Σάββατο, Ιουνίου 14 2025
Blog Σελίδα 14036

“Μπαμπά, έπρεπε να είχες κοιτάξει τη ζωή σου!”

0

Ονομάζομαι Βεατρίκη. Είμαι 18 ετών και είμαι παιδί χωρισμένων γονιών. Οι γονείς μου ήταν σε διάσταση από τότε που ήμουν 3 ετών. Πήραν διαζύγιο όταν έγινα 7. Από τα 5,5 μου χρόνια ζούσα με τη μητέρα μου και οικογένεια της (γιαγιά , παππούς και την οικογένεια της αδελφής της) σε μια κωμόπολη νησιού 3000 κατοίκων.

Η μητέρα μου όταν ήμουν 4, διαγνώστηκε με σοβαρή διπολική διαταραχή και ως τα 7, που χώρισαν οριστικά με τον πατέρα μου είχε εισαχθεί στο ψυχιατρείο 3 φορές, καθώς σταματούσε να παίρνει τα φάρμακα της.

Το περιβάλλον της, αντί να προσπαθήσει να με απομακρύνει από εκείνη, πήγαινε συνεχώς με τα νερά της, παριστάνοντας ότι όλα ήταν καλά. Θυμάμαι κάποια στιγμή όταν ήμουν 5 ετών ότι πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα για να κάνει μήνυση στους γονείς της επειδή ήθελαν να της δώσουν φάρμακα (τα οποία είχε διακόψει από μόνη της).

Θυμάμαι επίσης ότι είχε φέρει τον φίλο της, με τον οποίο είχε με το ζόρι 2 μήνες σχέση, να μείνει μαζί μας. Και η οικογένεια της το μόνο που έκανε ήταν να πηγαίνει με τα νερά της για «να μη χειροτερέψει και άλλο».

Που ήταν ο πατέρας μου; Εκεί και τα έβλεπε όλα αυτά. Προσπαθούσε, όσο του επέτρεπαν οι περιστάσεις και οι δουλειές του, να με παίρνει αλλά μετά το διαζύγιο, όταν τέθηκε το θέμα, έδωσε την επιμέλεια στη μητέρα μου με την δικαιολογία ότι αφενός αν με έπαιρνε μπορεί να κατέληγα με ψυχικά τραύματα επειδή θα με απομάκρυνε από την μητέρα μου σε τόσο νεαρή ηλικία και αφετέρου ότι η μητέρα μου μπορεί να αυτοκτονούσε.  Θυμάμαι στα 5 μου να του φωνάζω,»Μπαμπά , πρέπει να πάρουμε στη μαμά μια δασκάλα να τη μάθει να μη φωνάζει!»…

Μετά το διαζύγιο ο πατέρας μου μετακόμισε στην κωμόπολη όπου ζούσαμε. Από τότε που ήταν σε διάσταση με τη μητέρα μου είχε κάνει καινούρια σχέση, η οποία μετρούσε ήδη 2 1/2 χρόνια όταν βγήκε το διαζύγιο. Ήταν καλά αυτά τα χρόνια, τον θυμάμαι ήρεμο και ευτυχισμένο. Τη Σοφία, τη νέα του σύντροφο, την γνώρισα όταν πια είχα γίνει 6 ετών. Είχαν αρχίσει να συζούν.

Τη θυμάμαι χαρούμενη, γελαστή, δοτική, μας κυνηγούσε με μητρική στοργή για να φάμε, εμένα και τον πατέρα μου. Με φρόντιζε όταν ο πατέρας μου είχε βάρδια στη δουλειά του, έφτιαχνε κέικ και σάντουιτς, με χτένιζε, κάναμε μαζί χειροτεχνίες ενώ πάντα στο σπίτι τους έπαιζε μουσική (διαπίστωσα μεγαλώνοντας ότι ήταν κλασική μουσική).

Είναι ίσως ότι πιο θετικό θυμάμαι από την περίοδο εκείνη, που η μαμά μου διέκοπτε τα φάρμακα της και κατέληγε να τρέχει έξω σε μανία και ο πατριός μου με διάβαζε, με τάιζε και με έκανε μπάνιο…

Όταν βγήκε το διαζύγιο, η Σοφία μετατέθηκε λόγω της δουλειάς της (ήταν καθηγήτρια) σε άλλο γεωγραφικό διαμέρισμα. Από τότε δεν την ξαναείδα και θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει ότι χώρισαν.

Κατόπιν ο πατέρας μου έκανε άλλη σχέση, με μια γυναίκα η οποία μετά από 3 μήνες γνωριμίας έμεινε έγκυος. Η πρώτη της κουβέντα ήταν, αφού παντρεύτηκαν άρον-άρον και γέννησε, «Τώρα έχεις και άλλο παιδί και έχεις υποχρεώσεις και προς εκείνο. Η κόρη σου έχει τη μάνα της, τη γιαγιά της και άλλο ένα σωρό νοματαίους για να τη φροντίσουν».

Τελικά, με δική της πρωτοβουλία, χώρισαν. Εκείνη και το ετεροθαλές αδελφάκι μου μετακόμισαν αρκετά μακριά, αναγκάζοντας τον πατέρα μου να πηγαινοέρχεται για να βλέπει και το άλλο του παιδί, να της δίνει τη διατροφή (ο πατέρας μου ήταν πολύ εντάξει στις οικονομικές του υποχρεώσεις απέναντι και στα δυο του παιδιά) και φυσικά η «κυρία» δεν δεχόταν να με φέρνει και εμένα ο πατέρας μου. «Δεν έχουμε χώρο για να φέρεις και την κόρη σου» του έλεγε!

Η μητέρα μου συνέχισε να έχει κρίσεις σχιζοφρένειας, να μπαινοβγαίνει στα ψυχιατρεία αλλά ο πατέρας μου μετά την πλύση εγκεφάλου που είχε υποστεί από την οικογένεια της, δεν με πήρε ποτέ οριστικά από εκείνη.

Πριν 3 χρόνια τελείωσα το γυμνάσιο και η μητέρα μου, με το έτσι θέλω (με τα λεφτά που μάζευε τόσα χρόνια από τη διατροφή, τον πρώην φίλο της και τη γιαγιά μου) με πήρε και μετακομίσαμε στο εξωτερικό για να τελειώσω το σχολείο και να σπουδάσω. Πήγε κόντρα στους πάντες και τα πάντα και κανένας δεν μπορούσε να τη σταματήσει αφού είχε την επιμέλεια μου.

Ο πατέρας μου έμεινε πίσω μόνος του, καταπικραμένος, με δυο παιδιά σε διαφορετικά μήκη και πλάτη της γης. Προ έτους έπαθε ανακοπή και πέθανε στα 47 του χρόνια.

Τα παρακάτω τα έμαθα σταδιακά από την οικογένεια, τον αδελφό και τους φίλους του πατέρα μου. Με τη Σοφία, ο πατέρας μου χώρισε μετά από σχεδόν 3 χρόνια καλής σχέσης (ειλικρινά δεν τους είχα ακούσει ΠΟΤΕ να τσακώνονται , ΠΟΤΕ!) διότιο πατέρας μου θεώρησε καλό, αντί να με πάρει δικαστικά (αφού η αρρώστια της μάνας μου, του το επέτρεπε) και να πάμε να ζήσουμε μαζί της , να παραμείνει στην κωμόπολη που ζούσαμε «για να μην στερηθώ ούτε εκείνον ούτε τη μητέρα μου».

Η Σοφία, κατά τα λεγόμενα πολλών γνωστών και φίλων μας, επεσήμανε την επικινδυνότητα της κατάστασης της μητέρας μου (ως ασθενούς με ψυχικό νόσημα) και προέτρεψε τον πατέρα μου να με πάρει και να πάμε να ζήσουμε μαζί της. Προσφέρθηκε μάλιστα να βοηθήσει τον πατέρα μου με την ανατροφή μου, τόσο οικονομικά όσο και πρακτικά.

