Όποιος είχε έστω και μια φορά στην ζωή του κατοικίδιο, ξέρει, ότι η στεναχώρια και ο τρόμος όταν αυτά χάνονται, είναι απερίγραπτα. Είναι τόσο οδυνηρό, που δεν το εύχεσαι ούτε στον χειρότερο εχθρό σου.
Συνήθως, οι ιδιοκτήτες αρχίζουν να κατηγορούν τον εαυτό τους και κάνουν τα αδύνατα δυνατά, για να βρουν το αγαπημένο τους κατοικίδιο.
Έρχονται σε επικοινωνία με συλλόγους ζώων της περιοχής τους, κολλάνε σε κάθε γωνία φωτογραφίες των αγαπημένων κατοικιδίων τους και γνωστοποιούν το γεγονός στο Facebook. Όλα αυτά στην προσπάθειά τους να βρουν το αγαπημένο τους ζωάκι. Πολλές φορές, όμως, οι προσπάθειές τους αποβαίνουν άκαρπες.
Ωστόσο, καμιά φορά ακόμα και μετά από πολλούς μήνες συμβαίνουν μικρά θαύματα και οι ιδιοκτήτες ενώνονται ξανά με τα αγαπημένα τους ζωάκια. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο το ύφος στα πρόσωπα των ανθρώπων είναι ανεκτίμητο!
Στο παρακάτω βίντεο κάποιο από τους σκύλους είχαν χαθεί από τα σπίτια τους για μήνες ή ακόμα και χρόνια. Όσο καιρό,όμως, και αν έλειπαν ένα είναι σίγουρο. Οι ιδιοκτήτες τους δεν σταμάτησαν ποτέ να τους αγαπούν!
Φεύγουν οι άνθρωποι. Φεύγουν από δίπλα σου, απ’ τη ζωή σου, απ’ τον κόσμο σου. Φεύγουν και γίνονται αναμνήσεις κάπου στο βάθος του μυαλού. Σκέψεις σκόρπιες και πρόσωπα θολά, δίχως χρώματα κι αρώματα.Μόνο μια αίσθηση σου αφήνουν, μοναδική ο καθένας, απ’ ότι μπόρεσε να σε κεράσει για όσο βρέθηκε στο δρόμο σου.
Φεύγουν οι άνθρωποι και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι. Στιγμές χαράς, στιγμές απώλειας. Τρενάκι που ανεβοκατεβαίνει η ζωή με επιβιβάσεις άγνωστες κι αναχωρήσεις ξαφνικές. Εσύ ριζωμένος στο κάθισμα κοιτάς απ’ το τζάμι τους σταθμούς και στέκεσαι ακίνητος. Σαν τους εφιάλτες που σε βρίσκουν τη νύχτα να προσπαθείς να ουρλιάξεις και φωνή να μη βγαίνει.
Φεύγουν εκείνοι που έχουν έρθει για καλό. Που σε γεμίζουν με αγάπη και καλοσύνη. Εκείνοι που μαζί τους νιώθεις τις μέρες ομορφότερες και τα ποτήρια μισογεμάτα. Εκείνοι που η φωνή τους σε ηρεμεί και οι συμβουλές τους σε πάνε ένα βήμα παρακάτω. Απομακρύνονται και χάνονται και δεν μπορείς μήτε να θυμώσεις, μήτε να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Μόνο να το υπομείνεις μπορείς.
Είναι δύσκολη η απώλεια. Είναι μεγάλο το κενό. Είναι τρύπες μέσα σου που θα μείνουν πάντα έτσι. Κενές. Δεν μπαζώνονται, δεν καλύπτονται, δε φτιάχνονται. Μένουν τρύπες. Κανένας άλλος δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό εκείνου που φεύγει. Δεν υπάρχει αντικαταστάτης, ούτε αναπληρωματικός. Μοναδικοί άνθρωποι, μοναδικό και το άδειασμα που αφήνουν με το φευγιό τους.
Δεν παλεύεται ο χαμός. Δεν ξεπερνιέται, δεν ξεχνιέται. Όσο και να περνάει ο χρόνος, όσο και να αλλοιώνονται τα πρόσωπα, πάντα μια στιγμή, μια σκηνή, μια μυρωδιά, μια φράση, θα έρθει να χτυπήσει μέσα σου το δικό σου, προσωπικό καμπανάκι της μνήμης. Θα θυμηθείς. Δε σου έχει απομείνει και τίποτα άλλο να κάνεις, πουθενά να πιαστείς. Μόνο να θυμηθείς μπορείς. Να θυμηθείς και να αγγίξεις για λίγα δεύτερα τον άνθρωπο που έχασες.
Θυμάσαι και χαμογελάς. Θυμάσαι και δακρύζεις. Πόσα γέλια, πόσους τσακωμούς μοιραστήκατε. Πόσες φορές είχε δίκιο και πόσες έκανε πίσω στο πείσμα σου. Κανείς δε σε νοιαζόταν έτσι. Δεν έχει σημασία το πόσο νοιαζόταν. Σημασία έχει το πως νοιαζόταν κι αυτό το «πώς» δεν μπορείς να το ξαναβρείς. Είπαμε. Μοναδικά τα κενά. Μοναδικός κι ο τρόπος που δημιουργήθηκαν.
Φεύγουν οι άνθρωποι που δέθηκες μαζί τους. Εκείνοι που τους χάρισες τα πιο «πολλά» σου κι αρκέστηκαν στα «λίγα» σου. Εκείνοι που μιλούσαν στην καρδιά σου κι άκουγαν τα μάτια σου. Φεύγει η οικειότητα και η ασφάλεια που ένιωθες μαζί τους. Χώνονται σε μια βαλίτσα μαζί με όσα άλλα δώρα έφεραν όταν μπήκαν στη ζωή σου.
Στέκεσαι μόνος πια να ρωτάς γιατί. Μετράς πληγές κι αρνείσαι να προχωρήσεις. Κανείς δε θα ‘ναι σαν κι αυτούς που «έφυγαν». Εσύ το ξέρεις και πονάς περισσότερο. Πώς να τα βάλεις με το θάνατο; Πώς να γυρίσεις πίσω το χρόνο; Πώς να χαρίσεις ζωή σε κάτι που μέσα σου κατακτά την αθανασία;
Φεύγουν οι άνθρωποι που αγαπάς περισσότερο. Λες και μια μαγική δύναμη στους έστειλε για λίγο. Τόσο όσο να δεις το καλό και ποτέ να μη συμβιβαστείς με τίποτε λιγότερο.
Φεύγουν εκείνοι που σε αγάπησαν περισσότερο. Φεύγουν αλλά σου αφήνουν μερίδιο απ’ την αγάπη τους για να ‘χεις να πορεύεσαι τις στιγμές που σου λείπουν.
Έτσι γινόταν πάντα, ποτέ δεν κλείνει αυτός ο αέναος κύκλος του πόνου. Η ειμαρμένη, η μοίρα, το ριζικό, το πεπρωμένο, αυτό το σκληρό φυγείν αδύνατο. Εις τους αιώνας των αιώνων.
Πήρε και τη Φώφη, χρόνια την κυνηγούσε. Πρώτα τους γονείς της κι ύστερα εκείνη, με ένα ανελέητο χτύπημα.
Και μπορεί να της πήρε το σώμα αλλά δεν κατάφερε να τη σβήσει. Εις τους αιώνας.
Η Φώφη Γεννηματά ήρθε φωτεινή στον κόσμο κι έτσι τον άφησε. Φωτεινή. Κι αλήθεια είναι πολύ σπάνιο αυτό που κατάφερε.
Γιατί με το άκουσμα του θανάτου της –παρότι όλοι ήξεραν από τι έπασχε- πάγωσε ο κόσμος. Πάγωσε!
