«Δεν αντέχω τη γιαγιά!» Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που λέει η Εύη στη μαμά της όταν αυτή γυρίζει στο σπίτι κάθε απόγευμα. Ούτε «γεια σου μαμά», ούτε «τι κάνεις», ούτε «να δεις σήμερα μαμά στο σχολείο….». Τίποτε από όλα αυτά. Η Εύα, κάθε απόγευμα, πέφτει τρεχάτη στην αγκαλιά της μαμάς και λέει το ίδιο πράγμα: «δεν αντέχω τη γιαγιά!».
Γράφει η Πέγκυ Παπαδοπούλου
Κι η μαμά λέει το ίδιο πράγμα – ή σχεδόν το ίδιο. «Γιατί καλή μου, τι έγινε;». Αλλά δε σταματά εκεί. Γιατί η μαμά, τις περισσότερες φορές, αντί να μπει στο σπίτι, να βγάλει τα ρούχα της και να καθίσει στον καναπέ, όπως θα έκανε ίσως όλος ο υπόλοιπος κόσμος, γυρίζει σαν τη σβούρα και καταπιάνεται με ένα σωρό πράγματα. Άλλες φορές φέρνει ψώνια από το σουπερμάρκετ, που φυσικά δεν μπαίνουν μόνα τους στα ντουλάπια και στο ψυγείο – εκείνη τα βάζει! Ή τρέχει να προλάβει να βάλει ένα πλυντήριο «μπας και προλάβουν τα ρούχα να στεγνώσουν την επόμενη μέρα».
Τις «επόμενες μέρες» σιδερώνει τα πλυμένα και τη μεθεπόμενη τα τακτοποιεί. Κάθε μέρα – σχεδόν – έχει και να μαγειρέψει. Για την «επόμενη». Φυσικά, όλα αυτά – και πολλά άλλα! – γίνονται ταυτόχρονα με την όποια βοήθεια ζητήσει η Εύη στα μαθήματα του σχολείου συν τα τρεχάματα για τις ξένες γλώσσες.
Κι έτσι η μαμά, αυτό το «δεν αντέχω τη γιαγιά» το … «προσπερνάει» με την ταχύτητα του φωτός. Επειδή υπάρχουν πάντα άλλες προτεραιότητες και η ώρα περνά πολύ γρήγορα. Τις λίγες φορές που η Εύη βλέπει τη μαμά να ξεκουράζεται ή να χουζουρεύει , πάει και χώνεται δίπλα της, γιατί αυτές τις στιγμές κάνουν τις πιο γλυκές αγκαλιές του κόσμου, και ξεχνάει τον πόνο της με τη γιαγιά και τα παθήματά της και όλα. Δεν θέλει να τις χαλάσει με τίποτε!
Η συζήτηση λοιπόν του «γιατί δεν αντέχεις τη γιαγιά» έχει πάρει αναβολή εδώ και πολύν καιρό. Η Εύη δεν πιστεύει ότι θα γίνει και ποτέ. Περνά κάθε μεσημέρι, από την ώρα που θα σχολάσει μέχρι την ώρα που θα γυρίσει η μαμά, με τη γιαγιά της. Θυμάται τον πρώτο καιρό που είχαν τόσα πολλά να πουν οι δυο τους! Τώρα, περισσότερο τσακώνονται παρά συζητούν.
Ε, καλά, δεν «τσακώνονται» ακριβώς, αλλά έχουν διαφωνίες και μερικές φορές δεν καταφέρνουν να τα βρουν. Η Εύη τότε κάθεται μουτρωμένη και κάνει τα μαθήματά της, χωρίς ούτε να γυρίζει να κοιτάξει τη γιαγιά. Η γιαγιά πάλι, εκείνες τις φορές που έχουν λογοφέρει, βολεύεται στην αγαπημένη της πολυθρόνα και καταπιάνεται με το εργόχειρό της. Πότε – πότε σηκώνει τα μάτια της απ’ αυτό και χαμογελά στην Εύη, η οποία τότε μουτρώνει ακόμη πιο πολύ, ή κοιτά από το παράθυρο την κίνηση στον δρόμο.
Σήμερα όμως η μαμά, αφού ξεπροβόδισε τη γιαγιά και την ευχαρίστησε που κράτησε συντροφιά στην κόρη της όλες αυτές τις ώρες, δεν καταπιάστηκε με τίποτε. Τράβηξε μια καρέκλα κοντά την Εύη και της είπε χαρωπά:
«Κοίτα να δεις, σήμερα θα είναι ένα πολύ ξεκούραστο απόγευμα!»
