Ο μεγαλύτερος εργοδότης στην Βόρεια Ελλάδα, Διαμαντής Μασούτης μιλάει για όσους προσπάθησαν να εξαγοράσουν την αλυσίδα και τους λόγους που δεν ενέδωσε.
Στο χωριό του τον έχουν ως πρότυπο, γιατί παρότι ξεκίνησε από το… μηδέν και έχει πετύχει στη ζωή του πολλά, δεν έχει λησμονήσει τις ρίζες του και πάντα βοηθά σε ό,τι του ζητηθεί.
Οι εργαζόμενοί του, δεν αισθάνθηκαν ποτέ να τους αντιμετωπίζει σαν… αναλώσιμους, ούτε καν εν μέσω της κρίσης και ως εκ τούτου τον έχουν σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Οι προμηθευτές του, μνημονεύουν τον άψογο τρόπο συνεργασίας μαζί του και το γεγονός ότι πληρώνονται στην ώρα τους, ακόμη και τώρα, που το ρευστό στην αγορά είναι ένα είδος σε ανεπάρκεια και άλλοι πελάτες τους, εξοφλούν τις οφειλές τους σε διαστήματα που φτάνουν το χρόνο.
Οι ανταγωνιστές του πάλι, αναφέρονται σε εκείνον με μεγάλο σεβασμό και τον εκτιμούν, αν και αρκετοί θα ήθελαν, αν μπορούσαν, να τον έχουν ήδη εξαγοράσει, γιατί διαθέτει ένα πολύ νοικοκυρεμένο «μαγαζί», με ηγετική παρουσία στη Βόρεια Ελλάδα και όχι μόνο.
Οι πελάτες του δε, πολύ δύσκολα επιλέγουν άλλη αλυσίδα για να κάνουν τα ψώνια τους. Δεν είναι τυχαίο ότι σε έρευνες που έχουν γίνει, το ποσοστό αφοσίωσής τους φτάνει στο 64% και είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Η ιστορία του Διαμαντή Μασούτη –περί ου ο λόγος- ιδρυτή της ομώνυμης λιανεμπορικής αλυσίδας που δραστηριοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά ολοένα και περισσότερο εξαπλώνεται και «κατηφορίζει» και προς το Νότο, θυμίζει κάτι σε εκπλήρωση αμερικάνικου ονείρου.
Μισόν αιώνα πριν, έφυγε μόνος από το χωριό να πάει να ζήσει στη Θεσσαλονίκη και με πολλή σκληρή δουλειά, προσήλωση στο στόχο, σεβασμό στην αγορά και τον πελάτη και αξιοποίηση των ευκαιριών, που αναδείχθηκαν στο δρόμο του, έχει καταφέρει να χτίσει εμπιστοσύνη γύρω από το όνομά του και να δημιουργήσει έναν επιχειρηματικό κολοσσό, ο οποίος κατατάσσεται στους 4-5 μεγαλύτερους παίκτες του εγχώριου λιανεμπορικού τομέα.
Άνθρωπος απλός και προσιτός στο «στρατηγείο» του στη Θέρμη Θεσσαλονίκης κι όταν τον ρωτήσαμε πώς ξεκίνησε το επιχειρηματικό του ταξίδι που τον οδήγησε εδώ που είναι σήμερα, μας εκμυστηρεύτηκε με αφοπλιστική ειλικρίνεια πως «έχω τελειώσει μόνο το δημοτικό και μέχρι που πήγα να υπηρετήσω στρατιώτης έκανα όλες τις αγροτικές δουλειές στο χωριό.
Πήγα στα χωράφια, φύλαξα πρόβατα και αγελάδες, άρμεξα, κούρεψα, ενώ όταν ήμουν 14 ετών και με έβγαζαν στο βουνό για να βοσκήσω τα ζώα, μόλις έπαιρνε λίγο να νυχτώνει, τραγουδούσα για να μη φοβάμαι».
Από τη γενέτειρά του, το χωριό Άδενδρο, έφυγε σε ηλικία 23 -24 χρόνων, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη και το 1964 προσελήφθη στην ΤΡΥΛΕΤ όπου και εργάστηκε ως πωλητής, έως το τέλος Νοεμβρίου του 1969.
«Ο μισθός μου τα τρία πρώτα χρόνια, όσο δούλευα στη Θεσσαλονίκη, ήταν 2.800 δραχμές, αλλά στην πραγματικότητα ζούσα με 300 δραχμές το μήνα, γιατί είχα αγοράσει ένα σπίτι με δόσεις και το γραμμάτιο ήταν 2.500 δραχμές. Και αυτό συνεχίστηκε για 2,5 χρόνια», θυμάται. Το δέλεαρ όμως ενός επιπλέον 100άρικου, στο μισθό, έκανε τον νεαρό τότε Μασούτη, να δεχθεί την πρόταση της εταιρείας και να βγει και να δουλέψει, για τα επόμενα 2 χρόνια, ως πωλητής σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα.
