Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου 2024
ΕλλάδαΝτροπή: Το Δημόσιο κάνει έφεση κατά της απόφασης αποζημίωσης συγγενών για το...

Ντροπή: Το Δημόσιο κάνει έφεση κατά της απόφασης αποζημίωσης συγγενών για το Μάτι  

Το Δημόσιο υποστηρίζει ότι «τα θύματα έχουν ποσοστό συνυπαιτιότητας».

Δεν έχει τέλος, η ταλαιπωρία των συγγενών των θυμάτων από την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, οι οποίοι τέσσερα και πλέον χρόνια εν αναμονή της κρίσης της ποινικής δικαιοσύνης για την τιμωρία των υπευθύνων για την απώλεια 104 ανθρώπων, έχουν να αντιμετωπίσουν και νέο δικαστικό κύκλο, με αντίδικο την ίδια την Πολιτεία, που εξαιτίας της εγκληματικής απουσίας των οργάνων της έγινε η αιτία να χαθούν τόσες ζωές.

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας μπορεί πριν από λίγους μήνες να δικαίωσε τους πρώτους συγγενείς θύματος που είχαν προσφύγει διεκδικώντας αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης, αλλά ο δρόμος μέχρι την τελική δικαίωση αυτών των ανθρώπων, και πιθανότατα όσων δικαιωθούν στο μέλλον, είναι ακόμα μακρύς.

Το ελληνικό δημόσιο άσκησε έφεση κατά της πρώτης απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου της Αθήνας που επιδίκαζε στους συγγενείς ενός εκ των θυμάτων αποζημίωση 300.000 ευρώ, στην οποία επικαλείται έξι διαφορετικούς λόγους χαρακτηρίζοντας την πυρκαγιά περιστατικό ανωτέρας βίας.

«Είχαν ενημερωθεί από την προηγούμενη»

Μεταξύ άλλων υποστηρίζει το Δημόσιο ότι οι κάτοικοι είχαν ενημερωθεί από την προηγούμενη ημέρα για τον επικείμενο κίνδυνο πυρκαγιάς προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως ούτε λίγο ούτε πολύ κακώς εγκατέλειψαν τα σπίτια τους αφού δεν υπήρχε εντολή εκκένωσης.

Την ίδια στιγμή κατά πληροφορίες αναφέρει πως ακόμα και αν το ΠΣ εισηγείτο την εκκένωση των πολιτών, δεν είναι βέβαιο ότι θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς.

Είναι βέβαιο, όπως αναφέρεται, ότι και στην περίπτωση αυτή τα κρατικά όργανα Θα κατηγορούνταν για την εκκένωση, όπως σήμερα κατηγορούνται για την μη εκκένωση. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη επίσης ιδιαίτερα στοιχεία, όπως: Δεν είχε υλοποιηθεί το σύστημα ειδοποίησης το 112, οι οδοί εντός και πέριξ των οικισμών είναι μικροί και δαιδαλώδεις (χωρίς ρυμοτομία και με αδιέξοδα), η πυρκαγιά εξαπλωνόταν με μεγάλη ταχύτητα κι από μεγάλο ύψος μέσω καυτρών (που δημιουργούσαν εστίες φωτιάς προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις εκκένωσης), η απόσταση από το μέτωπο της πυρκαγιάς έως την ακτογραμμή ήταν μόλις 5 χιλιόμετρα, οι άνεμοι έπνεαν με εντάσεις 10 και 11 μποφόρ, δεν υπήρχε ασφαλές καταφύγιο για τον πληθυσμό εκτός από τις οικίες και τα κτίσματα τα οποία θα εκκενώνονταν (με δεδομένο ότι δεν θα ήταν δυνατόν όλος ο πληθυσμός να χωρέσει στις ακτές)» τονίζει το δημόσιο.

mati2

«Υπήρχε ενημέρωση για τη διαφυγή τους»

Και επιπλέον λέει πως εκ μέρους του Δημοσίου υπήρξε ενημέρωση προς τους φορείς και τους πολίτες τόσο για τον επικείμενο κίνδυνο (δελτίο Τύπου ΓΓΠΠ της 22.07.2018) όσο και για τα μέτρα αντιμετώπισης του (οδηγίες δημοσιευμένες μέσω της ιστοσελίδας civilprotection και των ΜΜΕ) τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν ακολουθήθηκαν, όπως η οδηγία «μην εγκαταλείπετε το κτίριο εκτός αν η διαφυγή σας είναι πλήρως εξασφαλισμένη».

