Η 29χρονη Ελευθερία Δρίγκα, επιβάτιδα του 2ου βαγονιού του μοιραίου τρένου στα Τέμπη, έζησε τη φρίκη και νοσηλεύτηκε με εγκαύματα, μίλησε στη «Super Κατερίνα».
«Είναι καλύτερα τα εγκαύματά μου, αλλά έχω σοβαρά εγκαύματα στα πόδια. Ήμουν στο βαγόνι 2, σε αυτό μετά το κυλικείο δηλαδή. Αυτό που έγινε είναι καθαρό έγκλημα, γιατί μπορούσε να αποφευχθεί με πάρα πολλούς τρόπους. Δεν χωράει το μυαλό μου να ακούω για πάρτι στο σταθμαρχείο, αλλά ακόμα και αυτό να είχε συμβεί, δεν χωράει το μυαλό μου ότι ένας άνθρωπος ήταν μόνος του εκεί, είτε ήταν άπειρος, είτε ήταν ο πιο έξυπνος στον κόσμο και δεν υπήρχε κανένα σύστημα να βλέπει. Οι ευθύνες είναι παντού», είπε η επιβάτιδα στην εκπομπή της Κατερίνας Καινούργιου.
Η 29χρονη Ελευθερία μίλησε για τα όσα έζησε εκείνο το μοιραίο βράδυ.
«Τα θυμάμαι όλα. Ήταν όλα ακαριαία, αλλά αυτά τα δευτερόλεπτα μέχρι να σταματήσει η μετακίνηση του βαγονιού μετρούσαν σαν ώρες τα δευτερόλεπτα. Στο βαγόνι μου ήταν δύσκολα, είχαμε κουπέ, ήμουν με άλλα δύο παιδιά, ακούσαμε έναν θόρυβο, έπεσε στο πλάι το βαγόνι, μαύροι καπνοί και σαν να είχε τοπικές εστίες φωτιάς. Όταν σταμάτησε όλο αυτό και καταλάβαμε ότι είμαστε ζωντανοί και οι τρεις, προσπαθούσαμε να καταλάβουμε από πού μπορούμε να βγούμε και αν μπορούμε. Το ένα παράθυρο ήταν πάνω σαν οροφή, έβγαλα το κεφάλι μου για να πάρω αέρα, πιάστηκα εκεί και αν δεν ήταν τα δύο παιδιά να είναι ψύχραιμα και να ακούσουν άλλους ανθρώπους να λένε έρχεται η φωτιά, εγώ μάλλον θα είχα μείνει εκεί να νομίζω ότι αυτό που κάνω είναι το σωστό. Μετά τους ακολούθησα και μάλλον βγήκαμε από παράθυρο, που άνοιξε ο Ανδρέας. Καθόμουν στη θέση 41, ήταν όλο κουπέ», είπε αρχικά και συνέχισε:
«Ήμασταν σε απόλυτο σοκ και το θέμα ήταν να βγούμε ζωντανοί. Βγήκαμε γρήγορα από το βαγόνι, μας έδιναν κινητά οι άλλοι που ήταν σε πιο πίσω βαγόνια και μετά πηδήξαμε από μία πλατφόρμα της εμπορικής για να βρεθούμε από την άλλη πλευρά στον δρόμο. Εκεί είχε φτάσει το πρώτο περιπολικό και το πούλμαν, ένας άνθρωπος που περνούσε από εκεί και σταμάτησε. Με αυτό πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Τα εγκαύματα τα είχα αντιληφθεί, αλλά αυτό που με ένοιαζε ήταν ότι έφτυνα αίμα και δεν ήξερα πόσο σοβαρά είμαι».