Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου 2024
ΕλλάδαΣτο τραπέζι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός από Σεπτέμβριο

Στο τραπέζι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός από Σεπτέμβριο

Για τον Σεπτέμβριο παραπέμπει τη συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών η κυβέρνηση. Μετά τη σχετική απόφαση για την ΕΜΑΚ, όλοι αναμένουν το επόμενο βήμα των Αρχών όσον αφορά την επιβολή του εμβολιασμού σε συγκεκριμένες ομάδες επαγγελματιών και κυρίως στους υγειονομικούς. Ωστόσο, όπως ξεκαθαρίζουν κυβερνητικοί παράγοντες, αυτή η φάση της μάχης με τον κορωνοϊό, και εφόσον προχωράει γρήγορα το πρόγραμμα εμβολιασμού, δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος για να ληφθούν αποφάσεις.

«Καλύτερα η πειθώ από την επιβολή», επισημαίνει στην «Κ» ο ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας στο ΕΚΠΑ, διευθυντής του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Υγείας Μητέρας, Παιδιού και Ιατρικής Ακριβείας, επικεφαλής έδρας UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής, Γιώργος Χρούσος, ο οποίος ωστόσο εκτιμά ότι θα πρέπει να ανοίξει αυτή τη συζήτηση και στη χώρα μας. Σύμφωνα με τον ίδιο, άλλωστε, δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Οπως αναφέρει ενδεικτικά, στις ΗΠΑ, στα ομοσπονδιακά νοσοκομεία υπήρχε όρος για τον εμβολιασμό των υγειονομικών και όποιος δεν εμβολιαζόταν τον τοποθετούσαν σε υπηρεσία στην οποία δεν είχε επαφή με ασθενείς. «Για την ομάδα των υγειονομικών θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι εάν δεν εμβολιαστούν κινδυνεύουν οι ίδιοι και οι ασθενείς τους. Αλλωστε υπάρχει ήδη νόμος στη χώρα μας που επιτρέπει στον εκάστοτε υπουργό Υγείας, σε περιόδους μεγάλων επιδημικών εξάρσεων, να διατάξει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Απλώς αυτός δεν έχει ενεργοποιηθεί», επισημαίνει ο κ. Χρούσος και προσθέτει: «Ωστόσο, προς το παρόν δεν χρειάζεται να βιαστούμε, ειδικά όταν ο εμβολιασμός του πληθυσμού προχωράει με γρήγορους ρυθμούς και έως τον Ιούλιο εκτιμάται ότι το 60% του πληθυσμού θα έχει εμβολιαστεί».

Ο πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, μιλώντας στην «Κ» σημειώνει ότι η υποχρεωτικότητα δεν ισχύει σε καμία ιατρική πράξη. «Σε αυτή τη φάση, ωστόσο, υπάρχουν δεδομένα που καθιστούν τον εμβολιασμό αναγκαίο, και πιστεύω ότι όσοι υγειονομικοί θέλουν αυτή την εποχή να παρέχουν υπηρεσίες στο σύστημα υγείας πρέπει να είναι εμβολιασμένοι. Εκτιμώ μάλιστα ότι όταν θα υπάρξει η τεκμηρίωση για το εάν οι εμβολιασμένοι μεταδίδουν ή όχι τον ιό, τότε θα τεθεί σε τελείως διαφορετική βάση το ζήτημα του εμβολιασμού των υγειονομικών».

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας, έως και την προηγούμενη εβδομάδα είχε εμβολιαστεί έναντι του κορωνοϊού το 82% των γιατρών, το 63% των νοσηλευτών και το 60% των λοιπών εργαζομένων στο ΕΣΥ. Στον ιδιωτικό τομέα, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 88%, 62% και 63%. Κατά την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, πολλοί από τους εργαζομένους στα νοσοκομεία που δεν έχουν ακόμα εμβολιαστεί είτε έχουν νοσήσει από τον κορωνοϊό, και με βάση τις οδηγίες του υπουργείου Υγείας παρακολουθούν τα αντισώματα και δεν εμβολιάζονται, είτε περιμένουν να εμβολιαστούν. Αν και υπάρχουν ακόμα μεγάλα περιθώρια βελτίωσης στα ποσοστά των εμβολιασμένων υγειονομικών, συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα ποσοστά για την εποχική γρίπη των τελευταίων ετών είναι σαφώς αυξημένα. Πέρυσι εμβολιάστηκε έναντι της γρίπης το 38,8% των εργαζομένων στα νοσοκομεία και το 58% στα Κέντρα Υγείας, πρόπερσι τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 30,7% και 43,7% και πριν από έξι χρόνια (περίοδος εποχικής γρίπης 2015-2016), 10,9% και 24,3%.

Τα πιο σημαντικά