Ταυτοποιήθηκαν οι δύο διαρρήκτες που την Τετάρτη (24/5) το πρωί αποπειράθηκαν να μπουκάρουν σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στο Χαλάνδρι.
Πρόκειται για έναν 27χρονο και έναν 29χρονο και η δράση τους έγινε γνωστή μέσω βίντεο που ανέβηκε στο Facebook. Οι κινήσεις των δύο διαρρηκτών καταγράφηκαν από την κάμερα στο θυροτηλέφωνο της οικίας.
Κάποια στιγμή κι ενώ οι δύο άντρες είχαν πλησιάσει στην πόρτα της πολυκατοικίας, το πρόσωπο του ενός αποκαλύφθηκε καθώς του έπεσε η μάσκα την οποία φορούσε. Απτόητος ο ένας έβγαλε ένα κατσαβίδι και άνοιξε την πόρτα σε χρόνο μηδέν. Ο δεύτερος, πριν μπουν στην πολυκατοικία έριξε μπουνιά στο θυροτηλέφωνο, για να καταστρέψει την κάμερα, χωρίς όμως επιτυχία.
Σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία για απόπειρα κλοπής κατά συναυτουργία.
Η ανακοίνωση της Αστυνομίας
Εξιχνιάστηκε από το Τμήμα Ασφαλείας Χαλανδρίου της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, περίπτωση διάρρηξης και απόπειρας κλοπής σε πολυκατοικία στο Χαλάνδρι που έλαβε χώρα πρωινές ώρες της 24 Μαΐου 2023.
Ταυτοποιήθηκαν 2 ημεδαποί, 27 και 29 ετών και σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία για απόπειρα κλοπής κατά συναυτουργία.
Κατά τη διενέργεια προανάκρισης μετά από συλλογή, αξιοποίηση και διασταύρωση πληροφοριακών δεδομένων, επετεύχθη η εξακρίβωση των στοιχείων των δραστών της ανωτέρω διάρρηξης.
Κατασχέθηκε βίντεο που απεικονίζει τους δράστες και απεστάλη στα εγκληματολογικά εργαστήρια για περαιτέρω ανάλυση.
Η σχηματισθείσα δικογραφία υπεβλήθη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.
Συναγερμός έχει σημάνει στις αστυνομικές Αρχές για την εξαφάνιση νεαρής από την περιοχή της Ριτσώνας στην Εύβοια.
Στις 10.04.2023, εξαφανίστηκε από χώρο φιλοξενίας προσφύγων στη Ριτσώνα η Νουντόμκι (επ) Μπρις (ον), 17 ετών, με καταγωγή από το Καμερούν.
Η ανήλικη έφυγε με άγνωστο προορισμό, διανύοντας τον 9ο μήνα της εγκυμοσύνης της και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για την ασφάλεια της και το βρέφος που κυοφορούσε. Υπάρχουν πληροφορίες ότι μπορεί να βρίσκεται στην Αθήνα.
Το «Χαμόγελο του Παιδιού» ενημερώθηκε για την εξαφάνιση της ανήλικης και προχώρησε σήμερα, 26.05.2023, στην ενεργοποίηση του μηχανισμού AMBER ALERT HELLAS κατόπιν εισαγγελικής εντολής.
Η Νουντόμκι (επ) Μπρις (ον) έχει μαύρα μαλλιά, μαύρα μάτια, ύψος 1.70 και είναι αδύνατη. Την ημέρα που εξαφανίστηκε φορούσε μαύρη αθλητική φόρμα, μαύρο φούτερ, γκρι μπουφάν και μαύρα σανδάλια.
Συνεχίζονται οι έρευνες για τον θάνατο του 48χρονου οπαδού της ΑΕΚ ο οποίος έχασε τη ζωή του έξω από την Opap Arena, μετά και το πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης που έδειξε πως ο θάνατός του δεν οφείλεται σε παθολογικά αίτια, αλλά σε χτυπήματα που δέχτηκε στο κεφάλι.
Ως εκ τούτου, η έρευνα για τα αίτια θανάτου του πλέον παραπέμπουν σε εγκληματική ενέργεια και όχι σε αιφνίδιο θάνατο και αυτό έχει ως αποτέλεσμα η προανάκριση την οποία είχε αναλάβει το ΑΤ Νέας Φιλαδέλφειας, να περάσει πλέον στην δικαιοδοσία της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Βορειοανατολικής Αττικής.
Οι έρευνες λοιπόν είναι σε εξέλιξη με την αστυνομία να έχει στα χέρια της υλικό από τις κάμερες που έχουν καταγράψει όσα συνέβησαν το μοιραίο βράδυ, όπου ο 47χρονος οπαδός της ΑΕΚ δέχθηκε τα χτυπήματα με αποτέλεσμα μερικές ώρες αργότερα να καταλήξει.
Επιπλέον από την Ασφάλεια είναι πιθανό να αναζητηθούν ευθύνες και από το Νοσοκομείο «Γεννηματά» όπου νοσηλεύτηκε ως πιθανό περιστατικό εγκεφαλικού επεισοδίου.
Στις 18 Μαΐου πήρε εξιτήριο, αλλά το βράδυ της ίδιας ημέρας ένιωσε έντονη δυσφορία και μεταφέρθηκε αυτή τη φορά στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου και κατέληξε λίγο αργότερα.
Κάθε χρόνο στις 27 Μαΐου, γιορτάζεται η μνήμη του Οσίου Ιωάννη του Ρώσσου. Την παραμονή της εορτής, ακόμη και μέσα στη νύχτα, χιλιάδες κόσμου συρρέει στον ναό του Οσίου στο Προκόπι Ευβοίας, όπου φυλάσσονται τα ιερά λείψανα, για να προσκυνήσει. Ανάμεσά τους πολλοί είναι εκείνοι που τηρούν με ευλάβεια το έθιμο και πραγματοποιούν το Ιερό Προσκύνημα στο Προκόπι με τα πόδια, διανύοντας τεράστιες αποστάσεις έως και 100 χλμ (για όσους ξεκινούν από την Ιστιαία).
“Ο Όσιος Ιωάννης είναι πολύ θαυματουργός. Είναι ζωντανός, όπως συνηθίζουν να λένε όλοι όσοι έρχονται να τον προσκυνήσουν. Μάλιστα αυτήν την περίοδο που τιμάται η μνήμη του έρχονται με τα πόδια γύρω στις 50.000 ψυχές, ανάμεσα τους νέα παιδιά, από τη Χαλκίδα (50χλμ απόσταση), από τη βόρεια Εύβοια, από την Ιστιαία (πάνω από 100χλμ απόσταση) και από πολλά άλλα μέρη της πατρίδας, προκειμένου να εκπληρώσουν το τάμα τους και να παρακαλέσουν τον Άγιο.