Όταν ο πατέρας μου έδωσε την επιμέλεια στην άρρωστη ψυχικά μάνα μου και η Σοφία πήρε μετάθεση, του πρότεινε να βρει δουλειά εκεί που την είχαν μεταθέσει (λένε επίσης ότι είχε τρέξει αρκετά ώστε να βρει ο μπαμπάς μου δουλειά εκεί όπου είχε διοριστεί) και να κρατήσει φυσικά στενή επικοινωνία μαζί μου. Να με επισκέπτεται συχνά και να να έχω και εγώ τη δυνατότητα να μένω κατά καιρούς μαζί τους, με την προοπτική ότι μεγαλώνοντας, αν ήθελα, να έμενα μαζί τους μόνιμα. Έτσι θα ξέφευγα από την ασφυκτική ατμόσφαιρα της κωμόπολης μας όπου όλοι με ξέρουν ως «της τρελής η κόρη»…

Ο πατέρας μου απέρριψε τη μια και μοναδική ευκαιρία που του έτυχε να ζήσει μια καλή ζωή δίπλα σε μια γυναίκα που τον αγαπούσε και δέχτηκε τόσο εκείνον όσο και εμένα, με τα όποια μας προβλήματα. Το έκανε για «να μη στερηθεί την κόρη του». Το αποτέλεσμα όμως ήταν να μπλέξει με μια χειριστική γυναίκα που κοιτούσε μόνο το συμφέρον της και δεν ήθελε ούτε να με δει και στο τέλος έμεινε μόνος του, χωρίς σύντροφο, χωρίς παιδιά και πέθανε σε ηλικία 47 ετών. Αν είχε πάει να ζήσει με την νεράιδα Σοφία ίσως είχε βρει την ευτυχία και εγώ να είχα την ασφαλιστική δικλείδα ενός δεύτερου σπιτιού, μιας δεύτερης οικογένειας.

Παρεμπιπτόντως για όσους σπεύσουν να φανούν επιφυλακτικοί απέναντι στη Σοφία (άκουσα από κάποιους το ότι, «δε μπορούσε να κάνει παιδιά και για αυτό ήθελε να σε πάρει ο πατέρας σου «) , να σας πω ότι προ κάποιων ετών είχε έρθει πάλι διακοπές στο νησί που ζούσαμε και είχε μαζί της το σύντροφο της, ένα μικρό παιδάκι και ήταν έγκυος. Δε με αναγνώρισε αλλά και εγώ δεν της μίλησα επειδή ήμουν με τη μητέρα μου.

Μπαμπάδες ,σας μιλάει μια κόρη που έχασε τον πατέρα της πρόωρα από τις λάθος επιλογές του. Πίστεψε ότι αυτά που έκανε ήταν υπέρ μου. Η συμβουλή μου προς εσάς είναι λοιπόν: Μετά το διαζύγιο να κοιτάξετε ΠΡΩΤΑ τη δική σας ζωή και έπειτα των παιδιών σας. Τα παιδιά μεγαλώνουν και φεύγουν. Η ζωή είναι μια. Δεν σημαίνει ότι αν αλλάξετε τόπο διαμονής πως ξεχνάτε ή προδίδετε τα παιδιά σας. Δεν σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρεστε ή ότι δεν τα αγαπάτε. Καλύτερα ένας μπαμπάς ζωντανός και ευτυχισμένος κάπου μακριά, ο οποίος προσφέρει στα παιδιά του και μια δεύτερη επιλογή διαμονής ή οικογένειας, παρά ένας πατέρας που με τις επιλογές «υπέρ του παιδιού» χαντακώνει τον εαυτό του και μειώνει τις επιλογές του παιδιού του.

Μην δέχεστε αβασάνιστα τους αφορισμούς της κοινωνίας, «κανείς δεν σε αγαπά σαν τη μάνα σου,» (η μάνα μου μόνο παθολογικά ξέρει να αγαπάει και να δρα) ή ότι «αν απομακρυνθείς από το παιδί θα το χάσεις». Όλα είναι θέμα χειρισμού και περνούν από το χέρι σας.

Σοφία μου σε αγαπώ πολύ και σε θυμάμαι πάντα για το φως και την καλοσύνη σου. Ο Θεός να σε έχει καλά όπου και να είσαι. Ειλικρινά λυπάμαι που εξαιτίας των αυτοκαταστροφικών επιλογών του πατέρα μου σε έχασα από μητριά μου.

Στη μνήμη του πατέρα μου, Δημήτρη.

Βεατρίκη

το άρθρο αυτό αναρτήθηκε στο singleparent.gr

“Μισώ την Ταϊλάνδη” (βίντεο)

0

Ο οργανισμός τουρισμού της Ταϊλάνδης, κυκλοφόρησε ένα βίντεο που έχει γίνει ήδη viral, και δίνει μαθήματα για το πως μπορείς να προβάλλεις τη χώρα σου στο εξωτερικό.

Αυτή είναι η ιστορία του Τζέιμς, ο οποίος βρίσκεται σε διακοπές στην Ταϊλάνδη και είχε μια κακή εμπειρία. Κάποιος πήρε την τσάντα που περιείχε όλα τα υπάρχοντά του, το διαβατήριο και τα χρήματά του.

Βρίσκεται σε απόγνωση και λέει πως μισεί την Ταϊλάνδη. Αλλά η ομορφιά της χώρας, η φιλοξενία και η φιλικότητα των ανθρώπων της περιοχής θα τον κάνουν να αλλάξει γνώμη.

“Μισός πατέρας, μισός γιος”

0

«Πατέρας» σημαίνει κάτι πολύ παραπάνω από το να αποκτήσεις, απλώς, ένα βιολογικό παιδί. Άντρες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά σαν ατυχήματα, άντρες που παρατούν και δε θέλουν επαφή με τα παιδιά τους, άντρες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά ως «βαρίδια», απέχουν χιλιόμετρα από την έννοια του πατέρα, του προστάτη, του οδηγού, του προτύπου.

Η εμπλοκή του πατέρα στην ανάπτυξη του παιδιού, είναι καταλυτική συναισθηματικά, αν και είχε αγνοηθεί για χρόνια από την επιστημονική έρευνα. Η σχέση του παιδιού με τον πατέρα του καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που εκείνο εκφράζει και διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, τις εκφράσεις του, ακόμη και τη σεξουαλικότητά του.

Ιδιαίτερα κρίσιμος , μάλιστα, είναι ο δεσμός πατέρα- γιου, αφού ο πατέρας αποτελεί το πρωταρχικό, βασικό πρότυπο, που καλείται ο γιος του να θαυμάσει και να μιμηθεί.

Ένας πατέρας εντελώς απών από το σπίτι, θέτει τον γιο του σε μια αναγκαστική ανάπτυξη χωρίς το αναγκαίο πατρικό πρότυπο, που, στατιστικά, όμως, θα αναζητηθεί και θα αναπληρωθεί από κάποιο άλλο άτομο στη ζωή του εκάστοτε παιδιού. Αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην παιδική ψυχή, αφού το παιδί μεγαλώνει ξεκάθαρα, ολοκληρωτικά, χωρίς πατέρα.

Τι συμβαίνει, όμως, με τους… μισούς πατέρες; Εκείνους που μεγάλωσαν τα παιδιά μαζί με τη σύζυγό τους, αλλά ο πατρικός τους ρόλος εξαντλήθηκε μόνο στις υλικές παροχές; Mε εκείνους που.. ήταν κατ’ επίφαση πατέρες;

Η άσκηση των πατρικών καθηκόντων απαιτεί κάτι πολύ παραπάνω από τα χρήματα και την αγορά παιχνιδιών. Το τελευταίο που χρειάζεται ένα παιδί για να μεγαλώσει σωστά, είναι τα χρήματα, τα αλόγιστα αγαθά. Ένα μικρό πλάσμα γεννιέται, περιμένοντας από τους γονείς του να το πάρουν από το χέρι και να του μάθουν τον κόσμο. Μέσα από τα παιδιά του, ο κάθε πατέρας έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει ξανά τον κόσμο, γενόμενος ο πρώτος δάσκαλος των απογόνων του.

