Τετάρτη, 11 Δεκεμβρίου 2024
αληθινές ιστορίεςΣυγγνώμη αλλά δεν είσαι υποχρεωμένη/ος να αγαπάς τη μάνα σου

Συγγνώμη αλλά δεν είσαι υποχρεωμένη/ος να αγαπάς τη μάνα σου

Η οικογένεια είναι ο, τι σημαντικότερο έχει κάποιος στη ζωή του ή έτσι τουλάχιστον λένε. Υποτίθεται ότι θα είναι δίπλα μας ό, τι κι αν συμβεί, αυτό το «υποτίθεται» όμως έχει καταστρέψει αμέτρητες ζωές και το αντιλήφθηκα 10 χρόνια πριν όταν εξαιτίας της πίστης αυτής παραλίγο να καταστρέψω τη ζωή μου. Έτσι αποφάσισα να κόψω κάθε επαφή με την οικογένειά μου προς το τέλος της εφηβείας.

Για να το πω πιο σωστά, αποστασιοποιήθηκα. Έπαψα να τους επισκέπτομαι. Ένα τηλέφωνο κάθε τρεις μήνες τον πατέρα μου είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω.

Με τη μητέρα μου συγκεκριμένα έχουμε να μιλήσουμε 5 χρόνια, τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Δεν είσαι υποχρεωμένος/η να αγαπάς την οικογένειά σου. Άλλοι θα με έχουν κοντά τους, όταν με χρειαστούν, ενώ άλλοι δεν με νοιάζει καθόλου τι θα απογίνουν. Ας πεθάνουν μόνοι τους. Δεν θα πάω να δω τη μάνα μου πριν πεθάνει να μου δώσει την ευχή της και εγώ τη συγχώρεσή μου. Ούτε στην κηδεία της θα πάω, ούτε τον τάφο της θα επισκεφτώ. Το παιδί μου δεν θα γνωρίσει τη γιαγιά του και δεν με πειράζει καθόλου.
Δεν την κάλεσα ούτε στο γάμο μου. Είχε ήδη καταστρέψει πολλές όμορφες στιγμές μου – αποφοίτηση, διακοπές, συναυλίες που ήθελα να πάω – δεν ήταν ανάγκη να χαλάσει και αυτή.

Διαβάζω συχνά στο διαδίκτυο αναρτήσεις ανθρώπων που μιλούν για τοξικούς φίλους και πώς τελικά κατάφεραν να τους βγάλουν από τη ζωή τους, τι γίνεται όμως όταν θες να απαλλαγείς από ένα τοξικό γονέα;

Σίγουρα πρέπει να μεσολαβήσουν πολλά για να μισήσει κάποιος την ίδια του τη μάνα. Πρέπει να σε υποτιμά συνεχώς, να σου φωνάζει, να σε βρίζει, να σου πετάει πράγματα, να σε αμφισβητεί… Όταν ήμουν 10 χρονών η μάνα μου με έπεισε ότι οι φίλοι μου, που έρχονταν σπίτι μας έκλεβαν πράγματα. Με αποκάλεσε αφελή, αδύναμη και αξιολύπητη.

Για να της αποδείξω ότι έκανε λάθος έκανα το εξής: έψαχνα τις τσέπες και τις τσάντες των φίλων μου όταν έφευγαν για να σιγουρευτώ ότι δεν είχαν πάρει τίποτα. Ένα μέρος μου πίστευε ότι η μάνα μου είχε δίκιο. Φανταστείτε τη ντροπή που ένιωσα όταν έψαξα τέσσερις φίλες μου φεύγοντας και δεν βρήκα τίποτα εκτός από τα πληγωμένα και γεμάτα απορία πρόσωπά τους.

Απ’ ότι φαίνεται η πολλή τηλεόραση μου είχε μάθει καλά τη διαδικασία και είχα γίνει καλύτερη ακόμα και από τους υπαλλήλους των αεροδρομίων που ελέγχουν τους επιβάτες για απαγορευμένα αντικείμενα. Όπως και να ‘χει οι φίλοι μου σταμάτησαν να έρχονται σπίτι μου.

