Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2024
ΕλλάδαMasterchef: Φάγαμε στα εστιατόρια των τριών κριτών - Ένας μόνο θα πέρναγε...

Masterchef: Φάγαμε στα εστιατόρια των τριών κριτών – Ένας μόνο θα πέρναγε στην επόμενη φάση

Με το που θα φύγει ο Άη Βασίλης κι οι Γιορτές, έρχονται – εδώ και κάμποσα χρόνια ανελλιπώς – οι Τρεις Μάγοι της εστίασης στη «φάτνη» του Star περιμένοντας τη γέννηση του επόμενου MasterChef

Και μέχρι να αποδοθούν τα δώρα στον ετήσιο μεσσία της γαστρονομίας, παρακολουθούν, όσοι παρακολουθούν την διαδικασία των ειδικών, των χρισμένων από το τηλεοπτικό σύστημα ως ειδικοί, για την ανακάλυψη του ταλέντου, που θα εισβάλλει στον τραχύ και δύσβατο χώρο της εστίασης.

Κι ερχόμαστε στους Μάγους, τους επαΐοντες, τους εξπέρ των μυστικών της μαγειρικής, της υψηλής τέχνης της μαγειρικής, που κρίνουν και αποφασίζουν και στο τέλος υποδεικνύουν τον επόμενο διάδοχό τους να πούμε; Όχι ακριβώς… Για να φθάσεις στα σύννεφά τους, πρέπει να ματώσεις χέρια και ψυχή, να σχίσεις γόνατα στις ζούγκλες της κουζίνας, να στεγνώσεις τον συναισθηματικό σου κόσμο πάνω από τσουκάλια που ατμίζουν όνειρα και κάτω από απαιτητικούς – αγενείς πολλές φορές – πελάτες, που μυρίζουν οίηση και αλαζονεία. Εμ, έτσι εύκολο είναι; Με ένα παιχνίδι γίνεσαι MasterChef; Δεν γίνεσαι!

Ο Πάνος Ιωαννίδης, ο Λεωνίδας Κουτσόπουλος και ο Σωτήρης Κοντιζάς είναι το δίχως άλλο πλέον, Chef καταξιωμένοι, επιτυχημένοι επαγγελματικά και απόλυτα αναγνωρίσιμοι, λόγω τηλεοπτικής δημοσιότητας.

Και επίσης – να τα λέμε κι αυτά – οι Τρεις του Masterchef είναι συμπαθείς στο κοινό, που απεχθάνεται την έπαρση και την υπεροψία. Το σκληρό και απαιτητικό κοινό θέλει «δικούς του» ανθρώπους να μπαίνουν στο σπίτι του και οι τρεις κριτές είναι πια οι «δικοί του» συγγενείς που τους παρακολουθεί να επαινούν ή να επιτιμούν τους νέους που θέλουν να τους μοιάσουν.

Αυτά ως πρόλογος. Κάτι σαν ορεκτικό, να πούμε. Στο κυρίως μενού του θέματος τώρα: Θέλαμε να γίνουμε κι εμείς για μια φορά κριτές για τους Κριτές. Να γευτούμε τις δημιουργίες τους, να επισκεφτούμε τους χώρους τους και στο τέλος να πούμε «πάμε να βαθμολογήσουμε;», όπως λένε κι εκείνοι με σεμνότητα και ευπρέπεια στους τρομαγμένους «μαθητές» τους.
Κι έτσι, σεμνά και ταπεινά, χωρίς ιδιοτέλεια, επισκεφτήκαμε τα εστιατόριά τους, βγάλαμε τη βαθμολογία μας και κρίναμε, όπως θα έκριναν κι εκείνοι την προσπάθεια των επίδοξων διαδόχων τους. Πάμε λοιπόν.

NOLAN: Ξεχάσαμε τι φάγαμε…

Πρώτη επίσκεψη στο NOLAN του Σωτήρη Κοντιζά. Μαγαζί γωνία (και μεταφορικά και κυριολεκτικά) με ιδιαίτερο μενού, ξεχωριστή προσωπικότητα και φανατικούς ακολούθους… Λοιπόν, ήταν Σάββατο 19 Ιουνίου, μήνας ήταν δεν ήταν από τη σκληρή καραντίνα και ο κόσμος ξεχυνόταν σαν τα μυρμήγκια, που ένα άπονο πόδι τους κλώτσησε τη φωλιά.

