνε ανεπηρέαστη. Ομως ακόμη και αυτές οι επαγγελματικές μετακομίσεις έχουν μια καρμική διάσταση, όπως ίσως και οτιδήποτε άλλο στη ζωή της Φαίης: η άνοδός της στην ελληνική σόουμπιζ εξελίχθηκε ταυτόχρονα με τη δημιουργία της δικής της οικογένειας, η οποία σε μερικούς μήνες θα γίνει τετραμελής με την έλευση του δεύτερου γιου.
Το παράξενο με την επιτυχία της -προσωπική και επαγγελματική- είναι ότι φαίνεται απολύτως φυσιολογική, σαν η Φαίη να γεννήθηκε για να κάνει καριέρα στην τηλεόραση και ταυτόχρονα να γίνει σύζυγος και μητέρα. Ομως, πίσω από τα φαινόμενα υπάρχει ένας άλλος κόσμος, γεμάτος σκληρή δουλειά και πολλή-πολλή αγωνία.
Η Φαίη είναι η μικρότερη κόρη του ακτινολόγου Δημήτρη Σκορδά και της Ευαγγελίας Αλεξανδρίδη, πτυχιούχου Φαρμακευτικής, η οποία όμως τελικά ασχολήθηκε με το εμπόριο ενδυμάτων ανοίγοντας το δικό της κατάστημα στο Κιλκίς. Καμία από τις ασχολίες των γονέων της δεν φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστική για τη Φαίη, η οποία εκδήλωσε από πολύ μικρή έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Στο μπαλέτο θεωρούνταν μία από τις καλύτερες μαθήτριες, ενώ δεν υπήρχε σχολική γιορτή στην οποία δεν συμμετείχε. Οι συμμαθητές της ακόμα τη θυμούνται σε μια ποιητική βραδιά που είχε διοργανωθεί στο Σπήλαιο του Κιλκίς να απαγγέλλει με αυτοπεποίθηση. Η επιμονή της μητέρας της, η οποία την υποχρέωνε από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού να αντιγράφει το κείμενο της «Γλώσσας μου» δέκα φορές και κατόπιν να το διαβάζει δυνατά άλλες τριάντα, είχε αποδώσει καρπούς.
Οσο για τη μεγαλόφωνη ανάγνωση, η Φαίη τη διατήρησε ως συνήθεια επί χρόνια, οπότε ακόμη και σήμερα, όταν διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία, χρωματίζει διαφορετικά τη φωνή της στα σημεία όπου υπάρχει διάλογος και εναλλαγές προσώπων. Η θεατράλε αυτή αφήγηση ενθουσιάζει τον μικρό της γιο Γιάννη όταν ακούει παραμύθια με τη φωνή της μητέρας του.
Στο αμφιθέατρο με τους άπλυτους
Η Φαίη Σκορδά δεν ήταν υποκριτικά σεμνή, ήταν απλώς συνεπής και συνετή εκ φύσεως, κάτι που την καθιστούσε «ύποπτα καλό παιδί». Η μητέρα της εξακολουθεί να αναρωτιέται εάν αυτό το κορίτσι πέρασε ποτέ την αναταραχή της εφηβείας. Ισως βέβαια απλώς να μην είχε χρόνο για την καθιερωμένη εφηβική κρίση, εφόσον καθημερινά, ύστερα από το σχολείο, είχε μία ώρα Αγγλικά, μία ώρα Γαλλικά και μία ώρα Ιταλικά. Ενδεικτικό της αναντίστοιχης με την ηλικία της ωριμότητα ήταν το γεγονός ότι -ενώ σίγουρα ανήκε στις πιο δημοφιλείς παρουσίες της τάξης της- αποφάσισε να μη συμμετάσχει στην καθιερωμένη «πενταήμερη» καθώς δεν ένιωθε την ανάγκη να ξεφύγει από τα όρια όπως σκόπευαν οι περισσότεροι συμμαθητές της. Στο κατώφλι των δεκαοκτώ της δεν ένιωθε ότι είχε περιορισμούς από τους οποίους ήθελε να αποδράσει – εξάλλου σύντομα θα έφευγε για την Ιταλία. Ο αδελφός της ήδη σπούδαζε Ιατρική στη Φεράρα, όπου εγκαταστάθηκε και η ίδια τον πρώτο χρόνο των σπουδών της, συνθήκη που την ανάγκαζε να υπομένει δις ημερησίως την σαραντάλεπτη διαδρομή με το τρένο ως την Μπολόνια.