«Πώς έτσι μαμά;»
«Δεν μας έχουν μείνει δουλειές να κάνουμε ούτε ψώνια, φαγητό έχουμε από χθες, και για μεγάλη μας τύχη είναι η μέρα που δεν έχεις ούτε αγγλικά ούτε γαλλικά! Λέω να σε βοηθήσω να τελειώνεις τα μαθήματά σου και μετά να κάνουμε ότι θέλεις!»
«Ε, τώρα θα σου κάνω κι εγώ μία έκπληξη!» είπε η Εύη περήφανη.
«Σαν τι δηλαδή;»
«Τα έχω κάνει όλα μόνη μου!» Η Εύη είχε σηκωθεί και χοροπηδούσε.
«Αλήθεια; Ω! πόσο μεγάλωσες κοριτσάκι μου! Τώρα πια δεν με χρειάζεσαι σε τίποτε!»
«Θα ήθελα όμως να ελέγξεις εάν είναι όλα σωστά». Η Εύη ήξερε πως μερικές φορές ήταν λιγάκι βιαστική και εξ αιτίας αυτής της βιασύνης της έκανε κάποια λάθη, που, αν ήταν λίγο περισσότερο υπομονετική, θα τα είχε αποφύγει. Η μαμά τα εντόπιζε ενώ η ίδια, όσες φορές και να κοιτούσε τα γραπτά της δεν κατάφερνε να … «ξετρυπώσει».
«Αυτό είναι εύκολο! Τι λες, φτιάχνουμε τα μαλλιά μας μετά;»
«Θα με μάθεις να κάνω γαλλική κοτσίδα στις κούκλες μου;»
«Θα σε μάθω κι άλλα πράγματα αν θες, αρκεί να βοηθήσεις κι εσύ με τα δικά μου μαλλιά!» Μερικές φορές η μαμά σκεφτόταν πόσο καλή φίλη ήταν για την ίδια η μικρή της κόρη. Τώρα που δεν ήταν πια μωρό, και η μαμά η ίδια δεν ανησυχούσε και τόσο πολύ μην της συμβεί κάποιο ατύχημα, η Εύη με τη μαμά μοιράζονταν πάρα πολλά πράγματα. Βόλτες, ψώνια – η μαμά άκουγε πάντα τις προτάσεις της κι ήξερε πως αν η κόρη της έλεγε πως ένα πράγμα δεν της πηγαίνει τότε ήταν σίγουρη πως έδειχνε χάλια μέσα σε αυτό! –, μασάζ στα πονεμένα χέρια και πόδια, φετούλες αγγουριού κάτω από τα μάτια για να ξεκουραστούν από τον υπολογιστή. Καθημερινά πράγματα που τις έφερναν ακόμη πιο κοντά!
Η Εύη «ζύγισε» τα κέφια της μαμάς. Όπως έλεγαν κι οι φιλενάδες της στο σχολείο, αν θες να καταφέρεις κάτι με τη μαμά σου, πρέπει να την πετύχεις σε … «καλή στιγμή». Το ποια είναι η καλή στιγμή βέβαια έγινε αντικείμενο μεγάλης συζήτησης, μια και η κάθε μαμά φαίνεται πως έχει διαφορετική «καλή στιγμή». Πάντως η Εύη είδε πως ίσως τούτη τώρα να είναι πράγματι μια «καλή στιγμή» της δικής της μανούλας. Κι ήθελε κάτι να ζητήσει.
«Μαμά μου, ξέρεις, σήμερα δεν πέρασα τόσο άσχημα με τη γιαγιά». Σκέφτηκε να ξεκινήσει γλυκά.
«Γιατί, τις άλλες μέρες περνούσες;»
«Εεεε…» Δεν μπορούσε η Εύη να μην διστάσει. Με την γιαγιά δεν περνούσε άσχημα. Περνούσε βαρετά. Κι αυτό ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, σωστά; Οπότε είπε : «όχι, όχι, δεν περνώ άσχημα!» στα γρήγορα για να μη δώσει λάθος εντύπωση στη μαμά.
«Τότε, ποιο είναι το πρόβλημα;» Τα μάτια της μαμάς «έτρεχαν» πάνω στο τετράδιο της Εύης με τις ασκήσεις μαθηματικών.
