«Περιφρονώ και μάχομαι τον φασισμό σε όλες του τις μορφές και προπαντός στην πιο πονηρή, απατηλή και επικίνδυνη μορφή του, την αριστερόστροφη». Αυτή την ηχηρή και αληθινή δήλωση, που ακούστηκε ενώπιον εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών κατά την αποκορύφωση μαζικού και μεγαλειώδους συλλαλητηρίου, δεν ξεστόμισε κάποιο στέλεχος της κεντροδεξιάς, παρά ένα παλαιό «ιερό τέρας» της Αριστεράς, ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ο μεγάλος Μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης έφυγε σήμερα από την ζωή σε ηλικία 96 ετών. Ένας από τους λίγους διεθνούς εμβέλειας Έλληνες, ο Μίκης Θεοδωράκης, κατά τη μακρά πορεία του στην τέχνη, είδε τη μουσική του να διαδίδεται σε όλο τον κόσμο, τα έργα του να ερμηνεύονται από κορυφαίους τραγουδιστές, ενώ καθιερώθηκε στο διεθνές ακροατήριο, υπογράφοντας τη μουσική αξεπέραστων ταινιών. Εξίσου γνωστά έργα έδωσε η μελοποίηση ποιημάτων καταξιωμένων και βραβευμένων ποιητών του Ελληνισμού.
Ο Θεός αναπαύσει την ψυχή του.
Ολοκληρη το κείμενο του:
«Μου ζητάτε να απαντήσω σε άτομα που το λιγότερο που μπορώ να πω γι’ αυτά είναι ότι βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση. Σε μια ζωή με συνεχή δράση πάντοτε στο προσκήνιο της εθνικής και κοινωνικής μας ζωής χωρίς ποτέ να υπολογίσω αντιδράσεις που συχνά με οδηγούσαν στο χείλος του θανάτου, τι βρήκαν να μου προσάψουν οι σημερινοί μου συκοφάντες;
1. Οτι υπήρξα μέλος της ΕΟΝ! Η ηλικία μου ήταν 11-13 ετών και η συμμετοχή σε αυτή την οργάνωση ήταν υποχρεωτική για όλους τους μαθητές της χώρας.
2. Οτι έκανα δήλωση στη Μακρόνησο μαζί με τους 100.000 μάρτυρες αγωνιστές που υπέκυψαν στα πρωτοφανή βασανιστήρια. Εγώ, όμως, ήμουν από τους ελάχιστους που δεν υπέγραψαν και μάρτυς μου ο δολοφονηθείς αστυνόμος Μπάμπαλης που μου ζήτησε να υπογράψω στα 1964 επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου! Με πρωτοβουλία του Βασίλη Βασιλικού και του Θεόδωρου Πάγκαλου οργανώθηκε σε θέατρο της περιοχής Πατησίων ογκώδης συγκέντρωση διαμαρτυρίας.
3.Οτι είχα την ευθύνη και το θάρρος να αγνοήσω την πολιτική μου ιδιότητα και να προτείνω τη λύση Καραμανλή, δηλαδή τον πολιτικό μου αντίπαλο, θυσιάζοντας τον εαυτό μου για το καλό της πατρίδας μου. Αν και η Ιστορία με δικαίωσε, εξακολουθούν ορισμένοι φανατικοί ανεγκέφαλοι να αναφέρονται στην πρωτοβουλία μου αυτή μόνο και μόνο γιατί έχουν ανάγκη να μου ρίξουν με κάθε θυσία τη λάσπη που έχει γίνει ένα με τον εαυτό τους.
4.Και τέλος, ο Μητσοτάκης! Με κατηγορούν ότι συνεργάστηκα με τον Μητσοτάκη σαν να ήταν ένας προδότης, ενώ είχε ψηφιστεί από το 48% των Ελλήνων ψηφοφόρων. Αλλωστε συνεργάστηκα μόνο εγώ; Γιατί δεν λένε λέξη για τον Φλωράκη και τον Κύρκο, το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της εποχής;
Τέλος, γιατί παριστάνουν ότι δεν κατανοούν την ειρωνεία και τον σαρκασμό μου στην εισαγωγή της ομιλίας μου για να στηλιτεύσω την παρουσία της Χρυσής Αυγής και λοιπών ακροδεξιών στοιχείων (που τελικά εξαφανίστηκαν και πνίγηκαν μέσα στη λαοθάλασσα και ανασύρθηκαν την επομένη στην επιφάνεια από τα κανάλια της ντροπής);
Είναι τόσο ηλίθιοι ή τόσο αδίστακτοι και τρομοκρατημένοι οι εχθροί μου ώστε να ισχυρίζονται ότι με τις φράσεις “Αδέρφια μου φασίστες, ναζιστές, τραμπούκοι, τρομοκράτες” δήλωσα μπροστά στο Πανελλήνιο ότι είμαι… τραμπούκος και τρομοκράτης; Οσο για το “φασίστες” και “ναζιστές”, είναι αλήθεια ότι με πλήγωσαν ανεπανόρθωτα στα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, τότε που διαφέντευαν τη μοίρα μας. Ομως τελικά εγώ βγήκα νικητής, με τελευταία ηρωική πράξη τη στιγμή που μπροστά σε ένα εκατομμύριο πατριώτες-δημοκράτες βρήκα την ευκαιρία να τους “φτύσω” μεγαλοπρεπώς, όπως έκανα σε όλη τη ζωή μου από τον καιρό που ξερνούσαν φωτιά και σίδερο μέχρι τώρα που βρίσκομαι στην κορυφή του Ολύμπου όπου με έχει ανεβάσει η αγάπη του λαού! Αυτά λοιπόν. Και με τις θερμές μου ευχαριστίες».
Οπως μαρτυρά το ως άνω κείμενο που συνέταξε -και αντέταξε στους αντιπάλους του-, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν φοβάται να υψώσει τη φωνή και το ανάστημά του. Ακόμη και εάν αυτό δεν αρέσει πάντα σε όλους – δεξιά ή αριστερά. Ωστόσο «Μίκη, άλλαξε την Ιστορία» ήταν το σύνθημα που φώναζε το πλήθος την Κυριακή στο Σύνταγμα γνωρίζοντας πως σε μια εποχή χωρίς ηγέτες, με πολιτικούς δίχως σθένος, η επική μορφή του αρκούσε για να δώσει το σύνθημα που αναζητούσε μια χώρα σε απόγνωση. Ηταν αυτή που μπορούσε να δημιουργήσει το συναίσθημα, να δώσει χρώμα με τον τρόπο που μόνο εκείνος ξέρει, χρόνια τώρα, να δίνει σε ανθρώπους που «όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσα απ’ τα άγρια γένια τους / όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν από τις άδειες τσέπες τους, όταν σκοτώνονται / η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και ταμπούρλα».