Έφυγε από την ζωή η αδερφή του Παύλου Γερουλάνου, Δέποινα Γερουλάνου, μία σπουδαία γυναίκα και κορυφαία μορφή στον χώρο του Πολιτισμού.
H Δέσποινα Γερουλάνου πέθανε από αυτοάνοσο του αναπνευστικού. Πριν από το Πάσχα έπαθε λοίμωξη που oδήγησε τελικά στο μοιραίο.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αλλά και στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Θεάτρου Τέχνης (Θέατρο Τέχνης) Κάρολος Κουν.
Εργάστηκε, έως το 1990 στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Ακόμη, παρακολούθησε, μαθήματα ζωγραφικής, γλυπτικής και κοσμημάτων στο Παρίσι και το 1992 οργάνωσε την πρώτη της ατομική έκθεση κοσμημάτων στην Αθήνα.
«Ήθελα να γίνω τα πάντα και να κάνω χίλια πράγματα μαζί» είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή της.
Ήταν διευθύντρια των Γκαλερί του Μουσείου Μπενάκη (από το 1994), μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου και πρόεδρος του Δ.Σ. της διοργάνωσης «2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης».
Είχε επιμεληθεί διάφορες εκθέσεις και εκδηλώσεις σε αυτούς τους τομείς, μεταξύ αυτών είναι οι σειρές «Αναζητήσεις στην Ύλη» και «Η Βιτρίνα της Κριεζώτου 3», αναδεικνύοντας σημαντικούς εκπροσώπους των εφαρμοσμένων τεχνών και του design.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα και έχω ζήσει όλα μου τα χρόνια στο ίδιο σπίτι όπου κατοικώ και σήμερα, σε διάφορους ορόφους», είχε πεί σε συνέντευξή της στη LIFO όταν είχε αφηγηθεί ολόκληρη τη ζωή της. «Είμαστε τέσσερα αδέλφια, μεγάλη οικογένεια, και στον όροφο που είμαι τώρα ζούσε η μία γιαγιά μου, η κόρη του Αντώνη Μπενάκη. Οι γονείς μου ήταν πολύ νέοι όταν μας έκαναν. Ο πατέρας μου ήταν μεθοδικός, αθόρυβος, η μητέρα μου το μοναδικό εγγόνι του Αντώνη Μπενάκη, βυζαντινολόγος που οργάνωσε τα πρώτα εκπαιδευτικά προγράμματα στο Μουσείο Μπενάκη και το φωτογραφικό αρχείο».
Στην ίδια συνέντευξη είχε πει για τον σύζυγο και τα παιδιά της: «Με τον Αντρέα, τον άντρα μου, περάσαμε μια πολύ δύσκολη φάση. Χάσαμε το πρώτο μας παιδί και αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε, αλλά με τρόπο κανονικό, όχι υπόγεια και περίεργα.Ήταν μια διαδικασία δύσκολη που κράτησε δύο χρόνια, αλλά ευχαριστώ τον Θεό που είχα το κουράγιο να το κάνω, είναι κάτι για το οποίο δεν μετάνιωσα ούτε ένα δευτερόλεπτο στη ζωή μου. Ήταν βουνό, με στενοχώριες, καθυστερήσεις, απογοητεύσεις, γραφειοκρατία ακραία, περνάς από σαράντα κύματα, από κοινωνικούς λειτουργούς που θεωρούν ότι είσαι «ένοχος μέχρι να αποδειχθεί ότι είσαι αθώος», άξιζε όμως τον κόπο, ειλικρινά και ανεπιφύλακτα. Λένε διάφοροι «και τι θα γίνει αν θελήσει το παιδί να γνωρίσει τους γονείς του;». Ας γίνει, η δική μας η σχέση αλλάζει ποτέ; Εγώ με τα παιδιά μου έχω μια σχέση ανεκτίμητη, ένα καταπληκτικό δέσιμο που δεν παύει ποτέ να υπάρχει. Υιοθετήσαμε δυο παιδιά, τον Σωτήρη και την Αιμιλία, που κατά σύμπτωση ήρθαν την ίδια μέρα. Τα παιδιά ήταν πολύ μικρά, αλλά είχαν ζήσει δυο χρόνια σε ίδρυμα και έπρεπε να προσαρμοστούν στη ζωή στο σπίτι. Είναι δυο αδέλφια πολύ αγαπημένα, είμαι πολύ υπερήφανη για τα παιδιά μου. Ο Σωτήρης, μάλιστα, είναι πολύ υποστηρικτικός απέναντι στην αδελφή του, που έχει αυτισμό».