Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
διάφοραΌλο αγόραζα καρδιά μου και ποτέ δεν νοίκιαζα

Όλο αγόραζα καρδιά μου και ποτέ δεν νοίκιαζα

Σε εσάς που κάνετε τον κόπο να διαβάσετε αυτό το κείμενο, θα ήθελα να συστηθώ.

Λέγομαι Αναστασία. Είμαι μέσης ηλικίας, παντρεμένη με δύο παιδιά, σύζυγο, οικογενειακό αυτοκίνητο, σπίτι προίκα από τους γονείς και εξοχικό στο χωριό.

Είμαι μια τυπική, συνηθισμένη γυναίκα. Τίποτα το ιδιαίτερο.

Ούτε και έχω συγκλονιστικές ιστορίες να διηγηθώ. Ο έως τώρα βίος μου ήταν επίπεδος, λείος, χωρίς κακοτράχαλους δρόμους και άσχημους καιρούς.

Τους απέφευγα τους άσχημους καιρούς και τα δύσκολα ταξίδια.

Κοιτούσα τον ουρανό κι αν έβλεπα να έρχεται βροχή, κλεινόμουν μέσα για να μη βραχώ. Ήταν πιο ασφαλές.

Νομίζω ότι έτσι επέλεξα να ζω.

Δεν είμαι όμως και σίγουρη. Μπορεί και να είχε επιλέξει η ίδια η ζωή για μένα πριν ακόμα γεννηθώ.

Όσο μεγαλώνω, μου φαίνεται ότι, τελικά, λίγα είναι αυτά που εγώ ορίζω.

Όλοι με λένε τυχερή. Τα πάντα έχω, τίποτα δεν μου λείπει.

Κι εγώ ντρέπομαι να ξεστομίσω πως όσα «έχω» με «έχουν» εκείνα. Είναι τα λουκέτα στις αλυσίδες που μόνη μου έβαλα στον εαυτό μου.

Για να σας δώσω να καταλάβετε καλύτερα, τα πράγματα έχουν ως εξής:

Ποτέ μου δεν νοίκιασα τίποτα. Δεν χρειάστηκε.

Σπούδασα στην πόλη μου, μπήκα στο δημόσιο, οι γονείς μου, μού έδωσαν σπίτι.

Αυτόν το βίο τον επίπεδο τον διήγα ως ιδιοκτήτρια, ποτέ ως νοικάρισσα.

Μου προσφέρθηκε μονιμότητα. Δείλιασα να την αρνηθώ. Ήταν πιο ασφαλές…

Και τις αγάπες μου, έτσι τις γύρεψα. Δεμένες με ισόβιο συμβόλαιο.

Τον πρώτο που προσφέρθηκε να το υπογράψει, τον παντρεύτηκα.

Ναι, δεν νοίκιασα ποτέ. Ήμουν ευτυχής γι’ αυτό. Κανείς δεν σε πετάει από την ιδιοκτησία σου.

Όμως, να! Τώρα, εκεί, στα μισά της ζωής μου, η καρδιά μου ώρες-ώρες φτερουγίζει σαν τρελή, τόσο που νομίζω ότι προσπαθεί να με εγκαταλείψει, να βγει από το σώμα μου και να με αφήσει αγκαλιά με τα ιδιόκτητα αγαθά και τα συμβόλαιά μου.

Κρίσεις πανικού, μου είπαν οι γιατροί. Άγχος.

Δεν τους πιστεύω. Η καρδιά μου απλώς αγωνίζεται να πετάξει, αυτό είναι όλο.

Έχει ξεκινήσει πόλεμο με το σώμα που τη φιλοξενεί και σέρνεται μαλθακό μέσα στη νοσηρότητα της μονιμότητας που αναπνέει.

Σιχάθηκε η καρδιά μου την ιδιοκτησία, θέλει να ζήσει στο ενοίκιο.

Να νιώσει πώς είναι να ζεις με την επιλογή να φύγεις όποτε θες. Να μπορείς να φορτώσεις την περιουσία σου σε ένα φορτηγό και να την περιφέρεις.

Τη ζυγιάζεις καλύτερα έτσι, ανακαλύπτεις πόσο αντέχει στους κραδασμούς.

Κρατάς και τα απολύτως απαραίτητα, πετάς τη σαβούρα γιατί είναι βάρος και δεν μπορείς να γυρνάς φορτωμένη με άχρηστα πράγματα.

Γι’ αυτό φτερουγίζει η καρδιά μου. Χρειάζεται να κάνει ταξίδια, χρειάζεται να βγει στη βροχή. Πασχίζει να βρει την έξοδο.

Κι εγώ χρειάζομαι να κάνω ταξίδια και να βραχώ…

Μόνο που όταν έπρεπε, δεν κατάλαβα ότι η ζωή μου με έχει νοικιάσει εκείνη. Κι όποια ώρα θέλει με πετάει έξω.

Το κατάλαβα αργά, πολύ αργά.

Τότε, όλο αγόραζα, ποτέ δεν νοίκιαζα.

Τώρα όμως, δεν μπορώ να πουλήσω την περιουσία μου. Δεν την αγοράζει κανείς!

Κι όταν λήξει το συμβόλαιο και η ζωή με πετάξει έξω, φοβάμαι ότι δεν θα έχω κάνει κανένα ταξίδι.

Ούτε θα έχω βγει στη βροχή. Θα είμαι στεγνή, ασφαλής και χωρίς καρδιά.

Αυτή θα έχει πεθάνει ψάχνοντας την έξοδο από τους τοίχους που αγόρασα.

Πηγή

Τα πιο σημαντικά