Όλοι έχουμε ανάγκη να βρούμε κάποιον που θα μας αγαπήσει και θα μας αποδεχτεί όπως είμαστε. Αλλά αυτή η ανάγκη μπορεί να κρύβει κάτι βαθύτερο: την αδυναμία μας να αγαπήσουμε εμείς τον εαυτό μας, δηλαδή το σώμα μας, τα συναισθήματά μας, τις σκέψεις μας, τις συμπεριφορές μας, ίσως και κάποια συμπτώματα.
Δεν είναι κακό, ούτε κατακριτέο, ούτε σημάδι ψυχικής αδυναμίας, η επιθυμία μας να βρούμε έναν άνθρωπο να μας καταλαβαίνει, να μας αποδέχεται και να μπορούμε να μοιραζόμαστε μαζί του τις εμπειρίες της ζωής.
Η διαφορά όμως μεταξύ του “για να νιώσω καλά πρέπει να βρω κάποιον να με αγαπήσει” και του “νιώθω καλά και θέλω κάποιον για να μοιραστώ μαζί του τη χαρά της ζωής” είναι μεγάλη.
Στην πρώτη περίπτωση, ουσιαστικά ψάχνουμε για ένα ψυχικό υποστήριγμα. Ψάχνουμε να βρούμε έναν άνθρωπο που θα μας προσφέρει την ασφάλεια που δεν βρίσκουμε αλλού.
Στη δεύτερη περίπτωση, ψάχνουμε κάποιον για να μοιραστούμε την αγάπη που νιώθουμε ήδη μέσα μας και που εκφράζουμε στον κόσμο με τις πράξεις, τα λόγια και τις συμπεριφορές μας.
Στην πρώτη περίπτωση, ο άνθρωπος που θα βρεθεί (αν βρεθεί) θα αισθάνεται ότι δίνει περισσότερα από όσα παίρνει. Θα δίνει αγάπη και στοργή, θα δείχνει κατανόηση, ενώ θα έχει απέναντί του έναν άνθρωπο που θα νιώθει φόβο και ανεπάρκεια και που μόνο υπό όρους και προϋποθέσεις θα αισθάνεται ασφαλής.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να βρεθεί κάποιος που θα έχει την ανάγκη να φροντίζει τον άλλον για να νιώθει ο ίδιος καλά, αλλά μακροχρόνια μια τέτοια σχέση δεν μπορεί να αντέξει – κάποια στιγμή θα βγουν στην επιφάνεια τα ασυνείδητα μοτίβα και των δύο και θα επέλθει σύγκρουση, που θα συνοδεύεται από αισθήματα απογοήτευσης, θυμού ή προδοσίας.
Στη δεύτερη περίπτωση, που αναζητάμε να βρούμε κάποιον για να μοιραστούμε τη χαρά της ζωής, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν δυσκολίες και προκλήσεις. Αλλά οι δυσκολίες θα αντιμετωπιστούν χωρίς αισθήματα ανεπάρκειας και φόβου. Και χωρίς αυτά τα βάρη η ζωή γίνεται πολύ πιο εύκολη και ανάλαφρη.
Για να βρούμε έναν τέτοιον άνθρωπο, θα πρέπει πρώτα εμείς να έχουμε μάθει να αγαπάμε όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα μας.
Και “αγαπάω αυτά που συμβαίνουν μέσα μου” σημαίνει παρατηρώ και αποδέχομαι τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις συμπεριφορές και τα συμπτώματα, χωρίς να τα μετατρέπω σε ταυτότητα, δηλαδή χωρίς να τα κάνω Εγώ (“εγώ υποφέρω”, “εγώ είμαι ανεπαρκής”, “εγώ είμαι κατώτερος”, “εγώ θα είμαι πάντα μόνος”, “εγώ δεν μπορώ να ξεπεράσω τις συνέπειες του παρελθόντος μου”, κ.τ.λ).
Και ως φυσικό επακόλουθο (επειδή βλέπουμε τον κόσμο ανάλογα με το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας) την ίδια στάση κρατάμε και απέναντι στους άλλους: δεν τους κρίνουμε όταν παρατηρούμε να εκδηλώνουν μια συμπεριφορά που έχει τις ρίζες της στο ασυνείδητο παρελθόν τους.
Η “μαγική συνταγή” λοιπόν είναι η εξής: αφαιρούμε την αίσθηση της ταυτότητάς μας από τα ασυνείδητα μοτίβα που ενεργούν μέσα μας και τη μεταθέτουμε στον εσωτερικό παρατηρητή που παρατηρεί και αποδέχεται αυτά τα μοτίβα.
Όταν το σύστημά μας (το σώμα και ο νους) συνηθίσει στο να αντλεί την ασφάλειά του από την αγάπη που του δείχνουμε εμείς, τότε θα αρχίσει να προβάλλει και προς τα έξω αυτή την αίσθηση της ασφάλειας, χωρίς να αναζητάει καταφύγια και σωτήρες.
Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Γκάντι “Γίνε εσύ η αλλαγή που θέλεις να δεις”, θα λέγαμε “Γίνε εσύ η αγάπη που ψάχνεις να βρεις”.