Έχω σκοπώ ρε μωρό. Για μας. Ζίσαμε μεγάλες στιγμές και νιόθω πως δε μπορώ χωρίς εσένα, θέλο να γεράσουμε μαζί! Είσε το άλλο μου μισώ Βούλα κι ας χόντρινες και δε βλέπεις πια τα νίχια τον ποδιόν σου. Δεν έχει σιμασία σαγαπό ρε Βούλα, ΚΕΓΟΜΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΤΥ ΣΟΥ! Απάντησε μου καταφατικά ή με ένα ναι.
Μωρό
Σου στέλνο αυτό το μύνημα ινπόξ γιατί καμιά φορά στο πρωφορικό λόγω κολάω, δε ντο χω με τα λόγια ρε παιδι μου, ενώ στο γραπτό νταξ φισάω.
Αυτά τα τελευτέα χρόνια που ήμαστε μαζί εγώ έχω αλλάξει εμένα που με βλέπης ήμουνα μεγάλος αλίτης να πούμε. Κάθε βράδι και με άλλο κομενάκι, δεν ήθελα δεζμεφσεις και τέτια φλόρικα. Αλλά όταν σε είδα εκείνο το βράδι να χορέβης πάνω στο τραπέζι στο μαγαζί που τραγουδούσε ο μακαρίτης, κάτη ράγησε μέσα μου, Βούλα. Τα ήδα όλα κολιόμενα δε ξέρω τι έπαθα, σκίρτισα, να στο σταβρό που σου κάνω ρε, να θάψω τη μάνα σου! Αλήθια. Πήγα και ρώτισα τη φίλη σου, αυτή που σου χτιπούσε παλαμάκια από κάτω, τη μυταρέλω ντε, ξέρης. Λέω “ωρέα η φίλη σου πως την ελένε;” και μου είπε τονομά σου και σε βρίκα στο FEIS. Γιατί σε πόθεισα from dey 1 να το ξέρης, Βούλα.
Και σου’κανα έτοιμα φηλίας αλλά εσύ μου το πεζες δύσκολη και με απέριψες Βούλα δε ξέρω αν το θιμάσε εγώ όλα τα θιμάμε, έχω αυτό το χούι δε ξεχνάω, έτσι είμαι εγώ αξεχασιάρης. Αλλά μετά ήδες στο προφήλ μου φοτός από το γιμναστύριο από προπονήσεις και την ήδες αλλιός άτιμη χα χα χα γούσταρες ε; γούσταρες; έλα πες! Γούσταρες. Και μετά μου έστιλες εσύ έτοιμα και λέω έτσι μου ρχετε να την κάνω μπλογκ την ψωνάρα αλλά δεν σε έκανα γιατί ήσουνα πολύ όμορφη ρε Βούλα (μετά όμως μου χότρινες ρε μωρό τέλος παντον δε πιράζει θα σε στρώσω εγώ.)
Και σε έκανα ΑΔΔ και μετά σου έκανα λάηκ σε όλες τις φοτός παντού, μόνο στην φοτό στη ταφτότητα σου δεν πάτησα λάηκ, θυμάσε Βούλα όχι πες. Α ρε Βούλα ωρέες φάσεις ε; πες!
Και μετά σου μίλισα και σου ήπα “τι κάνεις!!!!!!!!!!!!1” και μου έστιλες σκυλάκι νταξ λέω γουστάρη με τα χίλια η τύπησα. Και κάναμε φάση, χοτ τσατ θυμάσε και με έλεγες Τάκη, νταξ Σωτίρη με λένε δε πειράζη λέω περδεύτηκε το κορίτσι συμβένουν αυτά.
Και αφού τελιώσαμε και σκουπιστίκαμε σου λέω στο τσατ “ρε σίγουρα είσε γυνέκα μηπως είσε κανάς νταληκιέρης” γιατί μου έχει συνβεί κιαυτό, είχα μια σκέση παλιά, στο τρίμινο πάνω μου λέει “Σωτίρη είμε ενχιριζμενη” και γω θύμοσα πολύ γιατί εγώ είμαι ζόρικος άντρας δεν είμαι κανάς τινκιτάνκας, και 2 χρόνια μετά χορίσαμε με τον Χριστοφωρο.
Σου πρότινα να βγούμε σε πίγα και σκίσαμε κάτι πιτόγιρα στο γκυρ-ανέστη και μετά για πελβεδέρε, θυμάσε Βούλα ωρέα ε; Θυμασε που αγαπιθίκαμε 3 φορες σερί εκίνο το βράδι στο ξενοδοχίο “ΠΗΔΗΧΤΕΡΟ ΛΑΓΟΥΔΑΚΙ” και εντιποσιάστηκες απο το μέγεθος της αγάπης μου, δεν είχες ξαναματαδεί τέτια αγάπη, μου είπες, τόσο μεγάλη! Την ήθελες συνέχια και γιαφτο χόρισες τον κόμενο που είχες τότε, του είπες ‘Γιορδάνη, βρήκα άλλον με πιο μεγάλη αγάπη από τη δική σου, γιαφτό χορίζουμε πέιμπι, ποθώ τον Τάκη.’ (Σωτίρη με λένε, Βούλα)
Γιατί στα λέω όλα αφτά Βούλα, ξέρης? Ξέρης γιατί στα θυμίζω;
Έχω σκοπώ ρε μωρό. Για μας. Ζίσαμε μεγάλες στιγμές και νιόθω πως δε μπορώ χωρίς εσένα, θέλο να γεράσουμε μαζί! Είσε το άλλο μου μισώ Βούλα κι ας χόντρινες και δε βλέπεις πια τα νίχια τον ποδιόν σου. Δεν έχει σιμασία σαγαπό ρε Βούλα, ΚΕΓΟΜΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΤΥ ΣΟΥ!
Απάντησε μου καταφατικά ή με ένα ναι.
Θα με παντρεφτής Βούλα; Σου κάνω επήσημη πρόταση για γάμω.
Ζω για την στιγμή που θα μου απαντίσεις “Ναι Τάκη. Ναι!”
(Σωτίρη με λένε)»
Το κείμενο αυτό είναι ένα από τα πολλά υπέροχα κείμενα του ΤΗΕ BLUEZ (http://thebluez.gr/) (https://www.facebook.com/TheBluez.gr)