Παρασκευή, Ιουνίου 13 2025
διεθνήΠέθανε ο ιδρυτής των θρυλικών Beach Boys, Μπράιαν Γουίλσον

Πέθανε ο ιδρυτής των θρυλικών Beach Boys, Μπράιαν Γουίλσον

Πέθανε ο μουσικός, τραγουδοποιός, τραγουδιστής και δημιουργός της θρυλικής αμερικάνικης μπάντας Beach Boys, Μπράιαν Γουίλσον

O Μπράιαν Γουίλσον ήταν μια ιδιοφυία που όρισε τη μουσική βιομηχανία με το βαθιά επιδραστικό άλμπουμ Pet Sounds και τη μπάντα του, τους θρυλικούς Beach Boys
Oραματιστής, πρωτοπόρος και ένας πραγματικός αρχιτέκτονας του ήχου που όρισε τη μουσική βιομηχανία, ο Μπράιαν Γουίλσον πέθανε σε ηλικία 82 ετών.

ap brian wilson.jpg

Ο κόσμος της μουσικής αποχαιρετά έναν από τους πλέον χαρισματικούς, περίπλοκους και καινοτόμους δημιουργούς του 20ού αιώνα καθώς ο Μπράιαν Ντάγκλας Γουίλσον υπήρξε η ψυχή και την κινητήρια δύναμη πίσω από τους θρυλικούς Beach Boys.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Brian Wilson (@brianwilsonlive)


Ο θάνατός του, στις 11 Ιουνίου 2025, σε ηλικία 82 ετών, ανακοινώθηκε από την οικογένεια του.

«Είμαστε συντετριμμένοι που ανακοινώνουμε ότι ο αγαπημένος μας πατέρας Μπράιαν Γουίλσον έφυγε από τη ζωή. Είμαστε σε πλήρη απώλεια λόγων αυτή τη στιγμή. Παρακαλούμε σεβαστείτε την ιδιωτικότητά μας αυτή τη στιγμή καθώς η οικογένειά μας θρηνεί. Αντιλαμβανόμαστε ότι μοιραζόμαστε τον πόνο μας με τον κόσμο. Αγάπη & Συμπόνια» διαβάζει η ανάρτηση της οικογένειας του.

mpraian goyilson beach boys 1200x800 1

Αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό και μια αιώνια κληρονομιά που θα συνεχίσει να εμπνέει και να συγκινεί για πάντα, ο Γουίλσον δεν ήταν απλώς ένας τραγουδοποιός, τραγουδιστής και παραγωγός· ήταν ένας οραματιστής που μετουσίωσε τους εσωτερικούς του κόσμους σε μουσικά αριστουργήματα, ξεπερνώντας προσωπικούς δαίμονες και επαναπροσδιορίζοντας τα όρια της ποπ μουσικής.

Η γέννηση μιας ιδιοφυΐας και οι πρώτες επιτυχίες

Ο Μπράιαν Ντάγκλας Γουίλσον γεννήθηκε στο Ίνγκλγουντ της νότιας Καλιφόρνιας το 1942. Η παιδική του ηλικία σημαδεύτηκε από την κακοποίηση του αυταρχικού και συχνά βίαιου πατέρα του, Μάρεϊ Γουίλσον, ενός επίδοξου τραγουδοποιού, που ωστόσο εμφύσησε στα παιδιά του το πάθος για τη μουσική.

Παρά το δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον, το σπίτι των Γουίλσον ήταν γεμάτο μουσική. Ο Μπράιαν, ένα φυσικό ταλέντο με «τέλειο μουσικό αυτί» που μπορούσε να τραγουδήσει ξανά φράσεις που του τραγουδούσαν ως μωρό. Ο ίδιος και τα αδέλφια του, οι μικρότεροι Καρλ και Ντένις έμαθαν πιάνο ως μικρά παιδιά, λάτρεψαν την R&B, το rock’n’roll, το doo-wop και την ποπ.

