Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
αληθινές ιστορίεςΝα συγχωρήσω τη μητέρα μου;

Να συγχωρήσω τη μητέρα μου;

Ήμουν παιδάκι όταν ο πατέρας μου, δεν άντεξε άλλο τις φωνές και τους τσακωμούς με τη μητέρα μου και έφυγε από το σπίτι, με τη προοπτική να έρχεται να μας βλέπει.

Έτσι ένα βράδυ κοιμήθηκα 6 χρονών με πατέρα και ξύπνησα 10 χρόνια μεγαλύτερος μέσα μου και χωρίς πατέρα. Ωρίμασα απότομα και μεγάλωσα μέσα στα ψέμματα. Γιατί ακόμη κι αν έφυγε, πάντα υποψιαζόμουν ότι η μητέρα μου και οι θείες μου (οι αδερφές της) δεν μας τα έλεγαν όλα ή μας τα έλεγαν όπως ήθελαν. Ο αδερφός μου ήταν τότε 14 χρονών και δεν ήθελε ούτε να ακούσει. Τον μίσησε. Εγώ τον αγαπούσα πάντα.

Τον πρώτο καιρό είχαμε συνέχεια φασαρίες. Έπαιρνε τηλέφωνο, του μιλούσαμε λίγο και μετά η μητέρα μου, άρπαζε το ακουστικό για να διαβάσουμε, να φάμε, να κοιμηθούμε και οτιδήποτε άλλο έπρεπε να κάνουμε εκείνη τη στιγμή για να μην μιλήσουμε μαζί του. Μετά ερχόταν από το σπίτι και τον έδιωχνε μαζί με τον αδερφό μου. Εγώ έκλαιγα και έτρεχα κοντά του και εκείνοι έμπαιναν μπροστά, έκλειναν τη πόρτα και άρχιζαν τις απειλές “Αν πας στον πατέρα σου δεν θα μας ξαναδείς” έλεγε η μητέρα μου. “Θα σε πάρει ο μπαμπάς και μετά θα σε παρατήσει όπως παράτησε τη μαμά” έλεγε ο αδερφός μου. Όταν βγαίναμε από το σπίτι χωρίς τη μητέρα μου, μας συνόδευαν πάντα οι αδερφές της. Πολλές φορές μας συναντούσε ο πατέρας μου στο δρόμο και μάλωνε μαζί τους μπροστά στον κόσμο. Ύστερα έπαιρναν δικηγόροι, ήρθε κοινωνική λειτουργός, τον μεγάλο μου αδερφό τον είδε ο εισαγγελέας ανηλίκων και εμένα παιδοψυχολόγος. Θυμάμαι πολύ κόσμο και φασαρίες. Αλλάξαμε σχολεία στη μέση της χρονιάς και ύστερα σπίτι. Άλλαξαν όλα εκτός από το πόσο τον αγαπούσα. Τα βράδια τον ζητούσα και έκλαιγα σιγά για να μην με ακούσει η μητέρα μου και θυμώσει ή με δείρει. Μου έλειπαν τα παιχνίδια μας και τα αστεία μας.  Τα μαλλιά του και τα γένια του που του έλεγα πάντα ότι με γαργάλαγαν και εκείνος έχωνε πιο βαθιά το πρόσωπό του στο λαιμό μου για να παίξουμε. Ήταν ο μπαμπάς μου και μου τον στερούσε ο ίδιος άνθρωπος που με γέννησε. Ο άνθρωπος που κατά τα άλλα με αγαπούσε.

