Τη δεκαετία του 1950, ελάχιστο καιρό μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, ο ελληνικός κινηματογράφος βρίσκεται σε μία περίοδο συγκρότησης με ελάχιστα τεχνολογικά και οικονομικά μέσα. Στο επίκεντρο των ταινιών της εποχής έμπαιναν κατά βάση ιστορίες προσωπικής επιτυχίας και ανέλιξης ατόμων οι οποίες συνήθως συνέβαιναν χάρη στην εναρμόνισή των πρωταγωνιστών με τα μικροαστικά ιδεώδη της εποχής.
Το κοινό έδειχνε ενδιαφέρον για το σινεμά και φαίνεται ότι σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη υπήρχαν συνολικά 30 κινηματογράφοι πρώτης προβολής. Ωστόσο, παρά το ενδιαφέρον αυτό και τις φιλόδοξες προσπάθειες, από την κινηματογραφική παραγωγή της εποχής λείπει φανερά η βαθύτερη κριτική ματιά και φυσικά η πρωτοτυπία.
Εμπόδιο σε κάθε καλλιτεχνική προσπάθεια -συμπεριλαμβανομένων και των κινηματογραφικών- ήταν φυσικά και η προληπτική και κατασταλτική λογοκρισία υπό την επίδραση ενός διαρκούς ηθικού πανικού που διακατείχε την ελληνική κοινωνία. Από τη μία πανικό για το ενδεχόμενο επιστροφής του κομμουνιστικού κινδύνου και από την άλλη για τον κίνδυνο επιρροής της νεολαίας από «εκφυλισμένους» δυτικούς τρόπους ψυχαγωγίας και διασκέδασης.
Αυτό το πολύ αυστηρό status quo ήρθε να ταράξει με μία ταινία του ο Νίκος Κούνδουρος το 1956. Επρόκειτο για την ταινία «Ο Δράκος» -σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη- η οποία, πέραν της καλλιτεχνικής της πρωτοτυπίας, βρισκόταν παντελώς εκτός του κλίματος προώθησης της Ελλάδας ως χώρας ξεγνοιασιάς, οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Αντιθέτως, εδώ στο επίκεντρο έμπαινε ο υπόκοσμος, η μιζέρια, η πείνα και η πολιτική ασφυξία μίας κοινωνίας που έψαχνε εναγωνίως τρόπους να επιβιώσει.
Ο πραγματικός Δράκος και ο ασήμαντος υπαλληλάκος
Στην υπόθεση της ταινίας πρωταγωνιστεί ο Θωμάς (εκπληκτική ερμηνεία του Ντίνου Ηλιόπουλου) ο οποίος είναι ένας ασήμαντος και θλιβερός υπάλληλος που επρόκειτο να περάσει την Πρωτοχρονιά μόνος, χωρίς οικογένεια και φίλους. Καθώς γυρίζει σπίτι καταλαβαίνει ότι η φυσιογνωμία του είναι ολόιδια με εκείνη του Δράκου, ενός περιβόητου εγκληματία τον οποίον αναζητούν οι ελληνικές αρχές.
Κυνηγημένος λόγω αυτής της ομοιότητας ο Θωμάς θα μπει σε ένα καμπαρέ. Εκεί βρίσκει μία συμμορία αρχαιοκάπηλων η οποία παίρνει ως δεδομένο ότι εκείνος ήταν ο πραγματικός Δράκος. Εντός του μικροκόσμου του καμπαρέ, ο Θωμάς θα βιώσει την αποδοχή και τον σεβασμό των πελατών αλλά και τον έρωτα μίας όμορφης γυναίκας. Σταδιακά θα αρχίσει να ταυτίζεται με τον Δράκο, βρίσκοντας πράγματα που του έλειπαν από την κανονική του ζωή, μέχρι που τελικά η απάτη αποκαλύπτεται.
Με αφορμή την αφήγηση αυτής της απλής ιστορίας, ο Κούνδουρος αναπαριστά μία ελληνική κοινωνία στην οποία ανθεί η εγκληματικότητα και η βία, ενώ καταπιάνεται με τα ζητήματα της περίφημης ελληνικότητας (την αντίστιξη λαμπρής αρχαιότητας και μίζερης καθημερινότητας), της αυστηρής ταξικής διαστρωμάτωσης αλλά και του διαρκούς παιχνιδιού των οραμάτων και των διαψεύσεων της ελληνικής κοινωνίας και των δήθεν μεγαλείων της.