Αν και εν μέρει κουφός από το ένα αυτί (πιθανώς ως αποτέλεσμα μιας επίθεσης από ένα παιδί της γειτονιάς), αυτός και ο Καρλ ενώθηκαν με τον ξάδερφό τους Μάικ Λοβ για να σχηματίσουν το σχολικό συγκρότημα Carl and the Passions, φέρνοντας αργότερα τον Ντένις και τον φίλο τους Αλ Τζαρντίν για να σχηματίσουν τους Pendletones. Είχαν ενθαρρυνθεί από τον πατέρα του Γουίλσον, Μάρεϊ, με τον οποίο ο Γουίλσον είχε μια περίπλοκη σχέση – αργότερα είπε ότι ο Μάρεϊ τον κακοποιούσε και σωματικά.

Το 1961, σε ηλικία 19 ετών, ο Μπράιαν συνεργάστηκε με τους δύο μικρότερους αδελφούς του, Ντένις και Καρλ, τον ξάδερφό του Μάικ Λοβ και τον σχολικό του φίλο Αλ Τζαρντίν, για να σχηματίσουν τους Beach Boys.

Το πρώτο τραγούδι του Γουίλσον για το συγκρότημα, που σύντομα μετονομάστηκε σε Beach Boys, ήταν το Surfin’ του 1961 – ήταν το πρώτο σε μια σειρά από επιτυχίες που έγραψε για τη μπάντα που όρισαν τα 60s, όπως τα Surfin’ Safari, Surfer Girl και Surfin’ USA, με το τελευταίο να φτάνει στο Νο 3 των αμερικανικών charts και να επισφραγίζει την καθιέρωσή τους.

875 2467e7c3 dc7c 4980 920b 61e8ac86d978

Με πολυεπίπεδες φωνητικές αρμονίες και πρωτοποριακές τεχνικές παραγωγής, τραγούδια που ενσάρκωναν τον Καλιφορνέζικο Μύθο της ηλιοφάνειας, των κοριτσιών και του σερφ εκτόξευσαν οι Beach Boys είναι συνώνυμο της ανεμελιάς των ταραγμένων 60ς.

Ο Γουίλσον αναβαθμίστηκε σε παραγωγός, καθώς και τραγουδοποιός, για το τρίτο άλμπουμ (Surfer Girl) και οδήγησε το συγκρότημα στην κορυφή και την με εξανλτητικούς ρυθμούς δημιουργίας. Οι BB κυκλοφόρησαν 15 άλμπουμ πριν από το τέλος της δεκαετίας του 1960.

Όμως ο Γουίλσον ήταν πολύ μοναδικός και φιλόδοξος για να μην περιορίσει το συγκρότημα σε κλισέ. Εκεί έδειξε πραγματικά πόσο σπουδαίος ήταν.

brian wilson 11062025 1200x675 1

Η σπουδαιότητα του Pet Sounds

Ο Μπράιαν Γουίλσον δεν αρκούνταν στις εμπορικές επιτυχίες. Εμπνευσμένος από το Rubber Soul των Beatles, επιδίωξε να δημιουργήσει ένα άλμπουμ όπου «κάθε τραγούδι θα είχε σημασία» και «θα έκανε τους ανθρώπους να αισθάνονται αγάπη».

Αυτή η φιλοδοξία οδήγησε στο θρυλικό άλμπουμ Pet Sounds του 1966, ένα έργο που επανεκκίνησε τα όρια της ποπ μουσικής και θεωρείται ευρέως ένα από τα σπουδαιότερα όλων των εποχών, με πολλούς να το χαρακτηρίζουν ως το κορυφαίο άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής.

Για να δημιουργήσει το Pet Sounds, ο Γουίλσον αποσύρθηκε από τις περιοδείες (φοβούμενος τις πτήσεις και έχοντας υποστεί έναν νευρικό κλονισμό το 1964) και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο στούντιο.

Εκεί, με τη βοήθεια των κορυφαίων μουσικών του Λος Άντζελες, της περίφημης Wrecking Crew, και του στιχουργού Τόνι Άσερ, δημιούργησε ένα αριστούργημα.

Το Pet Sounds δεν ακολουθούσε τη συμβατική μορφή των ποπ άλμπουμ της εποχής· ήταν ένα συνεκτικό έργο τέχνης, όπου κάθε νότα είχε σημασία. Ο Γουίλσον χρησιμοποιούσε το στούντιο ως όργανο, ωθώντας τα τεχνικά όρια της τετρακάναλης ηχογράφησης.