Από τη στιγμή που και οι γονείς της είχαν γνωριστεί στην Πάρμα κατά τη διάρκεια των δικών τους σπουδών, η φοίτηση στην Ιταλία αποτελούσε κάτι σαν οικογενειακή παράδοση. Είχε ήδη επιλέξει τη σχολή της στην Μπολόνια, ένα πανεπιστημιακό τμήμα σπουδών θεάτρου, τεχνών και χορού. Φανταζόταν ότι θα συναντούσε κάτι παρόμοιο με το διάσημο «Fame», δηλαδή λίγη θεωρία και πολλή πρακτική, ορθοφωνία, χορό, υποκριτική κ.λπ. Οποία έκπληξη, όμως, καθώς αντ’ αυτών βρέθηκε σε ένα αμφιθέατρο γεμάτο τύπους με μακριά κασκόλ και μαλλιά που έδειχναν -και πιθανώς ήταν- άλουστα επί πολλές ημέρες. Οι συμφοιτητές της ανέλυαν με πολλές -μα πάρα πολλές- λέξεις το νόημα πίσω από το θέαμα, το έργο τέχνης κ.λπ. Το μάθημα λεγόταν Σημειωτική, τίτλος που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την εμφάνιση της πρωτοετούς Φαίης, η οποία παρουσιάστηκε στο βασίλειο της βαριάς κουλτούρας με ασπρόμαυρη animal print κοντή φουστίτσα, μακιγιαρισμένη και χαριτόβρυτη. Συν τοις άλλοις, οι περισσότεροι από τους συμφοιτητές της ήταν και αρκετά μεγαλύτεροι σε ηλικία καθώς βρίσκονταν στο δεύτερο πτυχίο: μπορεί να είχαν τελειώσει π.χ. Ιατρική, αλλά την πολυπόθητη καλλιέργεια θα την αποκτούσαν στη σχολή που είχε ιδρύσει ο Ουμπέρτο Εκο στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Οταν βγήκε από την αίθουσα την πρώτη μέρα πήρε αμέσως τη μαμά της τηλέφωνο χαμένη στην απελπισία. Δεν είχε καταλάβει ούτε λέξη απ’ όσα είχε πει ο -γοητευτικότατος κατά τα άλλα- καθηγητής. Τελικά, αντί να τα παρατήσει, πήρε όλα τα βιβλία του εξαμήνου και κάθε βράδυ καθόταν και τα μετέφραζε λέξη προς λέξη. Ως το τέλος της χρονιάς είχε εγκλιματιστεί πλήρως, ενώ λάτρεψε πραγματικά τις σπουδές της όταν πια μπορούσε άνετα να διαβάσει θεατρικά κείμενα. Ολοκλήρωσε την πτυχιακή της εργασία πάνω στη Μελίνα Μερκούρη και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη αυτή τη φορά, στο σπίτι της θείας της, η οποία ζούσε εκεί. Το επόμενο μεγάλο στοίχημα ήταν να βρει δουλειά.
Ο σκληρός κόσμος της TV
Η εξεύρεση εργασίας για τη Φαίη Σκορδά, παρά τα πνευματικά και εμφανή σωματικά της προσόντα, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Είχε πτυχία, συστάσεις και περγαμηνές, μιλούσε ξένες γλώσσες, έφτασε να κάνει αίτηση ακόμη και για μια θέση καθηγήτριας Θεατρολογίας. Εν έτει 2004 η ΕΤ3 φάνταζε σαν μια καλή αρχή για μια νεαρή επίδοξη TV παρουσιάστρια. Η οικογένεια Σκορδά έβαλε λυτούς και δεμένους προκειμένου να βρει έναν τρόπο ώστε η Φαίη να καταφέρει να κλείσει ένα ραντεβού με τον τότε διευθυντή -και γιατρό- της κρατικής τηλεόρασης. Τα κατάφερε. Εκείνος τη δέχτηκε στο γραφείο του, την άκουσε να αναλύει το αντικείμενο των σπουδών της, να του λέει πως ζητούσε μόνο την ευκαιρία να κάνει την πρακτική της στην ΕΤ3. Τον διαβεβαίωσε πως δεν ήθελε ούτε ένσημα, ούτε αμοιβή, ούτε τίποτα, μόνο την άδεια να βρίσκεται στον σταθμό για να βλέπει πώς λειτουργούν τα πράγματα στην τηλεόραση, καθώς ήταν ο χώρος που την ενδιέφερε.