Μεγαλώνοντας, ένιωθα οργή για τη μητέρα μου. Πίστευα πως εκείνη έφταιγε για όλα όσο και αν προσπαθούσε να μας πείσει για το αντίθετο. Ήμουν παιδί αλλά καταλάβαινα πως εκείνη ήταν που δεν μας άφηνε να έχουμε επαφές με τον πατέρα μας και ποτέ δεν πίστεψα ότι δεν ήθελε να μας ξαναδεί. Γιατί εγώ τον μπαμπά μου, τον έβλεπα στο σχολείο αλλά δεν το ήξερε κανείς. Ερχόταν κρυφά σε κάποια διαλείμματα και μου έφερνε κολατσιό, παιχνίδια και λεφτά. Δεν μπορούσε να έρχεται συνέχεια αλλά ερχόταν. Όποτε έκλεινε το σχολείο για καλοκαίρι, ανυπομονούσα να ανοίξει ξανά για να τον δω. Μετά από μερικά χρόνια, στην έκτη δημοτικού, κάποιος το είπε στη μητέρα μου και δεν τον ξαναείδα.Η μητέρα μου για να δικαιολογηθεί, μας είπε ότι ο πατέρας μου είχε παντρευτεί άλλη γυναίκα και ότι την αγαπούσε περισσότερο από εμάςΤότε ήταν που την απέρριψα οριστικά σαν γονιό και σαν άνθρωπο. Γιατί κατά βάθος ήξερα και δεν άντεχα άλλη κοροϊδία.

Όσο μεγάλωνα, μεγάλωνε και η οργή μου. Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν ενηλικιώθηκα, ήταν να ψάξω να βρω τον πατέρα μου. Προσπαθούσα μήνες να τον εντοπίσω και τελικά τα κατάφερα. Ζούσε κάπου στην Αθήνα και είχε ξαναπαντρευτεί. Τη μέρα που τον ξαναείδα σχεδόν μετά από 10 χρόνια, δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ήταν η μέρα που επιβεβαιώθηκα. Ο πατέρας μου χώρισε με τη μητέρα μου επειδή την απάτησε και όχι επειδή δεν αγαπούσε τα παιδιά του. Η μητέρα μου ξεκίνησε έναν ανελέητο πόλεμο μέσω του δικηγόρου της, μαζί με τον αδερφό μου κατέθεσαν διάφορα ψέμματα και εκείνος έκανε πίσω γιατί δεν είχε άλλα χρήματα να υπερασπιστεί τον εαυτό του. «Εγώ αγόρι μου όταν χώριζα με τη μάνα σου δεν χώριζα και από τα παιδιά μου. Εγώ σας έβαζα τη διατροφή κάθε μήνα κανονικά, να κοίτα» μου είπε και μου έδειξε τις καταθέσεις που έκανε κάθε μήνα. Μέχρι και σ’ αυτό η μητέρα μου, μας έλεγε ψέμματα…

Δυστυχώς στάθηκα άτυχος γιατί τον χάρηκα μόνο ένα χρόνο. Ένα χρόνο ακριβώς από τη μέρα που συναντηθήκαμε ξανά, ο μπαμπάς μου «έφυγε» από καρκίνο. Εκείνο τον καιρό, πήρα και την απόφαση να φύγω από το σπίτι. Με τον καιρό σταμάτησα να επικοινωνώ μαζί της και εκείνη με έπαιρνε και με ρωτούσε κλαίγοντας τι μου είχε κάνει. Μου είχε στερήσει τον πατέρα μου, με είχε φλομώσει στα ψέμματα και τον βρήκα μόνος μου ένα χρόνο πρίν πεθάνει. Τίποτα σπουδαίο…

Σήμερα είμαι μπαμπάς και εγώ. Έχω ένα κοριτσάκι και μια πολύ όμορφη οικογένεια. Με τον αδερφό μου δεν έχουμε σχέσεις ούτε με τη μητέρα μου. Τα τελευταία 2 χρόνια, βάζει ανθρώπους να μεσολαβήσουν γιατί θέλει λέει να με δει και να μου εξηγήσει. Από τη μια τη λυπάμαι πραγματικά από την άλλη όμως, μεγάλωσα χωρίς πατέρα εξαιτίας της και αυτό δεν ξεπερνιέται επειδή κλαίει και με ζητάει. Και εγώ ζητούσα τον πατέρα μου αλλά δεν τολμούσα ούτε να το πω γιατί έπεφτε ξύλο. Τώρα γιατί να τη λυπηθώ; Θέλω πολύ να τη συγχωρήσω αλλά δεν μπορώ. Η γυναίκα μου, μου λέει να το κάνω γιατί μόνο έτσι θα ησυχάσω μέσα μου. Είμαι θυμωμένος και ταυτόχρονα μπερδεμένος. Αξίζει να τη συγχωρήσω; Και γιατί να το κάνω;

Αντρέας

Τα πιο σημαντικά