Δεν υπήρξε άνθρωπος που να μην ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Φίλοι και αντίπαλοι και «ενάντιοι» ένιωσαν σαν να φεύγει ένας δικός τους άνθρωπος.
Αυτό είναι το σπάνιο. Η μαζική αποδοχή, ειλικρινής κι απόλυτη, δίχως υποκρισία και «πρέπει».
Και δεν είναι «απόδοση τιμής» στον νεκρό αλλά η πραγματικότητα δίχως φίλτρα και μοντάζ.
Ήταν Φωτεινή με Φι κεφαλαίο, Κυρία με Κάπα κεφαλαίο, με μια απαράμιλλη ευγένεια που θα φρέναρε και τον πλέον κακοπροαίρετο.
Ήταν σε έναν δύσκολο χώρο κι ήταν εύκολο να κάνει εχθρούς. Πάντα περίσσευε η χυδαιότητα, εκφράσεων και αντιδράσεων και υπονοούμενων, πάντα παραμόνευε το θεριό της απαξίωσης.
Όμως εκείνη, κόρη και μάνα κι αδελφή με αδιανόητο ήθος, πρόταξε τη μοναδική ασπίδα της: το ήθος και την ευγένεια που την έκαναν αλώβητη.
Είχε ήθος το χαμόγελο. Είχαν ήθος οι κουβέντες της, οι τοποθετήσεις κι οι αντιδράσεις της, η κάθε της κίνηση.
Είχε μια ντομπροσύνη και μια μοναδική ειλικρίνεια, όλα πήγαζαν από την ψυχή της, καθαρά και ξάστερα σαν τα νερά των πηγών.
Κι αλήθεια είναι πολύ δύσκολο να συνδυαστούν όλα αυτά και να είναι ΚΑΘΑΡΑ, ολοκάθαρα.
Κι είχε απόλυτη επίγνωση της αποστολής της, τιμώντας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ και επί χρόνια το τεράστιο και βαρύ οικογενειακό όνομα.
Ναι, ήταν μια σπάνια κληρονομιά που φρόντισε να σηκώσει στην πλάτη της με ήθος, συν κάτι ακόμα: ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής της.
Το υπογράφουν όσοι την έζησαν από κοντά, το καταλάβαιναν αμέσως όσοι την έβλεπαν από μακριά.
Κι είναι αλήθεια πολύ δύσκολο να πορεύεται κανείς με ήθος, αξιοπρέπεια, καθαρότητα, ειλικρίνεια και χαμόγελο, καθόλου αυτονόητο ή εύκολο στους καιρούς μας.
Αυτό μένει λοιπόν. Η πορεία ηθικής και αξιοπρέπειας, αυτή που χάραξε πόντο-πόντο.
Δεν λύγιζε ούτε μπροστά στον πόνο κι ούτε στις λιποθυμίες της κι εξακολουθούσε να κάνει το χρέος της, ακόμα κι όταν αυτό το κτήνος, ο καρκίνος, την είχε σφιχταγκαλιάσει.
Μα να χαμογελάει με τον καρκίνο να την τρώει;
Ναι! Γιατί αυτό ήταν η Φώφη, η Φωτεινή, μια σπάνια προσωπικότητα καλοσύνης και ήθους.
Γι’ αυτό πάγωσε ο κόσμος, ΟΛΟΣ ο κόσμος, που μπορούσε να διαβάσει αυτό το ΚΑΘΑΡΟ πρόσωπο, έναν άνθρωπο που πάντα πρότασσε την αλληλεγγύη και την ειλικρίνεια.
Αυτή είναι η παρακαταθήκη στα παιδιά της, στους φίλους της, στους συναγωνιστές της αλλά και στους απλούς ανθρώπους που μπορούν να παραδειγματιστούν από τη στάση της. Στάση ζωής χωρίς παρεκκλίσεις και συμβιβασμούς στο ήθος και στην αξιοπρέπεια.
Ναι, φεύγουν οι άνθρωποι. Αλλά είναι τόσο σημαντικό ν’ αφήνουν πίσω σελίδες ανθρωπιάς κι αυτό έκανε η Φώφη, η Φωτεινή, ολόφωτη με το χαρακτήρα της.
Είναι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά η απώλεια και καμιά παρηγοριά δεν μπορεί ν’ αγγίξει τους δικούς της.
Αλλά το χαμόγελό της, αυτό που θα μείνει για πάντα, θα λειαίνει τις σκληρές άκρες των βράχων.
Λένε ότι ο χρόνος σκεπάζει τα πάντα και μερικές φορές απλώνει σεντόνι λήθης.
Αλλά το χαμόγελο της Φώφης, το τόσο φωτεινό, ανεξίτηλο, θ’ αναβοσβήνει σαν τον ήλιο, αυτόν που η ίδια υπηρέτησε με τόση συνέπεια, θάρρος, ήθος, αξιοπρέπεια…
Το ιστορικό των ανασκαφών των κατακομβών της Αγίας Μαγδαληνής, στόν Σκόπελο της Μυτιλήνης σύμφωνα με τα Πατερικά Κείμενα έχει ως εξής:
Στη θέση που είναι κτισμένη σήμερα η Εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής, καθώς και σ’όλο το μεγάλο οικόπεδό της, υπήρχαν κτισμένα σπίτια τα οποία είχαν αυλές εμπρός των, όπως χαρακτηριστικά ήταν τα σπίτια της παλαιάς εκείνης εποχής στα χωριά της Γέρας,
στην περιοχή της οποίας ανήκει και ο Σκόπελος. Μεταξύ αυτών, ήταν και το σπίτι του Αντώνη και της Ελένης Τσανταρλιώτη. Και τα θαυμαστά αυτά γεγονότα άρχισαν στό μέρος αυτό το άγιο κατά τις ημέρες τής Αγίας κα Μεγάλης εβδομάδος.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, γύρω στο έτος 1898-1900, σύμφωνα με την διήγηση της Ελένης Καράκωντη-Μάγειρα. Η σύζηγος του Αντώνη Τσανταρλιώτη η Ελένη, μια πολύ πιστή και ευσεβής γυναίκα, που αγαπούσε πολύ το Θεό, μόλις είχε επιστρέψει από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου μ’όλη την οικογένειά της είχαν παρακολουθήσει με κατάνυξη την ακολουθία των Παθών του Κυρίου, και ετοιμαζόταν να μπη μέσα στο σπίτι της, βλέπει μια άγνωστη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα σαν καλόγρια, να στέκεται σαν να την περιμένει να επιστρέψει.
Η Ελένη βλέποντας την άγνωστη μέσα στο μέχρι τότε κλειδωμένο σπίτι της φοβήθηκε… Έκανε να γυρίσει πίσω, να φύγει, αλλά η άγνωστη και παράξενη γυναίκα της λέγει: «Μη φοβάσαι Ελένη. Είμαι η Αγία Μαγδαληνή. Κάθομαι και εγώ εδώ κοντά σου». Και της έδειξε έξω την αυλή το σπιτιού, στην οποία υπήρχε ένα δένδρο αγριελιάς.
«Εδώ ακριβώς μένω, συνέχισε η Αγία καί θέλω από σήμερα να μου ανάβεις κάθε ημέρα καί νύχτα καντήλι». Ακόμη της λέγει: «Από τώρα και πέρα θα με βλέπεις τακτικά, γιατί εσένα διάλεξα για να με υπηρετήσεις».
Εκστατική μένει η Ελένη. Κάνει το σταυρό της και γονατίζει εμπρός της. Αλλά η Αγία αμέσως χάνεται από μπροστά της. Καταφοβισμένη η γυναίκα, συγκινημένη και με δάκρυα στά μάτια διηγείται σε λίγο, μόλις έρχονται ο άνδρας της και τα παιδιά της από την εκκλησία, το θαύμα της εμφανίσεως της Αγἰας Μαγδαληνής. Ο Αντώνης Τσανταρλιώτης, ο άνδρας της Ελένης, ήταν ένας φτωχός άνθρωπος, πολύ απλός και πιστός χριστιανός.