Κρατάει στα χέρια του τη γνώση του παιδιού του, όταν απαντάει με υπομονή στις ερωτήσεις του και του χτίζει αυτοπεποίθηση όταν γελάει με τα παιδικά του αστεία. Δένεται συναισθηματικά μαζί του, όταν εμπλέκεται ενεργά στη ζωή του γιου του, δίνοντας προσοχή στα μικρά πράγματα που απασχολούν το παιδί του- αφού για εκείνο, είναι τα πιο σημαντικά.

Χτίζουν σχέση πατέρα- γιου, όταν πάνε μια βόλτα, όταν κλωτσούν μια μπάλα, όταν ζωγραφίσουν μαζί και όχι όταν ο μπαμπάς δουλεύει πολλές ώρες, ώστε να μη λείψει τίποτα στο παιδί του. Γιατί, μαντέψτε τι του λείπει τότε..

Ο μπαμπάς. Δηλαδή, το βασικότερο.

Αλήθεια, πόσο θλίψη νιώθει ένα παιδάκι, όταν νιώθει μόνο; Πόση απόρριψη δέχεται ένας μικρός ανθρωπάκος, όταν νιώθει συνέχει πως ενοχλεί τον πατέρα του; Όταν ένας πατέρας διώχνει τον γιο του μακριά, για να απομονωθεί στον κόσμο του, πετάει σίγουρα από τον κόσμο και τον γιο του, μια για πάντα.

Ένας πατέρας που μπαίνει στο σπίτι με κακοκεφιά, αρνητισμό, πικρία, θυμό, επίκριση, είναι ένας άνθρωπος δυστυχής. Είναι ένας πατέρας μισός, αφού δεν αφουγκράζεται πως ο εαυτός και η διάθεσή του, δεν μπορεί πια να αποτελεί το κέντρο του μικρόκοσμου του σπιτιού.

Γίνεται ένας πατέρας συναισθηματικά απών, που απορρίπτει με κάθε λόγο του το παιδί του, που το κάνει να βιώνει μια απίστευτη ματαίωση από τα πρώτα παιδικά του χρόνια και που προοδευτικά, αποσυνδέεται από το ρόλο του προστάτη στα μάτια του παιδιού.

Παίρνει τη θέση ενός κακού «χωροφύλακα», μπροστά στον οποίο , το παιδί θα δείχνει με τον καιρό μόνο ένα πλαστό «καθωσπρέπει» σεβασμό, μη αφήνοντας να διαφανεί τίποτα από το χιούμορ, τον χαρακτήρα του, τις επιθυμίες του.

Μετατρέπεται, μπροστά στον πατέρα του, πάντα σε ένα άβουλο πλάσμα, προκειμένου να περάσει όσο το δυνατόν περισσότερο απαρατήρητο, αλώβητο από τη γνωστή κριτική που του ασκείται και που διαμόρφωσε έναν πληγωμένο συναισθηματικό κόσμο. Ένα αγόρι απογοητευμένο από τον πρώτο του «ήρωα», τον μπαμπά του.

Πόσο κρίμα είναι να φέρνει κανείς στον κόσμο ένα παιδί και να το γνωρίζει στην πραγματικότητα λιγότερα από όλους τους άλλους.. Και πόσο αρνητισμό γέμισε κάποτε μια παιδική ψυχή, ώστε το παιδί αυτό να κλείνει , συνήθως, ερμητικά, κάθε συναισθηματική δίοδο στα χρόνια που ακολουθούν;

Το πόσο κοντά συναισθηματικά είναι ένας πατέρας με το παιδί του, όταν αυτό βρίσκεται σε τρυφερή ηλικία, θα καθορίσει και τη μετέπειτα σχέση τους. Αν βλέπετε ενήλικους γιους να κάνουν παρέα, να γελάνε, να επικοινωνούν και να νιώθουν άνετα με τους πατεράδες τους, τότε η σχέση που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σας, πήρε χρόνια για να θεμελιωθεί και .. «κρατάει» ήδη γερά από τα βρεφικά χρόνια.

Ο μπαμπάς αυτός, κατόρθωσε να εμπλακεί ενεργά στη ζωή του γιου του και να κατακτήσει πρώτα την αγάπη και μετά τον σεβασμό του. Κατάφερε να είναι κοντά με τον γιο του και να έχει τον ρόλο του υποστηρικτή, αφού το παιδί του ήξερε ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, πως ο μπαμπάς του είναι εκεί να τον ακούσει.

Ο γιος του γνώριζε πως ο πατέρας του δε θα τον αποπάρει, δε θα τον μειώσει, δε θα τον απορρίψει. Και ο μπαμπάς αυτός, την υπομονή που έκανε τότε και για όλα τα χρόνια, την εξαργυρώνει με την αμέριστη αγάπη, αποδοχή και σχέση με τον γιο του, για όλη την υπόλοιπη ζωή σου.

Είναι μέσα στη ζωή του ενεργά και όχι ως κομπάρσος. Γνωρίζει εκείνος τον γιο του καλύτερα από όλους, αφού διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στο να τον κάνει τον άντρα που είναι σήμερα το αγοράκι του.

Συχνά, όμως, ακούμε μπαμπάδες να παραπονιούνται για το πόσο απόμακρα είναι τα παιδιά τους. Πόσο αντιδραστικά, πόσο «κλειστά», πόσο..ζόρικα. Πόσο τους τυράννησαν όταν ήταν μικρά και πόσο κακότροπα αντιδρούσαν.

Χωρίς καμία συσχέτιση με τη συμπεριφορά των ίδιων προς τα παιδιά τους. Μιλούν έτσι, για τα παιδιά εκείνα, που μπορεί να είναι η ψυχή της παρέας.. τα πιο αστεία, τα πιο ευαίσθητα. Μόνο, όμως, όταν ο μπαμπάς λείπει.

Οι σχέσεις απαιτούν δυο μέλη, είναι δυναμικές και όχι στατικές. Οι συμπεριφορές θυμίζουν κάτι από τον κανόνα της φυσικής: «δράση»- «αντίδραση».

Αν δεν αγκάλιασες ποτέ τον γιο σου, δε θα σε αγκαλιάσει ποτέ.

Δεν του έμαθες την οικειότητα.

Αν δεν τον ρωτούσες για την καθημερινότητά του, δε θα σου μιλήσει για τη δουλειά του. Δεν του έμαθες το νοιάξιμο.

Αν δεν τον υποστήριζες να πάρει αποφάσεις, δε θα σου μιλήσει για τα νέα του σχέδια.

Δεν του έμαθες να έχει αυτοπεποίθηση μπροστά σου.

Αν δε γελούσες μαζί του όταν ήταν παιδάκι, δε θα σου δείξει ποτέ την αστεία πλευρά του.

Δεν του έμαθες την αποδοχή.

Δεν ήσουν ποτέ εκεί ολόκληρος.

Αφού ήσουν μισός πατέρας, θα έχεις μισό γιο.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Doherty, W. J., Kouneski, E. F., & Erickson, M. F. (1998). Responsible fathering: An overview and conceptual framework. Journal of Marriage & Family, 60(2), 277-292.

Lamb, M. E. (Ed.). (2004). The role of the father in child development (4th ed.). Hoboken, NJ: John Wiley & Sons, Inc.

Taisuke, K. (2015). The Effect of Father Involvement in Childcare on the Psychological Well-being of Adolescents: A Cross-Cultural Study Taisuke kume. New Male Studies, VOL. 4, ISSUE 1, 2015, PP. 38-51

Freud, S. (1913). Totem und Tabu: Einige Übereinstimmungen im Seelenleben der Wilden und der Neurotiker. Beacon Press.