Εκείνη δε ήταν διατεθειμένη να κάνει τα πάντα: να βοηθήσει οποιονδήποτε και οπουδήποτε αρκεί να βρίσκεται κοντά σε αυτό που από μικρή ονειρευόταν. Αφού την άκουσε –προσεκτικά (;)- ο τότε διευθυντής της ΕΤ3, τη ρώτησε αν έχει προϋπηρεσία και της είπε αόριστα ότι θα την ενημερώσουν. Δεν την πήρε ποτέ κανείς τηλέφωνο. Οπως έκανε πάντα στη ζωή της, εκείνη επέμεινε. Η ψηλή και εντυπωσιακή θεατρολόγος από το Κιλκίς αποτελεί ίσως μία από τις πιο τρανταχτές αποδείξεις του ρητού «Ο επιμένων νικά». Σύντομα στον δρόμο της βρέθηκε το TV100, ο πρώτος δημοτικός σταθμός της Θεσσαλονίκης. Η Ελένη Κωνσταντίνου που έκανε το πρωινό με τον Χρήστο Δόκαλη ήταν οικογενειακή της φίλη και την πήρε κοντά της. Αναίτια όμως, η Κωνσταντίνου φερόταν στη Φαίη με μεγάλη σκληρότητα, την είχε μετατρέψει σε παιδί για όλες τις δουλειές. Εκανε από καλλιτεχνικό ρεπορτάζ στον δρόμο και παρουσίαση της ατζέντας έως μοντάζ, ενώ πολλές φορές αναλάμβανε ακόμα και την επιστροφή των ρούχων από το κομμάτι της μόδας. Υστερα από λίγους μήνες, επιτέλους, πήρε τον πρώτο της μισθό: 300 ευρώ. Η χαρά και η περηφάνια της την πρώτη φορά που είδε τα λεφτά στον λογαριασμό της σε κάποιο ATM στη Βασιλίσσης Ολγας δεν περιγράφονταν. Ανέκαθεν ένιωθε πολύ άβολα που έπρεπε να εξαρτάται οικονομικά από τους γονείς της, στεναχωριόταν που τους επιβάρυνε. Γι’ αυτό τον λόγο και όσο ήταν στην Ιταλία η Φαίη δούλευε περιστασιακά ως μοντέλο σε εκθέσεις και επίσης έκανε μεταφράσεις.
Στο TV100 τής έκαναν πρόταση να παρουσιάζει μια εκπομπή για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και ξεκίνησε φιλοξενώντας τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, από τον οποίο πήρε μια συνέντευξη που έκανε αίσθηση. Η μία δουλειά έφερε την άλλη και έως το τέλος της χρονιάς η Φαίη Σκορδά δούλευε επίσης στο Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ, στο Γραφείο Τύπου της HELEXPO, βοήθησε στην οργάνωση και την παρουσίαση του Fashion Forward και πήρε συνεντεύξεις από καλλιτέχνες όπως η Μαρία Γκράτσια Κουτσινότα, η Μίλβα και ο Αλ Μπάνο για το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης. Οταν μεταξύ αστείου και σοβαρού παραπονέθηκε στην Ελένη Κωνσταντίνου ότι κουράζεται πολύ και της ζήτησε τον λόγο για τα «γυμνάσια» στα οποία την είχε υποβάλει στην αρχή της συνεργασίας τους, εκείνη της απάντησε: «Η τηλεόραση θέλει γερό στομάχι. Επειδή δεν το έχεις -αλλά έχεις ικανότητες- αποφάσισα να σου εκπαιδεύσω το στομάχι εγώ». Ετσι, με σκληραγωγημένο στομάχι πλέον, ξεκίνησε τη θητεία της στις πρωινές εκπομπές με το «Καλημέρα» του ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ TV, τελευταίο της σταθμό στη Θεσσαλονίκη.