«Πήρα δανεικά από τους γαμπρούς μου. Ήταν ένα ποσό ύψους 55.000 δραχμών και με τα χρήματα αυτά αγόρασα ένα αυτοκίνητο για να μεταφέρω τα προϊόντα. Γιατί πρέπει να σας πω ότι τα χρόνια εκείνα οι πωλήσεις γινόταν επί αυτοκινήτου», λέει ο επιχειρηματίας. Η καθοριστική πάντως, συγκυρία που οδήγησε τον Μασούτη στη λιανεμπορική δύναμη που έχει γίνει σήμερα, συνέβη λίγο αργότερα.
«Μέχρι τότε έκανα χονδρική και κάποια στιγμή είχαμε βρεθεί σε μια διαφωνία με τον περιφερειακό διευθυντή της Unilever εδώ, γιατί η πολυεθνική είχε επιλέξει έναν ικανό αριθμό καλών επαγγελματιών, μπακάληδων, από τη Θεσσαλονίκη και τους έδινε έκπτωση 10%.
Τον ρώτησα πώς γίνεται εγώ, που γεμίζω ένα φορτηγό με 500 κιβώτια κάθε φορά, να μην έχω την αντίστοιχη έκπτωση και τότε μου απάντησε ότι επίκειται να έρθει στη Θεσσαλονίκη ο Grand της Unilever από την Ευρώπη και πως καλό θα ήταν να ζητήσω να τον συναντήσω. Εγώ τότε ούτε που ήξερα τι σημαίνει Grand, αλλά η επαφή έγινε και ο άνθρωπος αυτός μάλιστα μου είπε πως έχω δίκαιο να διαμαρτύρομαι, γιατί είχε δει ότι έκανα 2-3 φορές περισσότερες πωλήσεις από όλους.
Αυτό που πραγματικά με βοήθησε όμως ήταν ότι μου είπε ότι η δουλειά του μέλλοντος είναι η λιανική. Ήταν η μαγική λέξη για εμένα και από την επόμενη μέρα άρχισα να ψάχνω χώρο για να κάνω μαγαζί» εξηγεί ο κ. Μασούτης και παραδέχεται ότι από εκείνη τη συνάντηση «υιοθέτησε» το «Grand» και έκτοτε το αξιοποιεί ως το πρώτο συνθετικό στην επωνυμία “Grand Μασούτης” σε καταστήματά του.
Η αναζήτηση χώρου τελεσφόρησε σχετικά σύντομα και το Σεπτέμβριο του 1976 το πρώτο κατάστημα της Μασούτης, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην οδό Κρυστάλλη, τίθεται σε λειτουργία. Για περίπου 2 χρόνια ο επιχειρηματίας, όπως τονίζει, προσπαθεί να κρατήσει δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, αλλά συνειδητοποιεί ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει κι έτσι εγκαταλείπει τη χονδρική και επικεντρώνει στη λιανική.
Το πλάνο αποδίδει και ανοίγει και 2 κατάστημα και έκτοτε ξεκινά ένας κύκλος δυναμικής ανάπτυξης, που συνοδεύεται, όσο περνούν τα χρόνια, με αυτόνομο χτίσιμο δικτύου, εξαγορές άλλων τοπικών αλυσίδων, αλλά και την εμφάνιση πολυεθνικών, όπως οι Continent, Lidl, Aldi κλπ, οι οποίες εντείνουν τον ανταγωνισμό και την πίεση στην αγορά, αλλά ταυτόχρονα δίνουν τη δυνατότητα στη Μασούτης να βελτιωθεί και να μπορέσει να θωρακιστεί. «Η παρουσία των πολυεθνικών μας βοήθησε για να γίνουμε καλύτεροι, όπως επίσης και να έχουμε και οφέλη σε σχέση με τους προμηθευτές μας.
Μέχρι τότε δεν γνωρίζαμε τι θα πει είσοδος, προβολή κλπ», τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Μασούτης, ο οποίος έχει να πει καλές κουβέντες και για τους Έλληνες ανταγωνιστές του: «Ζήλευα τον Μπάρμπα Σπύρο (σ. σ. εννοεί τον αείμνηστο Σκλαβενίτη) το συγχωρεμένο, που δεν άκουσα ποτέ κανέναν άνθρωπο να πει κακή κουβέντα για αυτόν, ενώ και η ανθρωπιά του Κώστα Βερόπουλου δεν υπήρχε πουθενά.