Πηγή: animartists

“Μια γιαγιά μπήκε ξυπόλητη στο λεωφορείο και βρήκε…”

0

Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα…Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι.

Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη… θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δε σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσeξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή.

Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.

Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δε φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δε μίλησε.

Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό.

Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα.

Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε.

Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου».

Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι.

«Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται».

Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.

Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της.

«Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους».

«Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. «Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος.

«Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δε θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.

Αλλ’ ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.

Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».

Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο.

Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσικής. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουρια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα.

Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.

Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: «Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ…».

Πηγή

“Μην ερωτεύεστε τους εγωιστές”

0

Ας πάρουμε ως δεδομένο πως οι άνθρωποι δεν είμαστε όντα αψεγάδιαστα. Κανείς δεν είναι τέλειος, όλοι έχουμε τα μικρά και μεγάλα ελαττώματά μας. Ως εδώ όλα κατανοητά και λογικά.

Υπάρχουν όμως και κάποια ελαττώματα που δεν είναι μικρά, ούτε χαριτωμένα, που δεν είναι το αλάτι κι η νοστιμιά σε μία σχέση αλλά μάλλον η ταφόπλακα.

Μια σχέση αφορά πάντα δύο άτομα, δύο διαφορετικούς ως και άκρα αντίθετους χαρακτήρες κι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει είναι αυτή η προσωπική «συμφωνία», αυτό που ονομάζουμε «αμοιβαίοι συμβιβασμοί».

Υπάρχουν όμως κι άτομα που ο εγωισμός τους δεν τους επιτρέπει καμία υποχώρηση κι η εμπειρία μου με κάνει πια να πιστεύω πως εκεί που μπαίνει ο εγωισμός, ο έρωτας φεύγει τρέχοντας.

Οι εγωιστικές προσωπικότητες πέρα από εγωκεντρισμό συνήθως διακατέχονται από ναρκισσισμό κι αλαζονεία. Αγαπούν τον εαυτό τους τόσο που αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας αν μπορούν πραγματικά να αγαπήσουν κάποιον άλλον.

Επιδιώκουν να έχουν πάντα τον έλεγχο, το «πάνω χέρι».  Συχνά τείνουν να γίνονται καταπιεστικοί κι εμμονικοί. Επικαλούνται το δύσκολο παρελθόν τους που τους σκλήρυνε ενώ στην ουσία απλώς λειτουργούν με μία ιεραρχία όπου στην κορυφή βασιλεύει η αφεντιά τους.

Απαιτούν να ακολουθήσεις το δικό τους πρόγραμμα, ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες, καλύπτουν τα δικά τους κενά, αδιαφορούν για τα δικά σου «θέλω» κι ανάγκες και στην ουσία σε χρησιμοποιούν ως εργαλείο για την επίτευξη της δικής τους ισορροπίας.

Ο εγωισμός τους αναγάγει τον εαυτό τους σε κάτι ανώτερο με άμεση συνέπεια τη δική σου ηθική υποβάθμιση. Προτεραιότητα αδιαμφισβήτητη το δικό τους συμφέρον, γαλήνη κι ευημερία, αδιαφορώντας για τις δικές σου ψυχικές ανάγκες.

Δε θα τρέξουν πίσω σου φυσικά, δε θα σηκώσουν το ακουστικό τους ούτε θα στείλουν πρώτοι αυτό το μήνυμα που τόσο περιμένεις, δε θα παραδεχτούν το λάθος τους ή μάλλον θα περιμένουν τη δική σου «συγγνώμη» ακόμη κι αν δε φταις.

Δε θα σε σταματήσουν όταν πας να φύγεις, δε θα κλείσει την πόρτα για να μη βγεις, ούτε θα χτυπήσει το δικό σου κουδούνι.

Η συμπεριφορά του αυτή θα του χαρίσει μια στιγμιαία υπεροχή, μια αίσθηση εξουσίας ή και ανωτερότητας, ο εγωιστής θα νιώσει μια περηφάνια για το υπερυψωμένο «εγώ» του που δε λύγισε. Δε θα αργήσει όμως να ακολουθήσει η μοναξιά και το κενό ως συνέπεια όσων έκανε ή δεν έκανε.

Και το σκηνικό αυτό θα επαναληφθεί πολλές φορές, με τους πρωταγωνιστές να αλλάζουν, τα στόρι όμως να μένει ίδιο.

Όσο για το αν θεραπεύεται ο εγωισμός, είναι σα να ρωτάμε αν οι άνθρωποι αλλάζουν. Αλλάζουν, αρκεί να το συνειδητοποιήσουν και κυρίως να το θελήσουν.

Ίσως να μην είναι και το τέρας που παρουσιάζω, ίσως να κάνει και κάποια υποχώρηση. Είσαι όμως σίγουρος πως κι αυτή δεν την κάνει για να αντιστρέψει τους ρόλους και να ‘χει πάλι τον έλεγχο;

Ένας εγωιστής άνθρωπος δεν μπορεί να ερωτευτεί. Μπορεί να διεκδικήσει με σκοπό να κατακτήσει. Αυτό ναι, μπορεί να το κάνει με επιτυχία καθώς αποτελεί μια πρόκληση και μία νίκη για τον εαυτό του.

Είναι αδύναμος όμως στην πραγματικότητα και δειλός. Αυτή του τη δειλία προσπαθεί να καλύψει όταν επιδιώκει τον έλεγχο και το «ατσαλάκωτο» σκληρό πρόσωπό του.

Κι οι δειλοί άνθρωποι είναι ανίκανοι να ζήσουν τον έρωτα, αδυνατούν να ερωτευτούν, εξάλλου δεν τον αξίζουν. Ο έρωτας θέλει θυσίες κι αμοιβαίες υποχωρήσεις. Θέλει να πέφτεις με τα μούτρα κι ας έχεις πιθανότητες να τα σπάσεις.

Ο έρωτας δε γουστάρει τον έλεγχο. Κανείς δεν έχει το «πάνω χέρι» εδώ. Έχουν κι οι δύο χέρια ενωμένα, ακόμα κι όταν σφάζονται.

Πρέπει να είσαι έτοιμος όχι να βρεις τον άλλον στη μέση της διαδρομής, αλλά να τη κάνεις ολόκληρη μόνος σου για να τον βρεις, όσο μεγάλη και δύσκολη κι αν είναι.

Δεν έχει μέτρο η αγάπη, δεν υπολογίζεται. Δεν μπορείς να βάλεις τα συναισθήματά σου σ’ ένα σακί, να τα μετρήσεις στη ζυγαριά μαζί με τα δικά του να δεις αν είναι ίσα. Και να μπορούσες όμως, δεν θα ήθελες να το κάνεις, δε θα σ’ ένοιαζε.

Μην ερωτεύεστε λοιπόν εγωιστές, εκτός από κακομαθημένοι, είναι κι επικίνδυνα λογικοί. Αυτοί μετράνε με το στανιό τι δώσανε, μη δώσουν κάτι παραπάνω και θίξουν τον εγωισμό τους.

Μονάχα τους τρελούς να ερωτεύεστε, αυτοί θα διέσχιζαν χιλιόμετρα για σας, θα σκαρφάλωναν βουνά, μόνο για ένα χαμόγελό σας.

via

“Μετά το πρώτο τατουάζ πάντα θα θέλεις κι άλλο”

0

Αν νομίζεις ότι το τατουάζ είναι ακόμα μία μόδα είσαι γελασμένος. Αν πάλι το μυαλό σου πάει σε παραβάτες, φυλακισμένους, ναυτικούς και πουτάνες μάλλον θα πρέπει να αρχίσεις να κάνεις παρέα με τη γιαγιά μου.

Ακόμα, στροβιλίζει στο μυαλό μου η μορφή της, με την λευκή κεντημένη ποδιά της, να στέκεται με φροντίδα πάνω από το τηγάνι με τους κεφτέδες στην κουζίνα και να σχολιάζει το γείτονα που συνάντησε το πρωί στο δρόμο, που είχε χτυπήσει στο χέρι του ένα τεράστιο δράκο. «Αυτά τα κάνουν οι φυλακόβιοι» μουρμούριζε ενώ γύριζε τους κεφτέδες.