Είναι συγκινητικό να βλέπεις καραβάνια ολόκληρα ανθρώπων, δέκα- δέκα, είκοσι- είκοσι, πενήντα- πενήντα, να διασχίζουν όλη αυτήν την απόσταση για έρθουν να προσκυνήσουν τον Άγιο και να τον ευχαριστήσουν”, είπε στο star.gr ο πρωθιερέας του Ιερού, Ιωάννης Μάρκου.
Όπως σημείωσε, απόψε το βράδυ (26/05), θα ψαλεί ο Μεγάλος Αρχιερατικός Εσπερινός και αύριο θα τελεστεί η πανηγυρική Θεία Λειτουργία και κατόπιν η λιτάνευση του ιερού σκηνώματος.
“Πρόκειται για μια δέηση στην πλατεία του χωριού. Στη συνέχεια ο Άγιος θα επιστρέψει πάλι μπροστά από το ναό. Εκεί θα περάσει όλος ο κόσμος κάτω από το λείψανο για ευλογία. Όλος ο δρόμος, από τον οποίο περνάει ο Άγιος, είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Ο κόσμος αφήνει συνεχώς πάνω στο ιερό λείψανο, λουλούδια. Είναι πολύ συγκινητικό και μία όμορφη σκηνή που αξίζει κανείς να τη ζήσει και να τη βιώσει“.
“Παιδιά που δίνουν εισαγωγικές, παιδιά του γυμνασίου, του λυκείου, περπατούν με μία λαχτάρα που είναι πρωτοφανής”
Προσκυνηματική διαδρομή
Η Θεοδώρα Ιωαννίδου, τα τελευταία 15 χρόνια διανύει με τα πόδια μία απόσταση 36 χιλιόμετρων ως το Ιερό Προσκύνημα στον Όσιο Ιωάννη τον Ρώσσο. Όπως είπε στο star.gr ξεκίνησε το 2008 σε μία δύσκολη φάση της ζωής της και έκτοτε τηρεί κάθε χρόνο το έθιμο.
“Είχα μάθει ότι ανεβαίνουν με τα πόδια από τα Ψαχνά, μέχρι τον ναό του Οσίου Ιωάννη του Ρώσσου. Πηγαίνοντας εκεί μαζί με μία φίλη μου διαπίστωσα ότι πραγματικά υπάρχει τρόπος να δοθεί η δύναμη σε όλους όσοι πιστεύουν.
Μάλιστα η φίλη μου, που αργότερα αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με τον γιο της, πέρασε όλη αυτήν τη δύσκολη περιπέτεια στη Γερμανία, σκεπτόμενη μία θρησκευτική εμπειρία που είχαμε βαδίζοντας προς τον Άγιο.
Εκατοντάδες νεαρά άτομα ξεκινούν με τα πόδια και διανύουν όλη αυτή την απόσταση που εμείς την κάνουμε σε 2- 3 δόσεις. Στην ανηφόρα, στη μισή απόσταση δηλαδή που απέχει το Προσκύνημα από τα Ψαχνά, εμείς διανύουμε περίπου τρία χιλιόμετρα την ώρα, ενώ στην κατηφόρα μπορεί να φτάσουμε και τα πέντε χιλιόμετρα την ώρα. Τα παιδιά που περπατούν πιο γρήγορα, την κάνουν πιο σύντομα.
Κατά παρέες, με φοβερό ενθουσιασμό, κρατούν φακούς, φορούν μπουφάν φωσφορίζοντα, (αφού συγχρόνως περνούν και πολλά αυτοκίνητα) και κάνουν όλη αυτήν τη διαδρομή εδώ και χρόνια. Παιδιά που δίνουν εισαγωγικές, παιδιά του γυμνασίου, του λυκείου, περπατούν με μία λαχτάρα που είναι πρωτοφανής. Έτσι έπεσα και εγώ στο φιλότιμο και είπα “αυτά μικρά παιδιά είναι και έχουν τέτοια ζέση να πας κι εσύ”.
Κάθε χρόνο συναντούμε ανθρώπους από όλη την Ελλάδα. Δεν θα ξεχάσω μία φιγούρα μιας γυναίκας σε αναπηρικό καροτσάκι, που την έσερνε επί 36 χιλιόμετρα κάποιος συγγενής της και την ανέβαζε ως τον ναό. Μία βραδιά που γύριζα με το αυτοκίνητο, πριν ξεκινήσω να περπατάω, μέτρησα 1.114 άτομα που κατέβαιναν”, είπε.
Ο Βίος του Οσίου Ιωάννη του Ρώσσου
Ο Όσιος Ιωάννης, Ρώσσος στην καταγωγή, γεννήθηκε στη νότια Ρωσία, στη σημερινή Ουκρανία, κοντά στο Κίεβο από γονείς Χριστιανούς Ορθοδόξους. Μιλώντας για τον βίο του, ο πρωθιερέας του Ιερού του Οσίου, στο Προκόπι Ευβοίας, Ιωάννης Μάρκου, σημείωσε ότι πιάστηκε αιχμάλωτος στον μεγάλο ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1711 και πουλήθηκε δούλος στην Κωνσταντινούπολη.
“Από εκεί τον αγόρασε ένας Τούρκος ίππαρχος από το Προκόπι της Καππαδοκίας, όπου και τον οδήγησε μαζί με πολλούς άλλους Ρώσους αιχμαλώτους. Τον βασάνισε σκληρά για να αρνηθεί τον Χριστό και να πιστέψει στον Μωάμεθ. Ο Άγιος επέμεινε στην πίστη του ακλόνητος και είπε μάλιστα στον Τούρκο αφέντη, ότι “αν τον αφήσει ελεύθερο στην πίστη του, τότε ο ίδιος θα ένας καλός δούλος”.
Αυτό κράτησε μέχρι τον Μάιο του 1730, οπότε ο Άγιος προαισθάνθηκε μετά από πολλές πιέσεις και κακουχίες, τον θάνατό του. Αν και είχε περάσει μία δύσκολη ζωή μέσα στον στάβλο, υπηρετώντας τα ζώα του Τούρκου αφέντη, έλεγε χαρακτηριστικά ότι “ο στάβλος του θύμιζε εκείνον τον στάβλο της Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε ο ίδιος, ο Ιησούς Χριστός””.
Η κρυμμένη θεία κοινωνία στο κούφιο μήλο
Συνεχίζοντας, ο πάτερ Ιωάννης Μάρκου ανέφερε ότι ο Όσιος Ιωάννης κοινώνησε για τελευταία φορά τα άχραντα μυστήρια τον Μάιο του 1730 και στη συνέχεια “παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο”.
“Ο ιερέας, ο οποίος δεν μπορούσε να πάρει τα άχραντα μυστήρια και να πάει στον στάβλο, σκέφτηκε και πήρε ένα μήλο, το κούφωσε, έβαλε τη θεία κοινωνία μέσα και έτσι τον κοινώνησε.