Ο τρίτος για τον οποίο έχω να θυμάμαι είναι ο Βασιλόπουλος. Πήγαινα σε εκείνον στην Αθήνα όταν άνοιξα, έκανα φιλίες και προσπαθούσα να μάθω μυστικά της δουλειάς για να βελτιωθώ». Για τις νεότερες γενιές, ωστόσο, είναι περισσότερο φειδωλός στις κρίσεις του και βγάζει και μια πικρία…
Στο διάβα του χρόνου, βέβαια, υπήρξαν και κρούσεις για να εξαγοραστεί η Μασούτης, αλλά όπως επισημαίνει ο ιδρυτής της αλυσίδας, αδιαπραγμάτευτα στοιχεία στη φιλοσοφία του είναι η διατήρηση της ελληνικότητάς της επιχείρησης και η οικογενειακή της μορφή.
«Δέχθηκα κρούσεις. Κάθε φορά που έρχονται και ζητούν ραντεβού, δεν αρνούμαι να τους μιλήσω, γιατί δεν χάνω τίποτε. Ίσα – ίσα κάτι θα μάθω. Αλλά πέραν αυτού, αν θέλεις να σε σέβονται οι άλλοι, πρέπει πρώτος εσύ να σέβεσαι τους συνανθρώπους σου», αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει:
«Στο χώρο σήμερα έχουμε μείνει μόνοι οι μεγάλοι παίκτες, 4-5 αλυσίδες και δεν πιστεύω ότι θα ωφελούσαν τον χώρο επιπλέον συγχωνεύσεις. Το λιανεμπόριο στη χώρα μας δεν μπορεί να γίνει μονοπώλιο κάποιων πολυεθνικών μόνο ή κάποιων τοπικών ομίλων. Εμείς αντισταθήκαμε, πολεμήσαμε και πολεμούμε ακόμη για να διατηρήσουμε την ελληνικότητά μας, τις αξίες μας και το γνήσιο ελληνικό επιχειρηματικό πνεύμα, το οποίο ήδη ταλανίζεται μέσα στην ίδια την πατρίδα μας, τα τελευταία χρόνια, από τις Σειρήνες της παγκοσμιοποίησης».
Δρώντας με αυτή τη στρατηγική, η αλυσίδα Μασούτης έχει καταφέρει να αναπτύξει μέχρι σήμερα ένα ευρύτατο δίκτυο με συνολικά 257 καταστήματα στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Λαμία και εσχάτως και την Εύβοια με τη Χίο, ενώ απασχολεί, αισίως, κάτι λιγότερο από 6.500 εργαζόμενους και, αυτοδίκαια, θεωρείται ο μεγαλύτερος εργοδότης στη Βόρεια Ελλάδα.
Το 2014 δε, και παρά τη συνέχιση της οικονομικής κρίσης, η αλυσίδα, ακολουθώντας για μια ακόμη χρονιά ανοδική πορεία στο επίπεδο των οικονομικών της μεγεθών, κατέγραψε αύξηση του κύκλου εργασιών, η αξία του οποίου έφτασε κοντά στα 750 εκατ. ευρώ, όσο και της κερδοφορίας μετά φόρων, που ανήλθε στα 14,3 εκατ. ευρώ.
Η δυναμική των προηγούμενων ετών μάλιστα, συνεχίζεται και φέτος και η αλυσίδα με σταθερά και προσεκτικά βήματα, διαρκώς μεγαλώνει, τονίζει ο επιχειρηματίας. «Στο πρώτο εξάμηνο του 2015, με μεθοδικές κινήσεις που κάναμε, πετύχαμε να είμαστε μέσα στους στόχους, παρά τα πρωτόγνωρα σημάδια προβληματισμού και αβεβαιότητας που υπάρχουν στην αγορά και επηρεάζουν αρνητικά και την καταναλωτική ψυχολογία.
Για το δεύτερο μισό του έτους, καταλύτης πιστεύω για την ανατροπή της αρνητικής ψυχολογίας θα είναι το ξεκαθάρισμα του τοπίου στο οικονομικό περιβάλλον κι η αποσαφήνιση της οικονομικής πορείας της χώρας για τα επόμενα χρόνια», είπε χαρακτηριστικά.
Στον επενδυτικό τομέα, αντίστοιχα, για το τρέχον έτος, όπως τονίζεται από την αλυσίδα, το πρόγραμμα ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 20 εκατ. ευρώ και αφορά στη δημιουργία 10 νέων καταστημάτων, καθώς και την ανακαίνιση άλλων πάνω από 10 σημείων πώλησης. Από το σχεδιασμό αυτό ήδη στο πεντάμηνο του 2015 είχε ολοκληρωθεί το 40%, ενώ το υπόλοιπο 60% θα υλοποιηθεί στο εναπομείναν δεύτερο εξάμηνο.
Σχέδια υπάρχουν και για το μέλλον, κάτι το οποίο μαρτυρά και η υποδομή που έχει γίνει στο σύγχρονο κέντρο αποθήκευσης – διανομής της αλυσίδας στο Καβαλάρι Θεσσαλονίκης. Μια επένδυση ύψους 50 εκατ. ευρώ που ολοκληρώθηκε πριν λίγα χρόνια και η οποία έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετεί υπερδιπλάσια δυναμικότητα δικτύου από αυτή που διαθέτει σήμερα ο όμιλος.
Για την ώρα, ωστόσο, η πολιτική που ακολουθείται από το management είναι συντηρητική. «Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι μια συμμαζεμένη ανάπτυξη, γιατί δεν γνωρίζουμε τί θα συμβεί με όλα όσα ακούμε και γίνονται», μας είπε προβληματισμένος ο κ. Μασούτης, ενώ όταν ρωτήσαμε αν και κατά πόσο υπάρχει κάτι ανακοινώσιμο για την επέκταση της αλυσίδας στην αγορά της Αθήνας, η απάντηση ήταν διπλωματική: «Αν έρθει η ώρα του και είναι κάτι που μας αρέσει, τότε θα πάμε και στην Αθήνα. Πρέπει όμως να σας πω ότι δεν είμαστε ευκαιριακοί».
Καθόλου ευκαιριακή, επίσης, δεν είναι η σχέση της διοίκησης του ομίλου με το προσωπικό του. Με συνειδητή επιλογή του Διαμαντή Μασούτη, ο οποίος θυμάται πως «αισθανόμουν μεγάλη ξεκούραση όταν πληρωνόμουν», η αλυσίδα σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σχεδόν στο σύνολο των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, δεν έχει προχωρήσει σε μειώσεις μισθών, δεν έχει κάνει απολύσεις, παρέχει στην ώρα τους το επίδομα αδείας και τα δώρα των Χριστουγέννων και του Πάσχα και –όπως ανέφεραν στο WE πηγές από το προσωπικό, στο οποίο προσφέρεται και έκπτωση ύψους 5% εάν ψωνίσουν από την αλυσίδα- «εάν η ημέρα καταβολής της μισθοδοσίας των εργαζομένων, συμπίπτει με Σάββατο, τότε τα χρήματα μας μπαίνουν στους λογαριασμούς από την Παρασκευή και όχι τη Δευτέρα».
Επιπλέον, σε περίπτωση που κάποιος από το προσωπικό έχει ανάγκη για οικονομική στήριξη, η πόρτα του γραφείου του Διαμαντή Μασούτη, ο οποίος συνηθίζει να λέει πως «ο εργαζόμενος θέλει να ακουμπήσει σε ένα μπαστούνι», είναι πάντα ανοικτή, για να συζητηθεί ένα άτοκο δάνειο, το οποίο αν εγκριθεί θα αποπληρώνεται σιγά – σιγά από το μισθό του λήπτη.
Κατά συνέπεια, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι φέτος για τρίτη συνεχόμενη χρονιά η αλυσίδα ξεχώρισε ανάμεσα στις 100 εταιρείες με το καλύτερο εργασιακό περιβάλλον στην Ευρώπη για το 2015, κατακτώντας την 16 θέση στην κατηγορία 25 Best Large Workplaces in Europe 2015, ως η μοναδική ελληνική εταιρεία ανάμεσα στις 75 μη πολυεθνικές.
Μεγάλη αδυναμία, όμως, έχει ο γνωστός επιχειρηματίας και στον τόπο καταγωγής του, το χωριό Άδενδρο της Θεσσαλονίκης. O «αστικός μύθος» που έχει αναπτυχθεί θέλει το Άδενδρο να έχει μηδενική ανεργία, γιατί όποιος ξεμένει από δουλειά στο χωριό, απευθύνεται στον Μασούτη κι εκείνος τον προσλαμβάνει, ενώ στήριξη παρέχεται και στην ομάδα ποδοσφαίρου του χωριού.
«Τώρα με την κρίση είναι αλήθεια, ότι δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε και τόσο πολύ στα αιτήματα που δεχόμαστε, αλλά γενικά προσπαθούμε», αρκείτε να πει ο επιχειρηματίας στο ερώτημά μας.