Τα τατουάζ είναι κάτι παραπάνω από όλα αυτά που νομίζεις.

Δεν είναι μία μόδα των καιρών που τη «χτυπάς» και ύστερα βγαίνεις στην παραλία να παίξεις ρακέτες. Δεν είναι η μάσκα για να κρύψεις το σεμνότυφο εαυτό σου, ούτε το καβλιάρικο σχεδιάκι που θα βοηθήσει να βγάλεις καινούργια γκόμενα.

Το τατουάζ είναι θάρρος. Είναι γούστο, ανάμνηση, χώρος και χρόνος. Είναι εκείνα που δε θες να πετάξεις, όσα σημάδεψαν τη ζωή σου, είναι τα όνειρά σου. Είναι το ενθύμιο για τις γαμημένες μέρες που ήσουν έτοιμος να πέσεις σε κατάθλιψη και όμως επιβίωσες. Είναι η οικογένεια σου, τα θέλω σου, εσύ. Το θράσος που τόλμησες να παρακούσεις τα λόγια της μάνας σου και έπεσες στην αλητεία επειδή τόλμησες να χαράξεις με μελάνι το κορμί σου.

Με εκείνο το μελάνι που παραστράτησε μαζί με εσένα, που έγινε εθιστικό και θρασύ και θέλει να εξαπλωθεί σε όλο σου το κορμί. Λες κι εκτός από το σώμα σου, σημάδεψε και το μυαλό σου και τώρα ξέρεις ότι ένα δεν είναι ποτέ αρκετό.

Και είναι ακριβώς έτσι. Όπως στα πατατάκια ισχύει ότι κανείς δεν μπορεί να φάει μόνο ένα, έτσι και στα τατουάζ ισχύει ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει μόνο ένα.

Βιολογικά λένε ότι αυτή η εθιστική δράση του τατουάζ οφείλεται στην απελευθέρωση ενδορφινών που συνδέεται με την επικίνδυνη διείσδυσή στο αίμα. Στην πραγματικότητα όμως, το τατουάζ είναι εθιστικό εξαιτίας της μοναδικότητα και της ατομικότητας που σου προσδίδει.

Δε θα ξεχάσω την ημέρα που χτύπησα το πρώτο μου. Μου είχαν μιλήσει για πόνο, τον ξέχασα. Μου μιλούσαν για μόλυνση και εγώ θυμάμαι να του βάζω τις κρεμούλες του με περισσή φροντίδα. Μου έλεγαν ότι θα το μετανιώσω και όμως για κάποιον περίεργο λόγο μόλις έφυγα από το τατουατζίδικο η πρώτη μου σκέψη ήταν ποιο θα είναι το επόμενο.

Αυτή η βελόνα που καρφώθηκε επάνω σου, σου δίνει μια μαγική δύναμη. Ξεχνάς τα όποια άτσαλα εξωτερικά χαρακτηριστικά σου και επικεντρώνεσαι στο σχέδιο που κοσμεί το σώμα σου.
Είναι μια αλητεία που χαράσσεται επάνω σου για να σου υπενθυμίζει ότι είσαι δυνατός. Δεν είναι μόδα, είναι ιδέα, είναι τρόπος ζωής, είναι τέχνη, είναι εσύ.
Μεγάλη υπόθεση να ξέρεις ποιος είσαι και συνειδητοποιημένα να το ζωγραφίζεις επάνω σου. Να επαναστατείς στον καταπιεσμένο σου εαυτό και να ζωγραφίζεις όσα δεν τολμάς να πεις, όσα φοβήθηκες, όσα αρνήθηκες και όσα αγαπάς.

Πέννυ Πηττάpilloflights.gr

“Με μεγάλωσε μόνος του ο ομοφυλόφιλος πατέρας μου”

0

Με λένε Κάτια  και θέλω να σας διηγηθώ την ιστορία μου. Γεννήθηκα πρίν 34 χρόνια. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 7. Θυμάμαι τα πάντα. Τις εντάσεις τις φωνές τη σιωπή. Ο πατέρας μου ήταν ομοφυλόφιλος και αυτή ήταν η αιτία που χώρισε με τη μάνα μου.

Εγώ σαν παιδί δεν μπορούσα να καταλάβω τί σήμαινε η λέξη «Π@στης» που άκουγα από συγγενείς ακόμα και από συμμαθητές. Π@στη τον ανέβαζαν και τον κατέβαζαν. Τη πρώτη φορά μου το είπε στο σχολείο ένα παιδί αλλά δεν ήξερα, ακουγόταν σαν κάτι κακό. Πήγα το μεσημέρι στο σπίτι και ρώτησα τη μάνα μου.

«Σημαίνει πάει με άλλους άντρες» μου είπε ορθά κοφτά και σοκαρίστηκα. Πάει που πάει; Βόλτα; σκέφτηκα. Η μάνα μου δεν ήταν ποτέ αυτή η τρυφερή ύπαρξη που νοιαζόταν μην πληγώσει το παιδί της. Ήταν ωμή. Την ένοιαζε μόνο να περάσει το δικό της, να της δώσουν δίκιο οι γύρω της που χώρισε τον π@στη.

Πέθανε από καρκίνο όταν ήμουν 10 και είχα τη τύχη να με μεγαλώσει ο πατέρας μου. Παρά τα επικριτικά σχόλια, τη κατακραυγή και αυτή την ετικέτα του π@στη που του κόλλησαν, με μεγάλωσε με αξιοπρέπεια και αγάπη.

Τότε εκείνα τα χρόνια αν και όχι πολύ παλιά, ο κόσμος δεν καταλάβαινε και δεν συγχωρούσε την ομοφυλοφιλία, ειδικά αν ήσουν γονιός δεν τολμούσες ούτε να το ξεστομίσεις. Όχι πως σήμερα έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα αλλά υπάρχουν κάποιοι που σέβονται τις επιλογές των άλλων, είναι η μειοψηφία αλλά υπάρχουν.Εγώ έμαθα να αγαπώ τις επιλογές του πατέρα μου, γιατί ο ίδιος με έμαθε να αγαπώ.

Με πήρε μαζί του όταν ήμουν 10, με πήγαινε στο σχολείο, με διάβαζε, μου μίλησε πρώτη φορά για το σεξ, του εμπιστεύτηκα τη πρώτη μου σχέση, μου μαγείρευε και μου έφερνε πορτοκαλάδες όταν έδινα Πανελλήνιες, με συνόδεψε πρώτη φορά στο καράβι για Κρήτη που έφυγα για σπουδές. Για τον κόσμο ήταν ο π@στης για μένα όμως ήταν ο πατέρας μου.

Ποτέ δεν γνώρισα τους συντρόφους τους ή τον σύντροφό του, δεν ξέρω καν αν είχε, πόσους είχε και τί ακριβώς είχε μαζί τους. Μεγαλώνοντας απορούσα που δεν είχε φέρει ποτέ κοπέλα στο σπίτι αλλά είχα σκεφτεί πως ίσως δεν είχε βρει κάποια να του ταιριάζει. Δεν μου είχε δώσει τη παραμικρή αφορμή να πιστεύω πως ήταν ομοφυλόφιλος.

Κράτησε τα προσωπικά του έξω από την οικογένεια μας κάτι που δεν έκανε η μάνα μου παρ’ολο που δεν ήταν ομοφυλόφιλη, η οποία από το πρώτο μήνα, έφερε σπίτι τον φίλο της και κόμπαζε συνέχεια σε όλους για το πόσο άντρας ήταν.

Δεν την ένοιαζε αν εγώ στενοχωριόμουν που έβλεπα να καμαρώνει για έναν άλλο στα μούτρα μου μπροστά, ούτε αν για μένα, πατέρας ήταν ένας. Την ένοιαζε να υψώνει τον αρρενωπό γκόμενο σαν λάφυρο για να δείχνει στο περιβάλλον της ότι δεν έφταιγε αυτή που παντρεύτηκε π@στη. Μιλάμε για κόμπλεξ. Θεός σχωρέστη…

Όταν τελείωσα το Πανεπιστήμιο, ο πατέρας μου έκατσε και μου τα εξήγησε όλα. Είχε καταλάβει από πρίν το γάμο πως ήταν ομοφυλόφιλος αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ήταν μόλις 20 και νόμιζε πως απλά πειραματιζόταν. Κατάλαβε όταν πήγε πρώτη φορά με κάποιο συγγενή μας και αμέσως ζήτησε διαζύγιο λέγοντας την αλήθεια στη μάνα μου.

Όταν πέθανε η μάνα μου και με πήρε κοντά του, είχε μια μακροχρόνια σχέση με κάποιον από τη δουλειά του αλλά χώρισε γιατί μόλις αυτός έμαθε πως θα με μεγάλωνε ο πατέρας μου, αντέδρασε άσχημα.

Μετά υπήρχαν διάφοροι στη ζωή του πολύ περιστασιακοί σύντροφοι αλλά κανείς δεν ήταν έτοιμος να αγαπήσει το παιδί του, στον κύκλο τους τότε οι ομοφυλόφιλοι δεν μεγάλωναν παιδιά παρά μόνο αν κρύβονταν μέσα στο γάμο. Έτσι ο πατέρας μου δεν ξαναέφτιαξε τη ζωή του.

Όταν τον ρώτησα αν τον πλήγωναν τα σχόλια του κόσμου και πώς κατάφερνε να τα διαχειρίζεται, μου είπε πως δεν τον πλήγωναν για εκείνον αλλά για εμένα, για να μην μάθω την αλήθεια μισή και με άσχημο τρόπο.

Ο πατέρας μου παρά το στίγμα και το ρατσισμό που δέχτηκε, ήταν ακέραιος απέναντί μου, πιο straight και από straight. Πέθανε πέρσι από ανακοπή και στη κηδεία ήρθε μόνο ο νονός μου. Τότε έμαθα πως ο άντρας, ο συγγενής που μου είχε πει ότι είχε πάει για πρώτη φορά και είχε ανακαλύψει τη ταυτότητά του, ήταν ο νονός μου.

Παραδόξως δεν ένιωθα προδομένη.  Ο πατέρας μου με μεγάλωσε με τόσες αρχές, αξίες και γλυκύτητα που δεν θα μπορούσα ποτέ να στραφώ εναντίον του ή εναντίον των επιλογών του. Λάθος του που παντρεύτηκε χωρίς να δώσει σημασία στις σεξουαλικές του ορμές ή επιλογές όπως θέλετε πείτε το, αλλά ποιά είμαι εγώ που θα τον κρίνω τη στιγμή που με μεγάλωσε με τόση αυτοθυσία και αγάπη;

Σε λίγους μήνες γεννάω και θα δώσω στο γιο μου, το όνομά του. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να τιμήσω έναν πατέρα που παρά τις προσωπικές του επιλογές, στάθηκε βραχος δίπλα μου. Τις μεγαλύτερες π@στιές στη ζωή, μου τις έκαναν άνθρωποι που δηλώναν straight!

Κάτια

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο φόρουμ του singleparent.gr

“Με λένε Έφη και με μεγάλωσε ο πατέρας μου”

0

Καλησπέρα σας και χίλια μπράβο στη σελίδα σας. Τη διαβάζω με ενδιαφέρον και πολλές φορές με στενοχώρια γιατί πράγματι οι περισσότεροι μπαμπάδες είναι αδιάφοροι. Εγώ σήμερα θα σας μιλήσω για τον δικό μου μπαμπά που είναι η εξαίρεση. Είναι αυτός που με μεγάλωσε που αφιέρωσε όλη του τη ζωή για να με κάνει ολόκληρη κοπέλα και που λίγες εβδομάδες μετά τον γάμο μου, έφυγε από τη ζωή.

Τη μητέρα μου δεν τη θυμάμαι καλά. Θυμάμαι μόνο πόσο στενοχωρημένος ήταν ο πατέρας μου, όταν μας εγκατέλειψε. Ήμουν 5 χρονών τότε και είχε γίνει σούσουρο στη γειτονιά, ο πατέρας μου έκανε ένα μήνα να  βγεί από το σπίτι.

Ερχόντουσαν οι αδερφές του, μας έφερναν φαγητό και μας φρόντιζαν και ύστερα κλείνονταν στο σαλόνι και μιλούσαν για την «καταραμένη σα δε ντρέπεται, μάνα είναι αυτή που αφήνει το παιδί της;». Είναι ασυνήθιστο και εξωφρενικό να αφήνει μια μητέρα το παιδί της και το καταλαβαίνω σήμερα που είμαι κι εγώ μητέρα. Ο καλός μου ο μπαμπάς όμως ό,τι κι αν έλεγαν οι αδερφές του, ό,τι κι αν έλεγε ο κόσμος, με όσο οίκτο κι αν τον κοιτούσαν δεν μίλησε ποτέ άσχημα για τη μητέρα μου. Ποτέ.

Κι έγινα όλος του ο κόσμος. Εκείνος με πήγε πρώτη φορά σχολείο και για μια εβδομάδα καθόταν στο προαύλιο από την αρχή μέχρι το τέλος του μαθήματος, για να μην νιώσω μόνη. Εκείνος πήγε σε παιδοψυχολόγο κρυφά από τους φίλους και τους συγγενείς και ρωτούσε πώς να μου φερθεί και τι να κάνει, σε μια εποχή που οι ψυχολόγοι ήταν λίγοι και όποιος πήγαινε θεωρούνταν τρελός.

Εκείνος με έμαθε να γράφω και να διαβάζω, εκείνος μου σκούπισε τα δάκρυα όλα τα βράδια που ζητούσα τη μητέρα μου, εκείνος κοιμήθηκε στο προσκεφάλι μου όταν ψηνόμουν από τον πυρετό, εκείνος με έτρεξε στο Παίδων όταν με χτύπησε αυτοκίνητο, εκείνος ρωτούσε τους δασκάλους και έπαιρνε τους βαθμούς μου.

Σ’ εκείνον έτρεξα όταν μου ήρθε περίοδος και ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα να λέει «Δεν είναι εδώ και η μητέρα σου, τι να σου πω εγώ» και έβαλε την αδερφή του να μου μιλήσει για το σεξ γιατί ντρεπόταν. Γιατί ήμουν πάντα το μικρό του κοριτσάκι.

Κι όταν πήγα στο Γυμνάσιο κι ύστερα στο Λύκειο έκανε δυο δουλειές για να μαζέψει λεφτά για τις σπουδές μου. Κι όταν έδωσα Πανελλήνιες και πέρασα στη Θεσσαλονίκη, εκείνος έτρεχε πίσω από το τρένο μέχρι και το τελευταίο λεπτό που μπορούσε να με δεί από το παράθυρο και φώναζε «Πάρε με τηλέφωνο, μην με ξεχάσεις».

Εκείνος με έπαιρνε κάθε βράδυ και με ρωτούσε αν είμαι καλά και πώς ήταν η μέρα μου. Εκείνος μου έκανε αστεία και με ρωτούσε αν γνώρισα κανέναν και «μην τυχόν γυρίσεις έγκυος κακομοίρα μου εγώ τρίτη δουλειά δεν πιάνω». Εκείνος μου έστελνε χρήματα και κάθε μέρα μου έλεγε να παραιτηθώ από τη καφετέρια που πήγαινα τα απογεύματα, γιατί δεν χρειαζόταν να δουλεύω είχαμε λεφτά έλεγε κι ας είχε 5 χρόνια να αγοράσει παντελόνι. Ο καλός μου ο μπαμπάς.