Όπως και οι πρώτοι και πιο εμφανείς συμβολισμοί μέσα από τους οποίους η μικροαστική τάξη της εποχής έβλεπε τον εαυτό της ως καθρέπτισμα και είδωλο του κόσμου της νύχτας.
Είναι χαρακτηριστικό ένα σημείο της ταινίας όπου ο λεγόμενος Αρχαιολόγος παρουσιάζει μία φωτογραφία ενός αρχαίου ναού στην υπόλοιπη σπείρα. Ο Θωμάς αναγνωρίζει ότι πρόκειται για τον ναό του Ολυμπίου Διός και τη στιγμή εκείνη ένα μέλος της συμμορίας, μασουλώντας κάτι, αναφωνεί με κάτι που μοιάζει με χαρά: «μπράβο, στο Ζάππειο…που πουλάνε βενζίνα απέναντι».
Οι αντιδράσεις από την εθνικοφροσύνη και την αριστερά
Με το που κυκλοφόρησε η ταινία ξεσήκωσε μία θύελλα αντιδράσεων. Η παρουσίαση ενός εκφυλισμένου κόσμου της νύχτας οδήγησε σε μία σειρά από αυστηρότατες κριτικές οι οποίες την παρουσίαζαν ως αισχρή, άθλια ακόμα και ανθελληνική. Το ενδιαφέρον είναι ότι τέτοιες κριτικές δεν βρίσκει κανείς μόνο στον παραδοσιακά ευαίσθητο τύπο της εθνικοφροσύνης αλλά ακόμα και σε αυτόν της αριστεράς που θεώρησε ότι επρόκειτο για «δυσφήμιση» του προλεταριάτου.
Ο Κώστας Σταματίου έγραφε χαρακτηριστικά στην Αυγή ότι επρόκειτο για μία ταινία «αίσχος για τη χώρα μας» και για «αποθέωση του μπουζουκιού, του υποκόσμου και του σαλταδορισμού». Στο Εθνος είχαμε προσωπική επίθεση στον Νίκο Κούνδουρο για την «αρρωστημένη φαντασία» του. Τέλος, ο Άδωνις Κύρου έγραψε στην Εστία για τη γελοιότητα των λαθρεμπόρων, για τους χασικλήδες, τη διαπόμπευση του Ευαγγελίου και της αστυνομίας και τελικά τη χαρακτήρισε «ελεεινό κατασκεύασμα». Χαρακτηριστικό απόσπασμα του εν εξάλλω κειμένου του:
«Αυτή η ταινία, απίθανος και τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, καθίσταται εντελώς γελοία, και δεν ηξεύρει κανείς τι πρώτον και τι ύστερον να οικτήρη εκεί μέσα. Τας μωράς γελοιότητας των λαθρεμπόρων; Τον οικτρόν και πανάθλιον χορόν των χασικλήδων; Την διαπόμπευσιν του ιερού Ευαγγελίου; Την οικτράν εμφάνισιν και κατασυκοφάντησιν της Αστυνομίας; Ή τους αθλιεστέρους και βρωμεροτέρους συνοικισμούς των Αθηνών και του Πειραιώς, όπου εγυρίσθη το ελεεινόν αυτό κατασκεύασμα;»
Από την άλλη, υπήρξαν και μεμονωμένες φωνές που επαινούσαν τον Δράκο. Μία εξ αυτών ήταν του Μάριου Πλωρίτη. Γράφοντας στην εφημερίδα Ελευθερία μίλησε προφητικά για μία ταινία που οδήγησε τον ελληνικό κινηματογράφο «από τον παιδισμό στην ωριμότητα» (παρόμοιο παραλληλισμό έκανε και ο Βασίλης Ραφαηλίδης που τόνισε το πέρασμα από την προϊστορία στην ιστορία).
Ενθουσιώδης κριτική υπήρξε και από τον Φρανσουά Τρυφώ («συναρπαστικό φιλμ με ποιητική έμπνευση) αλλά και γενικότερα από πολλούς κριτικούς του Φεστιβάλ της Βενετίας όπου προβλήθηκε. Ακόμα και έτσι, στην Ελλάδα, οι φωνές εναντίον του Νίκου Κούνδουρου κάλυψαν οτιδήποτε θετικό μπορούσε να ακουστεί.
Όπως αργότερα τόνιζε ο ίδιος ο Κούνδουρος σε συνέντευξή του, μπήκε κρυφά στις αίθουσες που παιζόταν για να δει τις αντιδράσεις του κοινού: «Στο Ρεξ και το Αττικόν, άκουσα τα σφυρίγματα και τις ειρωνικές φωνές των θεατών που ένιωθαν εξαπατημένοι. Περίμενα να τους δω να βγαίνουν και κάποιοι μου έσφιξαν σιωπηλά το χέρι. Τότε έμαθα μια κι έξω πως εγώ κι αυτό το άγνωστο πλήθος δε θα ’χαμε ποτέ καλές σχέσεις».