Οι Χριστιανοί ζήτησαν και πήραν το σώμα του από τον Τούρκο Αγά. Εκείνη την εποχή το Προκόπιο της Μικράς Ασίας ήταν μεικτό σε πληθυσμό. Είχε 10.000 Μωαμεθανούς Τούρκους και 5.000 Χριστιανούς Ορθόδοξους, Έλληνες στην καταγωγή. Στη συνέχεια οι πιστοί, με πολλή ευλάβεια, κατέβασαν το σώμα του στον τάφο”.
Η αποκάλυψη του ιερού λειψάνου
“Μετά από 3,5 χρόνια παρουσιάστηκε ο Όσιος Ιωάννης στον πνευματικό και του αποκάλυψε σε όραμα ότι το σώμα του είναι ακέραιο μέσα στον τάφο, ζητώντας να το βγάλουν, λέγοντάς του ότι “θα είναι για αυτούς ευλογία στους αιώνες”. Ο ιερέας τότε, φοβήθηκε να αποκαλύψει το όραμα, μήπως ανοίγοντας τον τάφο και μη βρίσκοντας το σώμα, γελοιοποιηθούν οι ίδιοι και η πίστη τους, στα μάτια των Τούρκων.
Τον Νοέμβριο του 1733 όμως, ο Θεός μίλησε με έναν διαφορετικό τρόπο… Μία δέσμη φωτός κατευθυνόμενη από τον ουρανό φώτιζε κάθε βράδυ τον τάφο του σκλάβου Γιοβάν, (Γιάννη) και έτσι οι Τούρκοι, που στη συνοικία τους ήταν το νεκροταφείο, ειδοποίησαν τους Χριστιανούς γι’ αυτό που συνέβαινε κάθε βράδυ στο χριστιανικό νεκροταφείο.
Όλος ο δρόμος, από τον οποίο περνάει ο Άγιος, είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Ο κόσμος αφήνει συνεχώς πάνω στο ιερό λείψανο, λουλούδια. – φωτ. oir.gr
Έτσι πήραν την απόφαση, άνοιξαν τον τάφο και βρήκαν ακέραιο το σκήνωμα του Οσίου. Μάλιστα, επί πολλές ημέρες μετά, ευωδίαζε ολόκληρη η περιοχή. Στη συνέχεια μετέφεραν το σκήνωμα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Προκόπι και οι πιστοί έκτοτε το τιμούσαν ως ιερό λείψανο, όπως γίνεται και σήμερα στο νέο Προκόπι στην Εύβοια”, είπε ο πάτερ Ιωάννης Μάρκου.
“Είδαν τον Άγιο να ζωντανεύει μέσα από τις φλόγες”
Ο ίδιος περιέγραψε στη συνέχεια τη θαυματουργή εμφάνιση του Οσίου, 100 χρόνια μετά από την εκταφή του, σε Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι επιχείρησαν να κάψουν το ιερό του λείψανο και πώς η Θεία Χάρη το προστάτεψε από τη φωτιά.
“Κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου τουρκικού πολέμου, όπου επαναστάτησε ο Ιμπραήμ πασάς της Αιγύπτου, ο σουλτάνος εξαπέλυσε επίθεση και κατέστρεψε πολλές πόλεις στα παράλια της Μικράς Ασίας, ανάμεσά τους και το Προκόπιο.
Οι Τούρκοι στρατιώτες λεηλάτησαν και την εκκλησία, ενώ θέλοντας να περιπαίξουν τη χριστιανική πίστη, άναψαν μία τεράστια φωτιά έξω από τον ναό και έριξαν πάνω το σκήνωμα του Οσίου για να καεί. Είδαν τότε τον Άγιο να ζωντανεύει μέσα από τις φλόγες και έφυγαν έντρομοι, αφήνοντας πίσω τους, όχι μόνο τα λάφυρα που είχαν πάρει από την εκκλησία και το Προκόπιο, αλλά και από τις γύρω πόλεις.
Την επόμενη ημέρα, όταν επέστρεψαν οι Χριστιανοί και ανακάτεψαν τον τεράστιο σωρό με τις στάχτες και τα κάρβουνα που έκαιγε ακόμα, διαπίστωσαν ότι το σκήνωμα του Οσίου ήταν ακέραιο. Το μόνο που είχε συμβεί, ήταν ότι είχε πάρει ένα σκούρο χρώμα, το μαύρισμα δηλαδή που έχει το σκήνωμα μέχρι και σήμερα.
Ξέρουμε πόσο εύκολα καίγεται ένα ανθρώπινο σώμα με υγρά όταν πέσει πάνω στη φωτιά, πόσο μάλλον ένα αποστεγνωμένο ιερό λείψανο, 100 ολόκληρα χρόνια μετά από την εκταφή του, ωστόσο η Χάρη του Θεού για μία ακόμη φορά το διαφύλαξε ακέραιο”.
Η κρυφή μεταφορά του ιερού λειψάνου από την Καπαδοκία, στο νέο Προκόπι στην Εύβοια
Ο πάτερ Ιωάννης Μάρκου, περιέγραψε στο star.gr την επεισοδιακή μεταφορά του ιερού λειψάνου του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου, από το Προκόπι της Καππαδοκίας, στην Ελλάδα.
“Τον Σεπτέμβριο του 1924, με την ανταλλαγή πληθυσμού Ελλάδος- Τουρκίας, οι Προκοπιείς κρυφά από τους Τούρκους, τύλιξαν σε ένα μπόγο από χαλιά τη λάρνακα του Οσίου, ναύλωσαν ένα αυτοκίνητο (κάποια εύπορη οικογένεια από το Προκόπιο) και έστειλαν το ιερό λείψανο από άλλον δρόμο, μέσω της Καππαδοκίας. Οι Τούρκοι είχαν στήσει μπλόκα για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το σκήνωμα του Οσίου, γι’ αυτό οι πιστοί το φυγάδεψαν από άλλη διαδρομή, από αυτήν που πήραν οι πρόσφυγες.
Έτσι, έφτασε κρυφά το σκήνωμα στο καράβι (αργότερα μπήκαν και οι Προκοπιείς) και τοποθετήθηκε μέσα στο αμπάρι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, πλέοντας το καράβι στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στην Κύπρο και τη Ρόδο, άρχισε να κάνει περιστροφές και μεγάλους κύκλους, επί δυόμιση ώρες.
Ο καπετάνιος αδυνατώντας να εξηγήσει το φαινόμενο, ρώτησε τους επιβάτες μήπως μπορούσε κάποιος να δώσει μία εξήγηση και οι πρόκριτοι του Προκοπίου απάντησαν, “έχουμε έναν Άγιο μαζί μας”. Ο καπετάνιος διέταξε τότε να φέρουν από το αμπάρι το ιερό λείψανο και να προσκυνήσουν τον Άγιο, μήπως επρόκειτο για κάποιο θεϊκό σημείο.
Φτάνοντας στο αμπάρι για να σηκώσουν τον Άγιο, διαπίστωσαν ότι από τη βιασύνη τους είχαν ρίξει το ιερό λείψανο μπρούμυτα. Στη συνέχεια μετέφεραν το λείψανο στο κατάστρωμα και εκεί όλοι μαζί τίμησαν τον Άγιο. Αμέσως σταμάτησε η θαλασσοταραχή, το καράβι άρχισε πάλι την κανονική του πορεία και έτσι έφτασε το ιερό λείψανο στον Πειραιά, στη συνέχεια στη Χαλκίδα και από εκεί το 1925 στο νέο Προκόπιο, μαζί με τους πρόσφυγες.
Θεμελιώθηκε τότε ο ιερός ναός του Οσίου Ιωάννου, ενώ μέχρι και σήμερα ακόμη συνεχίζονται τα έργα, με τον νέο ξενώνα που είναι δίπλα στο ναό και με το Μουσείο Μικρασιατικού Πολιτισμού που βρίσκεται απέναντί του.
Εκεί στεγάζονται πολύτιμα αντικείμενα, ανάμεσα τους και η παλαιά λάρνακα, στην οποία μετέφεραν οι Προκοπιείς το σκήνωμα του Οσίου, καθώς και πολλά αντικείμενα από τον ναό του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι της Καππαδοκίας, τα οποία μετέφεραν οι πρόσφυγες“.
Η Βουδαπέστη παλεύει με τα κοράκια που επιτίθενται σε ανθρώπους και σκύλους. Αυτή την περίοδο τα πουλιά φροντίζουν τα μικρά τους, έτσι θα επιτεθούν σε οτιδήποτε θεωρούν ύποπτο. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ούτε οι άνθρωποι μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς.
Μάλιστα, ένα από τα θύματά τους χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο με αιμορραγία στο κεφάλι, ενώ οι αρχές της 13ης περιφέρειας της ουγγρικής πρωτεύουσας έλαβαν αρκετές αναφορές για επίθεση από κοράκι. Οι υπάλληλοι έπρεπε να στήσουν παγίδες σε πολλά σημεία.
«Τα κοράκια είναι επιθετικά αυτή την εποχή γιατί προστατεύουν τα μικρά τους. Δεν ανέχονται ανθρώπους ή σκύλους κοντά στις φωλιές τους. Μείνετε μακριά από τις τοποθεσίες φωλεοποίησης τους», προειδοποίησαν οι αρχές της περιοχής.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Nepszava», τα κοράκια είναι επιθετικά από τα τέλη Απριλίου έως τα μέσα Ιουνίου όταν υπερασπίζονται τους νεοσσούς τους. Πριν από ένα χρόνο, ένα κοράκι επιτέθηκε σε παιδιά σε νηπιαγωγείο στο 15ο διαμέρισμα της Βουδαπέστης.
Για την προσωπική και επαγγελματική του διαδρομή και την εικόνα της σημερινής κοινωνίας μίλησε ο Γιάννης Αγγελάκας στην κάμερα της εκπομπής «Στούντιο 4» στην ΕΡΤ. «Έχω καλή επαφή με τον εαυτό μου από την εφηβεία, από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι τώρα. Έζησα και ζω όπως ονειρευόμουν ότι ήθελα να ζήσω όταν ήμουν έφηβος», ανέφερε.
Και εξήγησε: «Δηλαδή να ζω από αυτό που αγαπάω, να μην χρειάζεται να κάνω άλλα πράγματα που να με αποσπούν για να βιοπορίζομαι και κυρίως να γνωρίζω όλο και πιο βαθιά τον εαυτό μου.
»Τον νεαρό μου εαυτό τον βρίσκω μια χαρά, δεν θα του έλεγα τίποτα σήμερα. Είχε να περπατήσει έναν δρόμο, τον έφτασε μέχρι εδώ, οπότε θα του έδινα ένα φιλάκι», είπε χαρακτηριστικά ο δημοφιλής καλλιτέχνης.
«Εντάξει, δεν ήμουν και καμιά εύκολη περίπτωση», παραδέχτηκε ο Γιάννης Αγγελάκας, προσθέτοντας: «Εκπέμπω κάποιες συχνότητες δημιουργικά, καλλιτεχνικά, όπως μπορεί να το πει ο καθένας. Το να συντονίζεται κάποιος με αυτό που φτιάχνω, φτιάχνει μια σχέση η οποία και με γοητεύει και επίσης μου δίνει δύναμη και από άποψη βιοποριστική ακόμα».
«Νιώθω ευγνωμοσύνη για τον κόσμο που συντονίζεται με την αισθητική μου και τις δύσκολες κατά καιρούς επιλογές μου», όπως είπε. Τόνισε, όμως, ότι «την σημερινή εποχή εγώ δεν μπορώ να την καταλάβω, γιατί την θεωρώ παρανοϊκή».
«Δηλαδή, δεν χωράει στο μυαλό μου όλη αυτή η παράνοια και τη βλακεία που ζω, οπότε… δεν έχω να χαρακτηρίσω τίποτα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Αγγελάκας.
Η οικογένεια είναι ο, τι σημαντικότερο έχει κάποιος στη ζωή του ή έτσι τουλάχιστον λένε. Υποτίθεται ότι θα είναι δίπλα μας ό, τι κι αν συμβεί, αυτό το «υποτίθεται» όμως έχει καταστρέψει αμέτρητες ζωές και το αντιλήφθηκα 10 χρόνια πριν όταν εξαιτίας της πίστης αυτής παραλίγο να καταστρέψω τη ζωή μου. Έτσι αποφάσισα να κόψω κάθε επαφή με την οικογένειά μου προς το τέλος της εφηβείας.
Για να το πω πιο σωστά, αποστασιοποιήθηκα. Έπαψα να τους επισκέπτομαι. Ένα τηλέφωνο κάθε τρεις μήνες τον πατέρα μου είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω.
Με τη μητέρα μου συγκεκριμένα έχουμε να μιλήσουμε 5 χρόνια, τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Δεν είσαι υποχρεωμένος/η να αγαπάς την οικογένειά σου. Άλλοι θα με έχουν κοντά τους, όταν με χρειαστούν, ενώ άλλοι δεν με νοιάζει καθόλου τι θα απογίνουν. Ας πεθάνουν μόνοι τους. Δεν θα πάω να δω τη μάνα μου πριν πεθάνει να μου δώσει την ευχή της και εγώ τη συγχώρεσή μου. Ούτε στην κηδεία της θα πάω, ούτε τον τάφο της θα επισκεφτώ. Το παιδί μου δεν θα γνωρίσει τη γιαγιά του και δεν με πειράζει καθόλου.
Δεν την κάλεσα ούτε στο γάμο μου. Είχε ήδη καταστρέψει πολλές όμορφες στιγμές μου – αποφοίτηση, διακοπές, συναυλίες που ήθελα να πάω – δεν ήταν ανάγκη να χαλάσει και αυτή.