Η πρώτη δικαστική απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο θάνατος της γυναίκας συνδέεται αιτιωδώς με την παράλειψη της Πυροσβεστικής, ως όφειλε, να εισηγηθεί την εκκένωση της περιοχής στα αρμόδια όργανα της περιφέρειας και του δήμου.

Το δικαστήριο απέρριψε, τον ισχυρισμό του δημοσίου που επιχείρησε να διακόψει τον αιτιώδη σύνδεσμο «λόγω της ενέργειας της ίδιας της θανούσας να αποχωρήσει αυτοβούλως, πεζή, από την οικία της, που, εν τέλει, παρέμεινε αλώβητη, οπότε εάν αυτή είχε παραμείνει εκεί, θα ήταν ασφαλής».

Σύμφωνα με τους δικαστές ο ισχυρισμός αυτός είναι «απορριπτέος, καθώς, εν προκειμένω, δεν επέφερε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου η προσπάθεια του θύματος να αποχωρήσει από την οικία του, εν όψει του κινδύνου της εξελισσόμενης πυρκαγιάς. Και τούτο διότι πρόκειται για ενέργεια αναμενόμενη, ιδίως εφόσον το πρόσωπο δεν είχε επαρκή πληροφόρηση για τον βαθμό του κινδύνου στον οποίον εκτίθεται».

Το Δημόσιο υποστηρίζει ότι «τα θύματα έχουν ποσοστό συνυπαιτιότητας»

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της οικογένειας, Δημήτρης Σκύφτας, τονίζει: «Με την υπ’ αριθμ 17030/2022 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως είναι γνωστό, επιδικάστηκε η πρώτη αποζημίωση στους εντολείς μας – συγγενείς θύματος από την τραγική φωτιά στην περιοχή της Ανατολικής Αττικής (Ν. Βούτζας – Μάτι) τον Ιούλιο του 2018, για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν.

Κατά της απόφασης αυτής το Ελληνικό δημόσιο ήγειρε έφεση προκειμένου να οδηγηθεί η υπόθεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (έχει εκ του νόμου την υποχρέωση). Στο εφετήριό του το ελληνικό δημόσιο, πέραν των νομικών λόγων, επαναλαμβάνει τη θέση του ότι τα θύματα έχουν ποσοστό συνυπαιτιότητας λόγω της μη πληροφόρησής τους από τα ΜΜΕ ή από το διαδίκτυο (siteπολιτικής προστασίας) για το πως να αυτοπροστατευθούν

Επιπροσθέτως το ελληνικό δημόσιο αναφέρεται εκ νέου στην «άναρχη» δόμηση της περιοχής και στην ύπαρξη αυθαιρέτων, καίτοι αυτά ήταν γνωστά στις αρχές και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε κανένα ζήτημα αυθαιρέτου (όλα νόμιμα).

Τέλος, κατά το ελληνικό δημόσιο, η επιδικασθείσα αποζημίωση από το Δικαστήριο, κρίνεται υπερβολική και επικουρικά ζητά τη μείωσή της.

Σημειώνω ότι η υπόθεση αυτή δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα προς εκδίκαση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου».

Εισαγγελική έρευνα
Σε εξέλιξη βρίσκεται νέα εισαγγελική έρευνα για την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι και αυτό καθώς ο εισαγγελέας της έδρας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας, Παναγιώτης Μανιάτης απέστειλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών λίστα με εγκαυματίες οι οποίοι δεν είχαν καταθέσει στις δικαστικές αρχές και εμφανίστηκαν στο δικαστήριο.

Άμεσα διατάχθηκε προκαταρκτική εξέταση και σύμφωνα με πληροφορίες οι εγκαυματίες έχουν αρχίσει να καλούνται για κατάθεση. Μετά την ολοκλήρωση των καταθέσεων θα ακολουθήσει η κλήση των «υπόπτων» και η απόδοση ποινικών ευθυνών από τις εισαγγελικές αρχές με τον χρόνο να τρέχει και τον κίνδυνο της παραγραφής γι΄αυτές τις περιπτώσεις να συμπληρώνεται στην πενταετία, δηλαδή στις 23 Ιουλίου 2023.

Αξίζει να σημειωθεί πάντως, ότι για την εν εξελίξη δίκη ο χρόνος παραγραφής είναι διαφορετικός και εκτείνεται στην 8ετία, καθώς πριν την παρέλευση της πενταετίας η υπόθεση είχε παραπεμφθεί σε δίκη, γεγονός που αυτοδικαίως παρατείνει για επιπλέον τρία χρόνια το χρόνο παραγραφής της δικαζόμενης αξιόποινης πράξης.

Τα πιο σημαντικά