Για τη μητέρα μου δεν ρώτησα ποτέ. Δεν τη μισούσα γιατί ένιωθα πως δεν τη γνώρισα. Πώς να μισήσεις κάποιον που δεν γνωρίζεις; Έβλεπα όμως τον πατέρα μου, κάτι Σαββατόβραδα να πίνει ένα ποτηράκι και να σκέφτεται.

Και δεν ήμουν στο μυαλό του αλλά ήξερα ότι σκεφτόταν εκείνη. Εγώ στη θέση του θα ούρλιαζα, θα έβριζα, θα καταριόμουν, θα τα έσπαγα όλα. Αλλά εκείνος έκλαιγε βουβά, έκλαιγε μέσα του για να μπορεί να μεγαλώσει εμένα. Για να μην κλαίω εγώ.

Έφτασα 30 γνώρισα τον άντρα μου παντρεύτηκα. Ο πατέρας μου, 25 χρόνια μόνος, χωρίς σύντροφο και φίλους, είχε αφιερώσει σε μένα όλη του τη ζωή.

Την ημέρα του γάμου μου δεν σταμάτησε να κλαίει και τον πρώτο χορό του ζευγαριού, ο άντρας μου τον παραχώρησε στον πατέρα μου γιατί ,όπως του είπε, εκείνος τον άξιζε περισσότερο απ’ όλους τους άντρες της ζωής μου. Κι έτσι τον πρώτο μου χορό σαν νύφη, τον χόρεψα μαζί του και έκλαιγε στην αγκαλιά μου σαν μικρό παιδί.

Ένα μήνα μετά πέθανε από ανακοπή. Λες και μόλις μεγάλωσα και έφυγα για να κάνω τη δική μου οικογένεια, ο σκοπός της ζωής του είχε τελειώσει. Μπαμπά μου θέλω να σου πω πόσο σε ευχαριστώ και πόσο δεν σου άξιζε-εσύ ένας τέτοιος άνθρωπος- να μείνεις μόνος στη ζωή.

Πόσο σε ευγνωμονώ και πόσο σ’ αγαπώ που στάθηκες δίπλα μου, πιο μπαμπάς απ’ τους μπαμπάδες. Δεν μπορώ να σε φέρω πίσω, και δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να μεγαλώσω το δικό μου παιδί όπως μεγάλωσες εσύ εμένα. Μπορώ όμως να σου υποσχεθώ ότι θα κάνω τα πάντα για να μην γίνω η μητέρα μου. Γιατί ξέρω πόσο πληγώθηκες κι ας μην το είπες ποτέ…

Το συννΕΦάκι σου (έτσι όπως με έλεγες…)

Το άρθρο αυτό αναρτήθηκε στο φόρουμ του singleparent.gr

“Με βλέπει η Αλίκη Βουγιουκλάκη, θυμώνει και με έβαψαν μελαχρινή”

0

“Σας έχω πει ότι στις ταινίες μου άλλη ξανθιά δεν θα παίξει ποτέ! Η ξανθιά των ταινιών μου θα είμαι εγώ! Βάψτε την”!

Η Μαρία Ιωαννίδου, με αφορμή τη συμμετοχή της στην παράσταση «Μαριχουάνα Stop», εξομολογήθηκε για παλιές ιστορίες του ελληνικού κινηματογράφου, στην εκπομπή Ελένη και τον Κωνσταντίνο Αρκά. Αρχικά, αποκάλυψε: «Η Ρένα ήταν δύσκολη. Έχω φάει καρπαζιά από τη Ρένα Βλαχοπούλου γιατί δεν ήμουν συνεπής, σαν παιδί κι εγώ που ήμουνα».

Στη συνέχεια, η Μαρία Ιωαννίδου μίλησε για την εμπειρία της από την Αλίκη Βουγιουκλάκη: «Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη είχα πολύ καλές σχέσεις. Έπαιξα σε μία μόνο ταινία, ήμουν μαθήτρια ακόμα, στο Πιο Λαμπρό Αστέρι. Εγώ ήμουν καστανή τότε. Με βοηθάει ο Σειληνός και οι άλλοι που με πίστευαν, να κάνω την αρραβωνιαστικιά του Παπαμιχαήλ. Με βλέπει η Αλίκη, θυμώνει και ακούω στο καμαρίνι να λέει στον Καραγιάννη: «Σας έχω πει ότι στις ταινίες μου άλλη ξανθιά δεν θα παίξει ποτέ! Η ξανθιά των ταινιών μου θα είμαι εγώ! Βάψτε την»! Και με βάφουν καταμελάχρινη που δεν μου πηγαίνει καθόλου. Κλάματα εγώ! Ήταν σκληρή επαγγελματίας γι’ αυτό έκανε τόσο μεγάλη καριέρα».

“Μαμά, κάποιος σε χρειάζεται”. Μια ιστορία για τη μητρότητα που συγκινεί

0

Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει την φράση ‘Τα παιδιά είναι το πιο υπέροχο πράγμα στον κόσμο’ ; Ωστόσο, μερικές φορές όταν το μικρό σου αποφασίζει να βάψει ξανά τον τοίχο ή να ‘εγχειρήσει την γάτα ξανά ή να κάνει κάτι άλλο από αυτά που κάνει καθημερινά και σας τρελαίνει, δεν μπορείτε να αποφύγετε το συναίσθημα ότι θέλετε να τρέξετε μακριά σε κάποιο έρημο νησί για να βρείτε λίγη ηρεμία.  Αλλά ξανά και ξανά το συγχωρείτε για όλα όσα σε κάνουν να περνάς.

Αν κάτι από τα παραπάνω σας φαίνεται γνωστό τότε σας συστήνουμε να διαβάσετε την παρακάτω συγκινητική ιστορία που γράφτηκε από την Megan Morton, μητέρα 3 παιδιών. Βάζει σε λέξεις ακριβώς αυτό που όλοι σκέφτονται όταν οι προκλήσεις του να είσαι γονιός γίνονται πολλές.

‘Από τότε που φέραμε την κόρη μας σπίτι, τα  μεγαλύτερα αδέρφια της ήταν τα πρώτα που μου φώναζαν όταν αυτή έκλαιγε ή μύριζε ύποπτα. ‘Κάποιος σε χρειάζεται’ μου έλεγαν. Δεν ξέρω πως άρχισε αυτό αλλά στην αρχή με εκνεύριζε. Μόλις πήγαινα να ευχαριστηθώ το μπάνιο μου … ‘Μαμά κάποιος σε χρειάζεται. Το μωρό κλαίει.’ Ή, μόλις καθόμουν και ήξερα ότι σε λίγο το μωρό θα ξυπνούσε… ‘Μαμά, κάποιος σε χρειάζεται!’

Δεν χρειάζεται να πω ότι το μωρό δεν ήθελε πολλά σε σχέση με τα άλλα δυο παιδιά. Κάποιος πάντα ήθελε ένα σνακ ή ένα τσιρότο ή μια κάλτσα, παγάκια στο νερό, μια αγκαλιά, μια ιστορία, ένα φιλί. Κάποιες μέρες δεν είχαν τέλος. Τότε ξαφνικά μου ήρθε η ιδέα και κατάλαβα. Αυτά χρειάζονταν ΕΜΕΝΑ. Κανέναν άλλο. Κανένα άλλο πρόσωπο πάνω στην γη. Χρειάζονταν τη μαμά τους.

Όσο πιο γρήγορα  αποδεχτώ το γεγονός ότι το να είμαι μαμά σημαίνει ότι ποτέ δεν παύω να έχω αυτόν τον ρόλο, τόσο πιο γρήγορα θα ηρεμήσω. Το ότι είμαι μαμά είναι μεγάλο καθήκον, τιμή και προνόμιο. Σημαίνει ότι είμαι εκεί όταν κάποιος  με χρειαστεί, νύχτα και μέρα. Μαμά είναι να βάζεις το μωρό για ύπνο αφού το ταΐσεις  στις 4 το πρωί, όταν το τρίχρονο  ξυπνάει την νύχτα από εφιάλτες εσύ να το αποκοιμίζεις και να επιβιώνεις με καφέ και ότι περίσσεψε από φαγητό.   