ca9a9241 2252 4cf3 abf6 187c877aa6d7

Το παλέψαμε μέρες πολλές για κλείσουμε θέση στο μικρό, αλλά γουστόζικο μαγαζί της οδού Βουλής και στο τέλος το πετύχαμε. Ούτε στο (πάλαι ποτέ) El Bulli τέτοια αγωνία για να βρούμε τραπέζι…
Και καθίσαμε και φάγαμε. Απλά κι ωραία. Και ούτε ειδικοί είμαστε επί των γαστρονομικών όρων και της σημειολογίας της υψηλής γαστρονομίας, ούτε αυστηροί κριτές που ήρθαν με το φρύδι σηκωμένο και με τον ουρανίσκο να στάζει κοκορέτσι και φρυγαδέλι και που πάσχισαν να εξαγνιστούν με λάδι τρούφας και αυγοτάραχο… Μας αρέσει το καλό φαγητό και ως απλοί και ανειδίκευτοί και κυρίως άδολοι πελάτες το αντιμετωπίζουμε.
Λοιπόν πήραμε: Ψωμάκια ατμού με χοιρινά μάγουλα (αδιάφορο), μοσχίδα με καμμένο πράσο (καααλό), μπακαλιάρο με μπάο μπαν (έτσι κι έτσι…), ντοματίνια – κεράσια και αγγούρι (δροσερό), ντάσκα (ψάρι τονοειδές) σε πόνζου (εύγευστο, αλλά μέχρι εκεί) και κλείσαμε με ένα εντελώς, μα εντελώς αδιάφορο γλυκό βανίλια με μπεζέ, που δεν είχε ένταση – όπως λένε οι κριτές συνήθως – και δεν περνούσε το πάσο, όπως θα λέγαμε εμείς αντιγράφοντας τις φράσεις τους…
Συνολικά; Άριστη εξυπηρέτηση, μέτριος ο χώρος και στρυμωγμένος, ωραίες γεύσεις, αλλά… Αλλά δεν ξαναπάμε!
Το δόγμα μας, για ένα μαγαζί εστίασης, είτε σουβλατζίδικο, είτε ψαγμένο γκουρμέ, είναι: Μας άρεσε; Την επόμενη φορά θα έρθουμε με φίλους!
Το NOLAN, μας άρεσε… το πληρώσαμε ακριβούτσικα – κοντά στα 120 ευρώ για δυο άτομα με δυο μπίρες, αλλά την επόμενη ημέρα δεν θυμόμασταν τι είχαμε φάει και ούτε ως εκδικητική σκέψη μας ήρθε στο νου να πάμε και με δυο φίλους ξανά… Βαθμολογία; 7 στα 10 με επιείκεια!

Feedέλ: Πεεεταμένα λεφτά!

Και πάμε στο Feedέλ… Tο αυτοαποκαλούμενο «gastro μεζεδοπωλείο» του Λεωνίδα Κουτσόπουλου, βρίσκεται σε μια μικρή πλατεία, κρυμμένη σαν το κομάντο που επιχειρεί καταδρομική ενέργεια με κάλυψη, απόκρυψη παραλλαγή, στο κέντρο της Αθήνας. Συγκεκριμένα στην οδό Κτενά 1, πρίπου πίσω από την Μητροπόλεως. Λεπτομέρειες αυτά, αφού πλέον δεν χρειάζεται να ρωτήσεις για να πας στην Πόλη, σε παέι το Navigator

9631e6d8 cbd1 4c83 84e4 ebfcae9f0ee2

Λοιπόν, Αύγουστος ήτανε δεν θα ‘τανε θαρρώ… εκεί κάπου στις 7 του μήνα, με ζέστη και θερινή μοναξιά. Το μαγαζί γεμάτο. Μας υποχρέωσαν να κάνουμε έναν γύρω το τετράγωνο – αν και ήμασταν στην ώρα μας –  μέχρι να ετοιμάσουν το τραπέζι, κι όταν ξαναγυρίσαμε, καθίσαμε στο τραπέζι που ήταν ήδη άδειο κι έτοιμο από πριν σεργιανίσουμε για να δούμε αν η Μητρόπολη ήταν στη θέση της… Μέχρι εδώ, ας πούμε καλά. Και συνεχίζουμε. Το σέρβις; Ζαλισμένο! Κάποιος ήρθε να μας πει για κοκτέιλ κι εξαφανίστηκε, κάποιος ήρθε να δει αν ήρθαν τα κοκτέιλ, που δεν είχαμε παραγγείλει και τότε καταλάβαμε ότι, ή ο κύριος Κουτσόπουλος βρισκόταν σε διακοπές ή οι σερβιτόροι δεν έβλεπαν την ώρα να ξεχυθούν στην παραλία…Πάααει καλααα. Πήραμε λοιπόν δυο κοκτέιλ – όταν αποφάσισαν να μας εξυπηρετήσουν – που κλάψαμε τα 9 ευρώ που δώσαμε για το καθένα. Δήθεν ευφάνταστα, αλλά εντελώς αδιάφορα!