Διαβάζω συχνά στο διαδίκτυο αναρτήσεις ανθρώπων που μιλούν για τοξικούς φίλους και πώς τελικά κατάφεραν να τους βγάλουν από τη ζωή τους, τι γίνεται όμως όταν θες να απαλλαγείς από ένα τοξικό γονέα;
Σίγουρα πρέπει να μεσολαβήσουν πολλά για να μισήσει κάποιος την ίδια του τη μάνα. Πρέπει να σε υποτιμά συνεχώς, να σου φωνάζει, να σε βρίζει, να σου πετάει πράγματα, να σε αμφισβητεί… Όταν ήμουν 10 χρονών η μάνα μου με έπεισε ότι οι φίλοι μου, που έρχονταν σπίτι μας έκλεβαν πράγματα. Με αποκάλεσε αφελή, αδύναμη και αξιολύπητη.
Για να της αποδείξω ότι έκανε λάθος έκανα το εξής: έψαχνα τις τσέπες και τις τσάντες των φίλων μου όταν έφευγαν για να σιγουρευτώ ότι δεν είχαν πάρει τίποτα. Ένα μέρος μου πίστευε ότι η μάνα μου είχε δίκιο. Φανταστείτε τη ντροπή που ένιωσα όταν έψαξα τέσσερις φίλες μου φεύγοντας και δεν βρήκα τίποτα εκτός από τα πληγωμένα και γεμάτα απορία πρόσωπά τους.
Απ’ ότι φαίνεται η πολλή τηλεόραση μου είχε μάθει καλά τη διαδικασία και είχα γίνει καλύτερη ακόμα και από τους υπαλλήλους των αεροδρομίων που ελέγχουν τους επιβάτες για απαγορευμένα αντικείμενα. Όπως και να ‘χει οι φίλοι μου σταμάτησαν να έρχονται σπίτι μου.
Όταν πήγαινα στο δημοτικό η μάνα μου ανακάλυψε ότι εγώ και κάποια άλλα παιδιά από την τάξη μου κάναμε παρέα με ένα κοριτσάκι που είχε σύνδρομο Down. Ένας δάσκαλος που μας είδε στο διάλειμμα να παίζουμε θυμάμαι ότι μου έδωσε μία κορδέλα για να με επιβραβεύσει. Ένιωσα περίεργα που κάποιος με ευχαριστούσε για κάτι το αυτονόητο. Ούτε εγώ ούτε οι φίλες μου ξέραμε τι είναι ακριβώς το σύνδρομο Down, ξέραμε όμως ότι το παιδάκι αυτό ήταν διαφορετικό, αλλά δεν μας ένοιαζε.
Όταν γύρισα σπίτι η μάνα μου βρήκε την κορδέλα αυτή στην τσάντα μου και με ρώτησε τι ήταν. Όταν της εξήγησα πήρε στα χέρια της ένα μεγάλο γυάλινο μπολ που είχαμε πάνω στο τραπέζι και το έριξε κάτω με όλη της τη δύναμη σπάζοντάς το σε χίλια κομμάτια. «Παίζεις με το καθυστερημένο;», ούρλιαξε.
Για μέρες με αγνοούσε και δεν μου μίλαγε καν, εκτός από τις ελάχιστες φορές που με αποκάλεσε «καθυστερημένο», όταν περνούσα από μπροστά της.
Λίγα χρόνια αργότερα η μητέρα μου κάθισε στην πρώτη σειρά για να με δει να παίζω δεύτερο βιολί στη μουσική παράσταση που δίναμε με το σχολείο. Γυρνώντας σπίτι με ρώτησε γιατί δεν έπαιζα πρώτο βιολί. «Υπάρχουν μεγαλύτερα παιδιά που κάνουν βιολί πιο πολλά χρόνια από μένα», της είπα. «Και τι έγινε; Τόσα χρόνια κάνεις βιολί. Μία χαρά θα μπορούσες. Απλά ο δάσκαλός σου ξέρει ότι δεν έχεις ταλέντο. Αν ήμουν στη θέση σου θα σταματούσα τα μαθήματα». Ο πατέρας μου άκουγε τα πάντα αλλά δεν μιλούσε. Για πολλές μέρες σκεφτόμουν τα λόγια της. Δεν ήξερα ποιος έλεγε ψέματα. Εκείνη ή ο καθηγητής που μου έκανε βιολί και πίστευε στο ταλέντο μου; Στην τελική τα λόγια της δεν είχαν σημασία. Σημασία είχε η αγάπη μου για τη μουσική, έτσι συνέχισα κανονικά να εξασκούμαι. Ζήτησα να κάνω παραπάνω μαθήματα και ζήτησα επίσης από τους γονείς μου να μην έρχονται στις παραστάσεις. Στο πανεπιστήμιο εγκατέλειψα τη μουσική για ένα άλλο μεγάλο πάθος μου, τη συγγραφή. Δεν είχα ανάγκη τη συμβουλή της μάνας μου ούτε την έγκριση και την υποστήριξή της. Ο, τι και να έκανα με έβγαζε άχρηστη.
«Η μητέρα σου σε αγαπά», είπε ο πατέρας μου τη νύχτα που προσπάθησε να μας σκοτώσει. Νωρίτερα είχε αρπάξει ένα κουζινομάχαιρο και μας κυνηγούσε σε όλο το σπίτι. Πήραμε τηλέφωνο την αστυνομία. Δεν επενέβησαν γιατί δεν τη θεώρησαν απειλή. Ήταν μία αδύναμη, αφυδατωμένη γυναίκα μέσης ηλικίας, χλωμή και άοκνη που δεν είχε κοιμηθεί 36 ολόκληρες ώρες.
Πίστευα όντως ότι η μητέρα μου ήταν ικανή να με σφάξει; Φυσικά και όχι. Το ήθελε όμως.
Ήταν σχιζοφρενής και είχε δεκάδες κρίσεις όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν ευθύνεται η ασθένειά της για την κακία της. Ήταν κακιά πολύ πριν η σχιζοφρένεια τη μετατρέψει σε τέρας. Από τα μέσα περίπου της εφηβείας και μετά η μητέρα μου έπαψε να υπάρχει για μένα. Το σώμα της ζούσε, το μυαλό της όχι. Για χρόνια προσπάθησα να είμαι καλό παιδί και να προσποιούμαι ότι συζητάω μαζί της τη στιγμή που δεν καταλάβαινε τίποτα, εκτός από τις ελάχιστες φορές που με κάρφωσε με τα μάτια της και άρχισε να με βρίζει για το βάρος μου, τα μαλλιά μου ή τα όνειρα που είχα.
Στο τέλος έφυγα και σταμάτησα να την επισκέπτομαι. Σήμερα ζω μακριά της και δεν με νοιάζει καθόλου. Εισήχθη σε ψυχιατρείο και μέχρι σήμερα είναι εκεί εντελώς μόνη. Κανείς δεν την επισκέπτεται, ούτε καν ο πατέρας μου. Καμιά φορά τη λυπάμαι, αλλά ξέρω πόσο μεγάλο κακό μου έκανε και μπορεί να μου κάνει η παρουσία της και δεν το αντέχω. Έχω το μέλλον μου, την καριέρα μου και τη δική μου οικογένεια να κοιτάξω. Υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται από εμένα. Δεν μπορώ να τους προδώσω και έτσι μένω μακριά.
