Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
ΕλλάδαΖωζώ Σαπουντζάκη: «Αν με ρωτήσετε δεν ξέρω πόσων χρονών είμαι»

Ζωζώ Σαπουντζάκη: «Αν με ρωτήσετε δεν ξέρω πόσων χρονών είμαι»

Χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «βασίλισσα της νύχτας» και sex symbol και μεσουρανεί επί δεκαετίες στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Η φωτογραφία της συνεχίζει να φιγουράρει στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών. Το κοινό σχηματίζει ουρές μετά τις παραστάσεις της για ένα αυτόγραφο ή για μία φωτογραφία μαζί της, όπως διαπιστώσαμε μετά την παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ», στην οποία εμφανίζεται.

Λαμπερή, σαγηνευτική, μπριόζα, σε κάθε εμφάνισή της επί σκηνής ξεσηκώνει τους θεατές, οι οποίοι τη χειροκροτούν, ενώ κάποια στιγμή τους αιφνιδιάζει κατεβαίνοντας από τη σκηνή και πηγαίνοντας ανάμεσά τους. Η πολυτάλαντη Ζωζώ Σαπουντζάκη παραδίδει επί σκηνής μαθήματα αισιοδοξίας και ζωντάνιας και το κοινό όπως είναι φυσικό την αποθεώνει!




Η Ζωζώ Σαπουντζάκη σε μία εκ βαθέων εξομολόγησή της στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων μιλάει για τον πρόσφατο θάνατο της αδελφής της, για την παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ» και για τη μεγάλη καλλιτεχνική της πορεία.

Η διαχρονική σταρ μεταξύ άλλων τονίζει πως όταν αγαπάς τη ζωή στα προσφέρει όλα, ενώ δηλώνει ευχαριστημένη απ΄ την καριέρα της, υπερήφανη για τον εαυτό της και πως έχει να δώσει ακόμα στον καλλιτεχνικό χώρο…

Ακολουθεί η συνέντευξη της Ζωζώς Σαπουντζάκη στον Νίκο Γιώτη για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

Ερ. Συλλυπητήρια για τον χαμό της αδελφής σας, με την οποία είχατε ξεκινήσει μαζί τα πρώτα σας καλλιτεχνικά βήματα…

Απ. Σας ευχαριστώ. Όντως μαζί ξεκινήσαμε και ήμασταν πολύ δεμένες. Είχαμε βγει μικρά παιδάκια στο θέατρο στη Θεσσαλονίκη, όταν κάποια πρωταγωνίστρια την οποία γνώριζε ο πατέρας μου από την Κωνσταντινούπολη, η Ζωζώ Νταλμάς, είχε έρθει στο σπίτι μας επί της Τσιμισκή όπου μέναμε και με είδε να χορεύω, τεσσάρων- πέντε χρονών τότε εγώ. Είπε λοιπόν στον πατέρα μου ότι έχω ταλέντο, αλλά ο πατέρας μου γελούσε χωρίς να δώσει σημασία στα λεγόμενά της επειδή ήμουν πολύ μικρή. Μετά από ένα δύο χρόνια είπε στον πατέρα μου πως «ο Οικονόμου ζητάει ένα μικρό παιδί για έναν ρολάκο”»και πως «η Ζωζώ είναι κατάλληλη επειδή η φωνούλα της είναι βραχνή». Ο πατέρας μου δέχθηκε κι έτσι ξεκίνησα. Στο δεύτερο έργο εμφανιστήκαμε μαζί με την αδελφή μου σε μία οπερέτα, κι από κει και πέρα γίναμε γνωστές ως «Σαπουντζάκια». Αργότερα η Βάσω αρραβωνιάστηκε και σταμάτησε το θέατρο και συνέχισα μόνη μου…

Ερ. …Και διαπρέψατε στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Φέτος, όπως και πριν από έξι χρόνια, συμμετείχατε στην παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ». Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;