Και συνεχίσαμε: Κρύα σούπα ημέρας. Απλά κρύα! Γαρίδες με κόκκινη σάλτσα. Πελτές; Θυμάστε Mr Bean με στρείδια και ταρτάρ που, δεν ήξερε που να τα κρύψει; Ε, έτσι και με τις γαρίδες. Θες να δουν ότι δεν τις φάγαμε να έχουμε ιστορίες; Στη γλάστρα δίπλα μας!

Πατάτες με αχινό; Ποιος αχινός και ποιες πατάτες; Τσιπούρα με γκρέιπ φρουτ και σέσκουλα… Μμμμ. Να πω καλό; Ας το πω. Το βράδυ μας το χάσαμε, ας μην τα ισοπεδώσουμε όλα. Καλή η τσιπούρα, αλλά την προτιμώ στον Κλέαρχο στη Νέα Μάκρη στο ταπεινό κάρβουνο. Γκρέιπ φρουτ λέει; Και συνεχίζουμε. Κριθαρότο θαλασσινών. Εδώ δεν χωράει κριτική. Εδώ θυμάσαι το κριθαρώτο του «Υπερωκεάνιου» στον Πειραιά και του Νίκου στα «Άργουρα» και λες: Το δοκίμασες κύριε Κουτσόπουλε πριν μας το φέρεις; Όχι; Στη μοτοσυκλέτα σου και ξανά στη Σχολή!

Και φινάλε εντυπωσιακής μετριότητας όπως και το ξεκίνημα: Γλυκό. Πάβλοβα με πατζάρι. Κρίμα για την Άνα Πάβλοβα, που αν έτρωγε το γλυκό που κατασκευάστηκε προς τιμήν της, θα άφηνε το χορό και θα πνιγόταν στη Λίμη των Κύκνων… Απαράδεκτο! Κι αυτό στη γλάστρα! Στο χέρι του σερβιτόρου όμως 98,50 ευρώ. Πεεεταμένα λεφτά! Να ξαναπάμε με φίλο; Με εχθρό, ναι! Βαθμολογία; 5,5 με άριστα το 10 έτσι γιατί ο κύριος Κουτσόπουλος είναι συμπαθής.

OVIO: Θα ξαναπάμε να διορθώσουμε τα λάθη μας

Και οι μήνες φύγανε με μεταλλάξεις Δέλτα και Όμικρον και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγα λεπτα και ήρθε το 2022.
Και είπαμε: Αρχίζει το MasterChef, δεν πάμε να συμπληρώσουμε το τρίο των εξερευνήσεων, να κλείσουμε τη βαθμολογία μας να βγάλουμε τον Master των Κριτών; Τι μας είχε μείνει; Το OVIO!
Και να’μαστε στο κέντρο της Αθήνας, βράδυ Τρίτης με τον «Διομήδη» να πολιορκεί την πόλη και το ψιλόβροχο να στάζει απόντες και αναμνήσεις…

273ad8ef 5a5b 4a00 9f49 99b9262232b7

«Αν πάμε και είναι άδειο, θα προφασιστούμε κάτι και θα φύγουμε», είπα στη συνοδό μου.

«Δεν τρώω Τρίτη βράδυ σε αδειανό μαγαζί», είπα κι όταν έφτασα στην οδό Απόλλωνος διαπίστωσα πόσο βαθειά νυχτωμένος ήμουν. Το OVIO ήταν ξέχειλο από το πεζοδρόμιο, με πελάτες ντυμένους σαν να είχαν βγει βόλτα στο Άνκορεϊτζ, μέχρι το πατάρι που ο ένας έκανε να ξυστεί και γαργαλούσε τον διπλανό του. «Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο»…

Και αρχίζουμε: Υποδοχή; Σαν να είχαν να μας δουν χρόνια και πέταξαν από τη χαρά τους που ξαναπήγαμε. Η γλυκιά Βίκη, που μας πήρε την παραγγελία μας περιέγραψε το μενού κι ήταν σαν να το μαγειρεύαμε εμείς. Παραστατική και επικοινωνιακή. Κι όχι μόνο η Βίκη, αλλά και οι υπόλοιποι! Εδώ δέκα με τόνο!

