Η Εκκλησία Της Παναγίας Κανάλας στην Κύθνο είναι χτισμένη σε μια από τις ωραιότερες, πευκόφυτες ακρογιαλιές του νησιού, εδώ φυλάσσεται η Θαυματουργός Εικόνα της Παναγίας Κανάλας.
Ο θρύλος αναφέρει πως η εικόνα αναδύθηκε και παρουσιάστηκε στους ντόπιους ψαράδες κατά την διάρκεια ψαρέματος.
Η θαυματουργός εικόνα είναι μεγάλων διαστάσεων (1,00×0,80 μ.) και είναι έργο του περίφημου αγιογράφου, ιερέως Εμμανουήλ Σκορδίλη του Κρητός (1575).
Το μεγαλύτερο επίσημο πανηγύρι γίνεται τον Δεκαπενταύγουστο. Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει και το πολεμικό ναυτικό με μια φρεγάτα και άγημα ναυτών, καθώς και η μπάντα του ναυτικού. Κατά την περιφορά της εικόνας γίνεται αναπαράσταση της ευρέσεώς της.
Η Παναγιά η Κανάλα έχει κάνει πάρα πολλά θαύματα σε πιστούς που έχουν ζητήσει την βοήθειά της.
Ξεχάστε για λίγο την παραλία του «Αγίου Ιωάννη», το φημισμένο τυρί «καλαθάκι» ή τα πεντανόστιμα σιροπιαστά «σαμσάδες», την επόμενη φορά που θα επισκεφθείτε τη Λήμνο, ένα είναι αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να αναζητήσετε: την Παναγία την Κακαβιώτισσα.
Από τις ελάχιστες εκκλησίες στον κόσμο χωρίς οροφή, η Κακαβιώτισσα είναι και ένα από τα πιο όμορφα ξωκλήσια που έχετε δει ποτέ, αγκαλιασμένο από τον βράχο, που σαν από επιλογή το προστατεύει από τον καιρό και τα αδιάκριτα βλέμματα.
Τόπος λατρείας από τους βυζαντινούς κιόλας χρόνους, η Παναγία -που παίρνει το όνομα της από το όρος Κάκαβο στο οποίο και βρίσκεται- λέγεται ότι κτίστηκε από ασκητές το 1305 και ανήκει στην Μονή Μεγίστης Λαύρας.
Το ξωκλήσι απέχει λίγα μόνο χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού Μύρινα, βρίσκεται κοντά στο χωριό Ζεματά (Θάνος), ενώ για να φτάσει κάποιος εκεί θα χρειαστεί να περπατήσει ένα χωμάτινο μονοπάτι περίπου δυο χιλιομέτρων, ανάμεσα στις μυρωδιές από θυμάρι και άλλα βότανα και παρέα με τα αγριοκούνελα και τα κατσίκια του νησιού.
Μέτα την ανηφορική αυτή διαδρομή, ο επισκέπτης θα αποζημιωθεί για την όποια ταλαιπωρία αντικρίζοντας ένα μοναδικό θέαμα. Ένα μικρο κάτασπρο ξωκλήσι, με μπλε πόρτες, γεμάτο εικόνες και χωρίς σκεπή.
Η εσοχή του βράχου δημιουργεί μια φυσική κρυψώνα για το τελετουργικό που λαμβάνει χώρα κάθε Τρίτη του Πάσχα, η μόνη μέρα που τελείται επίσημη λειτουργία στην μικρή αυτή εκκλησία.
Εκείνη την ημέρα μεταφέρεται πάνω στο βράχο, μέσω των πετρόκτιστων σκαλιών και η ξακουστή εικόνα «το Ρόδον το Αμάραντο», την οποία φυλάσσει όλον τον υπόλοιπο χρόνο μια οικογένεια της περιοχής
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα βρεθείτε στο πανέμορφο νησί της Λήμνου, με τα τόσα πολλά πράγματα να δει και να κάνει κάποιος, κρατήστε λίγο χρόνο ελεύθερο για να επισκεφθείτε αυτήν την μοναδικής ομορφιάς εκκλησία.
Η Παναγία η Εικοσιφοίνισσα, με την αχειροποίητο θαυματουργό εικόνα της, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Μακεδονίας και είναι το παλαιότερο εν ενεργεία μοναστήρι στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Στο κατάφυτο Παγγαίο, σε υψόμετρο 753 μέτρων, βρίσκεται στα όρια των νομών Σερρών – Καβάλας, αλλά εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη Δράμας.
Η ίδρυση της μαρτυρικής μονής της Μακεδονίας χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πάμπολλες παραδόσεις αναφέρουν ότι ο Άγιος Γερμανός, που ασκήτευε στην Ιερά Μονή Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα που είδε από άγγελο εκ της Παρθένου, ήρθε στη θέση Βίγλα του Παγγαίου το 518 μ.Χ. Λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει εκεί κοντά μοναστικό οικισμό ο επίσκοπος Φιλίππων Σώζων (5ο αιώνα) που εγκαταλείφθηκε.
Αφού ολοκλήρωσε το πρώτο εκκλησάκι ο Άγιος Γερμανός αναζήτησε στο δάσος ένα ξύλο κατάλληλο για να εικονίσει τη Θεοτόκο, ως ένδειξη ευχαριστίας. Όταν το επεξεργάστηκε και το ετοίμασε ξαφνικά το ξύλο ράγισε και ο άγιος λυπήθηκε και σκέφτηκε να το αφήσει. Τότε ένα «φοινικούν», υπέρλαμπρο δηλαδή, κοκκινωπό φως έλουσε το σχισμένο ξύλο και φάνηκε η Παναγία μας μαζί με το Χριστό και μια φωνή ακούστηκε να του λέει: «Παιδί μου ήλπισε, εγώ είμαι εδώ» και τη στιγμή εκείνη εντυπώθηκε η Παναγία πάνω στο ξύλο. Αυτό το φως έδωσε και το όνομα στην αχειροποίητο εικόνα (εικών – φοίνισσα).
Δεύτερος κτίτορας θεωρείται ο Άγιος Διονύσιος ο Α΄ (15ο αιώνα), ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη και έγινε ηγούμενος της μονής δίνοντας της τη μεγαλύτερη λαμπρότητα.
Κατά την Τουρκοκρατία, η συμβολή της Ιεράς Μονής στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη. Η δράση των μοναχών στην ευρύτερη περιοχή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι θανάτωσαν το 1507 και τους 172 μοναχούς. Το μνημείο τους βρίσκεται προ της μονής.
Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη μονή ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας και άγιος Γρηγόριος Ε΄.
Το 1917 οι Βούλγαροι άρπαξαν τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφεραν στη Βουλγαρία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας.
Κατά την περίοδο εκείνη των επιθέσεων και αρπαγών των Βουλγάρων, ένας αξιωματικός τους επιχείρησε να συλήσει την Εικόνα της Παναγίας, αλλά τινάχθηκε πίσω και εξέπνευσε, ενώ η μπότα και το πιστόλι του αποτυπώθηκαν στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου για να ενθυμίζουν πάντοτε το θαύμα. Ακόμα και σήμερα στο μαρμάρινο δάπεδο του Ναού φαίνονται αυτά τα σημεία.
Το 1943 οι Βούλγαροι, στην Κατοχή, εκδίωξαν πάλι τους μοναχούς, έβαλαν φωτιά και κάηκε όλο το μοναστήρι εκτός από το ναό. Η Ιερά Μονή Εικοσιφοίνισσας αφέθηκε έρημη μέχρι την επαναλειτουργία της ως γυναικείου μοναστηριού το 1967. Σήμερα στη μονή ζουν περίπου 25 μοναχές.
Το επιβλητικό τετράγωνο (20 Χ 20 μέτρα) Καθολικό των Εισοδίων της Θεοτόκου διαθέτει όμορφο τέμπλο, ενώ το Ιερό Βήμα σώζεται από τον 11ο αιώνα. Στο ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο του Καθολικού βρίσκεται η αχειροποίητος και θαυματουργή Ιερά Εικόνα.
Εκτός από το ναό, το μοναστήρι επίσης περιλαμβάνει ξενώνες (τρία κτίρια με 200 κρεβάτια), τα κελλιά των μοναζουσών, Τράπεζα, αρχονταρίκι, μουσείο, τα παρεκκλήσια της Αγίας Βαρβάρας (με Αγίασμα) και της Ζωοδόχου Πηγής, εργαστήρια κεντητικής και αγιογραφίας κ.α. Αξιοθαύμαστα είναι και τα δύο μικρά κυπαρίσσια που εδώ και πολλά χρόνια ζουν θαυματουργικά στη στέγη του ναού (στη βάση του μικρού τρούλου).
Η Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας εορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Η Παναγία η Εικοσιφοίνισσα, με την αχειροποίητο θαυματουργό εικόνα της, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Μακεδονίας και είναι το παλαιότερο εν ενεργεία μοναστήρι στην Ελλάδα και την Ευρώπη.Στο κατάφυτο Παγγαίο, σε υψόμετρο 753 μέτρων, βρίσκεται στα όρια των νομών Σερρών – Καβάλας, αλλά εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη Δράμας.