Ήταν ζευγάς στο επάγγελμα. Μόλις λοιπόν η γυναίκα του, τρομαγμένη ακόμα, και με δάκρυα στα μάτια, του διηγείται το θαύμα αυτό της Αγίας, σταυροκοπιέται πολλές φορές και δακρυσμένος και εκείνος ευχαριστεί το Θεό και την Αγία Μαγδαληνή, γιατί διάλεξε την δική του οικογένεια, να φανερώσει τη Χάρη της.
Την εποχή αυτή που εμφανίστηκε η Αγία Μαγδαληνή, το νησί της Μυτιλήνης ήταν υποδουλωμένο στους Τούρκους. Από φόβο, λοιπόν, μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι, παρ’ όλη τη σχετική ελευθερία την οποία είχαν οι χριστιανοί του Σκοπέλου ως προς τα θρησκευτικά των καθήκοντα, απεφάσισαν να μην πούνε τίποτα σε κανέναν. Όμως την επόμενη ημέρα το πρωί, παρ’ όλον ότι ήταν Μεγάλη Παρασκευή και δεν έπρεπε να κάνουν καμμία εργασία, όλη η οικογένεια καθάρισαν πολύ καλά το μέρος που έδειξε η Αγία μέσα στην αυλή τους.
Το καθάρισαν, το ασβέστωσαν και άναψαν κι ένα καντήλι, βάζοντας μπροστά μερικές πέτρες για να μη φαίνεται το φως τη νύχτα. Όταν τελείωσαν, η Ελένη πήγε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου κι εκεί αποκάλυψε στον ιερέα π. Ευστράτιο Μάγειρα, τα όσα είδε κι άκουσε από το στόμα της Αγίας Μαγδαληνής.
Εκείνος συγκινήθηκε και την συμβούλεψε: Να σκεφθείς πολύ καλά Ελένη τι θα κάνεις. Δεν ξέρουμε πώς θα τα πάρει ο κόσμος. Εγώ σε πιστεύω και σε μακαρίζω για την τιμή που σου έκανε η αγία. Αλλά οι άλλοι; Κι αν το μάθουν οι Τούρκοι; Αφορμή θέλουν να μας βλάψουν.
Πώς άρχισαν τα θαύματα. Πιο πάνω από το σπίτι της Ελένης ήταν το σπίτι της Αμερσούδας της Καραγιώργαινας. Η Αμερσούδα βλέποντας από το ύψος του σπιτιού της κάθε νύχτα το κανδήλι να ανάβει πηγαίνει στην Ελένη και την ρωτάει: «Τι κανδήλι είναι αυτό που ανάβει στην αυλή σου;». Η Ελένη, μη μπορώντας να κρύψει εντελώς το μστικό της, της λέει: «Ε, να. Κάτι παρουσιάζεται. Δεν μπορώ όμως να σου πω τίποτε περισσότερο τώρα».
Η Καραγιώργαινα δεν την πιέζει περισσότερο. Σέβεται το δισταγμό της. Κάνει μόνο το σταυρό της, γυρνώντας προς το μέρος που βρίσκεται το αναμμένο κανδήλι και φεύγει. Έχοντας ακούσει κάποια παράδοση από τους παλιότερους, μόλις βρήκε ευκαιρία, πηγαίνει κοντά στο αναμμένο καντήλι και χωρίς να την δούνε παίρνει λίγο χώμα στην χουφτα της, το βάζει σ’ ένα ποτήρι να κατασταλάξει και αφού κάνει την προσευχή της ευλαβικά κάτω από τα εικονίσματα του σπιτιού της, ζυμώνει μ’ αυτό , το αλεύρι που είχε ετοιμάσει.
Το βάζει ύστερα να ανεβεί και σε λίγο κατάπληκτη βλέπει τη ζύμη να έχει φουσκώσει τόσο πολύ, που ούτε με το καλύτερο προζύμι δεν θα μπορούσε να φουσκώσει τόσο. Και όχι μόνο αυτό. Παρ’ όλον ότι το αλεύρι ήταν λίγο, ένα πιάτο μόνο γιατί ήταν φτωχή γυναίκα, γέμισε η σκάφη ζύμη και έκανε πολλά ψωμιά. Μόλις είδε το θαύμα αυτό, πηγαίνει στο σπίτι της Ελένης, γονατίζει μπροστά στο δένδρο της αγριελιάς και με δάκρυα στα μάτια ευχαριστεί το Θεό και τον Αγιο, όποιος είναι αυτός, αφού δεν γνωρίζει ακόμα το όνομά του.
Στη συνέχεια διηγείται το θαύμα στην οικογένεια του Αντώνη Τσανταρλιώτη και τότε η Ελένη, της αποκαλύπτει την αλήθεια. Από τη στιγμή αυτή, διστακτικά στην αρχή, αρχίζει ο κόσμος του Σκοπέλου πρώτα, να μαθαίνει σιγά σιγά τα θαυμαστά αυτά γεγονότα.
Ο κόσμος πήγαινε με ελπίδα και πίστη να προσκυνήσει σ’ αυτόν τον ιερό τόπο και να ανάψει το κανδήλο της Αγίας. Πολλοί έπαιρναν χώμα και ζύμωναν το αλεύρι τους, άρρωστοι το έβαζαν μέσα στο νερό και αφού καταστάλλαζε και καθάριζε, το έπιναν και θεραπεύονταν. Και τα θαύματα γίνονταν το ένα κατόπιν του άλλου.
Στη γειτονιά της Ελένης, είχε το σπίτι της κάποια γυναίκα που την έλεγαν Βιτσάνη Κουκούλη. Ένα πρωί, αφού πήγε και έβαλε λάδι στο κανδήλι της Αγίας και προσευχήθηκε, γύρισε στο σπίτι της. Αλλά μόλις μπαίνει μέσα σ’ αυτό, μια μυρωδιά σαν θυμίαμα την χτύπησε στη μύτη.
Κάτι μοσχοβολούσε και ευωδίαζε όλο το σπίτι της. Και όταν άρχισε να ψάχνει από που προέρχεται αυτή η ευωδία, διαπίστωσε ότι έβγαινε από την στάμνα της, την οποία είχε γεμίσει βγάζοντας νερό από το γειτονικό πηγάδι και από την οποία μόλις ήπιε νερό, αισθάνθηκε το νερό να μοσχοβολά, σαν να είχε ρίξει κανείς μέσα ακριβό άρωμα. Είχε γίνει ροδόσταμα το νερο και σκορπούσε την ευωδία σε όλο το σπίτι της.
Το πηγάδι με το αγίασμα. Πέρασαν από τότε επτά χρόνια. Στο διάστημα αυτό το κανδήλι της αγίας δεν έσβησε ποτέ. Δίπλα ακριβώς από το σπίτι του Αντώνη Τσανταρλιώτη υπήρχε ένα άλλο σπίτι της Βιτσάνης Ανδρειώτη ή Καντζουρδά, το γένος Μάγειρα, στην αυλή της οποίας υπήρχε από τα πολύ παλιά χρόνια, ένα βαθύ πηγάδι, περί τα 30 μέτρα βάθος. ήταν το πηγάδι από το οποίο είχε γεμίσει τη στάμνα της η Βιτσάνη Κουκούλη, και μοσχομύρισε με αρώματα το σπίτι της.
Μια ημέρα και ενώ μια γυναίκα σήκωσε το ξύλινο σκέπασμα του πηγαδιού, το οποίο προστάτευε το νερό του πηγαδιού από τη σκόνη και τις ακαθαρσίες, και ενώ ετοιμαζόταν να ρίξει μέσα το κουβά να βγάλει νερό, βλέπει το νερό, το οποίο συνήθως ήταν πολύ χαμηλά, να κινείται.