Την περίοδο που κυκλοφόρησε ο Δράκος και απαντώντας στις εν εξάλλω κριτικές εναντίον του, ο Κούνδουρος δήλωνε «είμαστε στο περιθώριο της ελληνικής παιδείας, κακομαθημένα παλιόπαιδα, φιλάρεσκα, ατάλαντα τις πιο πολλές φορές, θορυβώδη μικρά πιράνχας, που θέλουν να καταβροχθίσουν το βόδι που πήγε μέσα στο ποτάμι».
Όπως φαίνεται σε σειρά συνεντεύξεών του, ο Κούνδουρος παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του ιδιαίτερα πικραμένος για τις κριτικές που δέχτηκε η ταινία. Η πίκρα του αφορούσε κυρίως τους κριτικούς αλλά και την αριστερά. Θεωρούσε ότι η ταινία δεν λογοκρίθηκε από ψηλά, από ένα αυταρχικό καθεστώς, αλλά από το ίδιο το κοινό. Ενδεικτικά, όταν -πολύ αργότερα- καραχειροκροτήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, απέρριψε το χειροκρότημα γιατί «δεν το πήρε ποτέ όταν το είχε ανάγκη».
Τι κάνει σπουδαίο τον Δράκο
Πράγματι, σήμερα η ταινία θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες που έβγαλε ο ελληνικός κινηματογράφος του 20ού αιώνα. Η σκηνοθετική ματιά του Κούνδουρου ήταν πραγματικά καινοτόμος και αυτό φαινόταν από την πρώτη σκηνή όπου δεν παρουσιάζεται για παράδειγμα ένα πανοραμικό πλάνο της Αθήνας, του τόπου όπου θα διαδραματιστεί η πλοκή. Αντιθέτως, το πρώτο πράγμα που βλέπουμε είναι ένα υπόγειο. Κάθε πλάνο έκτοτε είναι απόλυτα προσεγμένο.
Ο Κούνδουρος χρησιμοποιεί σύμβολα του ιταλικού νεορεαλισμού (από τον οποίο έχει επηρεαστεί η ταινία) και ταυτόχρονα επιτυγχάνει, όπως τονίζει ο Γιάννης Παπακώστας, με ελάχιστα μέσα έναν εκπληκτικό εξπρεσιονιστικού τύπου φωτισμό ο οποίος συμβάλλει και σε όλη την καθηλωτική ατμόσφαιρα της ταινίας. Όλα αυτά κάτω από τη φανταστική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και με τη βοήθεια εξαιρετικών ερμηνειών, με κορυφαία εκείνη του εκπληκτικού Ντίνου Ηλιόπουλου.
Παρότι ασύγκριτα καλύτερη από άλλες ταινίες της περιόδου, η ταινία απέτυχε πλήρως εμπορικά και, παρά τις μεμονωμένες φωνές υποστήριξης, είναι από τις κλασικές περιπτώσεις αριστουργημάτων που αναγνωρίστηκαν πολύ αργότερα. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί.
Η απουσία της ηθικολογίας εκ μέρους του Κούνδουρου στην αναπαράσταση του κόσμου της νύχτας αντιμετωπίστηκε ως υποστήριξη του κόσμου αυτού. Τα σκοτεινά πλάνα και η νύχτα (αφορά τα ⅔ της ταινίας) ήταν ξένα για το ελληνικό κοινό. Όπως και οι πρώτοι και πιο εμφανείς συμβολισμοί μέσα από τους οποίους η μικροαστική τάξη της εποχής έβλεπε τον εαυτό της ως καθρέπτισμα και είδωλο του κόσμου της νύχτας. Ακριβώς όπως ένας απλός και αθώος υπαλληλάκος παραλληλιζόταν με ένα στυγερό εγκληματία.
Σήμερα, 67 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, ο «Δράκος» συνεχίζει να συνεπαίρνει τον σύγχρονο θεατή ως ένα κατεξοχήν πολιτικό φιλμ το οποίο όμως λειτουργεί και σαν μία εκπληκτική νουάρ ταινία.
*Αυτές τις μέρες, η ψηφιακή του επανέκδοση προβάλλεται στον θερινό κινηματογράφο Ριβιέρα*
Πηγή: reader.gr