Η ίδρυση της μαρτυρικής μονής της Μακεδονίας χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πάμπολλες παραδόσεις αναφέρουν ότι ο Άγιος Γερμανός, που ασκήτευε στην Ιερά Μονή Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα που είδε από άγγελο εκ της Παρθένου, ήρθε στη θέση Βίγλα του Παγγαίου το 518 μ.Χ. Λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει εκεί κοντά μοναστικό οικισμό ο επίσκοπος Φιλίππων Σώζων (5ο αιώνα) που εγκαταλείφθηκε. Αφού ολοκλήρωσε το πρώτο εκκλησάκι ο Άγιος Γερμανός αναζήτησε στο δάσος ένα ξύλο κατάλληλο για να εικονίσει τη Θεοτόκο, ως ένδειξη ευχαριστίας. Όταν το επεξεργάστηκε και το ετοίμασε ξαφνικά το ξύλο ράγισε και ο άγιος λυπήθηκε και σκέφτηκε να το αφήσει. Τότε ένα «φοινικούν», υπέρλαμπρο δηλαδή, κοκκινωπό φως έλουσε το σχισμένο ξύλο και φάνηκε η Παναγία μας μαζί με το Χριστό και μια φωνή ακούστηκε να του λέει: «Παιδί μου ήλπισε, εγώ είμαι εδώ» και τη στιγμή εκείνη εντυπώθηκε η Παναγία πάνω στο ξύλο. Αυτό το φως έδωσε και το όνομα στην αχειροποίητο εικόνα (εικών – φοίνισσα). Δεύτερος κτίτορας θεωρείται ο Άγιος Διονύσιος ο Α΄ (15ο αιώνα), ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη και έγινε ηγούμενος της μονής δίνοντας της τη μεγαλύτερη λαμπρότητα. Κατά την Τουρκοκρατία, η συμβολή της Ιεράς Μονής στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη. Η δράση των μοναχών στην ευρύτερη περιοχή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι θανάτωσαν το 1507 και τους 172 μοναχούς. Το μνημείο τους βρίσκεται προ της μονής. Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη μονή ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας και άγιος Γρηγόριος Ε΄. Το 1917 οι Βούλγαροι άρπαξαν τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφεραν στη Βουλγαρία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας. Κατά την περίοδο εκείνη των επιθέσεων και αρπαγών των Βουλγάρων, ένας αξιωματικός τους επιχείρησε να συλήσει την Εικόνα της Παναγίας, αλλά τινάχθηκε πίσω και εξέπνευσε, ενώ η μπότα και το πιστόλι του αποτυπώθηκαν στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου για να ενθυμίζουν πάντοτε το θαύμα. Ακόμα και σήμερα στο μαρμάρινο δάπεδο του Ναού φαίνονται αυτά τα σημεία. Το 1943 οι Βούλγαροι, στην Κατοχή, εκδίωξαν πάλι τους μοναχούς, έβαλαν φωτιά και κάηκε όλο το μοναστήρι εκτός από το ναό. Η Ιερά Μονή Εικοσιφοίνισσας αφέθηκε έρημη μέχρι την επαναλειτουργία της ως γυναικείου μοναστηριού το 1967. Σήμερα στη μονή ζουν περίπου 25 μοναχές. Το επιβλητικό τετράγωνο (20 Χ 20 μέτρα) Καθολικό των Εισοδίων της Θεοτόκου διαθέτει όμορφο τέμπλο, ενώ το Ιερό Βήμα σώζεται από τον 11ο αιώνα. Στο ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο του Καθολικού βρίσκεται η αχειροποίητος και θαυματουργή Ιερά Εικόνα. Εκτός από το ναό, το μοναστήρι επίσης περιλαμβάνει ξενώνες (τρία κτίρια με 200 κρεβάτια), τα κελλιά των μοναζουσών, Τράπεζα, αρχονταρίκι, μουσείο, τα παρεκκλήσια της Αγίας Βαρβάρας (με Αγίασμα) και της Ζωοδόχου Πηγής, εργαστήρια κεντητικής και αγιογραφίας κ.α. Αξιοθαύμαστα είναι και τα δύο μικρά κυπαρίσσια που εδώ και πολλά χρόνια ζουν θαυματουργικά στη στέγη του ναού (στη βάση του μικρού τρούλου). Η Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας εορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Η Παναγία η Εικοσιφοίνισσα, με την αχειροποίητο θαυματουργό εικόνα της, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Μακεδονίας και είναι το παλαιότερο εν ενεργεία μοναστήρι στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Στο κατάφυτο Παγγαίο, σε υψόμετρο 753 μέτρων, βρίσκεται στα όρια των νομών Σερρών – Καβάλας, αλλά εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη Δράμας.
Η ίδρυση της μαρτυρικής μονής της Μακεδονίας χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πάμπολλες παραδόσεις αναφέρουν ότι ο Άγιος Γερμανός, που ασκήτευε στην Ιερά Μονή Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα που είδε από άγγελο εκ της Παρθένου, ήρθε στη θέση Βίγλα του Παγγαίου το 518 μ.Χ. Λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει εκεί κοντά μοναστικό οικισμό ο επίσκοπος Φιλίππων Σώζων (5ο αιώνα) που εγκαταλείφθηκε. Αφού ολοκλήρωσε το πρώτο εκκλησάκι ο Άγιος Γερμανός αναζήτησε στο δάσος ένα ξύλο κατάλληλο για να εικονίσει τη Θεοτόκο, ως ένδειξη ευχαριστίας. Όταν το επεξεργάστηκε και το ετοίμασε ξαφνικά το ξύλο ράγισε και ο άγιος λυπήθηκε και σκέφτηκε να το αφήσει. Τότε ένα «φοινικούν», υπέρλαμπρο δηλαδή, κοκκινωπό φως έλουσε το σχισμένο ξύλο και φάνηκε η Παναγία μας μαζί με το Χριστό και μια φωνή ακούστηκε να του λέει: «Παιδί μου ήλπισε, εγώ είμαι εδώ» και τη στιγμή εκείνη εντυπώθηκε η Παναγία πάνω στο ξύλο. Αυτό το φως έδωσε και το όνομα στην αχειροποίητο εικόνα (εικών – φοίνισσα). Δεύτερος κτίτορας θεωρείται ο Άγιος Διονύσιος ο Α΄ (15ο αιώνα), ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη και έγινε ηγούμενος της μονής δίνοντας της τη μεγαλύτερη λαμπρότητα. Κατά την Τουρκοκρατία, η συμβολή της Ιεράς Μονής στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη. Η δράση των μοναχών στην ευρύτερη περιοχή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι θανάτωσαν το 1507 και τους 172 μοναχούς. Το μνημείο τους βρίσκεται προ της μονής.
Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη μονή ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας και άγιος Γρηγόριος Ε΄. Το 1917 οι Βούλγαροι άρπαξαν τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφεραν στη Βουλγαρία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας. Κατά την περίοδο εκείνη των επιθέσεων και αρπαγών των Βουλγάρων, ένας αξιωματικός τους επιχείρησε να συλήσει την Εικόνα της Παναγίας, αλλά τινάχθηκε πίσω και εξέπνευσε, ενώ η μπότα και το πιστόλι του αποτυπώθηκαν στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου για να ενθυμίζουν πάντοτε το θαύμα. Ακόμα και σήμερα στο μαρμάρινο δάπεδο του Ναού φαίνονται αυτά τα σημεία. Το 1943 οι Βούλγαροι, στην Κατοχή, εκδίωξαν πάλι τους μοναχούς, έβαλαν φωτιά και κάηκε όλο το μοναστήρι εκτός από το ναό. Η Ιερά Μονή Εικοσιφοίνισσας αφέθηκε έρημη μέχρι την επαναλειτουργία της ως γυναικείου μοναστηριού το 1967. Σήμερα στη μονή ζουν περίπου 25 μοναχές. Το επιβλητικό τετράγωνο (20 Χ 20 μέτρα) Καθολικό των Εισοδίων της Θεοτόκου διαθέτει όμορφο τέμπλο, ενώ το Ιερό Βήμα σώζεται από τον 11ο αιώνα. Στο ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο του Καθολικού βρίσκεται η αχειροποίητος και θαυματουργή Ιερά Εικόνα. Εκτός από το ναό, το μοναστήρι επίσης περιλαμβάνει ξενώνες (τρία κτίρια με 200 κρεβάτια), τα κελλιά των μοναζουσών, Τράπεζα, αρχονταρίκι, μουσείο, τα παρεκκλήσια της Αγίας Βαρβάρας (με Αγίασμα) και της Ζωοδόχου Πηγής, εργαστήρια κεντητικής και αγιογραφίας κ.α. Αξιοθαύμαστα είναι και τα δύο μικρά κυπαρίσσια που εδώ και πολλά χρόνια ζουν θαυματουργικά στη στέγη του ναού (στη βάση του μικρού τρούλου). Η Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας εορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Ήταν αδιανόητο όταν είμασταν παιδιά να μην ανέβουμε στη Γιάτρισσα. Το προσκύνημα σήμαινε και το τέλος των διακοπών. Κείνα τα χρόνια δεν υπήρχε και δρόμος απο τη δυτική πλευρά της μονής κι έτσι ο ποδαρόδρομος ήταν η μοναδική επιλογή.