Ενσωμάτωσε μια ευρεία γκάμα οργάνων ασυνήθιστων για τη ροκ μουσική καθώς και ηχητικά εφέ όπως καμπάνες ποδηλάτου και ήχους τρένου. Τα τραγούδια του, όπως το God Only Knows και το Wouldn’t It Be Nice, ήταν γεμάτα «συναισθηματικό βάθος και φιλοσοφική ωριμότητα».

Μετά την επιτυχία του Pet Sounds, ο Γουίλσον στράφηκε στην ακόμα πιο φιλόδοξη δημιουργία του Smile. Ωστόσο αυτό το project, που προοριζόταν να είναι το απόλυτο «συμφωνικό pop» άλμπουμ, έμελλε να μείνει ημιτελές για δεκαετίες, λόγω των αυξανόμενων ψυχολογικών προβλημάτων του Γουίλσον και των εντάσεων μέσα στο συγκρότημα.

Ο Γουίλσον άρχισε να κάνει κάνναβη και να παίρνει LSD, δηλώνοντας μάλιστα ότι το τελευταίο ήταν δημιουργικά χρήσιμο – έγραψε ένα χαρακτηριστικό τραγούδι των Beach Boys, το California Girls, κατά τη διάρκεια του πρώτου του ταξιδιού με LSD, και είπε ότι το acid του επέτρεψε να «συμφιλιωθεί με το τι είσαι, τι μπορείς να κάνεις [και] τι δεν μπορείς να κάνεις».

Όμως, η χρήση ναρκωτικών, σε συνδυασμό με τους έντονους δημιουργικούς ρυθμούς παραγωγής πιθανότατα επιδείνωσε τα προβλήματα ψυχικής υγείας που είχε αολι την εφηβεία του.

Η περίπλοκη φύση του Smile, σε συνδυασμό με την επιδείνωση της ψυχικής του υγείας, οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του project, αφήνοντας πίσω του έναν θρύλο και μια αίσθηση χαμένης ευκαιρίας.

Η σκοτεινή περίοδος

Η περίοδος μετά το Smile ήταν μια δεκαετία βαθιάς κρίσης για τον Μπράιαν Γουίλσον. Ενώ οι Beach Boys συνέχιζαν να κυκλοφορούν άλμπουμ, ο Γουίλσον βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην απομόνωση και την κατάχρηση ουσιών, κυρίως κοκαΐνης και παραισθησιογόνων.

Αυτό επιδείνωσε μια ήδη υπάρχουσα κατάθλιψη, η οποία τον κρατούσε καθηλωμένο στο κρεβάτι για μέρες. Άκουγε φωνές στο κεφάλι του, πέρασε χρόνο σε ψυχιατρικά νοσοκομεία στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και απομονώθηκε από τα μέλη του συγκροτήματός του. Ο Γουίλσον τελικά διαγνώστηκε με σχιζοσυναισθηματική διαταραχή και ήπια μανιοκατάθλιψη. «Υπήρχαν στιγμές που [η ψυχική μου ασθένεια] ήταν αφόρητη, αλλά με γιατρούς και φάρμακα κατάφερα να ζήσω μια υπέροχη, υγιή και παραγωγική ζωή» είχε πει το 2019.

Τα μέλη του συγκροτήματός του άρχισαν να συμβάλλουν περισσότερο στη σύνθεση, αν και οι συνθέσεις του Γουίλσον εξακολουθούσαν να εμφανίζονται περιστασιακά καθώς το συγκρότημα αναδυόταν από μια εμπορική ύφεση στο τέλος της δεκαετίας για να ηχογραφήσει τα αναγνωρισμένα άλμπουμ Sunflower και Surf’s Up -με το ομώνυμο τραγούδι του τελευταίου να είναι και η επιστροφή του Γουίλσον στην ψυχεδέλεια.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, οι αρχές της δεκαετίας του ’70 ήταν μια εξαιρετικά σκληρή περίοδος για τον Γουίλσον. Χρήστης ναρκωτικών και χωρίς να φροντίζει την υγεία του, ο Γουίλσον πήρε πολλά κιλά και απομονώθηκε ξανά.

Επέστρεψε στους Beach Boys για το άλμπουμ 15 Big Ones του 1976, αλλά ξαναβυθίστηκε στον αλκοολισμό, την κατάχρηση ναρκωτικών και την υπερφαγία προς το τέλος της δεκαετίας· ο θάνατος του αδελφού του Ντένις, ο οποίος πνίγηκε το 1983, δεν τον βοήθησε.

