Η πιο θανατηφόρα μορφή βίας είναι η φτώχεια.
Ετσι έλεγε ο Μαχάτμα Γκάντι…και πόσο δίκιο είχε…
Οταν όμως μιλάμε για παιδική φτώχεια, δεν αναφερόμαστε σε μορφή “βίας” αλλά σε “έγκλημα”.
Μερικά χρόνια πριν, η φτώχεια ήταν συνδεδεμένη με τις υποανάπτυκτες χώρες. Εικόνες μακρινές που κανείς δεν περίμενε πως θα έβλεπε στο διπλανό σπίτι ή ακόμα και στο δικό του… Παιδιά λιποθυμούν από την πείνα! Ποιος το φανταζόταν πως στα ελληνικά σχολεία θα είχαμε κρούσματα παιδιών ασιτίας;Η φτώχεια μας κτύπησε το κατώφλι ξαφνικά. Απρόσμενα. Ηρθε στις αναπτυγμένες χώρες, θέλοντας να «αποδείξει» πως δεν κάνει διακρίσεις. Η σημερινή ημέρα Παγκόσμια Παιδικής φτώχειας ανταποκρίνεται πλέον σε όλο τον πλανήτη. Η ανθρωπότητα μοιάζει αδύναμη να αντιμετωπίσει την μορφή αυτή βίας, που εξαπλώνεται με ταχύτητα.
Παγκόσμιες οργανώσεις, ιδρύματα, δωρεές… δεν είναι πλέον αρκετές για να αντιμετωπίσουν την «μάστιγα» αυτή.
Γι αυτό, ας κοιτάξουμε ακριβώς δίπλα μας. Ας απλώσουμε το χέρι κι ας βοηθήσουμε, ο καθένας από το στέρημά του. Ας ξυπνήσει μέσα μας η ανθρωπιά, ας ανοίξουμε τη πόρτα και ας στρώσουμε το τραπέζι μας για περισσότερους. Ας μοιραστούμε όλοι, ότι έχουμε!
Η παιδική φτώχεια
Η αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας αποτελεί ένα από τα πλέον σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, τόσο σε διεθνές, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Παρ’ ότι δεν υπάρχει ακόμη πλήρη συναίνεση ως προς τον ορισμό της (ανάλογα με στενά ή διευρυμένα κριτήρια και αντιλήψεις) αποτελεί κοινή επιδίωξη η διαδικασία άμβλυνσής της.
Ενώ ο στενός ορισμός της παιδικής φτώχειας παραπέμπει σε τυπολογία αποστέρησης αγαθών και πόρων σε επίπεδο νοικοκυριού, ο διευρυμένος ορισμός της δίνει το έναυσμα για μία πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού
Η ολιστική προσέγγιση του διευρυμένου ορισμού περικλείει πολιτικές για την σωστή ανάπτυξη των παιδιών, την καταπολέμηση συνθηκών που οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό τους, καθώς και την ολοκληρωμένη εκπαίδευση και φροντίδα κατά τα πρώτα στάδια της ζωής.
Στο συγκριτικό «μονοπάτι» αναπτυσσόμενων-ανεπτυγμένων χωρών είναι έκδηλη η διαφοροποίηση στην ένταση του φαινομένου καθώς και στις πολιτικές ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν για να συμβάλλουν στην μείωση των συνεπειών για τις ζωές των παιδιών. Στις υποανάπτυκτες/φτωχότερες χώρες κατά κανόνα υφίστανται περιπτώσεις απόλυτης φτώχειας, ενώ στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο κυριαρχεί το ζήτημα της σχετικής φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Αναφορικά με τα ελληνικά δεδομένα, η υφιστάμενη κοινωνικοοικονομική συγκυρία επιτρέπει την διερεύνηση κοινωνικών προβλημάτων που τα προηγούμενα χρόνια έμοιαζαν εκτός της δημόσιας συζήτησης και του πολιτικού διαλόγου, όπως αυτό της παιδικής φτώχειας, ως ένα μέσο περιορισμού των συνεπειών της παρατεινόμενης οικονομικής ύφεσης, των αυξανόμενων επιπέδων ανεργίας και των μεταβολών σε παραδοσιακούς θεσμούς κοινωνικοποίησης (μεταστροφή προς ολοένα και πιο πυρηνική οικογένεια).
Οι τρεις αλληλοσυμπληρούμενοι μηχανισμοί επιπέδων κοινωνικής πολιτικής (κράτος-αγορά-οικογένεια) συνιστώνται ως οι πλέον τελέσφοροι για την ολόπλευρη αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας. Κρίσιμος προσδιοριστικός παράγοντας επίτευξης αποτελεσμάτικών πολιτικών αποτελεί η ένταξη των γονέων στην αγορά εργασίας με κατάλληλους όρους (πλήρης και όχι ευέλικτη απασχόληση – μερική ή ορισμένου χρόνου). Παρακλάδι των πολιτικών αυτών αποτελούν τα μέτρα για τον συμβιβασμό οικογενειακής και εργασιακής ζωής, με κύριες προτάσεις την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών φύλαξης μικρών παιδιών (δωρεάν φύλαξη σε ειδικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς, βελτίωση και αύξηση των σχετικών υποδομών καθώς και του απασχολούμενου προσωπικού).