Καμια μαμά δεν είναι τέλεια, αλλά οι περισσότερες έκαναν εκπληκτικά αξιοπρεπή δουλειά σε σχέση με τα παιδιά τους. Βλέπω το σύζυγό μου να αγκαλιάζει τη μάνα του τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα και αναρωτιέμαι πώς είναι, αλλά δεν ζηλεύω ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Είμαι απλά περίεργη.
Μερικές φορές κοιτάζω στον καθρέφτη και βλέπω εκείνη. Κατά κάποιο τρόπο είναι ευλογία γιατί εξωτερικά τουλάχιστον ήταν πολύ όμορφη.
Κάθε μέρα τη νιώθω μέσα μου αλλά όχι με την καλή έννοια. Νιώθω την επιθυμία της να κρίνει και να μισήσει μαζί με τη συνεχή υποψία και δυσπιστία.
Η μητέρα μου δεν είχε φίλους. Τους έδιωξε όλους μακριά της. Υπενθυμίζω καθημερινά στον εαυτό μου να μην κάνει τα ίδια λάθη που έκανε εκείνη. Κι όμως, η παράνοια και η αδυσώπητη κριτική της έγιναν χρήσιμα εργαλεία για μένα. Έμαθα να μην εφησυχάζω, να μην εμπιστεύομαι και να μην εξαρτώμαι από άλλους.
Δεν ξέρω αν θα τη συγχωρέσω ποτέ ή αν θα ξανασυναντηθώ μαζί της. Μπορεί η κακοποίηση που υπέστην τόσα χρόνια να με ανάγκασε να ωριμάσω πιο γρήγορα απ’ ότι έπρεπε και να προσαρμοστώ, ωστόσο ήθελα όπως κάθε παιδί μία μητέρα που θα είναι κοντά μου, που θα με βάζει για ύπνο το βράδυ και θα μου τραγουδάει.
Πολλοί από εμάς πρέπει να σταματήσουμε να πιστεύουμε στο μύθο της συμφιλίωσης γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει. Πλέον το μυαλό της μάνας μου είναι σαν το ελβετικό τυρί, γεμάτο τρύπες. Δεν ξέρει ποια είμαι και δεν πρόκειται να την επισκεφτώ μόνο και μόνο επειδή ελπίζω ότι θα με αναγνωρίσει. Δεν είχα ποτέ την αγάπη της. Είναι άδικο να ελπίζω ότι θα την αποκτήσω τώρα. Τουλάχιστον ξέρω ότι ποτέ δεν τη χρειαζόμουν. Οι δυσκολίες που έζησα με καθόρισαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Αυτές τις δυσκολίες τις αντιμετωπίζουμε ή ως παιδιά ή ως ενήλικες ή και τα δύο.
Γνώρισα ένα παλικάρι όταν ήμουν 13 έμεινα έγκυος και η μάνα του επέμενε να το ρίξω. Εγώ το κράτησα σταμάτησα το σχολείο ήθελα τόσο πολύ ένα παιδί και ήμουν και γω παιδί έλεγα θα μεγαλώσουμε μαζί και θα έχουμε 14 χρόνια διαφορά.
Η μανούλα μου ήταν αυτή που με βοήθησε και μου κράτησε το χέρι στις δύσκολες στιγμές κάθε φορά ήταν εκεί να με προστατεύσει…
Ο άντρας μου με χτύπαγε επειδή το φαγητό μπορεί να είχε λίγο λάδι παραπάνω ή γιατί έβγαλα τα χαλιά να τα πλύνω με χτύπαγε έντονα αλλά ο πατέρας μου δεν το έμαθε ποτέ το ήξερε μόνο η μαμά μου και μου έλεγε να φύγω να πάω να μείνω μαζί της να τον αφήσω.
Δεν είμαι καταστροφικός άνθρωπος γι’αυτό και σκέφτηκα να δώσω μια ευκαιρία στην οικογένεια μου.
Έχασα την μαμά μου όταν ήμουν 18 πέθανε ξαφνικά από ανεύρυσμα έπαθα σοκ εκείνο το διάστημα και έτσι κατάφερα και έστειλα τον άντρα μου στον Άγιο όρος και έγινε καλά προσευχήθηκα για αυτόν.
Ταυτόχρονα εγώ δούλευα και πρόσεχε η πεθερά μου το παιδί.
Το παιδί έγινε 10 εγώ 24, και τώρα είμαστε σαν αδέρφια.. δεν σκέφτηκα ποτέ επειδή μου έκανε κακό ο άντρας μου να κάνω και γω στο μωρό.
Καμία φορά πρέπει να ζητάμε τον Θεό να μας βοηθήσει να πιστέψουμε και ίσως τότε ο θεός μας σώσει.
Πρέπει να έχεις μεγάλη πίστη στο Θεό… κρίμα για τα 3 παιδάκια που χάθηκαν τόσο άδικα.
Ο μπαμπάς μου ήταν 40 χρονών όταν παντρεύτηκε τη μαμά μου, η οποία ήταν μόλις 18.
Ο πατέρας μου ήταν πολύ επιτυχημένος τραπεζίτης και είχε ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση λίγα χρόνια πριν αισθανθεί έτοιμος να κάνει οικογένεια.
Η αναζήτηση της κατάλληλης συζύγου τον οδήγησε στη μητέρα μου. Γεννήθηκα ένα χρόνο αργότερα και δύο χρόνια μετά από μένα η μητέρα μου έφερε στη ζωή δίδυμα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
«Ήμασταν μία αγαπημένη και ευτυχισμένη οικογένεια όταν ο μπαμπάς μου ήταν σπίτι, όταν όμως ήταν στη δουλειά η μητέρα μου με έβαζε να φυλάω τα δίδυμα για να πάει στις φίλες της να παίξει χαρτιά. Επέστρεφε λίγο πριν τις 6 το απόγευμα και με έβαζε να μαγειρεύω, ενώ εκείνη έμπαινε να κάνει μπάνιο. Μόλις άκουγε την πόρτα του γκαράζ να ανοίγει, έβαζε κάτι πρόχειρο και πήγαινε στην κουζίνα για να νομίζει ο πατέρας μου ότι μαγείρευε εκείνη. Δεν με πείραζε όμως. Όταν ο μπαμπάς επέστρεφε, η μαμά μου γινόταν η πιο υπέροχη μαμά στον κόσμο.
