Ένα σοκαριστικό έγκλημα που εξιχνιάστηκε εξαιτίας πολλών συμπτώσεων
Θα μπορούσε να είναι το τέλειο έγκλημα, αφού λίγες ώρες αργότερα οι μαύρες σακούλες με τα μέλη του ανθρώπινου σώματος θα είχαν καταλήξει στη χωματερή και θα είχαν εξαφανιστεί για πάντα.
Όμως μια απεργία στους οδοκαθαριστές και ένας ρακοσυλλέκτης έφεραν στο φως ένα μακάβριο έγκλημα που σόκαρε και τους πιο έμπειρους αστυνομικούς.
Το ημερολόγιο γράφει 25 Ιουνίου 1987 και η αστυνομία δέχεται ένα τηλεφώνημα ότι σε κάτι κάδους έχουν βρεθεί μαύρες σακούλες που μέσα έχουν ανθρώπινα μέλη.
Η περιοχή γίνεται απροσπέλαστη αφού αστυνομικές δυνάμεις καταφθάνουν στη περιοχή και συλλέγουν στοιχεία.
Οι εφημερίδες κυκλοφορούν με πρωτοσέλιδο την είδηση, και όλοι μιλούν για το πιο φρικιαστικό έγκλημα που έχει συμβεί στην Ελλάδα.
Μέσα στις σακούλες βρέθηκε και μια απόδειξη από ένα κρεοπωλείο της περιοχής και όλοι αναζητούν τον ένοχο.
Η ΕΡΤ μεταδίδει το όνομα της άτυχης κοπέλας. Η 18χρονη Ζωή Γαρμανή είναι το θύμα που δολοφονήθηκε και διαμελίστηκε με σκοπό να εξαφανιστεί η σορός. Μάλιστα το Έθνος δημοσιεύει φωτογραφία με το διαμελισμένο κορμί που ενώσαν οι ιατροδικαστές για να το ταυτοποιήσουν και η ελληνική κοινωνία παγώνει.
Η σχέση του Φραντζή με την πανέμορφη Ζωή ήταν από την πρώτη στιγμή θυελλώδης
Μετά τη δημοσιοποίηση του ονόματος ο Παναγιώτης Φραντζής παραδίδεται στην αστυνομία και ομολογεί πως είναι ο δολοφόνος.
Το ζευγάρι γνωρίστηκε όταν η Ζωή ήταν 16 ετών και ο Φραντζής ήταν ήδη φοιτητής.
Παντρεύτηκαν στα 18 έτη της κοπέλας και ο γάμος δεν ήταν ιδαίτερα ομαλός. Υπήρχαν καθημερινοί έντονοι καυγάδες και από ένα τέτοιο καυγά ήρθε το μοιραίο τέλος. Ο Φραντζής έσπρωξε τη Ζωή και εκείνη χτύπησε στο προσκέφαλο του κρεβατιού και έχασε τις αισθήσεις της.
Μια απόδειξη κρεοπωλείου που βρέθηκε σε μια από τις σακούλες, οδήγησε την αστυνομία στην περιοχή και τελικά στα ίχνη του ζεύγους Φραντζή. Όταν ο δολοφόνος πληροφορήθηκε την αποτυχία του σχεδίου του, αποφάσισε να παραδοθεί στην αστυνομία.
«Βγήκα εκτός εαυτού. Τα ‘χασα και δεν ήξερα τι έκανα. Την άρπαξα και την έσπρωξα με δύναμη στην άκρη του κρεβατιού, χτυπώντας το κεφάλι της, το οποίο έβγαλε και αίματα. Βρισκόμουνα, όπως αντιλαμβάνεστε σε πλήρη σύγχυση. Η Ζωή ήταν κάτω. Πλησίασα για να δω αν αναπνέει κι αν έχει σφυγμούς. Πιάνοντας το χέρι της, διαπίστωσα ότι δεν είχε σφυγμούς. Ήταν νεκρή», ήταν η εκδοχή του δολοφόνου.
