Σε εκτενές δημοσίευμα, η αμερικανική εφημερίδα αναφέρεται στους Ελληνες οι οποίοι μετανάστευσαν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, ιδιαίτερα στη Γερμανία, και δεν κάνουν σχέδια να επιστρέψουν.
«Η κατάσταση δεν βελτιώνεται. Οταν συνειδητοποιείς ότι η χώρα σου έχει γίνει νεκροταφείο ονείρων, προσπαθείς να βρεις όνειρα αλλού», δήλωσε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα ο Κωνσταντίνος Κακογιάννης, ένας από τους πολλούς Ελληνες μηχανικούς που έφυγαν για το Ντίσελντορφ τα τελευταία χρόνια.
«Ενώ η Ευρώπη βγαίνει τελικά από την οικονομική κρίση, η Ελλάδα αντιμετωπίζει ακόμη προκλήσεις. Σχεδόν μισό εκατομμύριο Ελληνες έχουν γίνει οικονομικοί μετανάστες από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση, μια από τις μεγαλύτερες εξόδους από χώρα της ευρωζώνης. Και ακόμη φεύγουν», γράφουν οι New York Times, σημειώνοντας ότι ανάμεσά τους είναι γιατροί, τεχνικοί, αρχιτέκτονες και άλλοι ικανοί επαγγελματίες, όπως και άνθρωποι που αποφοίτησαν πρόσφατα και αναζητούν δουλειές στη βόρεια Ευρώπη.
«Πρόσφατα, ο Αλέξης Τσίπρας αποκάλυψε ένα νέο οικονομικό σχέδιο για την Ελλάδα και κάλεσε τους Ελληνες να επιστρέψουν για να βοηθήσουν να ξαναχτιστεί η χώρα», συνεχίζει το δημοσίευμα. «Παρόλα αυτά, για πολλούς Ελληνες που διέφυγαν, η αισιοδοξία φαίνεται πρόωρη. Το ένα πέμπτο των Ελλήνων παραμένει στην ανεργία και το μέγεθος της οικονομίας είναι ακόμη μικρότερο σε σύγκριση με πριν από μία δεκαετία», αναφέρει ακόμη, σημειώνοντας ότι η πολιτική αβεβαιότητα στην Ιταλία που σκιάζει το μέλλον το ευρώ, μπορεί να υπονομεύσει την πρόοδο που έχει επιτύχει η Ελλάδα.
«Το πρόγραμμα τελειώνει, αλλά όχι και τα προβλήματα»
«Οταν μια οικονομία έχει καταστραφεί, χρειάζονται πολλά χρόνια για να ξαναχτιστεί», δηλώνει ο Βασίλης Καπόγλου, που ίδρυσε την ένωση Ελλήνων μηχανικών της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, αφότου έφυγε από την Ελλάδα το 2013. «Το πρόγραμμα μπορεί να τελειώνει, αλλά δεν τελειώνουν τα προβλήματα που έδιωξαν τους ανθρώπους», συμπληρώνει.
Σήμερα, στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία εκτιμάται ότι 130.000 Ελληνες καλύπτουν θέσεις εργασίας στην τεχνολογία, τις τηλεπικοινωνίες, τις κατασκευαστικές εταιρείες όπως και σε τράπεζες, νοσοκομεία και φαρμακεία. Τόσοι πολλοί Ελληνες έχουν εγκατασταθεί στο Ντίσελντορφ τα τελευταία χρόνια, που ευδοκιμεί μια μικρή Αθήνα εκεί, περιγράφει το δημοσίευμα. «Κοντά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό υπάρχουν ελληνικές ταβέρνες και καφέ, γεμάτα με νέους Ελληνες που πίνουν φραπέ και καπνίζουν στριφτά τσιγάρα, μια σκηνή που θυμίζει οποιαδήποτε αθηναϊκή πλατεία».
Στην πρώτη γραμμή της μετανάστευσης, που συνεχίζεται, είναι μηχανικοί. Αν και οι επενδυτές δείχνουν ανανεωμένο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, οι κατασκευές και τα πρότζεκτ που σχετίζονται με την ανάπτυξη και την τεχνολογία ακόμη πασχίζουν να ανακάμψουν.
«Καμία ανάπτυξη στην Ελλάδα»
«Οι μηχανικοί συνδέονται με την ανάπτυξη μιας χώρας», δηλώνει η Μάρθα Ουζουνίδου, χημικός μηχανικός από τη Θεσσαλονίκη, που πήγε στο Ντίσελντορφ τον περασμένο Οκτώβριο. «Ομως, δεν συμβαίνει καμία ανάπτυξη στην Ελλάδα», συμπληρώνει.
