Ακόμα κι αν αγαπάμε πραγματικά τα αδέρφια μας, υπάρχουν στιγμές που θα κάνουν κάτι που θα μας εκνευρίσει. Ο θυμός που νιώθουμε εκείνη τη στιγμή, συνήθως μερικά λεπτά αργότερα εξαφανίζεται. Υπάρχουν περιπτώσεις όμως που αυτός ο θυμός παραμένει και εξελίσσεται σε μια διαμάχη που μπορεί να κρατήσει μέρες, μήνες, ακόμη και χρόνια.
Αν έχετε αδέρφια η ιστορία που θα διαβάσετε στη συνέχεια μπορεί να σας φανεί οικεία. Αλλά να θυμάστε: Η συγχώρεση είναι το μυστικό.
Δύο αδέλφια, τα οποία ζούσαν σε διπλανά αγροκτήματα, κάποια στιγμή για μια ασήμαντη αφορμή μάλωσαν. Ήταν το πρώτο ρήγμα στη σχέση τους έπειτα από 40 χρόνια στα οποία ζούσαν αρμονικά ο ένας δίπλα από τον άλλον.
Όλα αυτά τα χρόνια μοιράζονταν τα γεωργικά τους μηχανήματα, βοηθούσε ο ένας τον άλλον και έτρωγαν τις Κυριακές παρέα μαζί με τις οικογένειες τους. Πότε στο σπίτι του ενός και πότε στο σπίτι του άλλου.
Η παρεξήγηση τους όμως εκείνη τη μέρα, για μια ασήμαντη αφορμή, εξελίχθηκε σε έναν άγριο καυγά κατά τη διάρκεια του οποίου ειπώθηκαν πολύ άσχημες κουβέντες. Ακολούθησαν πολλές εβδομάδες σιωπής. Τα αδέρφια δεν μίλαγαν πια ο ένας στον άλλον. Προσπαθούσαν να μην συναντιούνται καν στο δρόμο ή στη πόλη.
Ένα πρωί κάποιος χτύπησε τη πόρτα του μεγαλύτερου αδερφού.
Εκείνος άνοιξε και είδε έναν άντρα. «Είμαι ξυλουργός και ψάχνω για δουλειά λίγων ημερών», του είπε. “Μήπως έχετε κάτι που θα μπορούσα να το φτιάξω;”
“Ναι”, του απάντησε αυτός. “Έχω μια δουλειά για σένα”.
«Βλέπεις αυτό το σπίτι απέναντι; Είναι ο γείτονάς μου. Για την ακρίβεια είναι ο μικρότερος αδερφός μου. Τον περασμένο μήνα ανάμεσα στα σπίτια μας υπήρχε ένα λιβάδι. Αυτός όμως πήρε μια μπουλντόζα και έσκαψε ένα βαθύ αυλάκι που με τις βροχές έγινε ποταμάκι. Μπορεί λοιπόν αυτός να έσκαψε αυλάκι, εγώ σκέφτηκα να κάνω κάτι ακόμα καλύτερο”.
“Δίπλα στο στάβλο έχω πολλά ξύλα. Θέλω να τα πάρεις και να μου φτιάξεις ένα φράχτη τρία μέτρα ψηλό. Δεν θέλω να βλέπω ούτε το σπίτι του αλλά ούτε και το πρόσωπο του πια”.
“Νομίζω ότι κατάλαβα τι θέλεις. Δείξε μου τα ξύλα, το πριόνι και τις πρόκες και θα σου φτιάξω αυτό ακριβώς που χρειάζεσαι”.
Την επόμενη μέρα ο μεγαλύτερος αδελφός έπρεπε να πάει στην πόλη. Πριν φύγει, ετοίμασε όλα όσα χρειάζονταν ο ξυλουργός και τον αποχαιρέτησε ικανοποιημένος για αυτό που θα αντίκριζε το βράδυ.
Ο ξυλουργός εργάστηκε σκληρά όλη την ημέρα. Όταν με τη δύση του ηλίου ο μεγάλος αδερφός επέστρεψε, ο ξυλουργός είχε πια τελειώσει.
Τα μάτια του αγρότη μόλις αντίκρισε αυτό που έφτιαξε ο ξυλουργός άνοιξαν διάπλατα. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
Ο ξυλουργός δεν είχε φτιάξει φράχτη.. Έφτιαξε γέφυρα. Μια γέφυρα που ξεκινούσε από το χωράφι του, πέρναγε πάνω από το αυλάκι και κατέληγε στο χωράφι του αδερφού του.
Την στιγμή που την κοίταζε αποσβολωμένος, είδε τον αδερφό του να πλησιάζει χαμογελαστός προς το μέρος του με τεντωμένα τα χέρια.
“Αδερφέ μου δεν ξέρω τι να πω. Μετά από όλα αυτά που είπα και όλα αυτά που σου έκανα, εσύ έφτιαξες μια γέφυρα”, του φώναξε.
Τα δύο αδέλφια συναντήθηκαν στη μέση της γέφυρας και αγκαλιάστηκαν σφιχτά συγκινημένοι.
Όταν ο μεγάλος αδερφός γύρισε για να ευχαριστήσει τον ξυλουργό, τον είδε να μαζεύει τα πράγματα του.
“Όχι περίμενε”, του φώναξε. “Θέλω να μου κάνεις και άλλες δουλειές”.
“Θα ήθελα πολύ να μείνω”, του απάντησε ο ξυλουργός. “Αλλά έχω πάρα πολλές ακόμη γέφυρες να φτιάξω”.