Το βλέπει έκπληκτη να φουσκώνει, να ανεβαίνει ψηλά μέχρι τα χείλη του πηγαδιού και να χύνεται ακόμη κι απ’ έξω. Η γυναίκα άρχισε να σταυροκοπιέται, να κλαίει, να φωνάζει τις γειτόνισσες, κι όλες μαζί άρχισαν να ψέλνουν σιγανά τροπάρια, όσα ήξεραν και να ευχαριστούν τον Θεό και την Αγία Μαγδαληνή για το καινούριο της θαύμα. Στη στιγμή μαζεύτηκε πλήθος κόσμου. Η καμπάνα του αγίου Γεωργίου άρχισε να χτυπά. Δύο πράγματα πρέπει να αναφερθούν.
Το ένα είναι ότι γύρω από το πηγάδι με το φούσκωμα του νερού, μία υπέροχη ευωδία είχε ξεχυθεί, σαν ευωδία θυμιάματος μοσχολίβανου, ακόμη δε όποιος έπινε από το νερό, το ένιωθε να μυρίζει σαν ροδόσταμα. Το δεύτερο ήταν, ότι μαζεύτηκαν και πολλοί Τούρκοι και έπαιρναν και έπιναν και οι ίδιοι νερό και έβρεχαν το κεφάλι τους. Οι τότε εφημέριοι, π. Ευστράτιος Μάγειρας και π. Αντώνιος Παπαντωνίου γονατιστοί και δακρυσμένοι μπροστά στο θαυμαστό πηγάδι έψελναν την παράκληση της Παναγίας.
Μια εικόνα κι ένας σταυρός στο πηγάδι. Στο πηγάδι συνέχιζε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει το νερό. Όχι βέβαια, πάντα. Ξαφνικά, μία ημέρα, ενώ ο ιερέας έψελνε πάλι την παράκληση πάνω από το πηγάδι, όταν έφθασε στο ευαγγέλιο, ένας θόρυβος αρκετά μεγάλος ακούστηκε από το ανοικτό πηγάδι. Το νερό άρχισε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει.
Σε ένα φούσκωμά του, ο ιερέας και ο κόσμος που υπήρχαν τριγύρω, βλέπουν να ανεβαίνουν στην επιφάνεια, ένας σταυρός και μια εικόνα. Αυτό έγινε πολλές φορές. Κάθε φορά που ο ιερέας έκανε παράκληση, η εικόνα με τον σταυρό ανέβαινε ψηλά μέσα στο πηγάδι, αλλά κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να τα πιάσει (σ’αυτό έχω την απόλυτη διαβεβαίωση της γιαγιάς μου, που ήταν αυτόπτης μαρτυράς του γεγονότος αρκετές φορές).
Η πρώτη εκκλησία της. Ύστερα από όλα αυτά και με χίλια βάσανα και προσπάθειες πήραν την άδεια από τον Τούρκο υποδιοικητή της Γέρας, τον Μουδίρη, και κατασκεύασαν μια πρόχειρη εκκλησία , σαν παράγκα, με ξύλα και σανίδια, γιατί απαγορευόταν αυστηρώς το χτίσιμο εκκλησιών.
Σ’ αυτή την ξύλινη μικρή εκκλησία άρχισαν να γίνονται θείες λειτουργίες και τ’ άλλα μυστήρια. Η οικογένεια του Αντώνη και της Ελένης Τσανταρλιώτη παρ’ όλη τη φτώχεια τους, έφυγαν από το σπίτι τους και πήγαν να μείνουν στο γεροντικό της πενθεράς του, το οικόπεδο δε και το σπίτι το χάρισαν στην εκκλησία.
Νέες εμφανίσεις και εντολές της αγίας. Αλλά ενώ συνέβαιναν αυτάη Αγία και πάλι εμφανίσθηκε σε κάποιον άνδρα του χωριού, ονόματι Χαράλαμπο Ράλλη. Του ζήτησε να βρει ανθρώπους πιστούς και ευσεβείς, οι οποίοι με τη δική του επιστασία και την δική Της καθοδήγηση, νά σκάψουν, ξεκινώντας από μέσα από την πρόχειρη αυτή ξύλινη εκκλησία, τις κατακόμβες, τα ονομαζόμενα στον Σκόπελο «ΛΑΓΟΥΜΙΑ». Και έτσι άρχισαν οι ανασκαφές. Νήστευαν όλοι και έσκαβαν, χωρίς να πληρώνονται.
Πέρασε αρκετό διάστημα. Στο μεταξύ ο Χαράλαμπος Ραλλης σταμάτησε το σκάψιμο. Είχαν να αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα, με κυριότερο το οικονομικό. Οι επίτροποι της εκκλησίας του αγίου Γεωργίου βλέποντας ότι σκάβουν τόσο καιρό και δεν βρίσκουν τίποτα δεν ήθελαν να βοηθήσουν οικονομικώς από το ταμείο του ιερού Ναού.
Η γυναίκα του Χαράλαμπου Ράλλη, η Ρήγαινα, παρ’ όλο ότι είχε πιστεύσει και εκείνη στην Αγία Μαγδαληνή, επειδή η οικογένειά της είχε πολλές ανάγκες, βλέποντας το σύζυγό της να έχει σταματήσει κάθε δική του εργασία και να ασχολείται μόνον με τις ανασκαφές, άρχισε να φέρνει αντιρρήσεις και εμπόδια στον άνδρα της.
Αυτά τα προβλήματα ανάγκασαν τον Χαράλαμπο Ράλλη να φύγει από τον Σκόπελο και να πάει στον Πολυχνίτο, που ήταν ο τόπος της καταγωγής του, για να εργασθεί, αλλά προπάντων για να γλιτώσει από την γενική κατακραυγή του κόσμου που ξέχασε τόσο γρήγορα τα θαύματα της Αγιας Μαγδαληνής και τώρα τον ειρωνεύονταν που δεν έβρισκε τίποτα με τις ανασκαφές.
Αλλά δεν έμεινε πολύ στον Πολυχνίτο. Η Αγία Μαγδαληνή του φανερώθηκε πάλι και του είπε να γυρίσει στον Σκόπελο και να συνεχίσει το σκάψιμο. Εκείνος της παραπονέθηκε: «Γιατί Αγία μου Μαγδαληνή αναθέτεις σε μένα αυτή τη δουλειά και όχι σε κάποιον άλλον, αφού ξέρεις τι υποφέρω από όλους στον Σκόπελο;». Εκείνη του απάντησε: «Την ανέθεσα σε σένα, γιατί πιο καθαρό άνθρωπο δεν βρήκα μέσα στο χωριό. Πήγαινε πίσω στον Σκόπελο κι εγώ θα σε βοηθώ και θα σε ανακουφίζω».
Και όταν της είπε: «ενώ ο κόσμος Αγία μου, φέρνει τόσα λάδια στην Εκκλησία σου, οι επίτροποι τα ξοδεύουν εδώ κι εκεί κι εμάς που σκάβουμε και νηστικοί πολλές φορές, κανείς δεν μας βοηθά», εκείνη του απάντησε: «Μην νοιάζεσαι Χαράλαμπε.
Εγώ θα σε βοηθήσω. Όσο γι’ αυτούς που σπαταλούν αλλού τα λάδια και τα χρήματα της Εκκλησίας, θα τους πληρώσω ανάλογα. Έχω πολλούς να θεραπεύσω και να τους δώσω την χαρά, αλλά έχω και πολλούς να τιμωρήσω παραδειγματικά για την απιστία και την ασέβειά τους.