Δυο μονοπάτια οδηγούσαν στο μοναστήρι. Ένα από τη Φινάσια στο Καρυοβούνι κι ένα από τη Μηλιά. Της Μηλιάς συνήθως ήταν πιο καθαρό και πιο σύντομο γι αυτό πήγαιναν απο κει οι περισσότεροι προσκυνητές.
Σήμερα μπορεί κάποιος να πάει μέσω Αιγών Γυθείου με άσφαλτο, μέσω Δάσους Βασιλικής, 30 χμ σε χωματόδρομο, διαδρομή άπειρης ομορφιάς μέσα στα έλατα από 800 ως 1600 μέτρα υψόμετρο.
Η θέα στο Μεσσηνιακό κόλπο στην αρχή, στο Λακωνικό μετά, με τα Κύθηρα νωχελικά ξαπλωμένα, σε κάποιο σημείο και στους δυο κόλπους, κόβει την ανάσα. Οι ομίχλες συχνές. Πολλές φορές βροχές. Το βουνό έχει τις δικές του συνήθεις. Υπάρχει και τρίτος δρόμος επίσης χωματόδρομος από Μηλιά τον οποίο τελευταία προτιμούν πολλοί. Ο δρόμος αυτός διανοίχτηκε πάνω στο παλιό μονοπάτι περίπου, κι έτσι πολλά μυθικά σημεία του παιδικού μας ποδαρόδρομου δεν τα συναντούμε πια. Που ναι το απολιθωμένο φίδι; τι γίνανε τα δίδυμα αδέρφια; Πέτρες ήταν όλα αυτά που ο θρύλος τις είχε ντύσει με φρικτές διηγήσεις αμαρτιών και τιμωρίας.
Οι γριές προσκυνήτριες αδιαλείπτως μυούσαν τους νεωτέρους στη σημειολογία του μονοπατιού σα να θέλανε να μας μεταδώσουν το φόβο στο θεό, όχι με τη χριστιανική σημασία του σεβασμού και της τιμής, αλλά με την αρχαία, αυτή του δέους και του τρόμου απέναντι σε ένα ζηλιάρη θεό που πρέπει να κατευνάσουμε.
Στα δίδυμα αδέρφια η αρχέγονη θρησκευτικότητα συναντά την ορθοδοξία.Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις η ορθοδοξία είναι ο χαμένος της υπόθεσης. Είναι τόσο σίγουρη η δεισιδαιμονία και τόσο άμεσα αποτελεσματική στο να πειθαρχεί η κοινωνία, που η ορθοδοξία μπορεί να περιμένει λίγο. Στο κάτω κάτω κι η Παναγία της βουνοκορφής μανούλα είναι και κατανοεί το άγχος των μαμάδων και την υπερβολή των γιαγιάδων που είναι δυο φορές μαμάδες, να προστατεύσουν το παιδόγγονο τους.
Και για λίγη ώρα οι φρικτές ιστορίες είχαν απήχηση. Και τα παιδιά πειθαρχούσαν για δέκα λεπτά. Μετά όμως η ορμή της νεότητας κάλυπτε τους θρύλους και τα παιδιά έτρεχαν στο βουνό αφήνοντας μανάδες και γιαγιάδες στον αργό ρυθμό τους και. Θα συναντιόνταν αρκετά αργότερα στην πηγή,στα 2/3 της διαδρομής, σε μια πηγούλα με κρύσταλλο νερό κάτω απο αιώνιες καρυδιές και έλατα.
Εκεί αναγκαστικά περίμεναν τα παιδιά για να φάνε τα παξιμάδια με λάδι ντομάτα και τυρί που οι γιαγιαδομαμάδες κουβαλούσαν, μαζί με τους πόνους και τους καημούς τους, τις προσευχές και τα τάματα τους. Η μια ξυπόλητη, έτσι είχε τάξει, η άλλη φορτωμένη με μια καρέκλα, μια κουβέρτα, μια εικόνα, ένα νυφικό, ένα αρνί, δώρο για το μοναστήρι για να εξυπηρετήσει τους άλλους προσκυνητές.
Γιατί αν και θεωρητικά νικούσε η δεισιδαιμονία, η πράξη ήταν μια βαθιά αγαπητική ορθοδοξία με νοιάσιμο για τον άλλο, τον όποιο άλλο, τον ξένο. Κι έβλεπες απο ψηλά μια ατελείωτη σειρά φορτωμένων γυναικών σα ναμαστε στην Πίνδο του 40 όπου κουβαλούσαν πολεμοφόδια. Κι αυτές τώρα πολεμοφόδια της πίστης και της αγάπης κουβαλούσαν, να αντέξει ο κόσμος τις δύσκολες ημέρες που θα έρχονταν…..
Επικεφαλής των γυναικών ήταν η Αγγέλω. Νταρντάνα εβδομηντάρα με αντοχές εφήβου. Αυτή ανέβαινε πρώτη, πολύ μακριά από τις άλλες, τις οποίες κορόιδευε και λοιδορούσε για την άργητα τους, κι όταν δεν κοροϊδευε ,τραγουδούσε πολύ ωραία και δυνατά. Μέχρι και τα παιδιά τη θαύμαζαν.
Μετά περίπου μια ώρα οδοιπορία των παιδιών που με τις μυθίες , τα παξιμάδια και την πηγή γινόταν ένα δίωρο, ενώ αντίστοιχα για τις γιαγιαδομαμάδες γινόταν ένα τετράωρο έφταναν στο μοναστήρι.
Και σήμερα που μοιάζει με κάστρο και τότε που σιγά σιγά κτιζόταν ,το μοναστήρι αποζημίωνε τον κόπο των προσκυνητών. Η τοποθεσία, η θέα στο Λακωνικό και τα νωχελικά Κύθηρα, ο μοναστηριακός αέρας, η αισθητική του ναού που θυμίζει καράβι, ή μάλλον κιβωτό , κιβωτό σωτηρίας, οι προσκυνητές με τα σύνεργα της πίστης, λαμπάδες,λιβάνι, τάματα, άρτους, προσφορές και πάνω απ όλα η Θαυματουργή παλαιά εικόνα με τη γέννηση της Θεοτόκου, όλα αυτά έδιναν άπειρη χαρά στον προσκυνητή, ξεκούραζαν τα πόδια κι ανάπαυαν τη ψυχή.Και φυσικά τα βιολιά έξω από το μοναστήρι στην αυτοσχέδια ψησταριά, έδιναν τον αναγκαίο τόνο χαράς, γιατί γεννήθηκε η χαρά μας , η Παναγία μας που ζήτησε απο τον υιό της να κάνει το νερό κρασί για να συνεχιστεί το γλέντι.
Ήταν , είναι και θα είναι η Γιάτρισσα μας, ένα σπουδαίο προσκύνημα όπου πάντα θα συρρέουν πλήθη προσκυνητών μη φοβούμενων την κακουχία και τον κόπο για να συναντήσουν την Παναγία τώρα, ή την Αφροδίτη στα προχριστιανικά χρόνια της άγνοιας, ή την ίδια τους την ψυχή, πάντα. Στο μοναστήρι της Γιάτρισσας όπως και σε όλα τα extreme μοναστήρια, η ψυχή θέλει να βγάλει φτερά να πετάξει, να αποτινάξει κάθε βάρος αμαρτίας να γιατρευτεί ο άνθρωπος σε όλη την ψυχοσωματική του ενότητα.
Η ικεσία σμίγει με την ευχαριστία, η πίστη με την περιέργεια, η αγάπη με τη συνήθεια, το θαύμα με την αμφισβήτηση, το κεράκι με τα βιολιά, η προσευχή με την αργολογία.
Ο εκάστοτε μητροπολίτης Μάνης κληρονομεί από τον προκάτοχό του, την αγάπη για το μοναστήρι. Κι ο νυν μητροπολίτης Χρυσόστομος έχει κάνει παρα πολλά έργα στη μονή κι ο προκάτοχός του Σωτήριος επίσης. Κάποια στιγμή ο Σωτήριος αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο ναό για τη μονή. Είχε τα χρήματα από δωρεές κι άρχισε να ρίχνει τα μπετά σε μικρή απόσταση απο τον παλιό ναό. Όμως ήταν σαθρό το έδαφος κι ο ναός έμεινε στα θεμέλια. ” Είδατε”, έλεγε, ο μακαριστός μητροπολίτης,” δεν ήθελε η Παναγία τη ματαιοδοξία μας.” Ο Σωτήριος χώριζε την ακολουθία σε τρία “ημίχρονα” 1ο ημίχρονο ο εσπερινός, 2ο ημίχρονο η αγρυπνία κατά τη μοναστική τάξη 3ο ημίχρονο η πρωινή θεία λειτουργία .