«Να … δεν έχουμε τι να κάνουμε, δηλαδή, εγώ έχω τι να κάνω, μελετάω. Κι όταν δεν μελετάω θα καθίσω στον υπολογιστή. Εκεί η γιαγιά έχει αντιρρήσεις. Να μην κάθομαι πολύ ώρα, να μην κουράζω τα μάτια μου, τέτοια πράγματα».
«Έχει άδικο;» Τώρα σειρά είχε το τετράδιο της γλώσσας.
«Δεν έχει άδικο αλλά δεν με αφήνει περισσότερα από δέκα λεπτά! Με το ρολόι ! Κι επειδή δεν έχει τι να κάνει, το κοιτά συνέχεια και τα δέκα λεπτά είναι ακριβώς δέκα λεπτά κι όχι λίγο περισσότερο!». Η Εύη ακουγόταν παραπονεμένη, αλλά η μαμά περιορίστηκε σε ένα «μμμμμ…» που δεν έλεγε και πολλά.
«Μετά θα μου πει να μου στύψει πορτοκαλάδα ή να μου καθαρίσει ένα μήλο ή να μου φτιάξει ένα αυγό. Όλη την ώρα μου λέει «φάε κάτι παιδάκι μου» και ξανά το ίδιο. Αν πω ότι δεν θέλω να φάω θα μου κάνει χίλιες ερωτήσεις μην τύχει κι είμαι άρρωστη – αλλά επειδή δεν είμαι, αρχίζουμε ερωτήσεις αν νιώθω καλά και τι με προβληματίζει στο σχολείο».
«Κι εσύ τι κάνεις;» Ο έλεγχος είχε τελειώσει με επιτυχία, όπως τις περισσότερες φορές, και η μαμά είχε βγάλει τα γυαλιά της και την κοιτούσε με ενδιαφέρον.
«Απαντώ. Αλλά με κουράζει. Είναι το ίδιο τροπάριο κάθε μέρα!»
«Είναι ντροπή να σκέφτεσαι κάτι τέτοιο και μάλιστα για έναν άνθρωπο που σε αγαπά πολύ και σε φροντίζει!» Ωχ! Η μαμά αγρίεψε…
«Ξέρω πόσο με αγαπάει, μαμά, αλλά θα δεν είμαι πια μωρό! Αν έχω κάτι, οτιδήποτε, φυσικά και θα της το πω. Με ακούει, μου δίνει πολύ σοφές συμβουλές, και τις περισσότερες καταπληκτικές μου εκθέσεις σε εκείνη τις χρωστάω, γιατί έχει πάντα όμορφες ιδέες να μου δώσει κατεύθυνση να γράψω!»
Η μαμά αναστέναξε. Ήθελε πραγματικά να καταλάβει τι της λέει η κόρη της. Αλλά τα παιδιά δυσκολεύονται να εκφραστούν μερικές φορές. Ήθελε επίσης να μην υπάρχουν προβλήματα κατανόησης στην οικογένειά τους. «Τότε, Εύη μου, θα ήθελες να μου πεις ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα και δεν “αντέχεις” τη γιαγιά όπως μου ξεφουρνίζεις κάθε μέρα μόλις σκάω μύτη στο σπίτι;»
Η Εύη πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν ήθελε να δώσει λάθος εντύπωση στη μαμά της. «Είναι λίγο πιεστική – με το τι θα φάω, πότε θα το φάω και πόσο θα φάω. Δεν με αφήνει να σερφάρω στο ίντερνετ όση ώρα θέλω. Κι όταν τα παρατάω όλα και πιάνουμε την κουβέντα, πολλές είναι οι φορές που επαναλαμβάνει τις ίδιες ιστορίες από τα παλιά, που τις έχω ακούσει ήδη ένα σωρό φορές!»
«Μέχρι πέρσι Εύη μου», άρχισε η μαμά απαλά, «τρελαινόσουν ν’ ακούς την ιστορία που εγώ ήμουν μικρή και δεν με άφηναν να φάω κι άλλο γλυκό και σηκώθηκα τη νύχτα και το έφαγα όλο! Και το πώς επέμενα να κουρεύω τα μαλλιά από τις κούκλες μου, περιμένοντας πως θα μεγαλώσουν, ακριβώς όπως τα δικά μου, και τελικά δεν μεγάλωναν, κι αφού έμεναν έτσι, τους έφτιαχνα ρούχα αγορίστικα για να φοράνε μιας κι έμοιαζαν μ’ αγόρια!»