Ο ορισμός της παιδικής φτώχειας παρουσιάζει ορισμένες μεθοδολογικές και ερμηνευτικές δυσκολίες.
Πρωτίστως, η ίδια η έννοια της φτώχειας δεν είναι σαφώς ορισμένη αλλά επηρεάζεται από την συγκριτική ευημερία και πλούτο των πολιτών των χωρών μεταξύ τους και ανά συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Οι διεθνείς οργανισμοί αντιπαρήλθαν αυτήν την δυσκολία ορίζοντας και κατηγοριοποιώντας την φτώχεια ως σχετική (ως το επίπεδο εισοδήματος είναι χαμηλότερο του 60% του εθνικού ισοδύναμου διάμεσου εισοδήματος) και απόλυτη (η επιβίωση με εισόδημα που δεν υπερβαίνει το 1$ την ημέρα).
Τα παιδιά ανήκουν στην κατηγορία του πληθυσμού που, εκτός εξαιρετικών και παράνομων περιπτώσεων, δεν εργάζονται οπότε δεν έχουν ίδια εισοδήματα. Έτσι, ο προσδιορισμός του επιπέδου της παιδικής φτώχειας βάσει του εισοδήματος (χρηματική προσέγγιση) μπορεί να προσεγγιστεί μόνο υπό το πρίσμα του οικογενειακού εισοδήματος και δη του εισοδήματος των γονέων, το οποίο δεν αποτελεί αξιόπιστο στατιστικό μέτρο καθώς αμελείται η περίπτωση της δυσανάλογης ωφέλειας των παιδιών από την αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος, και της ενδοοικογενειακής φτώχειας που πλήττει ως φαινόμενο κυρίως τις γυναίκες και τα παιδιά.
Εν κατακλείδι, η παιδική φτώχεια είναι προτιμότερο να οριστεί με βάση την αποστέρηση των παιδιών από βασικά αγαθά, δικαιώματα και υπηρεσίες που παρακωλύουν την κοινωνική τους κινητικότητα και την έξοδο τους από την φτώχεια μέσω μεγαλύτερων κοινωνικών ευκαιριών η οποία σε αρκετές περιπτώσεις καταμερίζεται άνισα κατά φύλο (έμφυλη διάσταση παιδικής φτώχειας) υπό το ολιστικό πρίσμα των κατοχυρωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σοκαριστικά τα στοιχεία
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 892.763 και τα μέλη τους σε 2.529.005, σύμφωνα με την ΕΛΤΣΑΤ.
Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 28,8% και είναι υψηλότερος κατά 5,7 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 15,1% και είναι μειωμένος κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2012.
Ο πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά που δεν εργάζεται κανένα μέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 μήνες, συνολικά, το έτος, ανέρχεται σε 1.200.800 άτομα ή σε 19.6% του πληθυσμού ηλικίας 18-59 ετών, ενώ το προηγούμενο έτος (2012) ανερχόταν σε 1.010.900 άτομα.
Το ποσοστό του πληθυσμού που απειλείται από τη φτώχεια ως προς το σύνολο του πληθυσμού για κάθε μία από τις παρακάτω ομάδες είναι: Άνδρες άνεργοι (50,7%), Μονογονεϊκά νοικοκυριά με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί (37,2%), Λοιποί μη οικονομικά ενεργοί (εκτός συνταξιούχων (30.3%), Παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (28,8%), Νοικοκυριά με έναν ενήλικα ηλικίας κάτω των 65 ετών (24,4%), Μονοπρόσωπα νοικοκυριά με μέλος θήλυ (22,9%).
Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται σε 3.903.800 άτομα ή σε 35,7% του συνόλου του πληθυσμού (το έτος 2012 ήταν 3.795.100 άτομα).
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας είναι υψηλότερο στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, συγκεκριμένα 23,8% και 22,4%, αντίστοιχα.
Τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά με θήλυ μέλος απειλούνται από τη φτώχεια σε ποσοστό 22,9%, ενώ τα αντίστοιχα με άρρεν μέλος σε ποσοστό 21,8%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών υπολογίζεται σε 15,1%, ενώ για άτομα ηλικίας έως 17 ετών σε 28,8 %.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών υπολογίζεται σε 17,2%, ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 23,7%.
Ο κίνδυνος φτώχειας των μονογονεϊκών νοικοκυριών με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 37,2%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης για τα νοικοκυριά με δύο γονείς και ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 20,2%.
Πηγή: newsbomb.gr