Ο δεσπότης συνήθιζε να τελεί αγιασμό κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας και να γυρίζει στα κελιά να αγιάζει με ένα τεράστιο μάτσο βασιλικό τους μαχμουρλήδες ή ήδη κοιμισμένους προσκυνητές. Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους αφού περπάτησαν ως τη μονή, άναψαν ένα τυπικό κεράκι, βγήκαν έξω που λαλούσαν τα βιολιά, είχαν πιει τις μπύρες τους, είχαν κάνει τις στροφές τους, είχαν κάνει χαβαλέ στα κελιά που ως καπάτσοι είχαν εξασφαλίσει, και τώρα κατάκοποι κοιμούνταν.
Αυτή η συμπεριφορά ενοχλούσε το μητροπολίτη, γι αυτό αποφάσισε να συμπληρώσει τον αγιασμό που στερήθηκαν αυτοβούλως οι προσκυνητές με μεγάλη ποσότητα πραγματικού αγιασμού, με τον οποίο κυριολεκτικά έλουζε τους ενοίκους των κελιών. Έμπαινε στα κελιά και με το τεράστιο σα γλάστρα μάτσο βασιλικού κατάβρεχε ξύπνιους και κοιμισμένους. Έκπληξη, πανικός, βρισίδι για το ξύπνημα, αμηχανία μετά το βρισίδι βλέποντας πως ο υβριζόμενος είναι ο ίδιος ο δεσπότης, και όταν έφευγε ο μητροπολίτης τρανταχτά γέλια από όλους.
Ο μητροπολίτης Γυθείου και Οιτύλου (τότε έτσι λεγόταν η μητρόπολη Μάνης) Σωτήριος ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος. Του άρεσε να γυρίζει στα χωριά όπου έμενε στα σπίτια των ιερέων, πήγαινε στο καφενείο, έλεγε αστεία και ωραίες ποιμαντικές συμβουλές. Η Γιάτρισσα ήταν το αγαπημένο μέρος του Σωτηρίου. Έμενε όσο περισσότερο μπορούσε πριν και μετά την πανήγυρη , κι έκανε συχνά παρέα με τους τσοπαναραίους της περιοχής . Το διπλανό βουνό, το Καρτήλιο είχε κι έχει ακόμα πολλές στάνες.
Μια φορά ο Σωτήριος αποφάσισε να απαγορεύσει τα βιολιά, επειδή θεωρούσε πως δε ταίριαζαν με τη μονή. Ένας τσοπάνος που έκανε παρέα με το Δεσπότη, ο Στράτης , πολύ ευγενικά τον παρακάλεσε να αλλάξει την απόφαση του.”Δέσποτα” του είπε, “μας στενοχώρησες. Όλοι εμείς οι τσοπάνηδες μια χαρά είχαμε όλο το χρόνο, τα βιολιά της Γιάτρισσας κι εσύ μας τη στέρησες. Σε παρακαλώ, άσε τα όργανα , ας παίζουν λγότερο αν ενοχλάνε τη λειτουργία, αλλά να χαρούμε κι εμείς λίγο “Μη στενοχωριέσαι, Στράτη, “απάντησε ο Δεσπότης. ” ποιμένας εγώ, ποιμένας κι εσύ, θα τα βρούμε!” Κι ο Στράτης ετοιμόλογος απάντησε: ” αφού είμαστε ποιμένες κι οι δύο, δεν αλλάζουμε γκλίτσες;” Το αστείο άρεσε στο Σωτήριο, και συγκατανέβη στο αίτημα κι επέτρεψε με κάποια όρια τα όργανα.
Οι εκκλησιαστικές ακολουθίες είχαν αίγλη και ομορφιά. Οι Γυθειάτες ψάλτες αναλάμβαναν εσπερινό και λειτουργία κι οι δυτικοί Μανιάτες την αγρυπνία.
Τα παλιότερα χρόνια γίνονταν δεκάδες βαπτίσεις ταμένων παιδιών στην Παναγία, παιδιά που ως ενήλικες έρχονται ανελλιπώς στη χάρη της διατηρώντας την ιερά μνήμη των επιλογών των γονέων τους.
Φιλοξενούνενοι κατά καιρούς μητροπολίτες εντυπωσιάζονταν απο τη μονή και την εκθείαζαν. Κάποτε χοροστάτησε ένας καταγόμενος απο το Γύθειο πανύψηλος μητροπολίτης, αγαθός αλλά συκοφαντημένος…
Ήταν τόσο ψηλός που όταν βγήκε να θυμιάσει, η επισκοπική του μίτρα μπλέχτηκε με τον πολυέλεο της ωραίας πύλης κι έμεινε εκεί κρεμασμένη όταν ο μητροπολίτης μπήκε στο ιερό! Και το χειρότερο; δε ξέμπλεχε με τίποτε! Με μεγάλη προσπάθεια την ελευθέρωσε ένας ιερέας. Ο κόσμος μετά μεγάλης δυσκολίας συγκρατούσε τα γέλια του. Αγνά χρόνια, αγνοί άνθρωποι.
Η παγκόσμια χαρά, η Παναγία μας η Γιάτρισσα σήμερα γεννάται.
Λάμπει ο κόσμος, λάμπει η Μάνη, πανηγυρίζει ο Ταΰγετος.
Μνήμες και παρούσες ανάγκες και θλίψεις αναμιγνύονται. Νόστος ισχυρός . Νάμαστε καλά Παναγία μου του χρόνου ναμαστε στην κορφή σου. Κι εσύ λύτρωσε μας από πάσης ανάγκης και θλίψεως, γλυκειά μας Παναγία Γιάτρισσα.
Τι λέει η παράδοση για τις 99 φανερές πύλες και τη μια που παραμένει αόρατη
Στην Παροικία, πρωτεύουσα της Πάρου, σε μικρή απόσταση από το λιμάνι, βρίσκεται ο επιβλητικός ναός της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής. Πρόκειται για έναν από τους σπουδαιότερους και καλύτερα διατηρημένους χριστιανικούς ναούς, του Ελλαδικού χώρου.
Σύμφωνα με την παράδοση της Πάρου, ο ναός χτίστηκε στα μέσα του 4ου αι. από την Αγία Ελένη ή από το Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος εκπλήρωσε το τάμα της μητέρας του. Στην ίδια τοποθεσία υπήρχε ένας ναός, πριν από τον 4ο αιώνα.
Σ’ αυτό τον ναό είχε προσκυνήσει η Αγία Ελένη, όταν πέρασε από την Πάρο, πηγαίνοντας στους Αγίους Τόπους για να βρεί τον Τίμιο Σταυρό.
Ο θρύλος λέει, ότι η Αγία Ελένη έκανε τάμα στην εικόνα της Παναγίας, πως αν κατάφερνε να βρει τον Τίμιο Σταυρό, θα έχτιζε στη Χάρη της, έναν μεγαλύτερο και λαμπρότερο ναό στην Πάρο. Η Αγία Ελένη πραγματοποίησε το τάμα της, ο ναός όμως, στο μεγαλύτερο μέρος του καταστράφηκε, πιθανότατα από πυρκαγιά και ανακατασκευάστηκε επί Ιουστινιανού, στα μέσα του 6ου αι.
Η ονομασία του Ναού της Εκατονταπυλιανής ή Καταπολιανής, προέρχεται από τον όρο “καταπόλα” και σημαίνει “κατά την πόλη”, καθώς πιθανότατα “δείχνει” το σημείο όπου βρισκόταν η αρχαία πόλη της Πάρου.
Η σημερινή, επίσημη ονομασία του Ναού είναι Εκατονταπυλιανή, που συνδέεται και αυτή με έναν θρύλο:
“Ενενήντα εννέα φανερές πόρτες έχει η Καταπολιανή. Η 100η είναι κλειστή και δεν φαίνεται. Θα φανεί και θα ανοίξει, όταν οι Έλληνες πάρουν την Πόλη”…
Υπάρχει και ένας άλλος θρύλος, που εμπεριέχει τραγικότητα και συνδέεται με τη μεγάλη Μνημειακή Πύλη, που τοποθέτησε στη βόρεια πτέρυγα του Ιερού Προσκυνήματος, λίγα μέτρα πιο πέρα από το παρεκκλήσι της Αγίας Θεοδοσίας, ο καθηγητής Ορλάνδος, κατά τη διάρκεια της αναπαλαίωσης της Εκατονταπυλιανής.
Οι δύο ανθρώπινες μορφές που βρίσκονται στις κυβοειδής βάσεις που στηρίζουν ένα μαρμάρινο διάκοσμο, εξάπτουν τη λαϊκή φαντασία. Σύμφωνα λοιπόν, με το λαϊκό θρύλο, την Εκατονταπυλιανή επί Ιουστινιανού, έχτισε ο πρώην βοηθός του πρωτομάστορα της Αγιάς Σοφιάς, Ιγνάτιος.
Όταν ο μαθητής ολοκλήρωσε το ναό κάλεσε το δάσκαλο του για να θαυμάσει το έργο του. Ο πρωτομάστορας, ένοιωσε ζήλια και από φόβο μήπως τον ξεπεράσει ο μαθητής του, τον παρέσυρε στην οροφή δήθεν να του δείξει ένα σοβαρό αρχιτεκτονικό του λάθος.