Όταν πήγαινα στο δημοτικό η μάνα μου ανακάλυψε ότι εγώ και κάποια άλλα παιδιά από την τάξη μου κάναμε παρέα με ένα κοριτσάκι που είχε σύνδρομο Down. Ένας δάσκαλος που μας είδε στο διάλειμμα να παίζουμε θυμάμαι ότι μου έδωσε μία κορδέλα για να με επιβραβεύσει. Ένιωσα περίεργα που κάποιος με ευχαριστούσε για κάτι το αυτονόητο. Ούτε εγώ ούτε οι φίλες μου ξέραμε τι είναι ακριβώς το σύνδρομο Down, ξέραμε όμως ότι το παιδάκι αυτό ήταν διαφορετικό, αλλά δεν μας ένοιαζε.

Όταν γύρισα σπίτι η μάνα μου βρήκε την κορδέλα αυτή στην τσάντα μου και με ρώτησε τι ήταν. Όταν της εξήγησα πήρε στα χέρια της ένα μεγάλο γυάλινο μπολ που είχαμε πάνω στο τραπέζι και το έριξε κάτω με όλη της τη δύναμη σπάζοντάς το σε χίλια κομμάτια. «Παίζεις με το καθυστερημένο;», ούρλιαξε.

Για μέρες με αγνοούσε και δεν μου μίλαγε καν, εκτός από τις ελάχιστες φορές που με αποκάλεσε «καθυστερημένο», όταν περνούσα από μπροστά της.

Λίγα χρόνια αργότερα η μητέρα μου κάθισε στην πρώτη σειρά για να με δει να παίζω δεύτερο βιολί στη μουσική παράσταση που δίναμε με το σχολείο. Γυρνώντας σπίτι με ρώτησε γιατί δεν έπαιζα πρώτο βιολί. «Υπάρχουν μεγαλύτερα παιδιά που κάνουν βιολί πιο πολλά χρόνια από μένα», της είπα. «Και τι έγινε; Τόσα χρόνια κάνεις βιολί. Μία χαρά θα μπορούσες. Απλά ο δάσκαλός σου ξέρει ότι δεν έχεις ταλέντο. Αν ήμουν στη θέση σου θα σταματούσα τα μαθήματα». Ο πατέρας μου άκουγε τα πάντα αλλά δεν μιλούσε. Για πολλές μέρες σκεφτόμουν τα λόγια της. Δεν ήξερα ποιος έλεγε ψέματα. Εκείνη ή ο καθηγητής που μου έκανε βιολί και πίστευε στο ταλέντο μου; Στην τελική τα λόγια της δεν είχαν σημασία. Σημασία είχε η αγάπη μου για τη μουσική, έτσι συνέχισα κανονικά να εξασκούμαι. Ζήτησα να κάνω παραπάνω μαθήματα και ζήτησα επίσης από τους γονείς μου να μην έρχονται στις παραστάσεις. Στο πανεπιστήμιο εγκατέλειψα τη μουσική για ένα άλλο μεγάλο πάθος μου, τη συγγραφή. Δεν είχα ανάγκη τη συμβουλή της μάνας μου ούτε την έγκριση και την υποστήριξή της. Ο, τι και να έκανα με έβγαζε άχρηστη.

«Η μητέρα σου σε αγαπά», είπε ο πατέρας μου τη νύχτα που προσπάθησε να μας σκοτώσει. Νωρίτερα είχε αρπάξει ένα κουζινομάχαιρο και μας κυνηγούσε σε όλο το σπίτι. Πήραμε τηλέφωνο την αστυνομία. Δεν επενέβησαν γιατί δεν τη θεώρησαν απειλή. Ήταν μία αδύναμη, αφυδατωμένη γυναίκα μέσης ηλικίας, χλωμή και άοκνη που δεν είχε κοιμηθεί 36 ολόκληρες ώρες.

Πίστευα όντως ότι η μητέρα μου ήταν ικανή να με σφάξει; Φυσικά και όχι. Το ήθελε όμως.