Απ. Η συνεργασία μας όντως ξεκίνησε πριν από έξι χρόνια, οπότε πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο Badminton μ΄ έναν διαφορετικό θίασο. Ίσως το στυλ τότε ήταν λίγο πιο παλιό. Τώρα ήταν πιο νέοι αλλά εξίσου ταλαντούχοι ηθοποιοί με πολύ καλές φωνές. Νομίζω ότι ήταν μία από τις ωραιότερες παραστάσεις. Όλα ήταν εξαιρετικά και τα σκηνικά και τα κοστούμια. Και δεν μιλάω για τα δικά μου τα οποία είναι πανάκριβα. Αυτά που βγαίνω στο φινάλε με το μαγιό και τα στρας είναι από τη Μαντάμ Φεβριέ από το Παρίσι. Υπήρξα πάρα πολύ σπάταλη στη δουλειά μου. Ξόδεψα πάρα πολλά χρήματα κι έχω ένα βεστιάριο που είναι για μουσείο και πραγματικά είναι κρίμα να μην γίνει κάτι…

sapoyntzaki

Ερ. Στο τέλος κάθε παράστασης το κοινό σάς αποθέωνε κι εσείς δείχνατε να το απολαμβάνετε…

Απ. Όντως και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη οι θεατές με αποθέωναν. Ίσως περισσότερο στη Θεσσαλονίκη, όπου το ζεστό τους χειροκρότημα στο Μέγαρο Μουσικής, δεν σταματούσε με τίποτε και στεκόμουν στο κέντρο της σκηνής να το απολαύσω. Το «ρουφούσα» το χειροκρότημα γιατί μου ανήκει. Έχω δικαίωμα να το «ρουφάω» όταν από παιδί κάνω αυτήν τη δουλειά και την υπηρετώ μέχρι σήμερα. Γιατί δεν νομίζω ότι υπήρξε καμία άλλη -εκτός από τις αδελφές Καλουτά- που να υπηρέτησε επί τόσα χρόνια το θέατρο και με τόση αγάπη όσο εγώ. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη σε κάθε εμφάνισή μου γινότανε χαμός και μετά τις παραστάσεις το καμαρίνι μου γέμιζε κόσμο!

Ερ. Πάντως κάποια στιγμή «αιφνιδιάζετε» το κοινό, αφού κατεβαίνετε από τη σκηνή και τραγουδάτε και χορεύετε δίπλα στους θεατές…

Απ. Αυτή η επικοινωνία με τον κόσμο μου άρεσε πάντοτε. Να κατεβαίνω από τη σκηνή, να κάθομαι στις αγκαλιές των θεατών ή να χορεύω!

Ερ. Οι θεατές εκτός από τη ζωντάνια σας, θαυμάζουν και την εμφάνισή σας. Πώς καταφέρνετε και διατηρείστε σε τόσο καλή φυσική κατάσταση; Προσέχετε τη διατροφή σας, γυμνάζεστε;

Απ. Σ΄ αυτό συνηγορούν δύο πράγματα. Καταρχάς αγαπάω τη ζωή, κι όταν αγαπάς τη ζωή στα προσφέρει όλα. Όταν όμως λες μεγάλωσα ή κουράστηκα τελείωσες… Εγώ ποτέ δεν είπα τίποτε. Αν με ρωτήσετε δεν ξέρω πόσων χρονών είμαι. Δεν ξέρω τι λένε, δεν μ΄ ενδιαφέρει. Εγώ βγάζω αυτό που έχω μέσα μου. Κι όσον αφορά το ερώτημά σας φυσικά συνεχίζω και γυμνάζομαι. Επίσης αγαπώ τη θάλασσα η οποία με αναζωογονεί. Ο αέρας, το οξυγόνο μου κάνουν πολύ καλό.

Ερ. Τα τελευταία χρόνια εκτός από το «Αναζητώντας τον Αττίκ» γίνονται κι άλλες μουσικές παραστάσεις αφιερώματα σε κάποιους Έλληνες καλλιτέχνες, όπως τον Ζαμπέτα, τον Καζαντζίδη…

Απ. Αυτό γίνεται μάλλον επειδή έχει πέραση αυτό το είδος παραστάσεων, όπως επίσης γίνονται και θεατρικές παραστάσεις βασισμένες στο σενάριο και τη μουσική κινηματογραφικών ταινιών, όπως «Γοργόνες και μάγκες» και άλλα. Πιστεύω πως αυτό συμβαίνει για εμπορικούς λόγους, επειδή ο κόσμος διψάει να δει κάτι παλιό ή ν΄ ακούσει ένα παλιό τραγούδι.

