Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη της Περσίας ήταν το πιο όμορφο, το πιο πολύτιμο, το πιο ακριβό και ξεχωριστό χαλί του κόσμου. Το διακοσμούσαν παραστάσεις που περιέγραφαν τη χαρά της ζωής και ήταν κατασκευασμένο από μετάξι και ίνες από χρυσό και ασήμι.
Ο ιδιοκτήτης του, ένας έμπορος χαλιών, ήταν τόσο περήφανος για το απόκτημά του, που αντί να το κρεμάσει, όπως και όλα τα άλλα χαλιά, το έστρωσε στην είσοδο, για να το καμαρώνει ο ίδιος αλλά και για να είναι το πρώτο πράγμα που θα έβλεπε ο κάθε πελάτης την ώρα που θα έμπαινε στο μαγαζί του.
Έτσι η φήμη για την ομορφιά του χαλιού εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης και χιλιάδες κόσμου συνέρρεαν στο κατάστημα, για να θαυμάσουν αυτό το μοναδικό χαλί. Ο έμπορος ούτε για μια στιγμή δε διανοήθηκε να το πουλήσει, όμως κατάφερε να πουλήσει αμέτρητα χαλιά σε πολύ ακριβές τιμές.
Η προσφορά λοιπόν του χαλιού μας ήταν τεράστια. Ένιωθε να το πλημμυρίζει η ευτυχία, γιατί έκανε πάμπλουτο και τον ιδιοκτήτη του και την οικογένειά του, έκανε όμως χαρούμενους και χιλιάδες ανθρώπους, που θαυμάζοντας ένα τέτοιο σπάνιο αντικείμενο τέχνης γέμιζαν τα μάτια τους και τις ψυχές τους με απίστευτη ομορφιά.
Δυστυχώς η ευτυχία του καταστηματάρχη και του χαλιού δεν κράτησαν για πάντα. Με την πάροδο του χρόνου, επειδή όλοι το πατούσαν ασταμάτητα χωρίς να σκεφτούν ότι κι αυτό ήταν φθαρτό και θα μπορούσε να καταστραφεί, άρχισε να λερώνεται, να ξεθωριάζει και να ξεφτίζει. Τότε το κυρίευσε ο πανικός και προσπαθούσε συνέχεια να φαίνεται πιο όμορφο, τεντωνόταν και φώναζε σε κάθε επισκέπτη: «Σε παρακαλώ, πέρασε, μπορείς να με κάνεις ό τι θέλεις, πάτα με κι άλλο!». Νόμιζε το δύστυχο ότι όσο πιο πολύ το πατούσαν, όσο πιο πολλά πρόσφερε στους ανθρώπους, τόσο πιο πολύ θα το αγαπούσαν και θα γίνονταν κι αυτοί αλλά και το ίδιο ευτυχισμένοι.
Η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη. Μπορεί να συνέχιζαν να το πατάνε, έπαψαν όμως να του δίνουν και σημασία κι αυτό, παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειές του, φθειρόταν ολοένα και η αρχική αγαλλίασή του μετατρεπόταν σε δυσαρέσκεια, θυμό και φόβο που το δηλητηρίαζαν κάθε λεπτό της ημέρας. Ο έμπορος έπαψε φυσικά να είναι περήφανος γι’ αυτό και το κοίταζε με περιφρόνηση στην αρχή και με θυμό στη συνέχεια, γιατί οι πελάτες είχαν λιγοστέψει πολύ και ο ίδιος, όντας και πολύ επιπόλαιος, είχε φτωχύνει ξανά.
Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε μια μέρα, όταν ένας πελάτης μπαίνοντας στο μαγαζί είπε: «Τι το θέλεις αυτό το παλιόχαλο στην είσοδο του μαγαζιού σου; Αυτό το ξεφτισμένο και ξεθωριασμένο κουρέλι είναι για πέταμα!». Το κακόμοιρο το χαλί μας λοιπόν, έχοντας χάσει όλη του την ομορφιά, διαλυμένο και βαθύτατα δυστυχισμένο, κατέληξε πεταμένο στη γωνιά μιας σκοτεινής και υγρής αποθήκης, παρέα με τα ποντίκια που κι αυτά δεν το σεβάστηκαν και το ροκάνιζαν καθημερινά δίνοντάς του ακόμα μεγαλύτερο πόνο.
Έτσι συμβαίνει και με τις ζωές μας. Όταν συνέχεια «γινόμαστε χαλί να μας πατήσουν», πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα προσφέρουμε την ευτυχία και στον εαυτό μας και στους άλλους πετυχαίνουμε συνήθως το αντίθετο. Αυτοί που τους προσφέρουμε ασταμάτητα παύουν να αναγνωρίζουν την αξία μας, τους βλάπτουμε κακομαθαίνοντάς τους κι εμείς καταλήγουμε φθαρμένοι και διαλυμένοι.
Της Νίκης Ορφανουδάκη