Όταν πήγαινα στην πέμπτη δημοτικού και τα αδέρφια μου στην τρίτη, ο μπαμπάς μου άνοιξε υποκατάστημα σε άλλη χώρα και έπρεπε να πάει για να το διευθύνει τουλάχιστον στις αρχές. Και τα τρία παιδιά θέλαμε να πάμε με το μπαμπά, αλλά η μητέρα μου δεν ήθελε να μετακομίσει. Είπε πως δεν ήθελε να αφήσει τη μαμά της που ήταν μεγάλη σε ηλικία και άρρωστη. Εγώ πάλι πιστεύω πως δεν ήθελε να χάσει τις φίλες της και το τζόγο. Ο μπαμπάς έδειξε κατανόηση και είπε ότι θα μας έστελνε κάθε μήνα χρήματα, ενώ κάθε δύο μήνες θα ερχόταν να μας βλέπει. Επίσης είπε ότι μπορούσαμε να πηγαίνουμε και εμείς να τον βλέπουμε στις σχολικές μας διακοπές μέχρι να γίνει καλά η γιαγιά και να μπορεί να έρχεται και η μαμά μας.
Από την πρώτη στιγμή που ο πατέρας μας έφυγε, η μητέρα μου έγινε ο χειρότερος εφιάλτης και αυτό κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια.
Ο μπαμπάς μου πριν φύγει άνοιξε από ένα τραπεζικό λογαριασμό στον καθένα μας για να μας στέλνει λεφτά, αλλά η μητέρα μου την επόμενη κιόλας μέρα πήρε τις κάρτες και των τριών μας τάχα μου για να τις φυλάξει και δεν μας άφηνε φράγκο μέσα. Τα έπαιζε όλα στα χαρτιά.
Ξεχνούσε να πάει για ψώνια αφήνοντας μας και τα τρία παιδιά νηστικά. Μοναδική της έγνοια ήταν πότε θα πάει να παίξει. Μας έστελνε στο σχολείο χωρίς να έχουμε φάει τίποτα και όταν ο μπαμπάς τηλεφωνούσε για να δει αν είμαστε καλά στεκόταν με ένα σκουπόξυλο λίγο παραπέρα και μας κοιτούσε απειλητικά σαν να μας έλεγε ότι αν λέγαμε στο μπαμπά μας την αλήθεια θα μας χτυπούσε.
Υπήρχαν φορές που μας ανάγκαζε να ζητάμε από τον πατέρα μας επιπλέον χρήματα επειδή θέλαμε να αγοράσουμε κάποιο παιχνίδι ή για να πάμε εκδρομή με το σχολείο και όταν ο μπαμπάς τα έστελνε, μας τα έπαιρνε και έβγαινε έξω να τα φάει στα μπαράκια.
Λίγο αργότερα γνωρίστηκε με κάποιον. Τον έφερνε σπίτι νύχτα και έφευγε το επόμενο πρωί.
Μία μέρα αυτός έφερε μαζί και τους φίλους του και έκατσαν όλοι στην αυλή. Ήταν όλοι τους μεθυσμένοι και εμείς που θέλαμε να πάμε σχολείο, δεν τολμούσαμε να βγούμε να περάσουμε από μπροστά τους. Καθόμουν πίσω από την πόρτα ενώ τα αδέρφια μου ήταν στο δωμάτιό τους και περίμενα πότε θα φύγουν για να μπορέσουμε επιτέλους να φύγουμε και εμείς. Τότε είδα τον αδερφό μου να κατεβαίνει τα σκαλιά με μάγουλο γδαρμένο και γεμάτο αίματα. Πήγα κοντά του και τον ρώτησα τι συνέβη. Μου είπε ότι ο φίλος της μητέρας μου τον είχε χτυπήσει και είχε πάει με το ζόρι τη μικρή μας αδερφή στο μπάνιο. Εκείνος προσπάθησε να τον σταματήσει και τον χαστούκισε.
Ήμουν μόνο 14 ετών, αλλά με όλη τη δύναμη που είχα μέσα μου έσπασα την πόρτα του μπάνιου και τον χτύπησα με το σίδερο σιδερώματος. Ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν πρόλαβε να αντιδράσει και έπεσε κάτω. Ευτυχώς έφτασα έγκαιρα πριν βιάσει την αδερφή μου.
Πήρα τα παιδιά και φύγαμε τρέχοντας από το σπίτι για να πάμε σχολείο. Όταν ο δάσκαλος του αδερφού μου είδε το μάγουλό του τον ρώτησε τι συνέβη και του είπαμε όλη την αλήθεια. Μας κάλεσε στο γραφείο του και πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μου, ο οποίος ήρθε με το πρώτο αεροπλάνο. Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινιασμένο όταν έφτασε στο σχολείο. Μας πήγε και τα τρία παιδιά στο νοσοκομείο για να σιγουρευτεί ότι ήμασταν καλά.
Ευτυχώς δεν είχε συμβεί τίποτα το ανεπανόρθωτο στην αδερφή μου. Ο γιατρός περιποιήθηκε το τραύμα του αδερφού μου και στη συνέχεια πήγαμε με τον πατέρα μας στην αστυνομία για να καταγγείλουμε το περιστατικό. Το περιπολικό που έφτασε σπίτι για να συλλάβει τον άντρα αυτόν βρέθηκε μπροστά στο εξής σκηνικό: όλοι οι μεθυσμένοι φίλοι του εραστή της μητέρας μου είχαν φύγει ενώ εκείνη και ο εραστής της κοιμόντουσαν μεθυσμένοι και γυμνοί στο σαλόνι.
Μαζί στο σπίτι ήρθαν και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια της μητέρας μου που όταν είδαν την κατάστασή της ντράπηκαν τόσο που πήραν ένα ρούχο και κάλυψαν τα επίμαχα σημεία της μητέρας μου και του φίλου της.
Ο πατέρας μου ζήτησε από τους αστυνομικούς να φύγουν και να ξαναέρθουν το πρωί να τους συλλάβουν όταν θα είχαν ξεμεθύσει.
Το πρωί εκείνος ξύπνησε πριν τη μητέρα μου. Ήταν φανερά τρομοκρατημένος και μετανιωμένος. Οι αστυνομικοί τον πήραν για ανάκριση και δεν τον ξαναείδα από τότε. Η μητέρα μου δεν είπε λέξη. Απλά ντύθηκε και πήγε στο αστυνομικό τμήμα, όπου εκτός από τον εραστή της είχαν οδηγήσει εκεί και τους φίλους του. Και η μητέρα μου και ο φίλος της καταδικάστηκαν σε 18 μήνες φυλάκιση. Ο μπαμπάς μου πούλησε το σπίτι, πήρε διαζύγιο από τη μητέρα μου και μας πήρε μακριά στο καινούργιο του σπίτι.
Σήμερα είμαι 19 χρονών και δευτεροετής στο πανεπιστήμιο. Εκτός αυτού είμαι τρισευτυχισμένη που είμαι με το μπαμπά μου και με τα αδέρφια μου και μπορώ να πω ότι μεγαλώνουμε επιτέλους καλά.