Ερ. Η παράσταση «Μία ζωή Ζωζώ» που είχατε ανεβάσει ήταν κάτι ανάλογο; Ένας απολογισμός της καλλιτεχνικής σας ζωής;

Απ. Ναι. Επί τρεισήμισι ώρες ήμουν ολομόναχη επί σκηνής, μ΄ ένα πιάνο κι ένα μπουζούκι, όπου μιλούσα, τραγουδούσα και χόρευα- και δεν σηκώθηκε ποτέ σ΄ αυτές τις τρεισήμισι ώρες κανένας να φύγει.

Ερ. Πάντως δεν κάνατε μεγάλη δισκογραφία, ούτε παίξατε σε πολλές ταινίες στη λεγόμενη «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου…

Απ. Δεν γύρισα πολλές ταινίες γιατί δεν είχα χρόνο, επειδή δούλευα στα κέντρα και κοιμόμουνα στις 5 το πρωί κι έπρεπε να πηγαίνω άυπνη στα γυρίσματα. Όσον αφορά τους δίσκους έκανα πολλούς, αν και υπήρχε κι εκεί το πρόβλημα με τον ύπνο, γιατί έπρεπε να πηγαίνεις στην Columbia στις 7 το πρωί. Δεν είναι όπως τώρα που γράφουν τη μουσική και πας από πάνω και τραγουδάς όποια ώρα σε βολεύει. Ερχότανε ο Χρυσίνης, ο Κολοκοτρώνης, ο Δερβενιώτης και με παρακαλούσαν και μου ΄φέρναν τραγούδια. Δεν ξέρω τι είχαν βρει στη φωνή μου, αλλά εγώ δεν το εκμεταλλεύτηκα αυτό. Τα χρήματα τα έβγαζα από τα κέντρα και τα έδινα στο θέατρο προκειμένου να ράψω ρούχα για τις εμφανίσεις μου. Για να ράψω δυο κοστούμια στον Σκαλιντό πλήρωνα πάρα πολλά χρήματα. Το θέατρο το αγάπησα κι όχι τον κινηματογράφο. Πάλι καλά που γύρισα κι αυτές τις ταινίες…

Ερ. Στην Columbia συνεργαστήκατε και με τον Μάνο Χατζιδάκι…

Απ. Πήγα ένα πρωί στην Columbia κι ο Λαμπρόπουλος μου τον σύστησε ως νέο μαέστρο, τον οποίο δεν γνώριζα ούτε είχα ακούσει κάτι γι αυτόν. Μετά κάθισε στο πιάνο και «χάιδευε» τα πλήκτρα. Παραξενεύτηκα με τον τρόπο που έπαιζε πιάνο, αλλά ήμουν παιδί ακόμη και δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα. Μαζί του τραγούδησα το «Αγάπη που ΄γινες δίκοπο μαχαίρι» και «Ο μήνας έχει 13». Εάν κρατούσα τη φιλία που είχα με τον Χατζιδάκι ασφαλώς θα γύριζα πολύ περισσότερους δίσκους. Δεν «κυνήγησα» όμως τίποτε. Ό,τι ήρθε ήρθε μόνο του. Με θέλανε, με παρακαλούσανε, είχα βγάλει χρήματα, είχα αγοράσει σπίτια. Τότε το θέατρο δεν πλήρωνε, και καμία ηθοποιός δεν είχε σπίτι δικό της- κι εγώ είχα παρότι ήμουνα πολύ μικρή. Μόνο που τα χρήματα αυτά όπως είπα τα έβγαζα από τα κέντρα. Το θέατρο πάντως μου δίνει ζωή ακόμη και σε δύσκολες στιγμές όπως ο θάνατος της μητέρας μου ή του πατέρα μου. Βγαίνω κι εκεί ξεχνιέμαι…

Ερ. Δουλέψατε αρκετά όμως για να αποκτήσετε χρήματα και μάλιστα σας αποκαλούσαν «βασίλισσα της νύχτας»…