Η δίκη είχε εντάσεις. Η υπεράσπιση προσπάθησε να αποδείξει ότι ο δράστης δεν είχε ψυχική ισορροπία.
Ο ιατροδικαστής όμως έχει διαφορετική άποψε αφού αιτία θανάτου είναι ο στραγγαλισμός.
Τεμάχισε την αδικοχαμένη Ζωή με ένα κρητικό μαχαίρι σε 11 κομμάτια. Μάλιστα στην αναπαράσταση ήταν ιδιαίτερα κυνικός αφού έδινε λεπτομέρειες από το μακάβριο έγκλημα σαν να περιέγραφε σφαγή ζώου.
Οι τραγικοί γονείς της άτυχης Ζωής σε μια στιγμή ηρεμίας. Όταν αντίκρισαν τον δολοφόνο του παιδιού τους ξέσπασαν εναντίον του.
Στη δίκη ο εισαγγελέας ζητάει την θανατική ποινή, παρότι αυτή έχει καταργηθεί, καταδικάζεται σε ισόβια και αποφυλακίστηκε το 2005 μετά από 18 χρόνια.
Η ομολογία και η δίκη του δράστη
Ο Παναγιώτης Φραντζής παρουσιάστηκε στην αστυνομία και ομολόγησε ότι είχε τεμαχίσει το πτώμα της συζύγου του, αλλά δεν παραδέχτηκε ότι τη σκότωσε. Επέμενε στον ισχυρισμό του ότι η κοπέλα τραυματίστηκε θανάσιμα χτυπώντας το κεφάλι της στο κρεβάτι. Η υπόθεση έγινε πρωτοσέλιδο σοκάροντας την κοινή γνώμη.
Η δημοσίευση από την εφημερίδα “Έθνος” της φωτογραφίας του ακέφαλου τεμαχισμένου πτώματος, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και καταγγελιών.
Κατά την αναπαράσταση του τεμαχισμού, ο Φραντζής άφησε άφωνο το πανελλήνιο όταν ρωτήθηκε, πως είχε καταφέρει να τεμαχίσει το πτώμα με τόση ακρίβεια:
«Δεν είναι ανάγκη να δουλεύω σε κρεοπωλείο για να ξέρω. Είναι πολύ εύκολο. Δεν είναι τίποτα το δύσκολο, αρκεί να σημαδεύεις τις κλειδώσεις».
Η δίκη του δολοφόνου ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1988
Κατά την απολογία του ο Φραντζής επέμενε: «Δεν τη σκότωσα. Ήταν ατύχημα. Δέχομαι μόνο την προσβολή νεκρού. Δεν τη στραγγάλισα. Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν έδειξα ψυχραιμία τη στιγμή που πέθανε η Ζωή. Φονιάς δεν είμαι εγώ και ούτε πρόκειται να γίνω».
Η ιατροδικαστική έκθεση όμως, ήταν σαφής. Επρόκειτο για στραγγαλισμό.
Ο Φρανζής κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης κατά πλειοψηφία 5-2. Αυτοί που μειοψήφησαν ζητούσαν αυστηρότερη ποινή και θανατική καταδίκη.
Έμεινε στη φυλακή 18 χρόνια. Στο διάστημα αυτό έκανε χρήση της νομοθετικής ρύθμισης περί εκπαιδευτικών αδειών των κρατουμένων και πήρε το πτυχίο του στην ΑΣΟΕΕ.
Τρεις φορές υπέβαλε αίτημα για υφ’ όρον απόλυση, αλλά απορρίφθηκε από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.
Τελικά αποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 2005 από τις φυλακές Άγιας Χανίων “συνεπεία ευεργετικού υπολογισμού 2316 ημερών εργασίας και αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής του“.
Σήμερα θεωρείται ότι επανεντάχθηκε στο κοινωνικό σύνολο.