Άγνωστες πτυχές της ζωής του Τζίμη Πανούση, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν από έναν μήνα περίπου, αποκάλυψε μιλώντας στην εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”, ο πατέρας Ευδόκιμος, ο οποίος υπήρξε ο πνευματικός του δημοφιλούς καλλιτέχνη.
«Είχαμε μια σχέση σαν πραγματικά αδέλφια! Με πραγματική αγάπη! Ήταν καλός και ενάρετος άνθρωπος. Τον συμπαθούσα πάρα πολύ!», ανέφερε χαρακτηριστικά ο γέροντας Ευδόκιμος και πρόσθεσε: «Τον γνώρισα πριν από 15 χρόνια, όταν είχε ζητήσει να βρει έναν ιερέα για να του κάνει έναν αγιασμό. Ρώτησε πολλούς ανθρώπους και όλοι του συνέστησαν να έρθει να βρει εμένα.
Έτσι κι έγινε, πήγα, τον συνάντησα και κάναμε τον αγιασμό. Από εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή έγινε ένας πολύ καλός Xριστιανός! Δεν ήξερα τι είδους άνθρωπος ήταν πριν τον γνωρίσω, αλλά μετά την εξομολόγηση και όσα είπαμε οι δυο μας έγινε ως άνθρωπος ένας πολύ καλός Xριστιανός»!
Η σχέση του πρόωρα χαμένου καλλιτέχνη, που διατηρούσε σπίτι στο χωριό Μένητες της Άνδρου, με τον καθηγούμενο της μονής έγινε πολύ στενή: «Ερχόταν τακτικά στο μοναστήρι όπου εξομολογείτο, κοινωνούσε και συνομιλούσε με πολλή αγάπη και σεβασμό με τους μοναχούς. Όποτε ερχόταν, μας έφερνε πάντα δώρα, ήταν γενναιόδωρος. Νομίζω ότι δεν υπήρξε δεύτερος άνθρωπος στην πνευματική ζωή αυτού του ανθρώπου όπως ήμουν εγώ»
Ο π. Ευδόκιμος δεν διστάζει να παραδεχθεί ότι, με όσα είχε μάθει για την προηγούμενη ζωή του Τζίμη Πανούση, τον θεωρούσε ως τότε κακό χριστιανό. «Φαίνεται ότι είχε καταλάβει τις σκέψεις μου όταν συναντηθήκαμε, γι’ αυτό μου είπε ότι δεν είχε πάει ως τότε σε κάποιον ιερέα για να εξομολογηθεί και ούτε φρόντιζε να κοινωνεί σε τακτική βάση. Στη συνέχεια με ρώτησε εάν εγώ θα ήθελα να το κάνω και φυσικά του απάντησα αμέσως: ‘‘Μετά χαράς, Τζίμη μου, να σε εξομολογήσω!” Εξομολογήθηκε και ήταν πολύ κύριος! Είχε ως άνθρωπος κατανόηση, σεβασμό και αγάπη. Είχε τη θέληση του μικρού παιδιού και ζητούσε να γίνει ακόμη πιο καλός ως άνθρωπος! Να γίνει ακόμη πιο πιστός χριστιανός…» υπογραμμίζει.
Ο π. Ευδόκιμος στέκεται ιδιαίτερα στο χιούμορ του Τζίμη, με τον οποίο έλεγαν και ωραία ανέκδοτα. «Είχε μια σοβαρότητα την οποία δεν την καταλάβαινες, επειδή τον έβλεπες γελαστό και χαρούμενο. Έδειχνε ότι ήταν ενθουσιασμένος με τη ζωή του και δεν έκανε ποτέ παράπονα για άλλους ανθρώπους. Ήταν έξυπνος και μορφωμένος. Ζούσε έχοντας συγχρόνως μέσα του την Εκκλησία και θαρρώ ότι αυτό ήταν ένα μεγαλείο μέσα του. Του έλεγα ότι ήταν άγιος άνθρωπος!»
Ο Τζίμης Πανούσης σεβόταν ιδιαίτερα τις απόψεις του π. Ευδόκιμου για τη δουλειά του.
«Ό,τι εγώ του έλεγα το έκανε αμέσως. Του έλεγα, π.χ., ότι δεν ήταν σωστές κάποιες από τις εμφανίσεις του. Έφυγε από εκεί όπου έδειχνε ό,τι έδειχνε. Μια χαρά άνθρωπος ήταν! Παρακολουθούσε τις λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Στεκόταν μάλιστα όρθιος και, παρόλο που του έλεγα να καθίσει, αυτός αρνείτο και επέμενε να παρακολουθεί από την αρχή έως το τέλος όρθιος και σοβαρός». Οι συζητήσεις του αξέχαστου Τζιμάκου με τον γέροντα επεκτείνονταν σε ένα ευρύ πεδίο -εκτός των πολιτικών θεμάτων-, χωρίς να περιορίζονται στα θεολογικά.
«Μαγειρεύαμε και οι δύο»
«Κουβεντιάζαμε πολύ και για τη μαγειρική. Εκείνος, βέβαια, μαγείρευε, αλλά κι εγώ -όπως λένε- είμαι καλός μάγειρας, αν και αυτοδίδακτος! Του άρεσε να του μαγειρεύω μακαρόνια με τη δική μου συνταγή. Με ακολουθούσε συχνά και σε εκδηλώσεις. Είχε έρθει σε μια παρουσίαση βιβλίου μου με θέμα τη μαγειρική. Ήταν πρώτος και καλός! Τον κάλεσα, μάλιστα, τότε να πει και δυο κουβέντες…»
Ο σεβάσμιος γέροντας λυπήθηκε που δεν κατάφερε να παραστεί στην κηδεία του δημοφιλούς τραγουδιστή, όπου τον εκπροσώπησε άλλος μοναχός. Παραδέχεται ότι δεν έδειχνε προτίμηση για τα τραγούδια που συνέθετε ο Πανούσης και τον παρότρυνε να ερμηνεύσει άλλου είδους τραγούδια.
«Όταν του έκανα αυτή την παρατήρηση, αυτός απαντούσε ότι εργαζόταν και έλεγε αυτά τα τραγούδια για να ζήσει κι αυτός. Όπου πήγαινε, πάντως, ο κόσμος τον αγαπούσε και τον σεβόταν. Εδώ στην Άνδρο οι άνθρωποι τον κλάψανε! Πριν από λίγο καιρό, όταν συνάντησα έναν γνωστό, μου είπε: ‘‘Αχ, Ευδόκιμε, πέθανε ο Τζιμάκος μας!” ‘‘Τι να κάνουμε; Όλοι θα πεθάνουμε κάποια ημέρα. Να κάνουμε την προσευχή μας να πάει αυτός στα χέρια του Θεού!” του απάντησα».
Πηγές: Ορθόδοξη Αλήθεια, Espresso