Ο Χαράλαμπος Ράλλης γύρισε αμέσω πάλι στον Σκόπελο και με την οικονομική βοήθεια ορισμένων πιστών χριστιανών αλλά και την ηθική συμπαράσταση της γυναίκας και των παιδιών του, οι οποίοι μετά από ένα θαύμα της Αγίας, άρχισαν να τον συμπαραστέκονται και να του δίνουν θάρρος, και παρά τους χλευασμούς των επιτρόπων και άλλων κατοίκων του Σκοπέλου, συνέχισε τις ανασκαφές, μέχρις ότου μια ημέρα, μέσα στα χώματα, βρέθηκε μια μικρή παλαιά και κατάμαυρη, σχεδόν σβησμένη απ’ την υγρασία εικόνα.
Η εικόνα βρέθηκε κατά τα έτη 1910-1911. Χτυπούσαν οι καμπάνες και πλήθος κόσμου έκλαιγε και προσευχόταν. Για μια στιγμή νόμισαν ότι αυτή ήταν η εικόνα που γύρευαν, αλλά το βράδυ πάλι η αγία Μαγδαληνή εμφανίζεται στον Χαράλαμπο και του λέγει: «Χαράλαμπε, φύλαξε την εικόνα πού βρήκες, μέσα στην εκκλησία μου για να την βλέπουν και να την προσκυνούν οι χριστιανοί και συνέχισε το σκάψιμο. Διότι δεν έφθασες ακόμη εκεί που πρέπει. Εγώ θα σου πω πότε θα σταματήσεις…
Με την καινούρια αυτή εντολή της Αγίας, ο Χαράλαμπος και οι άνθρωποί του συνέχισαν το σκάψιμο και έφθασαν μέχρι στο σημείο που έχουν σταματήσει σήμερα. Στο σημείο αυτό, η αγία του έδωσε εντολή να σταματήσει: «Φτάνει. Ο αγώνας σου τελείωσε. Εδώ θα σταματήσετε». Ο Χαραλαμπος της είπε: «Μα δεν βρήκαμε ακόμη Αγία μου Μαγδαληνή, αυτά που μας είπες».
Και εκείνη του απάντησε: «Εδώ που φθάσατε τώρα είναι αρκετά. Βρίσκομαι πια μια σπιθαμή απ’ το πρόσωπο της γης και δεν χρειάζεται περισσότερο, παρά μία ή δύο κασμαδιές για να φανερωθώ. Αλλά όχι τώρα. Δεν είναι ο κατάλληλος καιρός. Γι’ αυτό θα αργήσουν ακόμα να με βρουν οι άνθρωποι. Αλλ’ όταν φανερωθώ θα είναι ημέρα Παρασκευή και κατά την ημέρα αυτή θα γίνουν πολλά θαυμαστά στο μέρος ετούτο…».
Άρης Ιχθύς Συνωμοσιολόγος : Την ιστορία την επιβεβαιώνω καθώς το περασμένο καλοκαίρι επισκεύθηκα την πανέμορφη νήσο της Λέσβου και παρευρέθηκα και αξιώθηκα και προσκύνησα τις κατακόμβες της Αγίας Μαγδαληνής .Το Παραπάνω κείμενο είναι η περίηψη όσων άκουσα από τους εκεί χωρικούς που ακόμη και τώρα όταν μιλούν για τα θαύματα της Αγίας κλαίνε σαν μικρά παιδιά από την συγκίνηση!!!
Το ιστορικό των ανασκαφών των κατακομβών της Αγίας Μαγδαληνής, στόν Σκόπελο της Μυτιλήνης σύμφωνα με τα Πατερικά Κείμενα έχει ως εξής:
Στη θέση που είναι κτισμένη σήμερα η Εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής, καθώς και σ’όλο το μεγάλο οικόπεδό της, υπήρχαν κτισμένα σπίτια τα οποία είχαν αυλές εμπρός των, όπως χαρακτηριστικά ήταν τα σπίτια της παλαιάς εκείνης εποχής στα χωριά της Γέρας,
στην περιοχή της οποίας ανήκει και ο Σκόπελος. Μεταξύ αυτών, ήταν και το σπίτι του Αντώνη και της Ελένης Τσανταρλιώτη. Και τα θαυμαστά αυτά γεγονότα άρχισαν στό μέρος αυτό το άγιο κατά τις ημέρες τής Αγίας κα Μεγάλης εβδομάδος.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, γύρω στο έτος 1898-1900, σύμφωνα με την διήγηση της Ελένης Καράκωντη-Μάγειρα. Η σύζηγος του Αντώνη Τσανταρλιώτη η Ελένη, μια πολύ πιστή και ευσεβής γυναίκα, που αγαπούσε πολύ το Θεό,
μόλις είχε επιστρέψει από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου μ’όλη την οικογένειά της είχαν παρακολουθήσει με κατάνυξη την ακολουθία των Παθών του Κυρίου, και ετοιμαζόταν να μπη μέσα στο σπίτι της, βλέπει μια άγνωστη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα σαν καλόγρια, να στέκεται σαν να την περιμένει να επιστρέψει.
Η Ελένη βλέποντας την άγνωστη μέσα στο μέχρι τότε κλειδωμένο σπίτι της φοβήθηκε… Έκανε να γυρίσει πίσω, να φύγει, αλλά η άγνωστη και παράξενη γυναίκα της λέγει: «Μη φοβάσαι Ελένη. Είμαι η Αγία Μαγδαληνή. Κάθομαι και εγώ εδώ κοντά σου». Και της έδειξε έξω την αυλή το σπιτιού, στην οποία υπήρχε ένα δένδρο αγριελιάς.
«Εδώ ακριβώς μένω, συνέχισε η Αγία καί θέλω από σήμερα να μου ανάβεις κάθε ημέρα καί νύχτα καντήλι». Ακόμη της λέγει: «Από τώρα και πέρα θα με βλέπεις τακτικά, γιατί εσένα διάλεξα για να με υπηρετήσεις».
Εκστατική μένει η Ελένη. Κάνει το σταυρό της και γονατίζει εμπρός της. Αλλά η Αγία αμέσως χάνεται από μπροστά της. Καταφοβισμένη η γυναίκα, συγκινημένη και με δάκρυα στά μάτια διηγείται σε λίγο, μόλις έρχονται ο άνδρας της και τα παιδιά της από την εκκλησία, το θαύμα της εμφανίσεως της Αγἰας Μαγδαληνής. Ο Αντώνης Τσανταρλιώτης, ο άνδρας της Ελένης, ήταν ένας φτωχός άνθρωπος, πολύ απλός και πιστός χριστιανός.
Ήταν ζευγάς στο επάγγελμα. Μόλις λοιπόν η γυναίκα του, τρομαγμένη ακόμα, και με δάκρυα στα μάτια, του διηγείται το θαύμα αυτό της Αγίας, σταυροκοπιέται πολλές φορές και δακρυσμένος και εκείνος ευχαριστεί το Θεό και την Αγία Μαγδαληνή, γιατί διάλεξε την δική του οικογένεια, να φανερώσει τη Χάρη της.
Την εποχή αυτή που εμφανίστηκε η Αγία Μαγδαληνή, το νησί της Μυτιλήνης ήταν υποδουλωμένο στους Τούρκους. Από φόβο, λοιπόν, μη μάθουν τίποτε οι Τούρκοι, παρ’ όλη τη σχετική ελευθερία την οποία είχαν οι χριστιανοί του Σκοπέλου ως προς τα θρησκευτικά των καθήκοντα, απεφάσισαν να μην πούνε τίποτα σε κανέναν. Όμως την επόμενη ημέρα το πρωί, παρ’ όλον ότι ήταν Μεγάλη Παρασκευή και δεν έπρεπε να κάνουν καμμία εργασία, όλη η οικογένεια καθάρισαν πολύ καλά το μέρος που έδειξε η Αγία μέσα στην αυλή τους.
Το καθάρισαν, το ασβέστωσαν και άναψαν κι ένα καντήλι, βάζοντας μπροστά μερικές πέτρες για να μη φαίνεται το φως τη νύχτα. Όταν τελείωσαν, η Ελένη πήγε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου κι εκεί αποκάλυψε στον ιερέα π. Ευστράτιο Μάγειρα, τα όσα είδε κι άκουσε από το στόμα της Αγίας Μαγδαληνής.
Εκείνος συγκινήθηκε και την συμβούλεψε: Να σκεφθείς πολύ καλά Ελένη τι θα κάνεις. Δεν ξέρουμε πώς θα τα πάρει ο κόσμος. Εγώ σε πιστεύω και σε μακαρίζω για την τιμή που σου έκανε η αγία. Αλλά οι άλλοι; Κι αν το μάθουν οι Τούρκοι; Αφορμή θέλουν να μας βλάψουν.
Πώς άρχισαν τα θαύματα. Πιο πάνω από το σπίτι της Ελένης ήταν το σπίτι της Αμερσούδας της Καραγιώργαινας. Η Αμερσούδα βλέποντας από το ύψος του σπιτιού της κάθε νύχτα το κανδήλι να ανάβει πηγαίνει στην Ελένη και την ρωτάει: «Τι κανδήλι είναι αυτό που ανάβει στην αυλή σου;». Η Ελένη, μη μπορώντας να κρύψει εντελώς το μστικό της, της λέει: «Ε, να. Κάτι παρουσιάζεται. Δεν μπορώ όμως να σου πω τίποτε περισσότερο τώρα».
Η Καραγιώργαινα δεν την πιέζει περισσότερο. Σέβεται το δισταγμό της. Κάνει μόνο το σταυρό της, γυρνώντας προς το μέρος που βρίσκεται το αναμμένο κανδήλι και φεύγει. Έχοντας ακούσει κάποια παράδοση από τους παλιότερους, μόλις βρήκε ευκαιρία, πηγαίνει κοντά στο αναμμένο καντήλι και χωρίς να την δούνε παίρνει λίγο χώμα στην χουφτα της, το βάζει σ’ ένα ποτήρι να κατασταλάξει και αφού κάνει την προσευχή της ευλαβικά κάτω από τα εικονίσματα του σπιτιού της, ζυμώνει μ’ αυτό , το αλεύρι που είχε ετοιμάσει.
Το βάζει ύστερα να ανεβεί και σε λίγο κατάπληκτη βλέπει τη ζύμη να έχει φουσκώσει τόσο πολύ, που ούτε με το καλύτερο προζύμι δεν θα μπορούσε να φουσκώσει τόσο. Και όχι μόνο αυτό. Παρ’ όλον ότι το αλεύρι ήταν λίγο, ένα πιάτο μόνο γιατί ήταν φτωχή γυναίκα, γέμισε η σκάφη ζύμη και έκανε πολλά ψωμιά. Μόλις είδε το θαύμα αυτό, πηγαίνει στο σπίτι της Ελένης, γονατίζει μπροστά στο δένδρο της αγριελιάς και με δάκρυα στα μάτια ευχαριστεί το Θεό και τον Αγιο, όποιος είναι αυτός, αφού δεν γνωρίζει ακόμα το όνομά του.
Στη συνέχεια διηγείται το θαύμα στην οικογένεια του Αντώνη Τσανταρλιώτη και τότε η Ελένη, της αποκαλύπτει την αλήθεια. Από τη στιγμή αυτή, διστακτικά στην αρχή, αρχίζει ο κόσμος του Σκοπέλου πρώτα, να μαθαίνει σιγά σιγά τα θαυμαστά αυτά γεγονότα.
Ο κόσμος πήγαινε με ελπίδα και πίστη να προσκυνήσει σ’ αυτόν τον ιερό τόπο και να ανάψει το κανδήλο της Αγίας. Πολλοί έπαιρναν χώμα και ζύμωναν το αλεύρι τους, άρρωστοι το έβαζαν μέσα στο νερό και αφού καταστάλλαζε και καθάριζε, το έπιναν και θεραπεύονταν. Και τα θαύματα γίνονταν το ένα κατόπιν του άλλου.
Στη γειτονιά της Ελένης, είχε το σπίτι της κάποια γυναίκα που την έλεγαν Βιτσάνη Κουκούλη. Ένα πρωί, αφού πήγε και έβαλε λάδι στο κανδήλι της Αγίας και προσευχήθηκε, γύρισε στο σπίτι της. Αλλά μόλις μπαίνει μέσα σ’ αυτό, μια μυρωδιά σαν θυμίαμα την χτύπησε στη μύτη.
Κάτι μοσχοβολούσε και ευωδίαζε όλο το σπίτι της. Και όταν άρχισε να ψάχνει από που προέρχεται αυτή η ευωδία, διαπίστωσε ότι έβγαινε από την στάμνα της, την οποία είχε γεμίσει βγάζοντας νερό από το γειτονικό πηγάδι και από την οποία μόλις ήπιε νερό, αισθάνθηκε το νερό να μοσχοβολά, σαν να είχε ρίξει κανείς μέσα ακριβό άρωμα. Είχε γίνει ροδόσταμα το νερο και σκορπούσε την ευωδία σε όλο το σπίτι της.
Το πηγάδι με το αγίασμα. Πέρασαν από τότε επτά χρόνια. Στο διάστημα αυτό το κανδήλι της αγίας δεν έσβησε ποτέ. Δίπλα ακριβώς από το σπίτι του Αντώνη Τσανταρλιώτη υπήρχε ένα άλλο σπίτι της Βιτσάνης Ανδρειώτη ή Καντζουρδά, το γένος Μάγειρα, στην αυλή της οποίας υπήρχε από τα πολύ παλιά χρόνια, ένα βαθύ πηγάδι, περί τα 30 μέτρα βάθος. ήταν το πηγάδι από το οποίο είχε γεμίσει τη στάμνα της η Βιτσάνη Κουκούλη, και μοσχομύρισε με αρώματα το σπίτι της.
Μια ημέρα και ενώ μια γυναίκα σήκωσε το ξύλινο σκέπασμα του πηγαδιού, το οποίο προστάτευε το νερό του πηγαδιού από τη σκόνη και τις ακαθαρσίες, και ενώ ετοιμαζόταν να ρίξει μέσα το κουβά να βγάλει νερό, βλέπει το νερό, το οποίο συνήθως ήταν πολύ χαμηλά, να κινείται.
Το βλέπει έκπληκτη να φουσκώνει, να ανεβαίνει ψηλά μέχρι τα χείλη του πηγαδιού και να χύνεται ακόμη κι απ’ έξω. Η γυναίκα άρχισε να σταυροκοπιέται, να κλαίει, να φωνάζει τις γειτόνισσες, κι όλες μαζί άρχισαν να ψέλνουν σιγανά τροπάρια, όσα ήξεραν και να ευχαριστούν τον Θεό και την Αγία Μαγδαληνή για το καινούριο της θαύμα. Στη στιγμή μαζεύτηκε πλήθος κόσμου. Η καμπάνα του αγίου Γεωργίου άρχισε να χτυπά. Δύο πράγματα πρέπει να αναφερθούν.
Το ένα είναι ότι γύρω από το πηγάδι με το φούσκωμα του νερού, μία υπέροχη ευωδία είχε ξεχυθεί, σαν ευωδία θυμιάματος μοσχολίβανου, ακόμη δε όποιος έπινε από το νερό, το ένιωθε να μυρίζει σαν ροδόσταμα. Το δεύτερο ήταν, ότι μαζεύτηκαν και πολλοί Τούρκοι και έπαιρναν και έπιναν και οι ίδιοι νερό και έβρεχαν το κεφάλι τους. Οι τότε εφημέριοι, π. Ευστράτιος Μάγειρας και π. Αντώνιος Παπαντωνίου γονατιστοί και δακρυσμένοι μπροστά στο θαυμαστό πηγάδι έψελναν την παράκληση της Παναγίας.