Μαμά σημαίνει να μην έχεις μπορέσει να κάνεις μια πραγματική συζήτηση με τον άνδρα σου για εβδομάδες. Σημαίνει να βάζεις τις ανάγκες τους πάνω από τις δικές σου, χωρίς καν να το σκεφτείς. Μαμά σημαίνει ότι το σώμα σου είναι γεμάτο κούραση αλλά η καρδιά σου γεμάτη αγάπη.

Είμαι σίγουρη πως θα έρθει μια μέρα που δεν θα είμαι αναγκαία σε κανένα. Τα μωρά μου θα έχουν φύγει και θα κάνουν την δική τους ζωή. Ίσως να κάθομαι σε κάποιο καθιστικό κάποιου γηροκομείου και να παρακολουθώ το σώμα μου να καταπέφτει. Δεν θα με χρειάζεται κανείς τότε. Ίσως και να είμαι βάρος. Σίγουρα θα έρθουν να με επισκεφτούν αλλά τα χέρια μου δεν θα είναι πια το καταφύγιό τους. Τα φιλιά μου δεν θα είναι πια η γιατριά τους. Δεν θα υπάρχουν πια λασπωμένα μποτάκια να καθαριστούν ούτε ζώνη για να ασφαλίσεις στο αυτοκίνητο. Θα έχω διαβάσει την τελευταία ιστορία μου, για έβδομη φορά στην σειρά. Δεν θα υπάρχουν πια τσάντες να φτιάξω η να αδειάζω Είμαι σίγουρη ότι η καρδιά μου θα θέλει να ακούσει ξανά τις φωνούλες τους να λένε ‘ Μαμά, κάποιος σε χρειάζεται’.

Έτσι για τώρα, βρίσκω ομορφιά στις 4 το πρωί να ταΐζω το μωρό. Να σκαρφαλώνουμε με τα παιδιά στην φωλιά μας  πάνω στο γυμνό δέντρο του κήπου  και να παρακολουθούμε τις νιφάδες του χιονιού καθώς πέφτουν.

Και είμαι εγώ με το μωρό μου, η γειτονιά είναι σκοτεινή και ασάλευτη. Είμαστε μόνες και βλέπουμε το χλωμό φεγγάρι να ανατέλλει και τις σκιές να χορεύουν στο δωμάτιο. Μόνο εμείς ακούμε την κουκουβάγια μακριά. Τυλιγόμαστε στην κουβέρτα και την κουνάω για να κοιμηθεί.

Είναι 4 το πρωί, είμαι πολύ κουρασμένη  αλλά δεν πειράζει γιατί με χρειάζεται. Μόνο εμένα. Και ίσως εγώ αυτήν. Γιατί αυτή με κάνει μαμά.

Κάποια μέρα θα κοιμάται όλη  νύχτα. Κάποια μέρα θα κάθομαι στην αναπηρική καρέκλα, η αγκαλιά μου άδεια, και θα ονειρεύομαι αυτές τις ήσυχες νύχτες στο παιδικό δωμάτιο. Όταν με χρειαζόταν και ήμασταν οι μόνοι δυο άνθρωποι πάνω στη γη.

Μπορώ να το απολαμβάνω που είμαι αναγκαία; Μερικές φορές, σίγουρα, αλλά συχνά είναι κουραστικό. Είναι εξουθενωτικό. Αλλά δεν γίνεται για να είναι απολαυστικό. Είναι καθήκον. Είναι μια κατάσταση που επιθυμούσα πολύ, πριν καν να το είχα καταλάβει.

Μέσα σε ένα σαββατοκύριακο, ο άνδρας μου δεν πίστευε πόσες φορές τα αγόρια μας έλεγαν ‘μαμά, μαμά,μαμά’! Με ρωτούσε γεμάτος τρόμο και συμπάθεια, ‘Έτσι κάνουν συνέχεια;’ ‘ Ναι! Όλη μέρα. Κάθε μέρα. Αυτή είναι η δουλειά μου.’ Και πρέπει να το παραδεχτώ ότι είναι η σκληρότερη δουλειά που είχα ποτέ.

Παλαιότερα ήμουν μάνατζερ σε ένα μεγάλο εστιατόριο στην Φλόριντα. Η σκληρή δουλειά και το ωράριο όλη μέρα είναι  παιχνιδάκι μπροστά σε μωρά που δεν λέει να  κλείσει το μάτι τους.

Μια φορά και έναν καιρό, είχα χρόνο για τον εαυτό μου. Τώρα τα δάχτυλα των ποδιών μου χρειάζονται λίγη ξεκούραση. Το σίδερο για τις μπούκλες μπορεί να μην λειτουργεί πια, δεν ξέρω. Δεν μπορώ να κάνω ντους χωρίς θεατές και έχω αρχίσει να βάζω κρέμα ματιών. Κανείς δεν μου στέλνει κάρτα πια. Η απόδειξη της μητρότητας. Η απόδειξη ότι κάποιος με χρειάζεται. Όπως χτες βράδυ…

 

Στις 3 το πρωί ακούω μικρά βήματα στο δωμάτιο μου. Μένω ακίνητη, σχεδόν χωρίς να αναπνέω. Ίσως θα γυρίσει στο δωμάτιό του. Ναι, καλά.

‘Μαμά.’

‘Μαμά.’ Λίγο πιο δυνατά.

‘Ναι’. Ψιθυρίζω.

Σταματά, τα μεγάλα μάτια του έλαμπαν στο λιγοστό φως.

‘Σ’ αγαπώ.’

Και εξαφανίστηκε πίσω στο δωμάτιό του. Αλλά τα λόγια του αιωρούνταν ακόμη στον νυχτερινό, κρύο αέρα. Εάν μπορούσα να τα αρπάξω και να τα αγκαλιάσω στο στήθος μου! Η απαλή φωνή του να ψιθυρίζει την καλύτερη φράση του κόσμου. Σε αγαπώ.

Ένα χαμόγελο σχηματίζεται  στα χείλη μου και εκπνέω αργά, σχεδόν με τον φόβο ότι θα χαθεί η εικόνα. Πέφτω ξανά για ύπνο και αφήνω τις λέξεις του να καθίσουν στην καρδιά μου.

Κάποια μέρα το μικρό αγόρι θα γίνει μεγάλος άνδρας. Δεν θα υπάρχουν πια γλυκιές λέξεις που να μου ψιθυρίζονται  τις νύχτες. Μόνο το ροχαλητό του άνδρα μου. Θα κοιμάμαι ήσυχα την νύχτα και δεν θα ανησυχώ ότι κάποιο παιδί είναι άρρωστο ή το μωρό κλαίει. Δεν θα είναι παρά μια ανάμνηση. Αυτά τα χρόνια που σε έχουν ανάγκη είναι εξουθενωτικά αλλά φεύγουν γρήγορα. Θα πρέπει να σταματήσω να σκέφτομαι ότι ‘μια μέρα’, όταν τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα.
Γιατί η αλήθεια είναι πως ίσως είναι ευκολότερα αλλά δεν θα είναι ποτέ καλύτερα από τώρα. Τώρα, που είμαι γεμάτη μύξα μωρού. Τώρα που λατρεύω αυτά τα παχουλά χεράκια που τυλίγονται γύρω από τον λαιμό μου. Τώρα είναι το τέλειο. ‘Μια μέρα’ θα κάνω πεντικούρ και ντους μόνη. ‘Μια μέρα’ θα πάρω τον εαυτό μου πίσω. Αλλά σήμερα τον χαρίζω και είμαι κουρασμένη και βρώμικη και με αγαπούν ΤΟΣΟ πολύ και πρέπει να φύγω. Κάποιος με χρειάζεται.’