«Α, ναι, πολύ μ’ αρέσουν αυτές οι διηγήσεις! Η γιαγιά είναι καταπληκτική…»
«Και τώρα τι έγινε και δεν σ’ αρέσουν;»
Η Εύη δεν ήξερε ν’ απαντήσει. Κατά βάθος είχε αρχίσει να νιώθει λιγάκι άσχημα που την ξεκίνησε αυτή την κουβέντα. Άλλωστε, τη γιαγιά την αγαπούσε στ’ αλήθεια…..
«Μαμά δεν ξέρω!» Η Εύη κοίταζε τα σχέδια του χαλιού. Πόσα πολλά λουλούδια μπορούν να χωρέσουν σε ένα χαλί;
«Εγώ όμως ξέρω. Ή τουλάχιστον, νομίζω πως ξέρω» είπε η μαμά κι ίσως εκεί στην άκρη των χειλιών της να υπήρχε ένα χαμόγελο. «Βλέπεις, Εύη μου, έχεις πάθει κάτι πάρα πολύ σοβαρό». Ατσαλάκωτη η μαμά.
«Σοβαρό;»
«Ναι, πολύ σοβαρό. Μεγαλώνεις!» είπε η μαμά κι αναστέναξε. «Όλοι το παθαίνουμε. Μια ωραία μέρα δεν είμαστε πια εντελώς μωρά, αλλά ούτε και τελείως δεσποινίδες. Κάπου εκεί ανάμεσα λοιπόν, νομίζουμε πως τα ξέρουμε όλα, πως μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, πως ο κόσμος είναι δικός μας και πως έχουμε μόνο εμείς δίκιο κι όλοι οι άλλοι άδικο.
Δεν μας αρέσει η καθοδήγηση της μαμάς, βρίσκουμε εκνευριστικές τις συνήθειες του μπαμπά, απορούμε που οι “μεγάλοι” δεν γνωρίζουν τους αγαπημένους μας τραγουδιστές, επιλέγουμε ρούχα που δεν μας κολακεύουν καθόλου αλλά που τα φορά η τάδε ηθοποιός που λατρεύουμε. Αποφεύγουμε να τρώμε μαζί με τους γονείς μας για να μην ακούμε καν τις παρατηρήσεις τους για τα λάθη μας.
Στραβωνόμαστε μπροστά στον υπολογιστή και την τηλεόραση, τα οποία προτιμούμε καταφανώς περισσότερο από τα ανιαρά σχολικά μας βιβλία. Θες να σου πω κι άλλα;» Η μαμά κρατούσε λογαριασμό με τα δάκτυλά της.
«Έλα, μαμά, εντάξει, μεγαλώνω. Ακόμη όμως ούτε καν έφηβη δεν είμαι!» Η Εύη τα έλεγε αυτά για να διασκεδάσει τον εαυτό της, αλλά κατά βάθος, ακούγοντάς τα, κατάλαβε ότι κάνει ακριβώς τα ίδια!
«Ναι, δεν είσαι, ούτε πια μεγάλωσες τόσο πολύ που να μένεις τόσες ώρες μονάχη σου στο σπίτι, χωρίς την παρουσία ενός ενήλικα. Γι’ αυτό λέμε της γιαγιάς να σου κρατά συντροφιά. Είναι κρίμα, αλήθεια, να σε ενοχλεί τόσο η παρουσία της, γιατί ξέρεις, αυτή η παρουσία εξασφαλίζει δύο πολύ σημαντικά πράγματα!»
Της Εύης της ήρθε να πει ότι ξέρει ποια είναι αυτά τα δύο πολύ σημαντικά πράγματα, το να μην βλέπει τηλεόραση και το να μην παίζει με τον υπολογιστή, αλλά από το ύφος της μαμάς κατάλαβε ότι αυτές οι εκτιμήσεις της δεν είναι σωστές και προτίμησε να καταπιεί την γλώσσα της. Η μαμά συνέχισε χωρίς να της δίνει σημασία.
«Η γιαγιά λοιπόν εδώ ξέρεις τι κάνει;»
«Με εκνευρίζει» ήθελε να πει η Εύη αλλά δεν πρόλαβε γιατί η μαμά είχε πάρει φόρα.
