Στα επτά της χρόνια την πάντρεψαν με έναν ογδοντάρη. Κατόπιν με κάποιον άλλο. Η Φατίμα* υπέστη βιασμούς, στέρηση τροφής, ξυλοδαρμούς, ώσπου, μην αντέχοντας άλλο πια, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.
Μετά τη νιοστή φυγή της, κρύβεται σήμερα σ’ ένα από τα λιγοστά καταφύγια για γυναίκες-θύματα βίας που παραμένουν ανοικτά στο Αφγανιστάν αφότου την εξουσία στη χώρα της Ασίας ανακατέλαβαν οι Ταλιμπάν, στα μέσα του Αυγούστου.
Με δάκρυα στα μάτια, η 22χρονη αφηγείται τη μεταχείριση που της επιφύλαξαν οι σύζυγοί της. Όπως όταν, στα δέκα της χρόνια, ο τότε σύζυγός της την πέταξε στον τοίχο: «το κεφάλι μου έπεσε πάνω σε ένα καρφί που εξείχε στον τοίχο, το κρανίο μου έσπασε».
«Σχεδόν πέθανα»
Στο Αφγανιστάν, όπου η πατριαρχική παράδοση, η φτώχεια και η έλλειψη παιδείας εμποδίζουν εδώ και δεκαετίες την εμπέδωση των δικαιωμάτων των γυναικών, το 87% εξ αυτών έχουν βιώσει κάποιας μορφής σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βία, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης, στο κράτος των 38 εκατομμυρίων κατοίκων δεν υπήρχαν παρά μόλις 24 καταφύγια – σχεδόν όλα λειτουργούσαν με χρηματοδότηση της διεθνούς κοινότητας, ενώ μέρος της κοινωνίας τα έβλεπε με κακό μάτι.
Ήδη πολύ ελλιπές, αυτό το σύστημα προστασίας έχει πλέον καταρρεύσει.
Αν το καταφύγιο όπου βρίσκεται η Φατίμα κλείσει, δεν θα έχει πουθενά να πάει: ο πατέρας της έχει πεθάνει, η οικογένεια του συζύγου της θέλει να τη δει νεκρή. Στην εστία, άλλες περίπου είκοσι γυναίκες κρύβονται από τους πρώην δημίους τους.
«Ξανά από το μηδέν»
Υπό τον όρο να μην κατονομαστεί, η διευθύντρια μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης αφηγείται στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι παρακολουθούσε πέρυσι, με εντεινόμενη αγωνία, καθώς οι Ταλιμπάν ανακτούσαν προοδευτικά τον έλεγχο του Αφγανιστάν.
Στις πιο ασταθείς επαρχίες, είχε αρχίσει να προετοιμάζεται ήδη μήνες πρωτύτερα, στέλνοντας επιζήσασες που το επιθυμούσαν να μείνουν με τις οικογένειές τους, μεταφέροντας τις άλλες.
Κατόπιν, έχοντας καταληφθεί πλέον από πανικό, μετέφερε κάπου εκατό γυναίκες και μέλη του προσωπικού στην Καμπούλ. Όταν έπεσε και η πρωτεύουσα, οι γυναίκες αυτές είτε επέστρεψαν στις οικογένειές τους, είτε πήγαν να μείνουν στα σπίτια φιλικών τους προσώπων, ή με μέλη του προσωπικού της ΜΚΟ.
«Πρέπει ν’ αρχίσουμε ξανά από το μηδέν», λέει με απελπισία η διευθύντρια, που δεν έχει ακόμη λάβει άδεια να ανοίξει εκ νέου τα καταφύγια.
Οι Ταλιμπάν διαβεβαιώνουν μολαταύτα πως έχουν αλλάξει. Στα τέλη του Νοεμβρίου, ο εκπρόσωπος του κινήματος, ο Σουχάιλ Σαχίν διαβεβαίωσε τη Διεθνή Αμνηστία πως οι γυναίκες που υφίστανται ξυλοδαρμούς μπορούν να προσφεύγουν στα δικαστήρια.
Ο ανώτατος ηγέτης τους, ο Χιμπατούλα Αχουντζάντα, στηλίτευσε τον Δεκέμβριο τους εξαναγκαστικούς γάμους.
Οι ισλαμιστές δεν έχουν εκφραστεί –επίσημα τουλάχιστον– για τα καταφύγια, ούτε έχουν διατάξει να κλείσουν· προσέφεραν ως ακόμη και την προστασία τους σε κάποιες ΜΚΟ. Όχι πως αυτό αρκούσε για να τις καθησυχάσει: οι περισσότερες έκλεισαν τα κέντρα τους.
