Στο ερώτημα που του έθεσε ένας πολίτης της Μυτιλήνης, αν πρέπει να βοηθάμε τους πρόσφυγες «που έχουν smartphones» ενώ «εμείς πεινάμε», απαντά ο Επίσκοπος Αρσινόης Βασίλειος.
Με αφοπλιστικά απλό, ευθύ και ειλικρινή λόγο, και μέσω των προσωπικών του βιωμάτων, ο Βασίλειος δίνει μια απάντηση-γροθιά στο ρατσισμό, στέλνοντας μήνυμα αλληλεγγύης και αντιπολεμικού αγώνα.
Γράφει ο επίσκοπος Αρσινόης:
Μετά την συνομιλία μου με την Ανθή, και την δημοσίευσή της με τη μορφή συνεντεύξεως, με πήραν τηλέφωνο πολλοί συμπατριώτες – φίλοι Μυτιληνιοί, μ’ ένα καλό λόγο ο καθ’ ένας! Όμως, ένας μικρός 27 – 28 ετών έκανε τη διαφορά. Με πήρε για άλλο λόγο. «Είσαι έξω από τον χορό Δεσπότη μου, μου λέει, δεν ξέρεις τι τραβάμε, δεν ξέρεις ποια είναι η αλήθεια…».
Λόγω του διαβήτη που με ταλαιπωρεί, περπατώ αρκετά και στον περίπατο μου με απασχόλησαν αυτές οι «φίλιες» αντιδράσεις.
Βρε λες να είπα κάτι λάθος σκέφτηκα; Λες να έθιξα κανέναν χωρίς να το θέλω, (πέραν από εγωισμούς βέβαια που ήταν σίγουρο ότι θα έθιγα).
Ο μικρός που μου τηλεφώνησε, προσπαθούσε με χίλιους δύο τρόπους να δικαιολογήσει την απέχθειά του προς όλους αυτούς που ήρθαν και χάλασαν τον τόπο μας. Ένα «επιχείρημά» του όμως, μου καρφώθηκε στο μυαλό. Πολλοί απ’ αυτούς Δεσπότη μ, (σ.σ οι πρόσφυγες), έχουν κινητά smartphones πολύ καλύτερα και πολύ πιο ακριβά απ’ αυτά που έχουμε εμείς!! Άρα έχουν χρήματα και δεν έχουν καμιά απολύτως ανάγκη βοηθείας!!! Εμάς να κλαίς που «πεινάμε» πραγματικά, λόγω της κρίσης.
Δεν θα σχολιάσω το «επιχείρημα». «Ου με πείσεις, καν με πείσης», έλεγε και ο Αριστοφάνης κι η γιαγιά μου, η κυρά Λεμονιά, πρόσφυγας από τα Κάλαργα της Περγάμου στην Καλλονή ως το τέλος της ζωής της, έλεγε: Άμα θες να δείρεις το σκύλο θα βρεις το ξύλο!
Μ’ αυτά λοιπόν στο μυαλό μου να τριγυρνούν, άρχισα αξημέρωτα Λαμπροτετάρτη τον περίπατο μου για τον διαβήτη. Κάποια στιγμή βλέπω μπροστά μου έναν μετανάστη που μιλούσε στο κινητό, με ανοιχτή κάμερα, μπροστά από τον εργασιακό του χώρο. Η όψη του εξέπεμπε γλύκα και καλοσύνη. Μίλησε ελάχιστα και έκλεισε. Κοντοστάθηκα. Ξεπέρασα τις αναστολές μου και τον πλησίασα. Μου μίλησε με μεγάλο σεβασμό, τόσο προς το σχήμα μου, όσο και προς το πρόσωπό μου. Έτσι με μισά Αγγλικά μισά Ελληνικά τον ρώτησα, αγενέστατα, μετά από χίλιες συγγνώμες, που μίλαγε με βιντεοκλήση πρωί -πρωί. Με κοίταξε στα μάτια και μου απάντησε ευθέως. Με την κόρη μου, την χαιρέτησα πριν πάει σχολείο. Τα μάτια του βούρκωσαν. Έχει μείνει πίσω μου λέει στην Πατρίδα και μου λείπει πολύ. Έσκυψε το κεφάλι, τον φώναξαν και για να πιάσει δουλειά, χαιρετηθήκαμε και συνέχισα το περπάτημα για άλλα 3 χλμ. Στο δρόμο μου έρχονταν εικόνες.