Από εκεί τον έσπρωξε, αλλά πέφτοντας ο μαθητής, στην προσπάθειά του να σωθεί, πιάστηκε από τα ρούχα του Πρωτομάστορα. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθούν και οι δύο στο κενό, να πέσουν και να σκοτωθούν μπροστά στο ναό. Λέγεται λοιπόν, πως οι δύο μορφές αναπαριστούν τον πρωτομάστορα και το μαθητή του.
Στην πραγματικότητα οι δυο μορφές δεν έχουν την παραμικρή σχέση ούτε με την Αγιά Σοφιά ούτε με την Εκατονταπυλιανή, καθώς είναι πολύ παλιότερες. Πρόκειται για δύο σατύρους, που αποσπάστηκαν από κάποιο αρχαίο ιερό του Διονύσου, όπως και τόσα άλλα αρχαιολογικής αξίας αρχαία μέλη.
Ο περίλαμπρος ναός με τις 99 ανοιχτές και τη μία κλειστή πύλη είναι ένα ολόκληρο κτιριακό συγκρότημα, με τον κυρίως ναό και με έξι παρεκκλήσια αφιερωμένα σε αγίους όπως ο Άγιος Φίλιππος, οι Άγιοι Ανάργυροι.
Στον εξωτερικό χώρο οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να θαυμάσουν, εκτός από την τεράστια σιδερένια πύλη της εισόδου, και τους υπόλοιπους ναούς όπως την περίφημη βασιλική του Αγίου Νικολάου, το ναό της Αγίας Θεοδοσίας αλλά κυρίως το καλοδιατηρημένο βαπτιστήριο του 4ου αι., το αρχαιότερο σε όλη την ορθόδοξη Ανατολή.
Το εσωτερικό της εκκλησίας δεν στερείται τίποτα από την αίγλη του εξωτερικού, αντίθετα αποπνέει το μεγαλείο μιας μακραίωνης παράδοσης, δημιουργώντας αισθήματα χαράς και πνευματικής ανάτασης, ενισχύοντας την πίστη των προσκυνητών.
Κατά την αναπαλαίωση του ναού μεταξύ 1959-1966 ο αρχαιολόγος Αναστάσιος Ορλάνδος αποκάλυψε ένα Γυμνάσιο –γυμναστήριο- της ρωμαϊκής εποχής, με ένα θαυμάσιο δάπεδο με μωσαϊκό, το οποίο κοσμούν οι Άθλοι του Ηρακλή και το οποίο σήμερα έχει μεταφερθεί στην αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου της Πάρου, όπου φιλοξενούνται πάρα πολλά ακόμα κομμάτια, της κλασικής αλλά και της αρχαϊκής εποχής, όταν η Πάρος ευημερούσε, και τα οποία επί αιώνες φυλάσσονταν στα υπόγεια της Εκατονταπυλιανής.
Παρακολουθήστε την ιστορία του ναού στα βίντεο που ακολουθούν:
Παναγία Εκατονταπυλιανή: Ο Καθεδρικός Ναός της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής αποτελεί το κόσμημα της Πάρου και γενικότερα των Κυκλάδων.
Η Παναγία η Εκατονταπυλιανή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και αρχαιότερα μνημεία σε πανορθόδοξη κλίμακα, ενώ παραμένει το σπουδαιότερο παλαιοχριστιανικό μνημείο ως προς το μέγεθος του μετά τον Άγιο Δημήτριο και την Αχειροποίητο Θεσσαλονίκης.
Για την ονομασία του Ναού έχουν γραφεί αρκετά και έχουν διατυπωθεί πλήθη απόψεων από μελετητές του μνημείου, ιστορικούς και αρχαιολόγους. Ο Ναός αποκαλείται από άλλους Καταπολιανή και από άλλους Εκατονταπυλιανή. Η επωνυμία Καταπολιανή σχετίζεται προφανώς με την τοποθεσία της εκκλησίας, όπου είναι κτισμένη.
Ο Ναός ανηγέρθη κατά την πόλη, προς το μέρος της αρχαίας πόλεως, πράγμα που πιστοποίησαν τα ανακαλυφθέντα ψηφιδωτά δάπεδα, κάτω από το σημερινό δάπεδο του κυρίως ναού, με τις παραστάσεις των άθλων του Ηρακλή.
Τα ψηφιδωτά αυτά εκτίθενται στο αίθριο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Πάρου και ανήκαν σε μεγάλο κοσμικό κτήριο του 300 μ.Χ., το οποίο λειτουργούσε ως γυμνάσιο, όπου γυμνάζονταν οι έφηβοι της Πάρου.
Ο πάνσεπτος Ναός της Παναγίας θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια αυτού του αρχαίου γυμνασίου. Κατά συνέπεια η ανακάλυψη του γυμνασίου «της λαμπροτάτης πόλεως των Παρίων», όπως αποκαλείται η πόλη σε σχετική επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων, δικαιολογεί απόλυτα την ονομασία Καταπολιανή.
Εξάλλου η επωνυμία αυτή απαντάται και σε άλλους Ναούς της Παναγίας στις Κυκλάδες, όπως στη Νάξο και στην Τήνο.
Η άλλη επωνυμία Εκατονταπυλιανή έχει σχηματιστεί από γλωσσολογικής πλευράς από την αρχαία λέξη εκατοντάπυλος. Δεν αποτελεί κατασκεύασμα των εντοπίων λογίων του 17ου ή του 18ου αιώνος, αλλά υπήρχε και πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Μνημονεύεται δε για πρώτη φορά σε έγγραφο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Θεολήπτου Β΄ το έτος 1586.
Η ιστορία και οι παραδόσεις του Ναού αναφέρουν ότι ιδρύθηκε από το μαθητή του πρωτομάστορα της Αγίας Σοφίας, ονόματι Ιγνάτιος, και λόγω των μεγάλων διαστάσεων του Ναού ονομάστηκε Εκατονταπυλιανή.
Εξάλλου γνωστή ήταν η παράδοση για τις ενενήντα εννέα πόρτες, που λεγόταν όχι μόνο για την Αγία Σοφία αλλά και για την Εκατονταπυλιανή της Πάρου «Ενενήντα εννέα φανερές πόρτες έχει η Καταπολιανή. Η εκατοστή είναι κλειστή και δεν φαίνεται. Θα φανεί η πόρτα αυτή και θα ανοίξει, όταν οι Έλληνες πάρουν την Πόλη».
Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επωνυμία Καταπολιανή υπενθυμίζει ότι ο Ναός είχε ιδρυθεί προς το μέρος της προχριστιανικής πόλεως της Πάρου, η δε επωνυμία Εκατονταπυλιανή συνδέεται στενά με την ιστορία του μνημείου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήτοι την Αγία Σοφία.
Για το χρόνο ανέγερσης του Ναού δεν υπάρχει ιστορική μαρτυρία, ούτε σώζεται κτητορική επιγραφή, που να αναφέρει το έτος ανοικοδόμησης του Ναού. Ιδρύθηκε αρχικά επί της εποχής του πρώτου Χριστιανού Αυτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337), ενώ το μνημειακό αυτό συγκρότημα έλαβε τη σημερινή του μορφή στα χρόνια του Ιουστινιανού (527-565).
Η σεπτή Εκκλησία της Πάρου ανηγέρθη όταν άρχισε να εδραιώνεται η Ορθόδοξος Εκκλησία. Τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της συμπίπτουν με την έναρξη του ιερού θεσμού της συγκλήσεως των Οικουμενικών Συνόδων, αφού στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, που συγκλήθηκε επί Μ. Κωνσταντίνου στη Νίκαια της Βιθυνίας της Μ. Ασίας το 325, παρέστη και ο Επίσκοπος της Πάρου Ακαδήμιος.
Τα μονογράμματα ΥΑΣΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ή κατ’ άλλους ΒΛΑΣΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ, που έχουν χαραχτεί στα ακραία τύμπανα των τόξων του μεσαίου κλίτους, καταδεικνύουν ότι ο Επίσκοπος Βλάσιος θα ήταν ο κτήτορας ή πιθανόν και ο πρωτεργάτης της ανεγέρσεως του Ναού, εκείνος δηλαδή που θα χορήγησε γενναία την ανοικοδόμηση της Εκατονταπυλιανής.
Οι παραδόσεις μαρτυρούν ότι η Αγία Ελένη, η μητέρα του Μεγ. Κωνσταντίνου, πηγαίνοντας προς τους Αγίους Τόπους το 326 για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, προσόρμισε στην Πάρο λόγω θαλασσοταραχής. Προσευχήθηκε στον σημερινό Ναό του Αγίου Νικολάου, που ήταν τότε Ναός προς τιμήν της Παναγίας και έταξε μετά την ευόδωση του σκοπού της να κτίσει μεγαλοπρεπή Εκκλησία.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος εκπληρώνει το τάμα της μητέρας του, που η ίδια δεν πρόλαβε λόγω του θανάτου της. Στη συνέχεια ο Ιουστινιανός ανακατασκευάζει κατά μεγάλο μέρος το συγκρότημα των τριών ξυλοστέγων ναών της Κωνσταντινείου εποχής μετά από σημαντικές ζημιές που είχαν υποστεί και μετατρέπει αυτούς σε τρουλαίες βασιλικές.
