Στις 11 Μαΐου 1990 έφυγε ξαφνικά από τη ζωή ο Στράτος Διονυσίου σε ηλικία 54 ετών.
Υπάλληλοι του ξενοδοχείου “Χανδρής” τον βρήκαν λιπόθυμο στο δωμάτιό του, το οποίο νοίκιαζε για να παρακολουθεί ιπποδρομίες και να φροντίζει τα αλόγα του, καθώς είχε στην κατοχή του περισσότερα από 20 άλογα. Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» πέθανε από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής.
Μέχρι το τέλος της ζωής του εμφανιζόταν στο κέντρο «Στράτος», το οποίο βρισκόταν στην οδό Φιλελλήνων. Είχε τραγουδήσει περισσότερα από 5.000 τραγούδια στο πάλκο τα οποία είχαν σημειώσει τεράστια επιτυχία. Ο τελευταίος του δίσκος με τίτλο «Ποιος Άλλος» κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του.
Χιλιάδες πολίτες τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. “Υπήρξε ένας μεγάλος, λαϊκός τραγουδιστής. Στάθηκε για τριάντα ολόκληρα χρόνια αγωνιστής του κλασικού και αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού, που το υπερασπίσθηκε δυναμικά, σταθερά και με μεγάλη συνέπεια. Το κενό που αφήνει ο Στράτος Διονυσίου, αυτός ο ακούραστος εργάτης του λαϊκού τραγουδιού, είναι δυσαναπλήρωτο”, είχε πει ο Στέλιος Καζαντζίδης.
“Βρέχει φωτιά στη στράτα μου”, “Τα Πήρες Όλα”, “Ο ταξιτζής”, “Αγάπη μου επικίνδυνη” και ο “Σαλονικιός” είναι μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του.
Η ιστορία του Σαλονικιού
Το τραγούδι “Σαλονικιός” ήταν εμπνευσμένο από πραγματικό πρόσωπο του υποκόσμου που έζησε στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ’60. Ονομαζόταν Γιάννης Γκουλιόβας και είχε γεννηθεί Κολλινδρό Πιερίας.
«Άιντε, κάντε όλοι στην μπάντα, να βγει να χορέψει, ο Σαλονικιός. Άιντε, κάντε του λεζάντα, την βραδιά να κλέψει, ο Σαλονικιός. Άιντε, κάντε όλοι στην μπάντα, γέμισε την πίστα, ο Σαλονικιός»…
Ο Γκουλιόβας από μικρός έκανε μικροκλοπές και μπαινόβγαινε στις φυλακές. Τη δεκαετία του ’60 ήταν ήδη γνωστός νταβατζής στη Θεσσαλονίκη και είχε αποκτήσει το προσωνύμιο “Ο Σαλονικιός”. Οπλοφορούσε και πουλούσε προστασία στα μαγαζιά. Μεταξύ άλλων, είχε κατηγορηθεί για μαστροπεία, εκβιασμούς και κλοπές. Συνήθιζε να διασκεδάζει στα νυχτερινά κέντρα, έπαιζε τον ιππόδρομο και σε χαρτοπαιχτικές λέσχες. Λέγεται μάλιστα, πώς κάποια στιγμή είχε απειλήσει την ηθοποιό Μέμπα Μπλανς ότι θα της χαράξει το πρόσωπο. Τελικά, οι αστυνομικοί έφθασαν στα ίχνη του όταν η δράση του επεκτάθηκε στην Αθήνα.
Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1977 τον εντόπισαν σε μια χαρτοπαικτική λέσχη στην οδό Σύρου στην Κυψέλη. Ο Σαλονικιός αρνήθηκε να παραδοθεί στους αστυνομικούς και όταν προσπάθησε να τους επιτεθεί τον πυροβόλησαν και έπεσε νεκρός.
Τους στίχους του τραγουδιού έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και τη μουσική ο Χρήστος Νικολόπουλος.
Ακούστε το τραγούδι: