Ζει σε έναν παράδεισο, δεν συναντά κίνηση για να πάει στη δουλειά του, δεν έχει άγχος, ούτε συναντά ενοχλητικούς ανθρώπους.
Τι κι αν δεν έχει κανέναν να μιλήσει; Για αυτό τον σύγχρονο Ροβινσώνα Κρούσο, έναν «επιστάτη» σε ερημονήσι, αυτή είναι η καλύτερη δουλειά στον κόσμο.
Ο 62χρονος Κάιο Ροντρίγκεζ Ρέγο άφησε την αγχωτική δουλειά του πριν από 32 χρόνια, και αποφάσισε να ζήσει στο Ιλα ντος Γκάτος (Νησί των Γάτων), ένα μικροσκοπικό νησί τρία μίλια από την ακτή της νοτιοανατολικής Βραζιλίας.
Εκεί ζει στην απόλυτη στο νησί 75.000 τετραγωνικών μέτρων, όπου συχνά περνούν ολόκληρες βδομάδες χωρίς να μιλήσει με άνθρωπο.
Αρχικά πήγε εκεί με την οικογένειά του, αλλά η σύζυγος και τα τρία του παιδιά δεν μπορούσαν να συνηθίσουν σε αυτή τη ζωή.Αντί να εγκαταλείψει το όνειρό του, τους άφησε να επιστρέψουν στη στεριά και εκείνος έμεινε πίσω.
Ο Κάιο περνά τις ημέρες του ψαρεύοντας με τα χέρια ή τεμπελιάζοντας στην άκρη της θάλασσας, ενώ ποτέ δεν ξέρει την ημερομηνία. Στο νησί δεν υπάρχουν ούτε καν άλλα ζώα. Η μοναδική παρέα του, ένας σκύλος, επέστρεψε στη στεριά πριν από τρία χρόνια γιατί ένιωθε μεγάλη μοναξιά και έκλαιγε διαρκώς όπως λέει ο ίδιος.
Αν και δεν έχει πάρει ποτέ χρήματα ως ο επιστάτης αυτού του ειδυλλιακού μέρους, ο Κάιο δηλώνει στη Daily Mail ότι έχει την καλύτερη δουλειά στον κόσμο. «Μου προκαλεί άγχος και μόνο η σκέψη να φύγω από αυτό το μέρος έστω και για μία ημέρα.
Οι περισσότεροι περνούν τη ζωή τους αναζητώντας την ευτυχία και δεν την βρίσκουν ποτέ. Εγώ ξέρω ότι βρήκα τη δική μου γιατί για τα τελευταία 32 χρόνια δεν ευχόμουν τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Ο χρόνος περνά και δεν το παρατηρώ καν».
Καμιά φορά εμφανίζονται επισκέπτες στο ερημονήσι που απέχει μισή ώρα από το ψαροχώρι Σάο Σεμπαστιάο.
Εκείνος όμως καμιά φορά τους υποδέχεται κραδαίνοντας μία λόγχη. «Απλά δεν μου αρέσει να μου χαλάνε την ηρεμία. Δεν χρειάζομαι παρέα. Είμαι ευτυχισμένος. Ακόμη και ένας άνθρωπος να έρθει σε αυτό το νησί, θα νιώσω ότι έχει πολυκοσμία».
Μια ημέρα ένας από τους προμηθευτές του καταστήματος στο οποίο εργαζόταν, του είπε για αυτό το νησί.
Του ανέφερε ότι αρκετές οικογένειες είχαν απορρίψει την ευκαιρία να ζήσουν εκεί. «Δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ δεύτερη φορά».
Το νησί έχει μία περίεργη ιστορία. Πήρε το όνομά του από τις δεκάδες γάτες που μεταφέρθηκαν εκεί, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με τα ποντίκια. Ο πληθυσμός των αιλουροειδών ξεπέρασε τις 5.000, πριν εξαλειφθούν από άγνωστη ασθένεια.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Βραζιλιάνος πρόεδρος Γκετούλιο Βάργκας δώρισε το νησί στον Αμερικανό εκατομμυριούχο Νέλσον Ροκφέλερ, που αργότερα έγινε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ. Εκείνος το παραχώρησε στον ξάδελφό του, Ρίτσαρντ Αλντριχτ, που έψαχνε ένα καταφύγιο γιατί φοβόταν τον πυρηνικό πόλεμο.
Ο Αλντριχτ ξόδεψε 50.000 δολάρια για να φτιάξει μία διώροφη έπαυλη στο νησί. Τελικά όμως πέρασε ελάχιστο καιρό εκεί, όταν ο αρχιτέκτονας που είχε αναλάβει το έργο πνίγηκε σε ένα ταξίδι του προς το νησί. Λίγο αργότερα, ο επιστάτης επίσης άφησε την τελευταία του πνοή εκεί, όταν τον παρέσυρε ένα κύμα.
Μέχρι την εποχή που ο Κάιο έφτασε στο νησί, το 1982, η έπαυλη είχε καταρρεύσει και δεν ήταν κάτι περισσότερο από ένας σωρός από τούβλα. Η ιδιοκτησία του Ιλια ντος Γκάτος επέστρεψε στην κυβέρνηση της Βραζιλίας, αλλά οι οικολόγοι ανησυχούσαν ότι χωρίς κάποιο φύλακα, θα κατέληξε ξανά σε ιδιώτες.
Η οικογένεια του Κάιο κατά διαστήματα τον επισκέπτεται. Εκείνος κάνει μία απόλυτα μοναχική ζωή, αλλά δεν το μετανιώνει.
Η μόνη του επικοινωνία με τον έξω κόσμο είναι ένα παλιό κινητό τηλέφωνο και ένα ραδιόφωνο. «Οι δικοί μου έρχονται εδώ τα σαββατοκύριακα. Ποτέ δεν χάσαμε επαφή», λέει εκείνος.
Αν και η γη δεν είναι εύφορη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καλλιεργήσει τίποτα εκεί, ο ίδιος λέει ότι ποτέ δεν πείνασε, όπως ποτέ δεν ένιωσε μοναξιά.
«Από τη στιγμή που ήρθα εδώ, δεν έχω προβλήματα με την υγεία μου. Ούτε καν πονοκεφάλους», συμπληρώνει.
Οσο για το γεγονός ότι μπορεί να περάσουν εβδομάδες μέχρι να μιλήσει με κάποιον, ούτε αυτό είναι πρόβλημα για τον Κάιο. «Κάνω πάντα διάλογο με τον εαυτό μου», εξηγεί.