Η Μαριάμ όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, πριν εξελληνιστεί σε Μαρία, ήταν η μονάκριβη κόρη ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, της Άννας και του Ιωακείμ.
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η Παναγία κοιμήθηκε στα Ιεροσόλυμα και τάφηκε στην Γεσθημανή, δέκα χρόνια μετά τη Σταύρωση του Ιησού. Τρείς μέρες μετά το θάνατό Της, μετέστη στον ουρανό.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αμφισβητώντας το γεγονός, προσπάθησε να μεταθέσει την τοποθεσία του τάφου, χρησιμοποιώντας ως τεκμήριο εκκλησιαστικά κείμενα που, κατα την Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν αποδείκνυαν την εγκυρότητα των όσων έγραφαν.
Οι περισσότεροι κληρικοί της Εκκλησίας μας υποστηρίζουν την παραδοσιακή εκδοχή, ότι δηλαδή η Παναγία πέθανε και τάφηκε στη Γεσθημανή, βασιζόμενοι στα κείμενα των υμνογράφων της Εκκλησίας.
Διάφοροι κανόνες γνωστών ποιητών, ύμνοι αφανών και επιφανών υμνογράφων και άλλα έργα της θρησκευτικής ιστορίας, αλλά και οι ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος αναφέρονται στον ίδιο τόπο.
Η είσοδος στο κουβούκλιο γίνεται από τα μια μικρή είσοδο η οποία βρίσκεται δυτικά, ενώ η έξοδος από τα βόρεια.
Όταν εκοιμήθη, με ψαλμούς και ύμνους την τοποθέτησαν στο μνήμα της στη Γεσθημανή. Ο μοναδικός που δεν ήταν παρών στο γεγονός ήταν ο Απόστολος Θωμάς.
Λέει η παράδοση πως όταν η νεφέλη, το σύννεφο δηλαδή, μετέφερε τον Θωμά στη Γεσθημανή συνάντησε την Θεοτόκο την στιγμή της ανόδου Της στον ουρανό.
Εκείνη του χάρισε την ζώνη Της για να μπορεί να αποδείξει την συνάντησή τους.
Όταν ο Θωμάς πήγε και εξιστόρησε το γεγονός στους υπόλοιπους Αποστόλους, άνοιξαν τον τάφο και είδαν πως το σώμα έλειπε.