Έκτοτε ο Ναός θα διατηρήσει την ιουστινιάνειο μορφή, έστω και παραμορφωμένη με ποικίλες προσθήκες και επισκευές και θα συνδεθεί με την πάροδο του χρόνου και με άλλες μορφές των βυζαντινών, μεταβυζαντινών και νεωτέρων χρόνων, όπως π.χ. την Αγία Θεοκτίστη, η οποία μόνασε στο χώρο του Ναού για 35 χρόνια, και τη γνωστή παριανή οικογένεια του Νικόλαου Μαυρογένη, ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας.
Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ανεγείρεται η μεγάλη σταυρική τρίκλιτη βασιλική, συγχρόνως δε και το σπουδαίο πρόσκτισμά της, το μέγα βαπτιστήριο, των οποίων η στέγη ήταν ξύλινη, όπως επίσης και η στέγη της αρχαιότερης εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Η πρώτη αυτή μεγάλη τρίκλιτη βασιλική πιθανόν να καταστράφηκε από πυρκαγιά, όπως συνέβη σε πολλές εκκλησίες της εποχής εκείνης που είχαν ξύλινες στέγες και επανακτίσθηκε επί τη βάσει του παλιού σχεδίου με τη διαφορά ότι η κάλυψη της στέγης έγινε με θόλους και τρούλο. Οι θόλοι και ο τρούλος είναι κατασκευασμένοι από πέτρες, που ονομάζονται πωρόλιθοι.
Στην πρώτη βασιλική της Κωνσταντινείου εποχής ανήκουν χωρίς αμφιβολία ο νάρθηκας του σημερινού Ναού, που διασώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του μέχρι σήμερα, τα λείψανα του αιθρίου, που φαίνονται μπροστά στην είσοδο του Ναού, το μεγαλύτερο μέρος του βαπτιστηρίου με τη σταυρική κολυμβήθρα όπως και άλλα σημαντικά ευρήματα: όπως α) τεμάχια της Αγ. Τραπέζης, β) διάτρητα μαρμάρινα θωράκια του τέμπλου, γ) γλυπτά τραπεζιόσχημα τμήματα άμβωνος με παραστάσεις παγωνιού, σταυρού, αμφορέα με βλαστούς αμπέλου, κ.ά.
Τον 6ο αιώνα το βαπτιστήριο μεταβλήθηκε σε Ναό που στεγάστηκε, όπως και η εκκλησία του Αγίου Νικολόαυ, με θόλους και τρούλο, ενώ καταργήθηκε το αίθριο, του οποίου τα ελίψανα μονο βρέθηκαν.
Ο νάρθηκας του Βαπτιστηρίου επικοινωνεί με το δεξί κλίτος του μεγάλου Ναού και με την αυλή του περιβόλου του Ναού. Μια Τρίτη θύρα οδηγεί επίσης στο δεξί κλίτος του κυρίως Ναού. Από τα πλάγια κλίτη το βόρειο ονομάζεται παρεκκλήσιο του Αγίου Πνεύματος, το δε νότιο του Αγ. Μύρου. Και οι δύο ονομασίες σχετίζονται με το σκοπό και την τελετή του βαπτίσματος.
Το δε παρεκκλήσιο του Αγίου Πνεύματος αποκαλείται και παρεκκλήσιο των Αγ. Τεσσαράκοντα, γιατί το μύρο που ευλογείται από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης σε ειδική τελετή κατά τη Μ. Πέμπτη και διανέμεται εν συνεχεία μέσω των Επισκόπων στους ιερείς της Εκκλησίας μας, δημιουργείται από 40 περίπου ευώδεις ουσίες. Βορειοανατολικά του Ναού βρίσκεται προσκολλημένο το μέγα παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου.
Ο μεγάλος Ναός και η Εκκλησία του Αγίου Νικολάου έχουν σύνθρονο. Το σύνθρονο έχει τη μορφή μικρού αρχαίου θεάτρου και στη μέση της πάνω σειράς των εδωλίων εξαίρεται ο θρόνος του Επισκόπου. Η Αγία Τράπεζα του Ναού περιβάλλει και σκεπάζει ένα ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό κατασκεύασμα, που ονομάζεται κιβώριο, που μοιάζει με Κουβούκλιο.
Όσον αφορά το γλυπτό διάκοσμο, τα γλυπτά που συναντά κανείς σήμερα μέσα στο μεγάλο Ναό, τα προσκτίσματα και την αυλή του διακρίνονται σε χριστιανικά και αρχαία. Τα χριστιανικά φέρουν χριστιανικές παραστάσεις και διακοσμήσεις ή επιγραφές.
Όλα τα επιστύλια πάνω από τις πεσσοστοιχίες του Ναού και του Βαπτιστηρίου είναι αρχαία γλυπτά. Ως προς τις τοιχογραφίες σώζονται ελάχιστα λείψανα. Μεταξύ αυτών η Θεοτόκος στον τύπο της Βλαχερνιτίσσης με το Χριστό σε μετάλλιο μπροστά στο στήθος της, που χρονολογείται το 17ο -18ο αιώνα.
Μεγαλύτερης έκτασης ζωγραφικός διάκοσμος απλώνεται στα τοιχώματα, που υψώνονται δεξιά και αριστερά της κόγχης του ιερού.
Οι τοιχογραφίες αυτές απεικόνιζαν και τους 24 οίκους του Ακαθίστου Ύμνου, από τους οποίους οι δώδεκα πρώτοι, που αποκαλούνται και ιστορικοί, βρίσκονται στη νότια πλευρά και οι άλλοι δώδεκα, που ονομάζονται θεολογικοί- δογματικοί, στη βόρεια πλευρά.
Αυτός ο πλούσιος ζωγραφικός διάκοσμος ανάγεται στις αρχές του 17ου αιώνα, περίοδο αναζωογόνησης της Μητρόπολης Παροναξίας, χάρη στα ειδικά προνόμια που είχαν παραχωρηθεί από το Σουλτάνο Μουράτ Γ΄.
Κάτω από τις παραστάσεις του Ακαθίστου Ύμνου είχαν ζωγραφισθεί σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, από τις οποίες σχεδόν όλες έχουν καταστραφεί, εκτός από αυτή που αναπαριστά την κλίμακα του Ιακώβ και αυτή που αποδίδει το εικονογραφικό θέμα: «Η Σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον…».
Αρκετές φορητές εικόνες έχουν διασωθεί, μεταξύ αυτών η θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας Εκατονταπυλιανής. Η Θεομήτωρ απεικονίζεται εν προτομή βρεφοκρατούσα στον τύπο της Οδηγήτριας.
Σχεδόν όλη η εικόνα καλύπτεται με εξαιρετικής τέχνης επαργύρωση, που κοσμείται με μερικές πολύτιμες πέτρες και μαργαριτάρια, ενώ στο κάτω μέρος των ενδυμάτων της Παναγίας παρεμβάλλεται μικρή εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής. Η εικόνα είναι έργο του 17ου αιώνα.
Ο Ιερός Ναός τιμά την Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι ο αρχαιότερος σωζόμενος ορθόδοξος Ναός της Θεομήτορος. Στην Πάρο συρρέουν χιλιάδες προσκυνητές καθημερινά για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής και να ασπαστούν τις θείες εικόνες.
Πηγή υλικού
Θεολόγου Χρ. Αλιπράντη, Η Εκατονταπυλιανή της Πάρου, Ζ΄ Έκδοση, Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου, Πάρος 2007
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
Αν και η μονή βρίσκεται τόσο κοντά στην «τρέλα» της πόλης, όποιος την επισκεφθεί μπορεί να ηρεμήσει και να γαληνεύσει.
Να αντιληφθεί την ιερότητα του χώρου και με ευλάβεια να προσευχηθεί στη Μεγαλόχαρη και να ζητήσει τη λύτρωση για ότι τον απασχολεί. Και η Παναγιά η Γοργοεπήκοος –όπως λέει και το όνομά της- γρήγορα θα ακούσει και θα προστρέξει.
Το Άγιο Εικόνισμά της θαυματουργής Παναγίας Γοργοεπηκόου, αγιογραφήθηκε στο Άγιο Όρος πριν το 1900. Η Παναγία κρατάει «το θείο βρέφος στην αγκαλιά της σαν σε θρόνο χερουβικό, με ιλαρό το προσωπό της, με γλυκυτάτους οφθαλμούς και ένα αμυδρό μειδίαμα στα χείλη». Την εικόνα αγόρασε από το Άγιο Όρος μία οικογένεια από τη Σμύρνη και σαν πολύτιμη κληρονομιά πέρασε από γενιά σε γενιά και τελικά έφτασε στα χέρια της Ιφιγένεια Αναπλιώτου λίγο πριν καταστροφή της Σμύρνης.