Απ. Πρώτοι με αποκάλεσαν «βασίλισσα της νύχτας» ο Μαρούδας και ο Οικονομίδης. Γιατί; Επειδή πάντοτε το ντύσιμό μου ήτανε φόρεμα με ασορτί γόβα και καπέλο κι ερχότανε πολύς κόσμος να διασκεδάσει. Στην καλλιτεχνική μου πορεία γνώρισα άρχοντες! Ερχότανε ο Ωνάσης, ο Νιάρχος στα κέντρα που τραγουδούσα, ενώ ένας πλοίαρχος μου ΄δινε το χέρι του κι ανέβαινα στο τραπέζι του, μου έβγαζε και τη γόβα και έβαζε τη σαμπάνια μέσα. Ο Μούγιος μου ζητούσε να κάνει το πορτρέτο μου και τελικά μόλις βρήκα χρόνο πόζαρα. Αρκετοί μεγάλοι ζωγράφοι έχουν κάνει το πορτρέτο μου. Είμαι χορτάτη απ΄ την καριέρα μου και απ΄ όλα. Είμαι ευχαριστημένη. Δίνω και νομίζω ότι -να ΄μαι γερή- έχω να δώσω ακόμα…

Ερ. Από τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργαστήκατε υπήρχαν κάποιοι που τους εκτιμούσατε περισσότερο;

Απ. Βεβαίως. Ξεχωρίζω κυρίως τον Παπαγιαννόπουλο, τον Ηλιόπουλο, τον Αυλωνίτη! Αυτοί ήταν πραγματικοί κύριοι. Υπήρχαν όμως κι άλλοι -δεν θέλω να πω ονόματα- από τους οποίους πικράθηκα… Όπως υπήρχαν και γυναίκες, φτασμένες, πρωταγωνίστριες που έβλεπαν να με χειροκροτεί ο κόσμος και μάλλον με ζήλευαν. Ποτέ δεν ζήλεψα, δεν ζηλεύω. Η Σπυράτου στο «Αναζητώντας τον Αττίκ» έκανε μία παράσταση, χορογράφησε και την έκανε πάρα πολύ ωραία. Έβαλε νέα παιδιά, νέες κοπέλες να χορεύουν, να τραγουδάνε και δεν μ΄ ένοιαξε. Εγώ βγαίνω και κάνω αυτά που κάνω και είμαι η Ζωζώ. Είμαι υπερήφανη για τον εαυτό μου, σίγουρη γι΄ αυτό που κάνω και είμαι σίγουρη για την αγάπη του κόσμου την οποία μου δείχνει ποικιλοτρόπως…

Η βιογραφία της

Η Ζωζώ Σαπουντζάκη δεν ήταν ηθοποιός, δεν ήταν τραγουδίστρια, δεν ήταν χορεύτρια. Στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να την κατατάξει κανείς σε ένα είδος, γιατί ήταν ένα είδος από μόνη της.

Η Ζωή (Ζωζώ) Σαπουντζάκη γεννήθηκε στις 27 Μαΐου 1933 στη Θεσσαλονίκη, από πατέρα Κωνσταντινουπολίτη και μητέρα Σμυρνιά. Εμφανίστηκε στο σανίδι από ηλικίας επτά χρονών και μαζί με την αδελφή της Βάσω ήταν γνωστές ως «Σαπουντζάκια», διασκεδάζοντας για αρκετά χρόνια με τα νούμερά τους μικρούς και μεγάλους. Ήταν τέτοια η γλύκα της, ώστε ύστερα από μία περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη το πρόσωπό της μπήκε στο χαρτί περιτυλίγματος μιας σοκολάτας!

Οι θιασάρχες της εποχής όταν ανέβαιναν στη Θεσσαλονίκη είχαν να λένε για τα Σαπουντζάκια και πολλές φορές προσπάθησαν να τα κατεβάσουν μόνιμα στην Αθήνα. Η αδελφή της, η Βάσω, σε πολύ νεαρή ηλικία γνώρισε έναν αξιωματικό της πολεμικής αεροπορίας και τον παντρεύτηκε. Έτσι, η Ζωζώ συνέχισε μόνη της στο χώρο του θεάματος και με το μπρίο, την ομορφιά και την τσαχπινιά της, έπλασε τον μύθο που την ακολουθεί μέχρι σήμερα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν και κατέβηκε στην Αθήνα, η Ζωζώ Σαπουντζάκη κυριαρχούσε στις θεατρικές σκηνές της επιθεώρησης και αργότερα στις πίστες των νυχτερινών κέντρων. Έμαθε στον Έλληνα να τα σπάει όταν διασκεδάζει, πήρε το μικρόφωνο και κατέβηκε στον κόσμο και τραγούδησε μαζί του, ανέβηκε στα τραπέζια, προκάλεσε όσο λίγες. Ήταν ένας σκέτος πειρασμός για τους άνδρες εκείνης της εποχής.

