Μετά τις παραστάσεις «’Ανθρωποι και Ποντίκια» και «Κόκκινα Φανάρια», ο Βασίλης Μπισμπίκης κάνει μια ελεύθερη μεταγραφή του εμβληματικού μυθιστορήματος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, «Εγκλημα και Τιμωρία» (1866), μεταφέροντάς το στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης ως ένα λαϊκό νουάρ στην Αθήνα του 2023.
Τι συνιστά έγκλημα και τι τιμωρία στην Αθήνα του 2023; Πότε ακριβώς τελείται ένα έγκλημα; Τη στιγμή της πράξης ή τη στιγμή που το συλλαμβάνει ο δράστης στο μυαλό του; Πώς προσδιορίζεται χρονικά η μετάβαση από τη νομιμότητα στην παρανομία; Και ποια η τιμωρία της; Ηθικά, κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά ερωτήματα επιχειρεί να διερευνήσει η Ομάδα Cartel μέσα από μια νέα μεταγραφή του μυθιστορήματος του Ρώσου συγγραφέα, φέρνοντας την ιστορία, με τη μέθοδο της γραμμικής αφήγησης, στο τώρα, στους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας.
Από τις 22 Μαρτίου έως τις 9 Απριλίου η Κεντρική Σκηνή της Στέγης υποδέχεται έναν νέο Ρασκόλνικοφ, ερμηνευμένο από τον Θοδωρή Σκυφτούλη, και μαζί με τους υπόλοιπους ήρωες του έργου μάς παρασύρει σε ένα ταξίδι στην άκρη του φόβου. «Η ζωή είναι αποδεδειγμένα τρομακτική» μονολογεί ο «νέος» Ρασκόλνικοφ που ακούει στο όνομα Μιχάλης Σχίζας, ένας νέος υποταγμένος στις εξεγέρσεις της καρδιάς και του νου. Το «Έγκλημα και Τιμωρία: Αθήνα» έρχεται με έναν θίασο 20 ηθοποιών να παρασταθεί με τρόπο ακραία ρεαλιστικό ως ένα λαϊκό νουάρ υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Βασίλη Μπισμπίκη.
Ο νεαρός φοιτητής της Νομικής Ροντιόν Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικοφ παίρνει τον νόμο στα χέρια του και δολοφονεί μια γριά τοκογλύφο. Στην πορεία κυριεύεται από ενοχές, ερωτεύεται τη νεαρή πόρνη Σόνια, ανακρίνεται από τις Αρχές, έρχεται σε αντιπαράθεση με την οικογένειά του και διάφορους σκοτεινούς τύπους που τον καταδιώκουν, βασανίζεται από εσωτερικούς δαίμονες.
Πόσο επίκαιρο παραμένει στις μέρες μας το αριστούργημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι; Και ποιες αναγωγές μπορούν να γίνουν στο σήμερα; Ζωντανή κινηματογράφηση, gaming, κανάλια στο YouTube επιστρατεύονται σε αυτή την εκδοχή, όπου οι κάμερες τρυπώνουν στα πιο απίθανα μέρη, για να αποκαλύψουν σε πρώτο πλάνο τις μύχιες σκέψεις των ηρώων και να εκθέσουν τις μεμβράνες του μυστικού βίου τους, να στρέψουν το βλέμμα μας στην αθέατη ζωή των αντικειμένων και να αναδείξουν την ηθική και τον κυνισμό, το σκοτάδι και το φως, την εσωτερική μάχη ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, τις οξειδωτικές τύψεις και τη βαθιά καλοσύνη.
Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι αναφέρει σε επιστολή που έστειλε το 1865 στον εκδότη του Ρώσου Αγγελιοφόρου, προσπαθώντας να τον πείσει να δημοσιεύσει το μυθιστόρημα στο περιοδικό του: «Το μυθιστόρημα είναι μια ψυχογραφική αφήγηση ενός εγκλήματος.
Ένας νεαρός φοιτητής μεσοαστικής καταγωγής που ζει σε απόλυτη ένδεια αποβάλλεται από το πανεπιστήμιο. Κάτω από επιφανειακές και αδύναμες σκέψεις, επηρεασμένος από κάποιες «ημιτελείς» ιδέες που πλανώνται στην ατμόσφαιρα, αποφασίζει να βγει γρήγορα από τη δύσκολη θέση στην οποία έχει βρεθεί δολοφονώντας μια γριά γυναίκα, τοκογλύφο και χήρα κρατικού υπαλλήλου. […] Μετά την πράξη ξεδιπλώνεται η ψυχολογική διεργασία του εγκλήματος.
Ερωτήματα από τα οποία δεν μπορεί να απαλλαγεί ως δολοφόνος, αισθήματα, που δεν είχε προβλέψει ή υποψιαστεί, βασανίζουν την καρδιά του. Η θεϊκή αλήθεια και ο επίγειος νόμος τον καλούν να καταβάλει το τίμημα και εκείνος αισθάνεται στο τέλος την υποχρέωση να παραδοθεί.
Αισθάνεται αυτή την υποχρέωση, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι μπορεί να πεθάνει στη φυλακή, προκειμένου να νιώσει ξανά μέλος της κοινωνίας των ανθρώπων. Το αίσθημα του αποχωρισμού και της απομόνωσης από την ανθρωπότητα, τη φύση και τον νόμο της αλήθειας έχει το τίμημά του».
Όπως αναφέρει το δελτίο τύπου της Στέγης, στο «”Έγκλημα και Τιμωρία: Αθήνα”, ο κόσμος του Ντοστογιέφσκι συναντά επί σκηνής τον σύγχρονο δυτικό κόσμο, σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία ο δεύτερος μοιάζει να μεταβάλλεται δραματικά και να οδηγείται νομοτελειακά σε μια άλλη -καλύτερη ή χειρότερη, κανείς δεν ξέρει ακόμα- εκδοχή του. Όποια κι αν είναι η επόμενη εκδοχή του, όμως, τα ερωτήματα αυτά θα παραμείνουν ζωντανά και επίκαιρα.
Γιατί είναι άμεσα συνυφασμένα με την ανθρώπινη φύση. Όπως οι λέξεις που ξεψυχούν στα χείλη της αγαπημένης του κεντρικού ήρωα: “Μπορείς να τα ξεχάσεις όλα και να ζήσεις ευτυχισμένος; Αυτό που σε βαραίνει είναι μέσα σου. Όσο μακριά και να πας, θα το κουβαλάς μαζί σου. Η γαλήνη είναι σαν την αγάπη, δεν αγοράζεται”».
Τα σκηνικά επιμελείται ο Κέννυ Μακ Λέλλαν, τα κοστούμια ο Γιώργος Σεγρεδάκης, την κίνηση ο Edgen Lame, τους φωτισμούς ο Σάκης Μπιρμπίλης και την κινηματογράφηση ο Φίλιππος Ζαμίδης.
Παίζουν οι: Λευτέρης Αγουρίδας, Μπέττυ Βακαλίδου, Τσέζαρις Γκραουζίνις, Γιανμάζ Ερντάλ, Μάνος Καζαμίας, Διονύσης Κοκκοτάκης, Edgen Lame, ‘Αννα Μάσχα, Έρρικα Μπίγιου, Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Παπάζογλου, Φοίβος Παπακώστας , Νατάσα Παπανδρέου, Νίκη Σερέτη, Γιώργος Σιδέρης, Θοδωρής Σκυφτούλης, Στέλιος Τυριακίδης, Κώστας Φαλελάκης, Ιώβη Φραγκάτου, Νικολέτα Χαρατζόγλου.