fe64aff1 fa56 4868 a273 0331aca74941 1

Και τα πιάτα άρχισαν να καταφθάνουν με ταχύτατο ρυθμό και τα τραπέζια να αδειάζουν και να ξαναγεμίζουν. Κι έξω η βρόχα έπιπτε ράι θρου…Πρώτο πιάτο Tonno – Tonnato: Τόνος με αγγουράκι κάπαρης (δίχως την ένταση της κάπαρης. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε αγγουράκι…) και διάφορα άλλα που το καθιστούσαν ως ένα εξαιρετικό πιάτο για ν΄αρχίσεις… Και στη συνέχεια: Arancini τραχανά (κάτι σαν τυροκροκέτες) με speck και μαρμελάδα ντομάτας. Καλό, αλλά όχι να σε ξετρελάνει.
Πίτσα με σπαράγγια, προσούτο, μοτσαρέλα και παρμεζάνα. Η ωραιότερη πίτσα που έχουμε φάει ποτέ! Θύμιζε η ζύμη της παλιό μικρασιάτικο πεϊνιρλί και η γέμισή της ήταν εκπληκτικά απροσδόκητη! Μόνο για αυτή την πίτσα και για όσες άλλες υπάρχουν στο μενού ξανάρχεσαι!
Πάμε πιο κάτω: Φρέγκολα (κάτι σαν χοντρό κους κους) με πατζάρι και χέλι. Δεν ήταν άσχημο. Ήταν άστοχη η παραγγελία μας. Το πήραμε για τη γιαγιά στο σπίτι… Η τιμή της 24 ευρώ. Ακριβά τα ψήγματα χελιού… Ξεχάσαμε όμως μια Καρμπονάρα, που φαινόταν υπέροχη στο διπλανό τραπέζι και που «μια έτσι» να έκανες την δοκίμαζες, δεν πήραμε τα Νιόκι με γκοργκοτζόλα, αχλάδι και γαρίδες που είχαν αναστατώσει την πλαϊνή παρέα και δεν φθάσαμε μέχρι τα κρεατικά, που διαβάζονταν σπουδαία στο μενού… Φθάσαμε όμως στο γλυκό: Μια αποδομημένη (μόδα τα χαλάσματα πια…) Λέμον Πάι που μας γλύκανε τη νοτισμένη βραδιά. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα σκάρτο δίωρο, αφού η διεύθυνση του καταστήματος σε προτρέπει να φας να πιείς στα γρήγορα και σε δυο ώρες να έχεις φύγει για να έρθουν κι οι άλλοι που περιμένουν. Τόκιο γίναμε!

Φάγαμε λοιπόν, ήπιαμε δυο μπιρίτσες και πληρώσαμε για τέσσερα πιάτα συν το γλυκό 81 ευρώ. Λίγα δεν τα λες.

Όμως εδώ έρχεσαι ξανά για να διορθώσεις τα λάθη των επιλογών σου και «ψήνεις» κι ακόμα ένα ζευγάρι να δοκιμάσει «Ιωαννίδη». Πάμε να βαθμολογήσουμε; Πάμε. Λοιπόν 8,5 στα 10 κι έχουμε νικητή,
Οπότε; Κύριοι Κοντιζά και Κουτσόπουλε σίγουρα έχετε να προσφέρετε ακόμα πολλά και να εισπράξετε περισσότερα, όμως από εμάς είναι «Όχι!»… Κύριε Ιωαννίδη εσείς περνάτε στην επόμενη φάση… Κι εμείς; Ας προσέχαμε!

Τι γύρευες εσύ σε ένα τηλεπαιχνίδι;

Υ.Γ: Και κάτι σαν επίλογος: Στο πρώτο επεισόδιο του φετινού MasterChef ο πρώτος υποψήφιος για την ποδιά που θα ανοίξει πόρτες στην καριέρα του… ήταν ο Δημήτρης Ταϊρίδης! Ποιος είναι ο Δημήτρης Ταϊρίδης; Ο ιδιοκτήτης και σεφ της εμβληματικής ταβέρνας της Καισαριανής «Η Μπόμπενα». Η φαντασία και το ταλέντο του Ταϊρίδη δεν χωρούν σε ένα τηλεπαιχνίδι, που δήθεν διδάσκει και τέλος αποφοιτεί από αυτό ένας κατ’ ευφημισμόν MasterChef· είναι ογκοδέστερα! Τι γύρευες εσύ ένας κορυφαίος σεφ σε ένα τηλεριάλιτι, Δημήτρη Ταϊρίδη; Τα λεπτά δημοσιότητας πού σου αναλογούν; Δεν τα είχες ανάγκη, ούτε αυτά ούτε την έκθεση της προσωπικότητάς σου και την απέκδυση της ψυχής σου. Προς τι η παράταιρη παρουσία σε ένα ριάλιτι; Θα μάθουμε στο τέλος. Και για να κλείσουμε: Τα πιάτα που έχουμε δοκιμάσει στη «Μπόμπενα» ούτε στο Noma στην Κοπεγχάγη… Υπερβολή, αλλά ούτε με NOLAN, ούτε με OVIO, ούτε με Feedέλ συγκρίνονται. Α, ρε τηλεθέαση τι κάνεις στα καλύτερα παιδιά…

Πηγή: ethnos.gr

Τα πιο σημαντικά