Συγκλονιστική περιγραφή-καταγγελία, που στην κυριολεξία κόβει την ανάσα του κάθε συνανθρώπου που θα την διαβάσει ως έγγραφη και επώνυμη αναφορά, κάνει ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, οι παππούδες ουσιαστικά, ενός 19μηνου μόλις βρέφους, που είχε την ατυχία να το δαγκώσει οχιά, όταν βρισκόταν σε αυλή σπιτιού στο Βένετο!
Η δημοσιοποίηση πλέον της υπόθεσης από τους ίδιους, μετά από ένα περίπου δεκαήμερο (ημερομηνία συμβάντος 23-07-2018), οπότε εξαλείφθηκε πλέον ο κάθε κίνδυνος που υπήρχε για τη ζωή και το χεράκι του, γίνεται όπως τονίζει η γιαγιά που υπογράφει και την επιστολή που έφθασε στη ΜΑΓΝΗΣΙΑ, καθώς σύμφωνα με την ίδια, «το Νοσοκομείο Βόλου δεν έδειξε την σοβαρότητα που έπρεπε», οι αρμόδιοι «ήταν ανεύθυνοι και αδιάφοροι», ενώ δεν υπήρχε αντιοφικός ορός, που έπρεπε να χορηγηθεί άμεσα. Μέσα στην αγωνία και το άγχος τους, βέβαια, αναφέρουν και έναν ακόμη στόχο της δημοσιοποίησης, όπως δηλώνουν οι παππούδες του μωρού, ώστε «να μην βρεθεί άλλο παιδάκι στην δική μας θέση».
Η επιστολή
«Βρισκόμασταν στην εξοχική κατοικία του συζύγου μου στο Βένετο.
Μαζί μας είχαμε και τον εγγονό μας ηλικίας 19 μηνών. Την Δευτέρα λοιπόν, όπως και τις προηγούμενες μέρες, παίζαμε στην αυλή, με μια μικρή μπάλα. Ο μικρός την κλώτσησε και πήγε να την πάρει. Τον κοιτάζαμε λοιπόν να τρέχει, να πάει να πάρει την μπάλα.
Αντί όμως της μπάλας το αριστερό του χέρι ακούμπησε σε μια πέτρα, που την είχαμε πάνω σε ένα κορμό δέντρου. Αμέσως άρχισε να κλαίει και τρέξαμε, τον πήραμε αγκαλίτσα και είδαμε ότι από το δακτυλάκι του, τον δείκτη συγκεκριμένα, είχε δύο σαν γρατζουνιές, μου φανήκαν σαν να τον γρατζούνισε γάτα και έτρεχε λίγο αίμα. Άρχισε αμέσως να πρήζεται και να μελανιάζει το δάκτυλο.
Αμέσως φύγαμε για το Bόλο. Η ώρα που φύγαμε ήταν μια παρά τέταρτο (12:45) και στο νοσοκομείο φτάσαμε σε μία ώρα γύρω στις 2 το μεσημέρι. Εξηγήσαμε στα εξωτερικά ιατρεία, τι είχε συμβεί, χωρίς όμως να δούμε τι ήταν αυτό που τον τσίμπησε. Είπαμε να κάνουμε μια ακτινογραφία, στο δακτυλάκι μήπως ήταν σπασμένο από την πέτρα. Δεν έδειξε κάτι τέτοιο. Ο παππούς λοιπόν είπε ότι ήταν φίδι, και πρέπει οπωσδήποτε να κάνουν κάτι γιατί το παιδί χειροτέρευε ραγδαία. Τους είπε κιόλας ότι είναι Οχιά γιατί στο χωριό τέτοια φίδια υπάρχουν. Είτε το είπαμε, είτε όχι, δεν ίδρωσε το αυτί τους. Οι μαθητευόμενοι μόνο ήταν κοντά του, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν. Η ώρα περνούσε. Ο μικρούλης στην αγκαλιά μας πέθανε τρεις (3) φορές και με τις φωνές μας επανερχόταν! Το πρήξιμο και το μελάνιασμα ανέβαινε όλο και πιο ψηλά. Ο μικρός μας δεν είχε ούτε την δύναμη να κλάψει. Φωνάζαμε να του κάνουν ορό φιδιού και δεν είχαν! Η ώρα ήταν τέσσερις και τέταρτο (16:15). Η διευθύντρια της παιδιατρικής ακόμη δεν είχε εμφανιστεί παρόλο που μας έλεγαν ότι την είχαν ειδοποιήσει. Έγιναν εξετάσεις αίματος και έδειξαν ότι τα αιμοπετάλια έπεφταν ραγδαία και ο αιματοκρίτης. Η αργοπορία τους, η αδιαφορία τους, η ανευθυνότητά τους, δεν περιγράφεται.