Ήταν σχιζοφρενής και είχε δεκάδες κρίσεις όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν ευθύνεται η ασθένειά της για την κακία της. Ήταν κακιά πολύ πριν η σχιζοφρένεια τη μετατρέψει σε τέρας. Από τα μέσα περίπου της εφηβείας και μετά η μητέρα μου έπαψε να υπάρχει για μένα. Το σώμα της ζούσε, το μυαλό της όχι. Για χρόνια προσπάθησα να είμαι καλό παιδί και να προσποιούμαι ότι συζητάω μαζί της τη στιγμή που δεν καταλάβαινε τίποτα, εκτός από τις ελάχιστες φορές που με κάρφωσε με τα μάτια της και άρχισε να με βρίζει για το βάρος μου, τα μαλλιά μου ή τα όνειρα που είχα.

Στο τέλος έφυγα και σταμάτησα να την επισκέπτομαι. Σήμερα ζω μακριά της και δεν με νοιάζει καθόλου. Εισήχθη σε ψυχιατρείο και μέχρι σήμερα είναι εκεί εντελώς μόνη. Κανείς δεν την επισκέπτεται, ούτε καν ο πατέρας μου. Καμιά φορά τη λυπάμαι, αλλά ξέρω πόσο μεγάλο κακό μου έκανε και μπορεί να μου κάνει η παρουσία της και δεν το αντέχω. Έχω το μέλλον μου, την καριέρα μου και τη δική μου οικογένεια να κοιτάξω. Υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται από εμένα. Δεν μπορώ να τους προδώσω και έτσι μένω μακριά.

Καμια μαμά δεν είναι τέλεια, αλλά οι περισσότερες έκαναν εκπληκτικά αξιοπρεπή δουλειά σε σχέση με τα παιδιά τους. Βλέπω το σύζυγό μου να αγκαλιάζει τη μάνα του τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα και αναρωτιέμαι πώς είναι, αλλά δεν ζηλεύω ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Είμαι απλά περίεργη.

Μερικές φορές κοιτάζω στον καθρέφτη και βλέπω εκείνη. Κατά κάποιο τρόπο είναι ευλογία γιατί εξωτερικά τουλάχιστον ήταν πολύ όμορφη.

Κάθε μέρα τη νιώθω μέσα μου αλλά όχι με την καλή έννοια. Νιώθω την επιθυμία της να κρίνει και να μισήσει μαζί με τη συνεχή υποψία και δυσπιστία.

Η μητέρα μου δεν είχε φίλους. Τους έδιωξε όλους μακριά της. Υπενθυμίζω καθημερινά στον εαυτό μου να μην κάνει τα ίδια λάθη που έκανε εκείνη. Κι όμως, η παράνοια και η αδυσώπητη κριτική της έγιναν χρήσιμα εργαλεία για μένα. Έμαθα να μην εφησυχάζω, να μην εμπιστεύομαι και να μην εξαρτώμαι από άλλους.

Δεν ξέρω αν θα τη συγχωρέσω ποτέ ή αν θα ξανασυναντηθώ μαζί της. Μπορεί η κακοποίηση που υπέστην τόσα χρόνια να με ανάγκασε να ωριμάσω πιο γρήγορα απ’ ότι έπρεπε και να προσαρμοστώ, ωστόσο ήθελα όπως κάθε παιδί μία μητέρα που θα είναι κοντά μου, που θα με βάζει για ύπνο το βράδυ και θα μου τραγουδάει.

Πολλοί από εμάς πρέπει να σταματήσουμε να πιστεύουμε στο μύθο της συμφιλίωσης γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει. Πλέον το μυαλό της μάνας μου είναι σαν το ελβετικό τυρί, γεμάτο τρύπες. Δεν ξέρει ποια είμαι και δεν πρόκειται να την επισκεφτώ μόνο και μόνο επειδή ελπίζω ότι θα με αναγνωρίσει. Δεν είχα ποτέ την αγάπη της. Είναι άδικο να ελπίζω ότι θα την αποκτήσω τώρα. Τουλάχιστον ξέρω ότι ποτέ δεν τη χρειαζόμουν. Οι δυσκολίες που έζησα με καθόρισαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Αυτές τις δυσκολίες τις αντιμετωπίζουμε ή ως παιδιά ή ως ενήλικες ή και τα δύο.

Πηγή: scarymommy.com

Τα πιο σημαντικά