Το πρώτο Θαύμα
Ήταν το 1907 όταν η θαυματουργή εικόνα έκανε το πρώτο της θαύμα. Η Ιφιγένεια ήταν βρέφος στην κούνια στον πάνω όροφο του σπιτιού και οι γονείς της γευμάτιζαν στον κάτω. Ξαφνικά οι γονείς άκουσαν έναν δυνατό θόρυβο και έτρεξαν πάνω για να δουν τι συμβαίνει.
Έκπληκτοι είδαν πως η εικόνα είχε κατέβει από το εικονοστάσι που ήταν στο δωμάτιο και είχε σταθεί όρθια στα κάγκελα της κούνιας, την ώρα που το βρέφος κοιμόταν ήσυχο. Αμέσως, φώναξαν έναν ιερέα και έκανα κατανυκτική παράκληση στην Παναγία. Αυτό το γεγονός έγινε στις 8 Σεπτεμβρίου, γι’ αυτό και κάθε χρόνο από τότε, την ίδια ημέρα έκαναν στο σπίτι τους αγρυπνία.
Το ταξίδι στην Ελλάδα
Με το διωγμό του 1922 αναγκάστηκε να φύγει από τη Σμύρνη και η οικογένεια της Ιφιγένειας. Το πρώτο που φρόντισαν να πάρουν μαζί τους ήταν βέβαια η θαυματουργή εικόνα, την οποία τύλιξαν ευλαβικά σε ένα άσπρο μαντήλι και την έφεραν μαζί τους ως ιερό κειμήλιο έως την Μυτιλήνη και από εκεί μετά από χρόνια στην Αθήνα. Τα θαύματα συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια.
Ήταν 8 Σεπτεμβρίου κάποια χρόνια μετά την άφιξη στην Ελλάδα, όταν έπιασε φωτιά το δωμάτιο που φύλαγε η Ιφιγένεια την εικόνα. Όλα κάηκαν εκτός από την Παναγία που έμεινε άθικτη ανάμεσα στις φλόγες!
Το Ιστορικό της μονής
Τέσσερις μοναχές, κατά τη θεια βούληση όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, ξεκίνησαν να χτίσουν ένα μοναστήρι – ησυχαστήριο που επιθυμούσαν να το αφιερώσουν στην Παναγία την Γοργοεπήκοο.
Τον Ιανουάριο του 1965 συγκεντρώθηκαν και έμειναν προσωρινά στο σπίτι της μίας στα Μελίσσια, προκειμένου να βρουν έναν κατάλληλο τόπο για να χτίσουν το μοναστήρι τους. Ύστερα από αρκετή αναζήτηση βρήκαν ένα οικόπεδο που τους άρεσε στο Καπανδρίτι. Αν και έδωσαν προκαταβολή, η Παναγία ήθελε αλλού τη μονή της.
Μια από τις επόμενες ημέρες επισκέφθηκε τις τέσσερις κοπέλες η Ιφιγένεια Αναπλιώτου. Αφού συζήτησαν για την υπόθεση που τις επισκέφθηκε, τους είπε πως έπρεπε να πάει στην εκκλησία για να πάρει μια εικόνα της που την είχε πάει για τους Χαιρετισμούς, γιατί όπως είπε, είχε μαθευτεί πως είναι θαυματουργή και της την ζητούσαν από την εκκλησία.
Οι 4 κοπέλες ρώτησαν στη Χάρη ποίας Παναγίας είναι η εικόνα. Και όταν εκείνη απάντησε στη χάρη της Γοργοεπηκόου τα κορίτσια συγκινήθηκαν και ζήτησαν αν μπορούν να την έχουν, αφού στη χάρη της θέλανε να κάνουν το μοναστήρι.
Ευγενικά όμως η Ιφιγένεια το αρνήθηκε και έφυγε. Αυτά έγιναν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς -1965- όμως, τα κορίτσια την παρακάλεσαν να τους δώσει για λίγο την εικόνα να την βγάλουν φωτογραφία γιατί θα θελαν να κάνουν την πρώτη τους υπαίθρια Λειτουργία στο Καπανδρίτι.
Και η Ιφιγένεια τους αποκρίθηκε να την κρατήσουν γιατί όπως είπε: «Πάντα ήθελα να Της χτίσω μια εκκλησία, αλλά δεν νομίζω πια να τα καταφέρω».
Η Λειτουργία αυτή όμως, δεν έγινε ποτέ από διάφορα εμπόδια. Μια γυναίκα μάλιστα, τους είπε πως δε θα χτιζόταν εκεί το μοναστήρι, γιατί το είδε στον ύπνο της και θα γινόταν πάνω σε οροσειρά. Μετά λοιπόν, από πολλά εμπόδια, σκέφτηκαν πως ίσως θα έπρεπε να το έχτιζαν τελικά στην Μάνδρα, γι’αυτό και μαζί με τους δύο δικηγόρους, το διοικητή της αστυνομίας Κηφισιάς και τη γυναίκα αυτή, πήγαν στη Μάνδρα και εκείνη όταν αντίκρισε από μακριά το βουνό αναφώνησε ότι εκεί της υπέδειξε η Παναγιά να γίνει το μοναστήρι.
Ανέβηκαν με πολύ κόπο στην κορυφή. Η θέα και η ηρεμία τους άρεσε πολύ, όμως ο τόπος γύρω ήταν απότομος, κρημνώδης, δύσβατος, άνυδρος, όλο πέτρα, βράχια και θάμνους. Μη γνωρίζοντας τι να αποφασίσουν, ζήτησαν από την Παναγία να τους υποδείξει σε ποια από τις δύο περιοχές να χτίσουν τελικά το μοναστήρι και με θεϊκό σημάδι στην ηγουμένη των τεσσάρων κοριτσιών επέλεξαν τελικά τη Μάνδρα.
Αμέσως ήλθαν σε επαφή με τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου και ο αείμνηστος Νικόλαος Σταμίδης προσέφερε δωρεά 25 στρεμμάτων. Στις 25 Μαρτίου ανέβηκαν όλοι μαζί και έστησαν ένα Πρόχειρο Προσκυνητάρι της Παναγίας. Αρχικά κάθε ημέρα πήγαιναν από τα Μελίσσια στη Μάνδρα και σκαρφάλωναν έως την κορυφή, όπου μόνες τους πάλευαν να ανοίξουν δρομάκι για να χτιστεί στη συνέχεια το μοναστήρι. Τις Κυριακές βέβαια πήγαιναν και 20-30 άτομα από την περιοχή και βοηθούσαν.
Να μου δώσεις και την άλλη μισή κάπα
Ο Γιώργος Λιάσκος, κάτοικος της περιοχής, είχε δει στα 16 του χρόνια μια καλόγρια (την οποία έβλεπαν συχνά στην κορυφή και άλλοι τσέλιγκες και εργάτες που χτυπούσαν πεύκα για ρετσίνι) η οποία του είπε πως θέλει όταν έρθει η ώρα να της δώσει και την άλλη μισή κάπα. Ο Γιώργος Λιάσκος, λοιπόν, όταν είδε τις τέσσερις κοπέλες θυμήθηκε τα λόγια της καλόγριας και κατάλαβε τι εννοούσε. Έτσι, πήγε στις καλόγριες και τους είπε: «Τώρα έχετε το μισό οικόπεδα από το Βορρά. Εγώ θα σας δώσω το άλλο μισό από το Νότο.»
Έφτιαξαν αρχικά ένα μικρό εκκλησάκι και εγκαταστάθηκαν εκεί στις 18 Δεκεμβρίου 1966. Στην αρχή δεν ανέβαιναν προσκυνητές, αλλά σιγά σιγά πήγαιναν συχνότερα άνθρωποι που λέγανε ότι είδαν την Παναγία στον ύπνο τους να τους λέει οτι «είμαι εγώ που μένω εκεί πάνω. Η καινούρια στα μεταλλεία του Σκαλιστήρη. Η Μαρία μητέρα του Μανώλη. Ελάτε! Γιατί δεν έρχεστε να με δείτε;»
Αν και ζούσανε μόνες τους στην ερημιά, είχαν την Παναγία προστάτη τους και φύλακα. Κάθε πρωί στον Όρθρο στο «Πάσα πνοή» και κάθε Εσπερινό στο «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου» η εικόνα χτυπούσε σαν με ένα πετράδι για να δείχνει ότι ήταν εκεί.
Ύστερα από πολλά εμπόδια, ο Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος ζήτησε ένα σχέδιο της Μονής και προχώρησε στην υπογραφεί του Διατάγματος της Ιδρύσεως της Ιεράς Μονής της Γοργοεπηκόου με βασιλική βούλα και άδεια της ιδρύσεώς της το 1972. Στις 6 Αυγούστου 1971 έβαλαν το θεμέλιο λίθο του Μοναστηριού, στις 23 Σεπτεμβρίου 1973 έγιναν τα εγκαίνια από το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη και μπήκαν μέσα οι μοναχές και έγινε Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός και Αγιασμός. Στις 29 Οκτωβρίου 1978 θεμελιώθηκε ο καθολικός ναός της μονής από το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Μεγάρων και Σαλαμίνος κ.κ. Βαρθολομαίο και 7 Σεπτεμβρίου του 1982 έγιναν τα «Θυρανοίξια».