Οι μηχανικοί που μένουν πίσω συνήθως υποστηρίζονται από τους γονείς τους, ή βρίσκουν δουλειές με λιγότερα χρήματα, αναφέρει ο κ. Καπόγλου. Σε ένα καφέ, το προηγούμενο Σάββατο, καλωσόρισαν πολλούς «νεοφερμένους» Ελληνες στο Ντίσελντορφ. Ανάμεσά τους ήταν τουλάχιστον 5 μηχανικοί που μετακόμισαν εκείνους τους τελευταίους μήνες και γρήγορα βρήκαν δουλειά. Το «κλαμπ» πλέον αριθμεί σχεδόν 900 άτομα. «Οι Γερμανοί μας καλωσόρισαν. Θέλουν ανθρώπους με υψηλή ειδίκευση», αναφέρει ο κ. Καπόγλου.
Αυτό είναι ειρωνικό για τις οικογένειές τους, πίσω στην Ελλάδα. Πολλοί Ελληνες κατηγορούν την Ανγκελα Μέρκελ για τα δεινά τους, παρατηρούν οι New York Times. Ομως, οι Ελληνες που έφυγαν είναι περισσότερο θυμωμένοι με τη δική τους κυβέρνηση, η οποία, λένε, επί χρόνια διαχειρίστηκε λάθος την οικονομία, αποτυγχάνοντας να βάλει τέλος στη διαφθορά, να περιορίσει το Δημόσιο ή να «ζωντανέψει» τις επενδύσεις, επισημαίνει η αμερικανική εφημερίδα.
Ο κ. Κακογιάννης, μηχανικός που έφυγε μαζί με την σύντροφό του από την Ελλάδα, αντιστάθηκε σε αυτή την απόφαση έως το 2016. Πριν από αυτό, έκανε τρεις ερευνητικές δουλειές με τις οποίες μετά βίας πλήρωνε το νοίκι. Παρά τις αντιδράσεις της οικογένειάς του, έστειλε βιογραφικά στο εξωτερικό και σύντομα του πρόσφεραν δύο δουλειές στη Silicon Valley. Προτίμησε μια θέση στο Ντίσελντορφ, για να είναι πιο κοντά στην Ελλάδα.
Η σύντροφός του, Καλλιόπη Ράπτη, είχε εταιρεία διαδικτυακής εκμάθησης γλωσσών στην Ελλάδα. «Παρά τις κυβερνητικές υποσχέσεις για την παροχή βοήθειας σε μικρότερες επιχειρήσεις, περνούσε τον μισό χρόνο της με τη γραφειοκρατία και τους φόρους που άλλαζαν. Για να γίνει η καταχώρηση της εταιρείας της στη Γερμανία, όταν εγκαταστάθηκε εκεί, χρειάστηκε πέντε λεπτά σε μια διαδικασία που έγινε διαδικτυακά», αναφέρει το δημοσίευμα. «Στην Ελλάδα, ήταν ένα χάλι. Στη Γερμανία, η προσέγγισή τους είναι “Αν σε βοηθήσουμε να βγάλεις λεφτά, θα πληρώσεις φόρους”», περιγράφει η ίδια.
Οι δυσκολίες
Βέβαια, παρότι πολλοί Ελληνες σχεδιάζουν να κάνουν καριέρα ή και οικογένεια στη Γερμανία, η μετάβαση δεν είναι πάντα εύκολη. Ο βροχερός καιρός του Ντίσελντορφ, η δυσκολία να κάνουν Γερμανούς φίλους, ή ακόμη και να μάθουν τη γλώσσα, μπορεί να τους «ζορίσουν». Για να μην μιλήσει κανείς για τη νοσταλγία για την πατρίδα, τα διαλυμένα όνειρα αλλά και τη σταδιακή αποδοχή ότι οι ζωές που ήθελαν να φτιάξουν στην Ελλάδα μπορούν να υπάρξουν μόνο σε άλλες χώρες.
«Ο κ. Καπόγλου και η σύζυγός του, Κατερίνα, είναι ανάμεσα στους λίγους που μπορεί να τολμήσουν να επιστρέψουν. Αν και έχουν ελάχιστη πίστη στην ελληνική κυβέρνηση, ποντάρουν στο ότι μπορούν να μετατρέψουν σε μια επικερδή επιχείρηση την πείρα τους και την επαφή με διεθνείς επιχειρήσεις στη Γερμανία. Σχεδιάζουν να δημιουργήσουν μια συμβουλευτική εταιρεία, για να προσελκύσουν Ρώσους και Κινέζους επενδυτές για κατασκευαστικά πρότζεκτ. Ομως, μπορεί να πάρει χρόνια, ή ακόμη και άλλη μια γενιά, προτού τους ακολουθήσει ένα κύμα», σημειώνουν οι New York Times.
Χαρακτηριστικό αυτό που λέει ο κ. Κακογιάννης. Παραδέχεται ότι η μητέρα του τον πιέζει να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Να γυρίσω σε τι; Στο να μην έχω δουλειά και μέλλον;», της απάντησε. Με τη σύντροφό του, κ. Ράπτη, σχεδιάζουν πλέον να αποκτήσουν παιδί, αλλά όχι στην Ελλάδα όπως θα ήθελαν οι γονείς τους. «Στη Γερμανία, έχουμε ελπίδα για το μέλλον, όπως θα έχει και το παιδί μας», εξηγεί η κ. Ράπτη.
[nytimes] [protothema]