Ο μπαμπάς μου είναι κάτι περισσότερο από πατέρας για εμάς. Είναι πατέρας και μητέρα μαζί, ο καλύτερός μας φίλος, ο βράχος μας. Ό, τι δεν ήξερε έκατσε και το έμαθε: να πλένει, να μαγειρεύει, να μας φτιάχνει τα μαλλιά και όλα εκείνα που κάνουν οι μαμάδες.
Ο αδερφός που εξακολουθεί να έχει μία ουλή στο μάγουλο του και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Σημασία έχει το ότι είμαστε αυτοί που είμαστε χάρις στον μπαμπά μας που είναι πραγματικός ήρωας.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ ξανά. Αφιέρωσε όλο του το χρόνο στη δουλειά του και σε εμάς και δεν άφησε χρόνο για τον εαυτό του.
Καθώς σας γράφω την ιστορία μας ακούω την πόρτα να ανοίγει και ξέρω ότι είναι ο μπαμπάς μου. Τα μαλλιά του είναι πλέον γκρίζα, αλλά δεν με νοιάζει. Εύχομαι να ζήσει για πάντα και να γνωρίσει μία καλή γυναίκα και να ξαναπαντρευτεί. Εμείς κάποια στιγμή που θα μεγαλώσουμε λίγο ακόμα θα φύγουμε από το σπίτι. Εκείνος τι θα κάνει; Δεν θέλω να τον αφήσω μόνο του. Του λέω συχνά ότι πρέπει να βρει μία σύντροφο, αλλά μου λέει ότι οι μπαμπάδες δεν έχουν ανάγκη από καμία σύντροφο όταν έχουν δίπλα τους τις κόρες τους.
Σκέφτομαι συχνά τη μαμά μου και λυπάμαι γι’ αυτήν. Μακάρι να μας αγαπούσε το μισό από όσο μας αγαπά ο μπαμπάς μας.
Σας τα λέω όλα αυτά επειδή βαρέθηκα να διαβάζω παντού για απόντες μπαμπάδες που παρατάνε γυναίκα και παιδιά και φεύγουν από το σπίτι ή που κακοποιούν την οικογένειά τους.
Υπάρχουν και εκείνοι οι μπαμπάδες που είναι ευλογημένοι και που τα παιδιά τους είναι τυχερά.
Να εκτιμάτε τους γονείς σας. Κάνουν καθημερινά πολλές θυσίες για εσάς για να έχετε φαγητό, τροφή, στέγη και πάνω απ’ όλα αγάπη.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο δεσμός ανάμεσα σε μία μάνα και το παιδί της είναι πολύ ισχυρός, αλλά κανείς δεν θα περίμενε ότι μία μαμά θα αναγνώριζε το νεογέννητο παιδί της, που θεωρούσε νεκρό, στο πρόσωπο ενός κοριτσιού έξι χρόνια αργότερα. H Luz Cuevas είχε πάει στο πάρτι του παιδιού μιας γνωστής της το 2004.
Όταν είδε ένα κοριτσάκι με μακριά σγουρά μαλλιά και λακάκια, της φάνηκε σαν από κάπου να το γνώριζε. Της θύμιζε πολύ τις δύο της κόρες. Όσο περισσότερο την παρατηρούσε, τόσο πιο πολύ σιγουρευόταν. Ήταν η κόρη της που είχε «πεθάνει» πριν από έξι χρόνια στην πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει στο σπίτι τους.
Η μητέρα δήλωσε ότι πάντα ήλπιζε πως η κόρη της μπορεί και να ζούσε. Πλησίασε το κορίτσι που είχε πλέον το όνομα Aaliya και με το πρόσχημα ότι είχε κολλήσει μια τσίχλα στα μαλλιά της, προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Κατάφερε έτσι να αποσπάσει μερικές τρίχες και να τις στείλει για τεστ DNA. Όπως δήλωσε αργότερα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης χρησιμοποίησε το τέχνασμα αυτό – που είχε δει σε αστυνομικές σειρές – για να αποδείξει αυτό που της έλεγε το ένστικτό της: ότι το κορίτσι αυτό ήταν η δική της κόρη.
Το 1997 η κόρη της Luz, Delimar Vera, ήταν μόλις 10 ημερών και κοιμόταν στον πάνω όροφο του σπιτιού τους στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, όταν ξέσπασε φωτιά.
Η Luz έτρεξε αμέσως να σώσει το μωρό, αλλά μέσα στους καπνούς μπόρεσε μόνο να δει μια άδεια κούνια και ένα παράθυρο ανοιχτό. Ο καπνός την έπνιγε και η φωτιά της έκαιγε το πρόσωπο, αλλά εκείνη είχε μείνει αποσβολωμένη να κοιτάει την κούνια μέχρι που τελικά αναγκάστηκε να βγει έξω.
Το πτώμα του μωρού δεν βρέθηκε ποτέ και η αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα οτι εξαϋλώθηκε λόγω της φωτιάς και για το λόγο αυτό δεν βρέθηκαν καθόλου ίχνη. Χρόνια αργότερα η μητέρα είπε ότι δεν πίστεψε ποτέ την αστυνομία.
Το μόνο που θυμάται ήταν πως ούρλιαζε στους πυροσβέστες και τους εκλιπαρούσε να βρουν το μωρό της, που είχε απαχθεί, αλλά εκείνοι δεν της έδιναν σημασία. Πίστευαν ότι ήταν εκτός εαυτού λόγω του θανάτου του μωρού.
Το τεστ DNA που έγινε στο κοριτσάκι από το πάρτι έξι χρόνια αργότερα απέδειξε ότι το ένστικτο της μητέρας ήταν αλάνθαστο. Το κοριτσάκι, που πλέον λεγόταν Aaliyah, ήταν η Delimar Vera.
Είχε απαχθεί εκείνο το βράδυ από τη γυναίκα του ξαδέρφου της Luz, η οποία φεύγοντας έβαλε φωτιά στο σπίτι για να καλύψει τα ίχνη της.
Η Carolyn, αφού απήγαγε το μωρό, έφυγε το ίδιο βράδυ για το Νιου Τζέρσεϊ όπου και εγκαταστάθηκε προσποιούμενη πως το μωρό ήταν δικό της.
Κατηγορήθηκε για απαγωγή, εμπρησμό, επίθεση, παρακώλυση της δικαιοσύνης και πολλά ακόμη. Καταδικάστηκε σε 30 χρόνια κάθειρξη.
Το 2004 η Aaliyah επέστρεψε στο πατρικό της, από το οποίο δεν είχε μνήμες λόγω του ότι όταν απήχθη ήταν ακόμα βρέφος. Η βιολογική της μητέρα δεν ξαναχρησιμοποίησε ποτέ το όνομα Aaliyah. Το Delimar ήταν το πραγματικό της όνομα.
«Χαίρομαι πολύ που επέστρεψα σπίτι μου», δήλωσε το παιδί στους δημοσιογράφους μετά την επιστροφή του. Όταν τη ρώτησαν πώς αισθάνεται απάντησε με ένα σκέτο «Χαρούμενη».