Η πρώτη ήταν σε περιφορά του Επιταφίου πριν 5 – 6 χρόνια σε γειτονιά της Αθήνας. Με έκπληξη είδαμε μια μάνα από το μπαλκόνι του σπιτιού της, να κρατάει ένα τάμπλετ και να «αναμεταδίδει» την πομπή που περνούσε έξω από το σπίτι της. Σταμάτησε ο Δεσπότης που προεξήρχε, την χαιρέτησε και της λέει: που μας δείχνεις; Εκείνη με κλάματα στα μάτια του απάντησε, στον γιο μου που είναι μετανάστης στην τάδε χώρα, που δεν έχουν Εκκλησία και δεν πήγαν στον Επιτάφιο. Ευλόγησε τον Δέσποτα του λέει. Και ο Δεσπότης ρώτησε πως τον λένε; Άκουσε το όνομα του, του φώναξε δυνατά, Χρόνια πολλά Γιώργη και Καλή Ανάσταση! Η έρμη μάνα, διαβιβάζοντας τις ευχαριστίες του παιδιού της, με κλάματα στα μάτια, ευχαρίστησε κι αυτή τον καλόκαρδο Δεσπότη και συνεχίστηκε η διακοπείσα περιφορά.
Η δεύτερη εικόνα τώρα. Εγώ στο Γκαμπορόνε. Δεσπότης πλέον. Όλη την Μεγάλη Βδομάδα το σκάιπ ανοιχτό. Μετά τις ακολουθίες η μάνα με καλούσε να δει πως είμαι, πως πήγε η μέρα. Της μιλούσα, αλλά έβλεπα μια θλίψη στα μάτια της. Ήξερα πως κλείνοντας θα έβαζε τα κλάματα, γιατί όσο μεγάλο κι αν ήταν το «αξίωμα» μου, για εκείνη δεν ήμουν παρά το μικρότερό της παιδί που έλειπε από κοντά της.
Μεγ. Πέμπτη βράδυ λοιπόν, δεν άντεξε και με ρωτάει, παιδί μου τι έχεις; δεν σε βλέπω καλά; Είσαι άρρωστος; Και ήμουν κι ας προσπαθούσα τεχνειέντως να της το κρύψω. Εκείνη, μέσα από την οθόνη του σκάιπ και παρά τα 6.000 χλμ που μας χώριζαν το είχε καταλάβει με μια ματιά. Όσο κι αν το διέψευδα, όσο κι αν επικαλούμουν την κούραση των ημερών, εκείνη με μια μόνο ματιά είχε καταλάβει τα πάντα.
Ποιά η διαφορά λοιπόν, ανάμεσα στον πρόσφυγα που μιλούσε με την κόρη του το πρωί της Λαμπροτετάρτης, με τη μάνα που μετέδιδε από το μπαλκόνι της την περιφορά του Επιταφίου στον γιό της στην άλλη άκρη της γης και της μητέρας του «επιφανούς» Δεσπότη που σπάραζε βλέποντας τον γιό της ασθενή;;;
Καμιά απολύτως. Πικρή η προσφυγιά, μεγάλος ο καημός, αβάσταχτος ο χωρισμός των οικογενειών και τεράστια η ανάγκη για επικοινωνία, για μια ματιά, έστω κλεφτή, για να διασκεδάσει, αν είναι μπορετό, την απόσταση που χωρίζει γονείς από παιδιά, άντρες από τις γυναίκες τους, οικογένειες από τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Αντί να κρίνουμε λοιπόν, τι το θέλει ο πρόσφυγας το κινητό, καλύτερα ας προσευχηθούμε να πάψει ο πόλεμος, να ‘ρθει ειρήνη στους λαούς, να σταματήσει η οικονομική κρίση κι όλοι να μπορούμε να ζούμε ειρηνικά στις πατρίδες μας, εκεί που είναι οι ρίζες μας, οι φίλοι κι οι οικογένειές μας και να μην αναγκαζόμαστε να παίρνουμε τον πικρό δρόμο της ξενιτιάς για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε.
Προσευχή λοιπόν φίλε Βαγγελάκη κι όχι κατάκριση. Κατανόηση και καλός λογισμός κι όχι καταλαλιά. Συμβαίνει σε πολλούς δίπλα σου που εσύ αρνείσαι πεισματικά να δεις -ευτυχώς όχι σε σένα ακόμα- αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία για να μην θες να καταλάβεις, ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή, εύκολα μπορείς κι εσύ να βρεθείς στη θέση του άλλου, που τώρα κατακρίνεις.
«Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁράν τά ἐμά πταίσματα, καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου…» Ευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο emprosnet.gr