Η μετακόμιση στην Αθήνα και ο έρωτας
Το να έρθει στην πρωτεύουσα δεν ήταν ποτέ ένας από τους στόχους της Φαίης, εφόσον στη Θεσσαλονίκη περνούσε καλά, ήξερε τον κόσμο, έβγαζε χρήματα, είχε εξέλιξη. Είχε νοικιάσει και ένα διαμέρισμα στην καρδιά της πόλης, στην οδό Ικτίνου, και ένιωθε ότι δεν είχε λόγο να έρθει στην Αθήνα. Οταν της έγινε η πρόταση από το ALTER πήγε στο ραντεβού χωρίς να είναι ξετρελαμένη διότι ένιωθε πως θα άφηνε περισσότερα από όσα περίμενε να βρει. Ομως ποτέ της δεν άφησε αναπάντητη μια πρόκληση για να το κάνει τώρα. Πέρασε πολύ δύσκολα, αφού, όπως πολλές φορές έχει ομολογήσει, πήγαινε στο κανάλι το πρωί και έφευγε το βράδυ, ενώ δούλευε ακόμα και τις Κυριακές. Δεν έβγαινε, δεν γνωριζόταν με κόσμο και δεν είχε παρέες, δεν εξερευνούσε τον καινούριο τόπο διαμονής της. Στην ουσία άρχισε να βγαίνει όταν γνώρισε τον Γιώργο Λιάγκα, με τον οποίο και παντρεύτηκε τον Ιούνιο του 2010. Στην αρχή βέβαια τον είχε «κρυμμένο», όπως καταγγέλλει συχνά και ο ίδιος, αφού θεωρούσε ότι έτσι προστάτευε τόσο τον εαυτό της όσο και το όποιο μέλλον θα είχε η σχέση. Εξάλλου πάντοτε έκανε μεγάλες σχέσεις.
Ανέκαθεν δούλευε πολύ και δεν είχε ιδιαίτερα έντονη προσωπική ζωή, ούτε πολλούς δεσμούς. Μολονότι στη Θεσσαλονίκη είχε φίλους και έκανε εξόδους, στην Αθήνα δεν ίσχυε το ίδιο και όταν ο σύζυγός της στα πρώτα τους ραντεβού τής έλεγε να βγουν, αυτή απαντούσε μονίμως «μωρέ, ας μείνουμε σπίτι καλύτερα» κ.λπ. Ωστόσο, από τη στιγμή που ένιωσε ασφαλής μέσα στη σχέση δεν είχε πρόβλημα και να το δημοσιοποιήσει. Την πρώτη φορά που την κάλεσε σπίτι του ο Γιώργος Λιάγκας παράγγειλε σουβλάκια. Η έκπληξή της όταν άνοιξε το ντουλάπι της κουζίνας για να βρει πιάτα και το μόνο που βρήκε ήταν διαφημιστικά ποτήρια -από εκείνα που δίνουν στα βενζινάδικα- του φάνηκε υπερβολική. Το ότι δεν υπήρχε ούτε ένα πιάτο σε ένα μέχρι τότε εργένικο σπίτι, κατά τον Λιάγκα, ήταν κάτι απολύτως φυσιολογικό. Οταν η Φαίη τον ρώτησε αν έχει τουλάχιστον κανονικά ποτήρια, της απάντησε με γνήσια αντρική απορία: «Γιατί, αυτά τι είναι;». Οι διάλογοι αυτοί μεταξύ τους, τα αστεία τους, η ενόχλησή της όταν έχει αντίθετη γνώμη για κάτι βγαίνουν αβίαστα και στο γυαλί. Δεν υπάρχουν ανασφάλειες κρυμμένες κάτω από το χαλί για να ενοχλείται εάν δεν βγάζει την ατσαλάκωτη εικόνα της κέρινης παρουσιάστριας. Ο κόσμος σε κάθε της επαγγελματικό σταθμό -αλλά και οι πρωτιές στα νούμερα βεβαίως, βεβαίως- της έχουν δώσει τη σιγουριά που την κάνει να γελάει με τις μικρές αναποδιές, τις οποίες θεωρεί άλλωστε το αλατοπίπερο σε μια εκπομπή και αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας.
