Η κνίδωση, γνωστή και ως “ουρτικάρια” ή “αγγειοοίδημα”, είναι μια συχνή δερματική πάθηση που χαρακτηρίζεται από υπερυψωμένα, κόκκινα ή στο χρώμα του δέρματος εξανθήματα που προκαλούν έντονη φαγούρα.
Συνήθως εμφανίζονται σε ομάδες στο πρόσωπο, τα χέρια, τα πόδια ή τον κορμό και συχνά εξαφανίζονται μέσα σε 24 ώρες χωρίς να αφήνουν σημάδια. «Παρότι μπορεί να φαίνεται ανησυχητική, στις περισσότερες περιπτώσεις η κνίδωση είναι μια καλοήθης και παροδική κατάσταση.»
Τα εξανθήματα δημιουργούνται όταν τα μαστοκύτταρα απελευθερώνουν ισταμίνη, με αποτέλεσμα τα μικρά αιμοφόρα αγγεία να διαρρέουν υγρό στο δέρμα. Τα βασικά συμπτώματα είναι οι κνησμώδεις πλάκες (πετάλες) και το οίδημα (αγγειοοίδημα), το οποίο μπορεί να επηρεάσει τα βλέφαρα, τα χείλη ή το λαιμό—σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να εξελιχθεί σε επείγον ιατρικό περιστατικό αν επηρεαστεί η αναπνοή.
Οι κύριοι τύποι είναι:
-
Οξεία κνίδωση (διάρκεια κάτω από 6 εβδομάδες, συνήθως με γνωστό αίτιο)
-
Χρόνια κνίδωση (διάρκεια πάνω από 6 εβδομάδες, συχνά χωρίς σαφή αιτία)
-
Φυσική κνίδωση (προκαλείται από παράγοντες όπως το ξύσιμο, το κρύο, η πίεση, ο ήλιος ή η ζέστη)
Εκλυτικοί παράγοντες είναι οι τροφικές αλλεργίες, τα φάρμακα, οι λοιμώξεις, φυσικοί παράγοντες και το άγχος. Οι χρόνιες μορφές είναι συχνά αυτοάνοσης αιτιολογίας.
Η διάγνωση γίνεται με βάση τα συμπτώματα και το ιατρικό ιστορικό. Η θεραπεία επικεντρώνεται στην ανακούφιση των συμπτωμάτων:
-
Αντιισταμινικά για τη μείωση της φαγούρας
-
Κορτικοστεροειδή σε σοβαρές περιπτώσεις
-
Αποφυγή γνωστών εκλυτικών παραγόντων όπως συγκεκριμένες τροφές ή φάρμακα