Στα νυχτερινά μαγαζιά όπου εμφανιζόταν έκανε το προσωπικό της σόου, φορώντας πανάκριβες τουαλέτες, φτερά και πούπουλα, λαμπερά ρούχα, που πάντα όμως τόνιζαν τα πλούσια θέλγητρά της. Εκεί σύχναζε η ελίτ της χώρας, από πολιτικούς και μεγαλοεπιχειρηματίες έως κοσμικούς και καλλιτέχνες. Από τον Αριστοτέλη Ωνάση και τον γιο του Αλέξανδρο που δήλωνε ερωτευμένος μαζί της μέχρι τον Σταύρο Νιάρχο, τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Γεώργιο Παπανδρέου και πολλούς άλλους. Λέγεται ότι όταν έβγαινε να τραγουδήσει, συνήθως της πέταγαν περιστέρια και της έστελναν μέσα σε σπιρτόκουτα λίρες!

Στον κινηματογράφο λιγοστές ήταν οι εμφανίσεις της, μόλις 11. Η πρώτη παρουσία της ως τραγουδίστρια ήταν στην κωμωδία του Γιώργου Λαζαρίδη «Ο Μπαμπάς Εκπαιδεύεται» (1953) και ως ηθοποιός στην κωμωδία του Ορέστη Λάσκου «Νύχτες στο Μιραμάρε» (1960). Η πλέον χαρακτηριστική της παρουσία είναι στην κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη «Ο ξυπόλητος πρίγκηψ» (1966), όπου παίζει, χορεύει και τραγουδάει (το περίφημο «Μια με θέλεις μια με διώχνεις»), αποδεικνύοντας γιατί έγραψε ιστορία στο χώρο του θεάματος. Η τελευταία της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν το 2016, στην ταινία του Τάσου Μπουλμέτη «Νοτιάς».

Επιθυμητή όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, ανέβηκε δύο φορές τα σκαλιά της εκκλησίας. Το 1951 με τον γιατρό Γιώργο Χατζηπαρασκευά, με τον οποίο χώρισε ύστερα από τρεις μήνες θυελλώδους συμβίωσης και το 1973 με τον δικηγόρο Ανδρέα Πολίτη, με τον οποίο έζησε 23 χρόνια μέχρι το θάνατό του.

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, η Ζωζώ Σαπουντζάκη μπλέχτηκε σ’ ένα τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο, που απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και παραλίγο να την καταστρέψει κοινωνικά και οικονομικά. Ο λογιστής της «Πειραϊκής-Πατραϊκής» Θύμιος Παπαναστασίου, παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού, με τον οποίο διατηρούσε δεσμό, καταχράστηκε από την εταιρεία του το ποσό των 15 εκατομμυρίων δραχμών.

Η Σαπουντζάκη κατηγορήθηκε για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, επειδή ένα μέρος του ποσού αυτού χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση βίλας στην Κινέτα. Ο αγαπημένος της, ο οποίος παρίστανε και τον μέτοχο της εταιρείας, καταδικάστηκε στις 10 Μαρτίου 1969, σε 10 χρόνια κάθειρξη για απάτη και πλαστογραφία, ενώ η ίδια σε πεντάμηνη φυλάκιση μόνο για ψευδορκία, στις 5 Φεβρουαρίου 1970, σώζοντας έτσι το εξοχικό της.

Η Ζωζώ Σαπουντζάκη μπορεί να διακινδύνευσε τη φήμη της, αλλά ενίσχυσε το μύθο της ως μια γυναίκα που μπορεί να καταστρέψει οποιοδήποτε άντρα.

Τα πιο σημαντικά