Μια εικόνα κι ένας σταυρός στο πηγάδι. Στο πηγάδι συνέχιζε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει το νερό. Όχι βέβαια, πάντα. Ξαφνικά, μία ημέρα, ενώ ο ιερέας έψελνε πάλι την παράκληση πάνω από το πηγάδι, όταν έφθασε στο ευαγγέλιο, ένας θόρυβος αρκετά μεγάλος ακούστηκε από το ανοικτό πηγάδι. Το νερό άρχισε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει.
Σε ένα φούσκωμά του, ο ιερέας και ο κόσμος που υπήρχαν τριγύρω, βλέπουν να ανεβαίνουν στην επιφάνεια, ένας σταυρός και μια εικόνα. Αυτό έγινε πολλές φορές. Κάθε φορά που ο ιερέας έκανε παράκληση, η εικόνα με τον σταυρό ανέβαινε ψηλά μέσα στο πηγάδι, αλλά κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να τα πιάσει (σ’αυτό έχω την απόλυτη διαβεβαίωση της γιαγιάς μου, που ήταν αυτόπτης μαρτυράς του γεγονότος αρκετές φορές).
Η πρώτη εκκλησία της. Ύστερα από όλα αυτά και με χίλια βάσανα και προσπάθειες πήραν την άδεια από τον Τούρκο υποδιοικητή της Γέρας, τον Μουδίρη, και κατασκεύασαν μια πρόχειρη εκκλησία , σαν παράγκα, με ξύλα και σανίδια, γιατί απαγορευόταν αυστηρώς το χτίσιμο εκκλησιών.
Σ’ αυτή την ξύλινη μικρή εκκλησία άρχισαν να γίνονται θείες λειτουργίες και τ’ άλλα μυστήρια. Η οικογένεια του Αντώνη και της Ελένης Τσανταρλιώτη παρ’ όλη τη φτώχεια τους, έφυγαν από το σπίτι τους και πήγαν να μείνουν στο γεροντικό της πενθεράς του, το οικόπεδο δε και το σπίτι το χάρισαν στην εκκλησία.
Νέες εμφανίσεις και εντολές της αγίας. Αλλά ενώ συνέβαιναν αυτάη Αγία και πάλι εμφανίσθηκε σε κάποιον άνδρα του χωριού, ονόματι Χαράλαμπο Ράλλη. Του ζήτησε να βρει ανθρώπους πιστούς και ευσεβείς, οι οποίοι με τη δική του επιστασία και την δική Της καθοδήγηση, νά σκάψουν, ξεκινώντας από μέσα από την πρόχειρη αυτή ξύλινη εκκλησία, τις κατακόμβες, τα ονομαζόμενα στον Σκόπελο «ΛΑΓΟΥΜΙΑ». Και έτσι άρχισαν οι ανασκαφές. Νήστευαν όλοι και έσκαβαν, χωρίς να πληρώνονται.
Πέρασε αρκετό διάστημα. Στο μεταξύ ο Χαράλαμπος Ραλλης σταμάτησε το σκάψιμο. Είχαν να αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα, με κυριότερο το οικονομικό. Οι επίτροποι της εκκλησίας του αγίου Γεωργίου βλέποντας ότι σκάβουν τόσο καιρό και δεν βρίσκουν τίποτα δεν ήθελαν να βοηθήσουν οικονομικώς από το ταμείο του ιερού Ναού.
Η γυναίκα του Χαράλαμπου Ράλλη, η Ρήγαινα, παρ’ όλο ότι είχε πιστεύσει και εκείνη στην Αγία Μαγδαληνή, επειδή η οικογένειά της είχε πολλές ανάγκες, βλέποντας το σύζυγό της να έχει σταματήσει κάθε δική του εργασία και να ασχολείται μόνον με τις ανασκαφές, άρχισε να φέρνει αντιρρήσεις και εμπόδια στον άνδρα της.
Αυτά τα προβλήματα ανάγκασαν τον Χαράλαμπο Ράλλη να φύγει από τον Σκόπελο και να πάει στον Πολυχνίτο, που ήταν ο τόπος της καταγωγής του, για να εργασθεί, αλλά προπάντων για να γλιτώσει από την γενική κατακραυγή του κόσμου που ξέχασε τόσο γρήγορα τα θαύματα της Αγιας Μαγδαληνής και τώρα τον ειρωνεύονταν που δεν έβρισκε τίποτα με τις ανασκαφές.
Αλλά δεν έμεινε πολύ στον Πολυχνίτο. Η Αγία Μαγδαληνή του φανερώθηκε πάλι και του είπε να γυρίσει στον Σκόπελο και να συνεχίσει το σκάψιμο. Εκείνος της παραπονέθηκε: «Γιατί Αγία μου Μαγδαληνή αναθέτεις σε μένα αυτή τη δουλειά και όχι σε κάποιον άλλον, αφού ξέρεις τι υποφέρω από όλους στον Σκόπελο;». Εκείνη του απάντησε: «Την ανέθεσα σε σένα, γιατί πιο καθαρό άνθρωπο δεν βρήκα μέσα στο χωριό. Πήγαινε πίσω στον Σκόπελο κι εγώ θα σε βοηθώ και θα σε ανακουφίζω».
Και όταν της είπε: «ενώ ο κόσμος Αγία μου, φέρνει τόσα λάδια στην Εκκλησία σου, οι επίτροποι τα ξοδεύουν εδώ κι εκεί κι εμάς που σκάβουμε και νηστικοί πολλές φορές, κανείς δεν μας βοηθά», εκείνη του απάντησε: «Μην νοιάζεσαι Χαράλαμπε.
Εγώ θα σε βοηθήσω. Όσο γι’ αυτούς που σπαταλούν αλλού τα λάδια και τα χρήματα της Εκκλησίας, θα τους πληρώσω ανάλογα. Έχω πολλούς να θεραπεύσω και να τους δώσω την χαρά, αλλά έχω και πολλούς να τιμωρήσω παραδειγματικά για την απιστία και την ασέβειά τους.
Ο Χαράλαμπος Ράλλης γύρισε αμέσω πάλι στον Σκόπελο και με την οικονομική βοήθεια ορισμένων πιστών χριστιανών αλλά και την ηθική συμπαράσταση της γυναίκας και των παιδιών του, οι οποίοι μετά από ένα θαύμα της Αγίας, άρχισαν να τον συμπαραστέκονται και να του δίνουν θάρρος, και παρά τους χλευασμούς των επιτρόπων και άλλων κατοίκων του Σκοπέλου, συνέχισε τις ανασκαφές, μέχρις ότου μια ημέρα, μέσα στα χώματα, βρέθηκε μια μικρή παλαιά και κατάμαυρη, σχεδόν σβησμένη απ’ την υγρασία εικόνα.
Η εικόνα βρέθηκε κατά τα έτη 1910-1911. Χτυπούσαν οι καμπάνες και πλήθος κόσμου έκλαιγε και προσευχόταν. Για μια στιγμή νόμισαν ότι αυτή ήταν η εικόνα που γύρευαν, αλλά το βράδυ πάλι η αγία Μαγδαληνή εμφανίζεται στον Χαράλαμπο και του λέγει: «Χαράλαμπε, φύλαξε την εικόνα πού βρήκες, μέσα στην εκκλησία μου για να την βλέπουν και να την προσκυνούν οι χριστιανοί και συνέχισε το σκάψιμο. Διότι δεν έφθασες ακόμη εκεί που πρέπει. Εγώ θα σου πω πότε θα σταματήσεις…
Με την καινούρια αυτή εντολή της Αγίας, ο Χαράλαμπος και οι άνθρωποί του συνέχισαν το σκάψιμο και έφθασαν μέχρι στο σημείο που έχουν σταματήσει σήμερα. Στο σημείο αυτό, η αγία του έδωσε εντολή να σταματήσει: «Φτάνει. Ο αγώνας σου τελείωσε. Εδώ θα σταματήσετε». Ο Χαραλαμπος της είπε: «Μα δεν βρήκαμε ακόμη Αγία μου Μαγδαληνή, αυτά που μας είπες».