Η σχέση της με τον άντρα της ζωής της είδε τα φώτα της δημοσιότητας όταν κυκλοφόρησε σε έντυπο μια φωτογραφία που απεικονίζει τους δυο τους να κάνουν βόλτα στο Μοναστηράκι. Ηταν σχεδόν καλοκαίρι, καθημερινή, και το κέντρο της Αθήνας έμοιαζε έρημο. Είχαν βγει και στο τέλος είχαν καταλήξει να περπατάνε άσκοπα σε ολόκληρο το ιστορικό κέντρο. Ηταν η πρώτη φωτογραφία που αποδείκνυε τον δεσμό τους. Απορούσαν και οι δύο για πολύ καιρό πώς τους βρήκαν, καθώς κανείς δεν ήξερε ότι θα πήγαιναν εκεί, ούτε καν οι ίδιοι, απλώς έτυχε να τους φέρει προς τα εκεί ο δρόμος τους. Χρόνια αργότερα η Σάσα Σταμάτη εκμυστηρεύτηκε στη Φαίη ότι αυτή ήταν η ηθική αυτουργός για τη δημοσίευση της φωτογραφίας. Κάποιος φωτογράφος, της αποκάλυψε, έτρωγε αμέριμνος σε ένα ταβερνάκι όταν τους είδε να περνούν από μπροστά του και δεν μπορούσε να χάσει τέτοια ευκαιρία. Ετσι η φωτογραφία έφτασε στα χέρια της και πήρε τον δρόμο για το τυπογραφείο.
Εκτοτε θα ξαναβρίσκονταν στην περιοχή κάτω από την Ακρόπολη, την επόμενη φορά όμως την έκπληξη δεν θα την έκανε μια αδιάκριτη φωτογραφία, αλλά ένας παλιός ναυτικός στα Αναφιώτικα που τους αναγνώρισε και τους κάλεσε στο σπίτι του για τη «φοβερή ρακή» του και κάποιες ιστορίες από τα παλιά. Η Φαίη ποτέ δεν είχε πρόβλημα να μιλάει με τον κόσμο, άλλωστε ακόμη και στην Ιταλία αυτό έκανε, σε βαθμό μάλιστα να έχει μάθει τα ερωτικά δράματα όλων των δημοσίων υπαλλήλων που έπαιρναν το πρωινό τρένο και κάθονταν δίπλα της. Τα δικά της ερωτικά, από την άλλη, ακολούθησαν ανάλογη με τα επαγγελματικά της -ανοδική- πορεία. Ταυτόχρονα με τη μεταγραφή στο MEGA, όπου Φαίη και Γιώργος έμειναν για τρία χρόνια πριν μετακομίσουν οικογενειακώς στον ΑΝΤ1, εκείνη ανακάλυψε ότι η οικογένειά τους θα γινόταν τριμελής. Ηταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα που είχαν πάει αμέριμνοι στη θάλασσα όταν η Φαίη πέταξε στον Γιώργο, μισοαστεία-μισοσοβαρά, ότι έχει καθυστέρηση και «ενδέχεται να είμαι έγκυος». Οσοι έχει τύχει να παρακολουθήσουν έστω και μια φορά τον Γιώργο Λιάγκα στο «Πρωινό» μπορούν εύκολα να τον φανταστούν να πετάγεται και να τρέχει να βρει το πλησιέστερο φαρμακείο για τεστ εγκυμοσύνης. Την πήρε από το χέρι, τη σήκωσε με το ζόρι, την οδήγησε στην τουαλέτα και της είπε «τώρα θα κάνεις το τεστ, πάμε να μάθουμε». Και το εννοούσε, αφού μπήκε και ο ίδιος μέσα στην τουαλέτα και δεν έβγαινε αν δεν έβλεπε το αποτέλεσμα, ενώ κατόπιν επέμενε να κάνουν και μια δεύτερη δοκιμή για σιγουριά. Δεύτερο τεστ δεν έκαναν ποτέ, δεν χρειάστηκε, κάνουν όμως δεύτερο παιδί για παρέα στον μικρό Γιάννη, ο οποίος νομίζει ότι όλος ο κόσμος είναι φίλοι και γνωστοί αφού μόλις τον αντικρίζουν όλοι τού απευθύνονται γελαστά: «Γεια σου, Γιαννάκη. Τι κάνεις;». Η ερώτηση «είσαι ο γιος της Φαίης και του Γιώργου;» είναι ήδη περιττή.