«Το πρώτο που κάνει είναι να μοιράζεται μερικές στιγμές μαζί σου. Δεν είναι όλα τα παιδιά τυχερά να έχουν τη γιαγιά τους, γερή και κάτω από το σπίτι τους. Άλλα παιδιά δεν έχουν καν τη γιαγιά τους στη ζωή ή μπορεί να μένει πολύ μακριά και να την βλέπουν σπάνια. Οι στιγμές που περνάς μαζί της είναι πολύτιμες επειδή ακριβώς σε αγαπά πολύ και μπορεί να μοιραστεί μαζί σου όλες τις φοβερά πολύτιμες εμπειρίες και γνώσεις που έχει αποκτήσει από την ζωή της».
Η μαμά έκανε μία μικρή παύση κι η Εύη θυμήθηκε τη φίλη της τη Χαρά, που περίμενε πώς και πώς τον Αύγουστο, να πάει στο χωριό να δει την δική της γιαγιά για μερικές μέρες. Έλεγε πως ήταν «οι μοναδικές μέρες του χρόνου που έβρισκε κάποιον να την καταλαβαίνει», κι ας είχε άλλα τρία αδέλφια. Κι η Εύη ένιωσε μεγάλη ντροπή που η δική της γιαγιά έμενε μερικά σκαλιά παρακάτω κι εκείνη μερικές φορές δεν θυμόταν καν να περάσει να της πει μια καλημέρα.
«Να σου πω και ποιον είναι το δεύτερο σημαντικό πράγμα που εξασφαλίζει η παρουσία της γιαγιάς στο σπίτι μας;»
«Ποιο;» Ακόμη τα λουλούδια του χαλιού κοίταζε. Τα είχε ξαναδεί χιλιάδες φορές αλλά προτιμούσε αυτά από το να αντικρύσει το βλέμμα της μαμάς της.
«Εξασφαλίζει την δική μου ψυχική υγεία! Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για μία μητέρα να εργάζεται και να μην ξέρει τι κάνει και πώς περνά το παιδί της την ώρα που δεν έχει σχολείο; Πόσες αγωνίες περνά η κάθε μητέρα που έχει αφήσει την φροντίδα των παιδιών της σε ξένα χέρια;
Που μπορεί μεν να είναι εξαιρετικά ικανά αυτά τα χέρια, αλλά είναι ξένα, δεν είναι η μάνα της η ίδια! Ε, λοιπόν, μέχρι να μεγαλώσεις ακόμη περισσότερο, εγώ την έχω απόλυτη ανάγκη αυτή την “ψυχική υγεία” που μου χαρίζει η γιαγιά. Είσαι ασφαλής μαζί της, όπως ήμουν κι εγώ. Έχεις κάποιον να σε λατρεύει και να σε φροντίζει, καλύτερα ίσως κι από μένα την ίδια!»
«Ω, μαμά δεν ήξερα ότι νιώθεις έτσι, νόμιζα … νόμιζα πως απλώς δουλεύεις….»
«Φυσικά. Αλλ’ αυτό δε σημαίνει πως το μυαλό μου δεν τρέχει σε σένα κάθε πέντε λεπτά!»
«Αλήθεια; Εγώ πίστευα πως όση ώρα είσαι στη δουλειά δεν κάνεις τίποτε άλλο παρά να εργάζεσαι!»
«Εργάζομαι. Πώς δεν εργάζομαι! Μα η καρδούλα ξέρει πόσες αγωνίες τραβώ με το να είμαι μακριά σου. Όλες οι μανούλες το περνάνε αυτό! Σε καμία δεν αρέσει να χωρίζεται από τα μωρά της έστω και για λίγο, μα, τι να κάνουμε, η ζωή είναι απαιτητική». Η μαμά την πήρε αγκαλίτσα. «Όταν λοιπόν η γιαγιά σε φροντίζει, όταν σου βάζει να φας, όταν κάθεται δίπλα σου να σε βοηθήσει, κάνει όλα αυτά που θέλω να κάνω εγώ, κι όμως είμαι μακριά σου. Έχω εμπιστοσύνη. Κι είναι η δική της αγκαλιά ίδια με την δική μου. Αυτό και μόνο έπρεπε να σε παρηγορεί…»
«Δεν το είχα σκεφτεί αυτό! Απλά ήθελα λιγάκι να με αφήνει ελεύθερη…»
«Πες της το! Νομίζω ότι θα σε ακούσει …. Και θα χαρεί»
«Γιατί μαμά;»
«Γιατί μεγαλώνεις παιδί μου! Κι αυτό θα είναι πολύ μεγάλη χαρά και για κείνη, όχι μόνο για σένα!»