Το πρώτο εκκλησάκι όπου έμεναν οι μοναχές, έως ότου να χτίσουν το μοναστήρι.
Παναγία Γοργοεπήκοος: Ένα από τα πολλά ονόματα που προσδίδουμε στην Παναγία μας είναι Γοργοεπήκοος και η ομώνυμη θαυματουργή εικόνα της βρίσκεται στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους από το 1646.
Εκεί, όπως αναφέρεται στο ιστορικό της Μονής, «λάμπει ως πολύφωτος σελήνη, σαν άριστος κυβερνήτης και σοφός οικονόμος το διακυβερνά», φυλάσσοντας από κάθε προσβολή και επήρρεια τους ασκομένους σε αυτό οσίους πατέρες, αλλά και όσους προστρέχουν σ εκείνη με πίστη, ζητώντας την βοήθεια της.
Και γενικά διαφυλάττει, γοργώς και προθύμως υπακούει και ελεεί όλους, όσους την ευλαβούμαστε και την επικαλούμαστε με πίστη.
Όπως αναφέρει στο Συναξάρι ο όσιος Νικόδημος, στη Μονή του Δοχειαρίου, στο δεξί μέρος της Τραπέζης του Μοναστηριού, βρισκόταν μια παλαιά εικόνα της Παναγίας. Οι πατέρες της Μονής αναφέρουν ότι είχε αγιογραφηθεί από την εποχή του κτήτορος της Μονής Νεοφύτου, τον 11ο αιώνα.
Το έτος 1646, που ήταν ένα έτος πολύ δύσκολο για την Ιερά Μονή, διότι δεν είχε τα απαραίτητα χρήματα για να πληρώσει τους καθορισμένους φόρους στους Τούρκους κατακτητές, ο τραπεζάριος του Μοναστηριού, περνούσε μπροστά από αυτήν την εικόνα συνεχώς, ακόμα και τη νύχτα βαστάζοντας στα χέρια του αναμμένα δαδιά.
Μια βραδιά, εκείνο το έτος, λοιπόν, καθώς περνούσε και πάλι μπροστά από την εικόνα της Θεοτόκου, ακούει φωνή να βγαίνει από την εικόνα και να του λέει: «Μην περνάς από εκεί και μαυρίζεις τον τόπο με καπνό». Ο μοναχός νομίζοντας ότι κάποιος άνθρωπος φώναξε, καταφρόνησε τη φωνή και δεν έδωσε σημασία.
Μετά από λίγες ημέρες, κι ενώ εκείνος συνέχιζε να περνάει μπροστά από την εικόνα με αναμμένα τα δαδιά, ακούει και πάλι τη φωνή να του λέει: «Ώ Μοναχέ αμόναχε, έως πότε θα συνεχίσεις να καπνίζεις τη μορφή μου και να με μαυρίζεις ατιμώντας με;»
Και συγχρόνως με τη φωνή έχασε ο ταλαίπωρος το φως του κι έμεινε τυφλός.»Ετσι καταλαβαίνοντας το σφάλμα του, ότι δηλαδή καταφρόνησε την πρώτη φωνή και δεν υπάκουσε, κατασκεύασε ένα στασίδι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και την παρακαλούσε συνεχώς να του συγχωρέσει αυτό το εξ απροσεξίας αμάρτημα και να του χαρίσει το φως του, ώστε βλέποντας την Αγία Εικόνα της να την δοξάζει και να την ευχαριστεί πάντοτε.
Και η Παναγία μας, εισάκουσε την προσευχή του και του είπε: «Ιδού, από σήμερα σου χαρίζω το φως και πρόσεξε στο εξής να μην περάσεις με αναμμένα δαδιά, γιατί εγώ είμαι η Κυρία της Μονής αυτής και γοργά υπακούω σ’ εκείνους που με επικαλούνται και τους χαρίζω τα προς σωτηρία αιτήματά τους, διότι καλούμαι Γοργοεπήκοος».
Από τότε η Αγία αυτή εικόνα ονομάζεται Γοργοεπήκοος, γιατί πραγματικά με τα θαυμαστά έργα της, συνεχώς αποδεικνύει ότι γρήγορα υπακούει σ’ εκείνους που προστρέχουν σ’ αυτήν με ευλάβεια και πίστη.
Και πραγματικά η χάρη της ενεργεί πάμπολλα θαύματα όχι μόνο στο Άγιο Όρος, αλλά και έξω από αυτό, σε πόλεις και χωριά, σε ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά και σε άλλα μέρη, όπου την ευλαβούνται και την επικαλούνται.
Η Παναγία η Γοργουπήκοος είναι πολύ θαυματουργή, γιατρεύει διάφορες ασθένειες, χαρίζει παιδιά σε άτεκνα ζευγάρια, φανερώνει απολεσθέντα αντικείμενα, προστατεύει όσους κινδυνεύουν στη θάλασσα, λυτρώνει όσους αιχμαλωτίζονται, θεραπεύει από τον πονοκέφαλο και την κόπωση, ανορθεί τους παραλύτους, χαρίζει το φως στους τυφλούς, θεραπεύει από θανατηφόρες ασθένειες, διώκει τις ακρίδες από τα χωράφια και άλλα πολλά θαυμαστά που βρίσκονται γραμμένα στη Μονή Δοχειαρίου, ως θαυματουργές επεμβάσεις της Παναγίας της Γοργοεπηκόου.
Όταν λοιπόν θεραπεύθηκε από την τύφλωση του ο τραπεζάρης Μοναχός, ονόματι Νείλος, οι πατέρες της Μονής έφτιαξαν στο χώρο αυτό ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της Παναγίας της Γοργοεπηκόου, αφού η ίδια η Παναγία χαρακτήρισε τον εαυτό της με το επίθετο αυτό.
Εκεί τελείται δύο φορές την εβδομάδα η θεία Λειτουργία, εκεί γίνονται οι κουρές των μοναχών και καθημερινά, πρωί και βράδυ, ψάλλονται παρακλήσεις μπροστά στην ιερή εικόνα.
Η πρώτη αγιογραφηθείσα εικόνα της Παναγίας στη Μονή Δοχειαρίου, που έγινε το 1563, την αναφέρει ως Βρεφοκρατούσα, Φοβερά Προστασία και Γοργοεπήκοο.
Πρέπει να επισημάνουμε λοιπόν, ότι η Παναγία όταν μίλησε στο μοναχό δεν χρησιμοποίησε για τον εαυτό της κανένα από τα ονόματα που ήταν γραμμένα στην τοιχογραφία, δηλαδή Γοργοεπήκοος, Βρεφοκοατούσα, Φοβερά Προστασία, αλλά κράτησε για τον εαυτό της το όνομα Γοργοϋπήκοος, δηλώνοντας με τον τρόπο αυτό ότι υπακούει γρήγορα στις δεήσεις των πιστών και κατ’ επέκταση ότι η υπακοή παίζει το σημαντικότερο ρόλο στη σωτηρία των ανθρώπων.
Μετά το θαύμα στο μοναχό Νείλο, στον οποίο χάρισε πάλι το φως του, η Παναγία μας θέλησε να δείξει μια άλλη ιδιότητά της, ένα άλλο χάρισμα για τη σωτηρία και την πνευματική προκοπή των ανθρώπων κι έδωσε στον εαυτό της το όνομα Γοργουπήκοος, τονίζοντας το έργο της διακονίας. Όπως και ο Υιός της, έτσι κι εκείνη διακονεί με άπειρους τρόπους τη σωτηρία μας.
Κι όπως με την υπακοή της τότε στα λόγια του Αρχαγγέλου Γαβριήλ συνέβαλε στη σωτηρία μας, έτσι και τώρα, ως υπακούουσα στα αιτήματά μας, επαναλαμβάνει με ταπείνωση: »ιδού η δούλη Κυρίου». Έτσι βοηθάει και σώζει γρήγορα όσους με πίστη καταφεύγουν σε αυτή και την επικαλούνται και την τιμούν ως Γοργουπήκοο.
Έκτοτε πολλές εικόνες, εκκλησίες, αλλά και μονές τιμούν την Παναγία την Γοργουπήκοο, όπως άλλωστε κι εμείς που αποφασίσαμε με ευλάβεια να αφιερώσουμε το εσωτερικό παρεκκλήσιο του Μοναστηριού μας στο άγιο όνομά της.
Γιατί πραγματικά αισθανόμαστε πόσο μεγάλη ανάγκη έχουμε από τις πρεσβείες, τις μεσιτείες και την μητρική προστασία Της στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.
Η Μητέρα του Κυρίου μας μεριμνά γοργά για τη σωτηρία όλων μας και αναδίδει χάρη σε όλους όσους την επικαλούνται με πίστη, ελπίδα και αγάπη.
Ας την επικαλούμαστε πάντοτε, ας ψάλλουμε την παράκληση της και ας την πανηγυρίζουμε την ημέρα της εορτής της, την 1η Οκτωβρίου.