Ο αμφιλεγόμενος Δρ. Λάντι

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, η τότε σύζυγός του, Μέριλιν, προσέλαβε τον αμφιλεγόμενο ψυχολόγο Δρ. Γιουτζίν Λάντι για να βοηθήσει τον Γουίλσον.

Ο Λάντι, αρχικά, φάνηκε να βελτίωσε τις συνθήκες ζωής του Γουίλσον με τον καλλιτέχνη να αποκτάει κάποιο έλεγχο στην υγεία του, επιβάλλοντας ένα αυστηρό πρόγραμμα άσκησης και παραγωγικότητας και περιορίζοντας τις συναντήσεις του με φίλους που θεωρούνταν αρνητικές επιρροές.

Ωστόσο, η σχέση του Λάντι με τον Γουίλσον εξελίχθηκε σε μια ιδιαιτέρως προβληματική και καταχρηστική σχέση εξουσίας.

Ο Λάντι έγινε όχι μόνο θεραπευτής του Γουίλσον, αλλά και εκτελεστικός παραγωγός, μάνατζερ, συν-συνθέτης και επιχειρηματικός του σύμβουλος, ενώ φέρεται να έγραψε μέρη της πρώτης αυτοβιογραφίας του Γουίλσον, Wouldn’t It Be Nice: My Own Story (1991).

Ο Λάντι ασκούσε έναν ασφυκτικό έλεγχο σε κάθε πτυχή της ζωής του Γουίλσον, απομονώνοντάς τον από την οικογένειά του και τους φίλους του.

Η κατάσταση αυτή οδήγησε τελικά την οικογένεια Γουίλσον να μηνύσει τον Λάντι το 1991, καταφέρνοντας να εξασφαλίσει ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του. Ο Λάντι έχασε την άδειά του να ασκεί ψυχολογία στην Καλιφόρνια, αλλά παρέμεινε κοντά στον Γουίλσον μέχρι τον θάνατό του.

Παρά την αμφιλεγόμενη φύση της σχέσης τους, ο Γουίλσον αναγνώρισε στον Λάντι ότι τον βοήθησε στην ανάρρωσή του μέσω φαρμακευτικής αγωγής και αναγκαστικής αποχής, κάτι που οδήγησε στην επιστροφή του στις ζωντανές εμφανίσεις και στη δημιουργία νέας μουσικής.

Η δραματική αυτή περίοδος της ζωής του Γουίλσον απεικονίστηκε στην βιογραφική ταινία Love & Mercy (2014), όπου ο Μπράιαν Γουίλσον συμμετείχε στην παραγωγή και δήλωσε ότι η ταινία ήταν «γεγονός» και ότι «στην πραγματικότητα ήταν πολύ χειρότερα».

Θρίαμβοι και επιστροφή

Παρά τις βαθιές πληγές, ο Μπράιαν Γουίλσον κατάφερε να κάνει ένα απίστευτο comeback.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ξεκίνησε μια περίοδο αναγέννησης στην καριέρα του, επιστρέφοντας στο στούντιο και στις σκηνές. Αφού τελικά απομακρύνθηκε από τη συμφωνία του με τον Λάντι – ο οποίος είχε γίνει συνεργάτης στη σύνθεση τραγουδιών και είχε προσθέσει τον εαυτό του στη διαθήκη του Γουίλσον – με ασφαλιστικά μέτρα που κατατέθηκαν εναντίον του, ο Γουίλσον συνέχισε να δημιουργεί, να περιοδεύει και να κυκλοφορεί περιστασιακά σόλο άλμπουμ.

Μια από τις μεγαλύτερες προσωπικές και καλλιτεχνικές του νίκες ήταν η κυκλοφορία του Brian Wilson Presents Smile (2004), τη δική του εκδοχή του ημιτελούς άλμπουμ των Beach Boys, το οποίο έλαβε διθυραμβικές κριτικές και κέρδισε ένα βραβείο Grammy. Αυτή η ολοκλήρωση ενός έργου που τον είχε στοιχειώσει για δεκαετίες ήταν ένας τεράστιος θρίαμβος, που επισφράγισε την καλλιτεχνική του αποκατάσταση. Οι αρχικές ηχογραφήσεις κυκλοφόρησαν τελικά ως The Smile Sessions το 2011.

