Ένα πρωί του Δεκεμβρίου το 1996 στην έκθεση της Μονής στην Σουρωτή βρίσκονταν εκεί η υπεύθυνη αδελφή, ένα ανδρόγυνο με το μικρό τους κοριτσάκι και τον πατέρα τους, δύο μεσόκοπες γυναίκες και ένας νεαρός άνδρας. Ξαφνικά άκουσαν μια δυνατή κραυγή.
Μια από τις μεσόκοπες γυναίκες, αρκετά εύσωμη, έπεσε στο πάτωμα και άρχισε να χτυπιέται και να ωρύεται άγρια. Κουνούσε το κεφάλι γρήγορα πέρα-δώθε. Το θέαμα ήταν πολύ άσχημο. Η γυναίκα με το παιδάκι βγήκαν έξω, ενώ οι άλλοι πλησίασαν να την βοηθήσουν.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η γυναίκα μούγκριζε, αγκομαχούσε και έλεγε με μια άγρια, απειλητική, ανδρική φωνή: «Θα σας κανονίσω ρε εγώ που δεν πιστεύετε, θα σας δείξω εγώ… να, τώρα ακόμα λίγο και θα σας βάλω όλους στο χέρι με το 666… θα με προσκυνάτε όλοι… χαμένοι, ηλίθιοι…» και άλλες βρισιές.
Έπειτα άρχισε να τσιρίζη και έδειχνε φοβισμένη. «Παΐσιε, με καις, με καις, θέλεις να με στείλης πίσω στα τάρταρα… Και αυτή η χαμένη όλο σε μοναστήρια με φέρνει… τι την βοηθάς; Με καις, με καις», και στρίγγλιζε δυνατώτερα. Χτυπιόταν τόσο δυνατά, που υπήρχε φόβος να σπάση το κεφάλι της. Ήταν φανερό ότι την πείραζε ο δαίμονας.
«Α… αααα, φώναζε πάλι… Να, ήρθε και η Μαρία τώρα… με καις Παΐσιε», είπε με μια δυνατή φωνή και έμεινε ακίνητη σαν να λιποθύμησε.
Πλησίασαν διστακτικά οι παριστάμενοι για να την βοηθήσουν, ενώ οι γυναίκες φρόντιζαν να την σκεπάζουν με τα ρούχα της. Αφού την τακτοποίησαν, την σήκωσαν από το πάτωμα. Είχε ανοίξει τα μάτια της και έκλαιγε ήρεμα και βουβά. Μια ευχαριστία ξεχύθηκε από τα βάθη της καρδιάς της.
«Σ’ ευχαριστώ, Γέροντα… Σε ευχαριστώ, Θεέ μου», έλεγε και ξανάλεγε με πολλή ευγνωμοσύνη. Σηκώθηκε, πήγε μπροστά σε μια εικόνα της Παναγίας και αναλύθηκε σε δυνατούς λυγμούς: «Θεέ μου… Θεέ μου. Πώς με καταδέχθηκες την ανάξια… Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, σε ευχαριστώ, Γέροντα… Δεν άξιζα, Θεέ μου, τέτοια βοήθεια».
Η όλη σκηνή ήταν πολύ συγκινητική. Ύστερα χαιρέτησαν με ευγνωμοσύνη την αδελφή για να φύγουν. Φεύγοντας η γυναίκα ανέφερε ότι είχε δαιμόνιο που πολύ την ταλαιπωρούσε και ότι το προηγούμενο βράδυ είδε στον ύπνο της τον γέροντα Παΐσιο που της είπε: «Έλα στον τάφο μου και θα σε κάνω καλά». Ήρθε στο Μοναστήρι, ρώτησε πού είναι ο τάφος του Γέροντα, προσκύνησε τον τάφο και ύστερα ήρθαν στην έκθεση, όπου συνέβησαν τα παραπάνω.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 383.