Ο μικρούλης αργοπέθαινε αβοήθητος και εγώ να φωνάζω να κάνουν κάτι. Από τις 16:30 άρχισαν να νιώθουν ίσως την σοβαρότητα της κατάστασης, εφόσον είχαν περάσει δυόμιση ώρες απάθειας, τότε αποφασίσανε να κάνουνε ιατρικό συμβούλιο και τότε εμφανίστηκε και η προϊσταμένη παιδίατρος. Μετά το συμβούλιο αποφασίσανε να το στείλουν στην Λάρισα αφού του χορήγησαν κορτιζόνη. Μάλιστα έβγαινε και ένας πολλά βαρύ γιατρός από το δωμάτιο του μικρού μας, και ξέρετε τι μας είπε: – Τι θέλετε, τους γιατρούς στα πόδια σας; Τότε ο σύζυγος έξαλλος του λέει – Μήπως ήρθα σε λάθος μέρος, είμαι σε καφενείο και όχι σε νοσοκομείο; Το ασθενοφόρο το κάλεσε η διευθύντρια στις πέντε η ώρα ακριβώς (17:00). Το ασθενοφόρο έκανε να έρθει στο νοσοκομείο μισή ώρα, ήταν πέντε και μισή (17:30).
Έξι παρά φεύγουμε για το Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας. Εκεί μας περίμενε άλλος Γολγοθάς. Με το που αντικρίζουν τον μικρό, δεν τον δέχονται λέγοντας:
– Η διευθύντρια του Βόλου όταν πια με την αδιαφορία της βλέπει τα δύσκολα τα ξεφορτώνεται, και τα στέλνει σε μας, δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει, μας είπαν.
– Δεν μπορούμε να τον κρατήσουμε διότι θα χρειαστεί χειρουργείο και λόγω των χαμηλών αιμοπεταλίων κινδύνευε η ζωή του λόγω αιμορραγίας.
Δεν ξέρω τότε που βρήκα την δύναμη και άρχισα να φωνάζω λέγοντάς τους πως δεν μπορούν να παίζουν με τη ζωή του παιδιού επειδή τα δύο νοσοκομεία και οι γιατροί έχουν διαφορές μεταξύ τους. Όλοι αυτοί οι γιατροί, η διοίκηση του νοσοκομείου δεν είναι γονείς δεν είναι παππούδες και γιαγιάδες και πάνω από όλα γιατροί; Μας τον έστελναν στην Θεσσαλονίκη, τους είπα ότι αν υπέγραφαν για τη ζωή του, μόνο τότε θα τον έπαιρνα.
Το χεράκι του κινδύνευε άμεσα να παραλύσει από το πρήξιμο. Αποφάσισαν να τον στείλουν στο Πανεπιστημιακό. Οι ώρες που πέρασαν ήταν πολλές, πάνω από επτά ώρες και στον μικρό δεν είχε δοθεί ο ορός φιδιού.
Στο Πανεπιστημιακό η αντιμετώπιση ήταν διαφορετική. Του δόθηκαν άμεσα οι πρώτες βοήθειες και ο όρος φυσικά. Ο καθηγητής της παιδιατρικής με μια ομάδα γιατρών κάνει ότι μπορεί και προσπαθούν για το καλύτερο. Οι γιατροί της ορθοπεδικής και ο αναισθησιολόγος αποφασίζουν ότι για το καλό του παιδιού πρέπει να πάει στη Θεσσαλονίκη, ώρα μία μετά τα μεσάνυχτα.
Εφημέρευε το Γεννηματά. Το αγγελούδι μας διασωληνωμένο φτάνει στο νοσοκομείο Γεννηματά στις τρείς το πρωί. Εκεί τα λεπτά, οι ώρες δύσκολες. Οι γιατροί πρώτη φορά αντιμετωπίζουν τέτοιο δάγκωμα φιδιού και τόσης σοβαρής κατάστασης παιδιού και χεριού. Κάνουν ότι μπορούν για τον μικρούλη. Έχουν περάσει δέκα (10) μέρες. Ο μικρός βρίσκεται ακόμη στο νοσοκομείο, χωρίς πια να κινδυνεύει η ζωή του και το χεράκι του.
Αποφάσισα σαν γιαγιά να δημοσιοποιήσω το θέμα:
Πρώτον, διότι το Νοσοκομείο Βόλου δεν έδειξε την σοβαρότητα που έπρεπε, ήταν ανεύθυνοι, αδιάφοροι.
Δεύτερον, διότι δεν υπήρχε ορός φιδιού, που έπρεπε να χορηγηθεί άμεσα. Είπαν ότι έπρεπε να τηλεφωνήσουν στο Υπουργείο, μετά στο κέντρο Δηλητηριάσεων και να σταλεί εφ’ όσον ήταν ανάγκη την άλλη μέρα, αφού ο ασθενής θα είχε καταλήξει.
Και τρίτον, για να μην βρεθεί άλλο παιδάκι στην δική μας θέση.
Γιούλα Μητρομάρα – Γαλάτου»
Πηγή: magnesianews