Και εκείνη του απάντησε: «Εδώ που φθάσατε τώρα είναι αρκετά. Βρίσκομαι πια μια σπιθαμή απ’ το πρόσωπο της γης και δεν χρειάζεται περισσότερο, παρά μία ή δύο κασμαδιές για να φανερωθώ. Αλλά όχι τώρα. Δεν είναι ο κατάλληλος καιρός. Γι’ αυτό θα αργήσουν ακόμα να με βρουν οι άνθρωποι. Αλλ’ όταν φανερωθώ θα είναι ημέρα Παρασκευή και κατά την ημέρα αυτή θα γίνουν πολλά θαυμαστά στο μέρος ετούτο…».
Άρης Ιχθύς Συνωμοσιολόγος : Την ιστορία την επιβεβαιώνω καθώς το περασμένο καλοκαίρι επισκεύθηκα την πανέμορφη νήσο της Λέσβου και παρευρέθηκα και αξιώθηκα και προσκύνησα τις κατακόμβες της Αγίας Μαγδαληνής .Το Παραπάνω κείμενο είναι η περίηψη όσων άκουσα από τους εκεί χωρικούς που ακόμη και τώρα όταν μιλούν για τα θαύματα της Αγίας κλαίνε σαν μικρά παιδιά από την συγκίνηση!!!
Αν έχετε αδερφό ή αδερφή, σίγουρα μπορείτε να ταυτιστείτε με αυτό το βίντεο! Τσακωνόμαστε για το τίποτα και εκνευρίζουμε ο ένας τον άλλο συνεχώς, ωστόσο μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε.
Το κανάλι JukinVideo στο Youtube έχει μαζέψει μια συλλογή από βίντεο αδερφικών και ξεκαρδιστικών στιγμών που δεν πρέπει να χάσετε σε καμία περίπτωση!
Χθες, Δευτέρα 07/10, ήρθε στον κόσμο το τρίτο παιδί του γνωστού εφοπλιστή, Γιάννη Κούστα, μαζί με τη σύζυγό του, Δήμητρα Κούστα.
Το διάσημο ζευγάρι από εχθές πλέει σε πελάγη ευτυχίας και απολαμβάνουν προσωπικές στιγμές με το νέο μέλος της οικογένειας.
Συγκεκριμένα, η Δήμητρα Κούστα γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι. Το ζευγάρι έχει άλλα δύο παιδιά, δύο κόρες, την 6χρονη Κατερίνα και την μόλις 3 ετών Στεφανία.
Υπενθυμίζουμε ότι ο εφοπλιστής έχει ακόμη δύο γιους από τον γάμο του με την Κλοντίν Καρμπονάρο και δύο κόρες από τον γάμο του με την ηθοποιό Σοφία Γιαννικοπούλου.
Η σχέση του Γιάννη Κούστα με την Δήμητρα Κούστα
Ο 69χρονος Γιάννης Κούστας και η σύζυγος του, η 32χρονη Δήμητρα Κούστα, ή αλλιώς, Δήμητρα Μέρμηγκα, αποδεικνύουν ότι η ηλικία είναι μόνο ένας αριθμός και ότι η πραγματική αγάπη δεν κάνει διακρίσεις. Εκτός από τα 36 χρόνια που τους χωρίζουν, υπήρχε και ένα ακόμη ζήτημα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι δυο τους.
Πλέον αποτελούν ένα τρισευτυχισμένο ζευγάρι που αγαπά τα ταξίδια, για αυτό δεν χάνουν την ευκαιρία να επισκέπτονται συχνά το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, το Κάπρι, την Ιταλική Ριβιέρα, την Ίμπιζα, τις Μπαχάμες, αλλά και τα αμερικανικά Hamptons, όπου ο Γιάννης Κούστας διατηρεί μια υπέροχη κατοικία στο Southampton.
Η μόνιμη κατοικία τους βέβαια βρίσκεται στην Αθήνα και πρόκειται για ένα εξαίσιο loft στην Βουλιαγμένη, ειδανικό για να στεγάσει τον έρωτά τους, ακριβώς μάλιστα εκεί που ήταν χτισμένο το ιστορικό ξενοδοχείο «Αρμονία».
Υπάρχουν πολλά αξιολάτρευτα ζώα που τραβούν καθημερινά την προσοχή αλλά το συγκεκριμένο θα κλέψει την καρδιά σας.
Ένα σκιουράκι από την Ιαπωνία με το όνομα Bikke, θα σας καταπλήξει καθώς δεν είναι μόνο τα φουσκωτά μαγουλάκια ή η φουντωτή ουρά του που το κάνουν μοναδικό αλλά οι πράξεις του.
Στο παρακάτω βίντεο το σκιουράκι ξυπνά, χασμουριέται και τεντώνει τα χέρια και τα πόδια του σαν κανονικός άνθρωπος. Επαναλαμβάνει τις κινήσεις ξανά και ξανά σαν να μην μπορεί να συνέλθει από τον ύπνο.
Ο απίθανος Bikke, κάνει κάτι ξεχωριστό που και ασυνήθιστο για τα ζωάκια του είδους του. Οι πράξεις του δείχνουν το πόσο έξυπνο είναι και γι’ αυτό άλλωστε έχει και δικό του κανάλι στο YouTube που περιλαμβάνει άλλα βίντεο από την καθημερινότητα του.
Δείτε το βίντεο και θαυμάστε το γλυκό αυτό πλασματάκι.
Έχετε να προσέξετε τον μπέμπη σας και είστε τόσο πολύ κουρασμένες που πραγματικά θα θέλετε να κοιμόταν για λίγη ωρίτσα ώστε να διώξετε την κούραση σας για λίγο αλλά τον ακούτε να κλαίει στο άλλο δωμάτιο.
Αυτός ο μπαμπάς ισχυρίζεται μέσα από το βίντεο του ότι μπορεί και κάνει το μωράκι του να κοιμηθεί μέσα σε 10 δευτερόλεπτα με αυτή την τεχνική!
Το να είσαι γονιός είναι η πιο δύσκολη δουλεία του κόσμου δεν σταματάει ποτέ! Ίσως να το δοκιμάσετε και εσείς αφού ο συγκεκριμένος μπαμπάς και το βίντεο του έχουν μεγάλη απήχηση στο διαδίκτυο!
Δείτε το βίντεο με το πανέμορφο αυτό μωράκι που το παίρνει ο ύπνος αμέσως αφού ο μπαμπάς του κάνει το κόλπο!
Ορισμένοι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα ευρηματικοί, ειδικά όταν πρόκειται για «επισκευή» πραγμάτων. Πάρτε για παράδειγμα αυτόν τον άνδρα από την Ρωσία.
Όταν ένα όχημα τράκαρε το αυτοκίνητο του προκαλώντας ζημιά στην πόρτα του οδηγού, εκείνος αποφάσισε να μην το πάει στον φανοποιό και να βρει την λύση μόνος του. Πως; Παίρνοντας έναν ανεξίτηλο μαρκαδόρο και καλύπτοντας το βούλιαγμα με έναν λεπτομερή χάρτη της περιοχής.
Ο οδηγός του άλλου οχήματος πλήρωσε για την ζημιά που προκάλεσε (στην Ρωσία δεν υπάρχει υποχρεωτική ασφάλιση αυτοκινήτου), και το σχέδιο αποτελεί μια προσωρινή λύση μέχρι ο δημιουργικός ιδιοκτήτης να επισκευάσει ή να αντικαταστήσει την πόρτα.