Οι Ταλιμπάν έχουν κάνει αρκετές επισκέψεις σε αυτό που φιλοξενεί τη Φατίμα, αφήνοντας να πλανάται η εντύπωση πως το μέλλον του «είναι αβέβαιο», λέει μια εργαζόμενη εκεί. Είπαν πως «δεν είναι ασφαλής τοποθεσία για τις γυναίκες, ότι η θέση τους είναι στο σπίτι».
Μια δεύτερη ανησυχεί λιγότερο. «Ήρθαν, κοίταξαν τα δωμάτια, επιβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχαν άντρες», αφηγείται. «Τα πράγματα πήγαν καλύτερα από ό,τι περιμέναμε».
Σύμφωνα με αρκετές πηγές, ορισμένα από τα κέντρα που επισήμως έχουν κλείσει τις πόρτες τους συνεχίζουν να φιλοξενούν γυναίκες που δεν έχουν πού την κεφαλή κλίναι.
Απειλές
Προτού καν πέσει η Καμπούλ στα χέρια των Ταλιμπάν, πολλά από τα θύματα δεν γνώριζαν ούτε πού, ούτε πώς θα λάβουν βοήθεια και συχνά για τις φοβερές ελλείψεις προσάπτονταν ευθύνες στους κρατικούς θεσμούς.
Η Ζακιά, την οποία θέλει να δολοφονήσει ο πατέρας του συζύγου της, ο οποίος την ξυλοκοπούσε συστηματικά, θυμάται ότι υπάλληλοι του υπουργείου Γυναικών, που θεωρητικά όφειλαν να την προστατεύσουν, «δεν με άκουγαν καν – μου είπαν πως η κατάστασή μου δεν ήταν τόσο άσχημη».
Το υπουργείο –οι Ταλιμπάν το έχουν πλέον κλείσει– «με είχε κατηγορήσει πως έλεγα ψέματα», λέει η Μίνα, 17 ετών, που έφυγε από το σπίτι στα 15 της, μαζί με τη μικρή αδελφή της, προκειμένου να σωθούν από θείο τους που τις κακοποιούσε και τις χτύπαγε.
Ωστόσο το να υπάρχει δίχτυ προστασίας παραμένει ζωτικής σημασίας. Πλέον πολλές γυναίκες, καθώς και εργαζόμενες στα καταφύγια, «διατρέχουν κίνδυνο να υποστούν βία ή να σκοτωθούν», σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία.
Πολλές εργαζόμενες λένε πως δέχονται τηλεφωνικές απειλές από Ταλιμπάν, που ψάχνουν μέλη των οικογενειών τους. Μια ως πρότινος λειτουργός του πρώην υπουργείου Γυναικών αφηγείται πως οι Ταλιμπάν προσπάθησαν να της αποσπάσουν τις διευθύνσεις καταφυγίων.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα περισσότερο κρίσιμα καθώς η οικονομική κατάσταση επιδεινώνεται ραγδαία. «Όταν (…) άνδρες χάνουν τη δουλειά τους, τα κρούσματα βίας αυξάνονται», τονίζει η ίδια λειτουργός.
Την ανησυχία αυτή μοιράζεται η Άλισον Νταβίντιαν, η αντιπρόσωπος της υπηρεσίας ΟΗΕ Γυναίκες στο Αφγανιστάν: «Η κατάσταση πιθανόν έχει χειροτερέψει (…) αλλά οι υπηρεσίες γενικά ελαττώθηκαν», τονίζει και διευκρινίζει πως ο ΟΗΕ διαπραγματεύεται για να ανοίξουν ξανά τα καταφύγια.
Αυτή είναι επίσης η αποστολή που έχει αναλάβει η Μαχμπούμπα Σεράζ, κεντρική φιγούρα στον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών στο Αφγανιστάν. Το καταφύγιό της παρέμεινε ανοικτό, αφού το επιθεώρησαν οι Ταλιμπάν, που αποφάσισαν «περίπου να το αφήσουν ήσυχο», λέει
Η κυρία Σεράζ εύχεται να μπορέσει να συνεχίσει να συζητάει με τους ισλαμιστές, διατηρεί ελπίδες πως «θα γίνουν αλλαγές».
Αλλά ανησυχεί πάνω απ’ όλα για τα θύματα που δεν εκδηλώνονται πλέον: «Κανένας δεν θ’ ασχοληθεί μαζί τους».
* Τα ονόματα των θυμάτων έχουν αλλαχτεί για την προστασία τους.
πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