Αργότερα, επανενώθηκε με τους Beach Boys το 2011 (πλέον χωρίς τον Καρλ, ο οποίος πέθανε το 1998) για μια περιοδεία και το άλμπουμ That’s Why God Made the Radio. Ωστόσο, το συγκρότημα χώρισε για άλλη μια φορά, με τον Λοβ να περιοδεύει με το όνομα του συγκροτήματος και τον Γουίλσον και τον Τζαρντίν να περιοδεύουν χωριστά μαζί, συμπεριλαμβανομένης μιας περιοδείας για την 50ή επέτειο του Pet Sounds το 2016.

Ο Γουίλσον παντρεύτηκε δύο φορές. Πρώτα τη Μέριλιν Ρόβελ το 1964, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Κάρνι και τη Γουέντι -οι κόρες του δημιούργησαν το δικό τους φωνητικό συγκρότημα, τους Wilson Phillips, και είχαν τρία Νο 1 singles στις ΗΠΑ. Ο Γουίλσον και η Ρόβελ χώρισαν το 1979.

Το 1995, παντρεύτηκε τη Μελίντα Κέι Λεντμπέτερ, με την οποία ξεκίνησε να βγαίνει το 1986 και η οποία έγινε επίσης η μάνατζέρ του. Μαζί υιοθέτησαν πέντε παιδιά. Η απώλεια της Μελίντα τον Ιανουάριο του 2024 ήταν ένα ακόμα βαρύ πλήγμα, καθώς την περιέγραψε ως «κάτι παραπάνω από σύζυγο», ως «σωτήρα» του.

Ακόμα και τα τελευταία του χρόνια, ο Γουίλσον παρέμενε ενεργός, αν και αντιμετώπιζε νέα προβλήματα υγείας. Τον Φεβρουάριο του 2024, η οικογένειά του ζήτησε την κηδεμονία του λόγω «μείζονος νευρογνωστικής διαταραχής (όπως άνοια)».

Στο κύμα της αιωνιότητας

Ένας σπουδαίος, καταραμένος αλλά λαμπερός, καλλιτέχνης, ο Μπράιαν Γουίλσον άλλαξε για πάντα το τοπίο της ποπ μουσικής.

Οι καινοτόμες προσεγγίσεις του στη σύνθεση, η αριστοτεχνική του χρήση των τεχνικών ηχογράφησης και η ικανότητά του να δημιουργεί πολύπλοκες αρμονίες και ενορχηστρώσεις, τον καθιστούν έναν από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς του 20ού αιώνα.

Η μουσική του όρισε το πνεύμα των αρχών της δεκαετίας του 1960 και θεωρείται κεντρική φιγούρα σε διάφορα μουσικά είδη, από τον California sound και την art pop έως την ψυχεδέλεια ενώ η επιρροή του εκτείνεται σε σύγχρονα στυλ όπως η indie rock και η dream pop, ενώ οι επιτυχίες του, όπως το Good Vibrations και το God Only Knows, παραμένουν διαχρονικά αριστουργήματα.

Όμως η ιστορία του είναι στην ουσία της μια συγκλονιστική ωδή στην ανθρώπινη ανθεκτικότητα. Μέσα από τις προσωπικές του μάχες, τους δαίμονες της εξάρτησης και τα βάσανα της ψυχικής ασθένειας, ο Γουίλσον κατάφερε να βρει τη δύναμη να επιστρέψει, να δημιουργήσει και να μοιραστεί το μοναδικό του όραμα με τον κόσμο.

Έζησε το δικό του, φωτισμένο στον Καλιφορνέζικο ήλιο μείγμα θριάμβου και τραγωδίας, μια απόδειξη της πολυπλοκότητας της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας και της επίμονης αναζήτησης της έκφρασης.

Ο Μπράιαν Γουίλσον έγραψε τα soundtracks των καλοκαιριών μας και θα είναι πάντα εκεί, σε μια σανίδα να σερφάρει στα κύματα της αέναης δημιουργίας του που έκανε ακόμη και τα πιο πολύπλοκα να ακούγονται απλά.

Τα πιο σημαντικά