Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2024
αληθινές ιστορίεςΗ μέρα που ο γιος του άντρα μου, μου είπε σ’ αγαπώ

Η μέρα που ο γιος του άντρα μου, μου είπε σ’ αγαπώ

Τον γνωρίζω τρία χρόνια, από τότε που ήταν 12 χρονών. Πριν παντρευτώ προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ήταν τα πράγματα, όταν θα αποκτούσα οικογένεια. Τα παιδιά μου, το φαγητό μαζί με όλη την οικογένεια, τα βράδια μας στον καναπέ να βλέπουμε τηλεόραση και να παίζουμε επιτραπέζια… όλα αυτά. Μου φαινόταν ιδανικό και ανυπομονούσα να έρθει εκείνη η στιγμή. Τα είχα σκεφτεί όλα εκτός από ένα πράγμα. Αν ο άντρας που θα παντρευόμουν είχε ήδη παιδί;

Την πρώτη φορά που συνάντησα τον σύζυγό μου ήμασταν σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Δεν είχα καμία όρεξη να πάω, αλλά οι φίλοι μου με κυνηγούσαν για μέρες. Η καλύτερη μου φίλη ήταν αυτή που μας σύστησε. Είχα ακούσει ήδη πάρα πολλά για εκείνον και είχα μεγάλη περιέργεια να τον γνωρίσω αν και δεν ήμουνα πολύ θετική στο να βγω με έναν μόνο μπαμπά.

Εκ πρώτης όψεως δεν μου γέμισε το μάτι. Κάποια στιγμή έσκυψε προς το μέρος του γιου του, κάτι είπανε και με κοίταξαν και οι δύο με ένα πλατύ χαμόγελο.

Την επόμενη φορά που είδα ξανά το παιδί ήταν κάποιες εβδομάδες αφού είχα αρχίσει να βγαίνω με το μπαμπά του. Ο μπαμπάς του με σύστησε ως η κοπέλα του. Ήμουν ήδη τρελά ερωτευμένη μαζί του και βλέποντας πόσο κοντά ήταν με το γιο του ήθελα και εγώ να τον γνωρίσω καλύτερα και να χτίσουμε σιγά-σιγά μια όμορφη σχέση. Είχα ανάγκη την έγκριση του παιδιού. Ήθελα να ξέρω οτι με συμπαθεί, ότι ήθελε να συνεχίσω να είμαι με τον μπαμπά του και ότι ήθελε να γίνω μέρος της οικογένειας τους.

Είπα στο παιδί «Σ’ αγαπώ» τα Χριστούγεννα ένα χρόνο μετά. Ήταν για την ακρίβεια παραμονή Χριστουγέννων στο εορταστικό τραπέζι. Τα κεράκια γύρω μας έλαμπαν με τις μικρές φωτίτσες τους και η λάμψη αντανακλούσε στο πανέμορφο δαχτυλίδι αρραβώνων που μου είχε φορέσει ο μπαμπάς του. Με κοίταξε, αλλά δεν μου απάντησε. Ίσως να μην ένιωθε άνετα. Ίσως να μην το ένιωθε γενικά. Ίσως να με θεώρησε υπερβολική και ότι βιαζόμουν. Σημασία είχε ότι δεν μου επέστρεψε το «Σ’ αγαπώ» που του είπα. Ήξερα ότι το παιδί αυτό δεν είναι δικό μου, αλλά δεν με ένοιαζε. Ήταν παιδί του άντρα μου και το έβλεπα σαν παιδί μου. Το αγαπούσα όχι γιατί ήμουν υποχρεωμένη, αλλά επειδή έτσι ένιωθα.

Λίγες εβδομάδες αργότερα γλίστρησε έξω στο πεζοδρόμιο, καθώς γυρνούσε απ’ το σχολείο. Έκανε πάρα πολύ κρύο και το νερό στο πεζοδρόμιο είχε παγώσει με αποτέλεσμα να γυρίσει κλαίγοντας και γεμάτος μώλωπες. «Μην κλαις, πάω να σου φέρω πάγο», του είπα.

Μήπως τον πονούσα; Αναρωτιόμουν. Ήταν εντάξει; Έκανα προς τα πίσω και παρακολουθούσα κάθε μορφασμό του μήπως τον πονούσα και δεν μου το έλεγε. Όλη την υπόλοιπη μέρα προσπαθούσα να μην καρφωθώ. Είχα κολλήσει τα μάτια μου πάνω του προσπαθώντας να βρω τυχόν σημάδια δυσφορίας που θα με έκαναν να το πάρω αμέσως και να πάμε στο νοσοκομείο.

Λίγους μήνες μετά , ήταν τα γενέθλιά μου. Το απόγευμα ενώ ήμουν στο νεροχύτη και έπλενα κάτι πιάτα άκουσα μια μικρή φωνή δίπλα μου. «Χρόνια πολλά». Γύρισα και είδα το γιο του άντρα μου. «Τι είπες;», τον ρώτησα. «Χρόνια πολλά», μου ξαναείπε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Τα χέρια μου ήταν γεμάτα σαπουνάδες και έτρεμαν. Το νερό εξακολουθούσε να τρέχει και εγώ είχα μείνει να τον κοιτάζω. Του χαμογέλασα και μου χαμογέλασε.

Πριν από τρεις μήνες ο άντρας μου μετατέθηκε σε άλλη υπηρεσία αρκετά μακριά από τον τόπο κατοικίας μας. Το παιδί έμεινε πίσω με τη μαμά του κάτι που μου στοίχισε περισσότερο απ’ ό,τι στοίχισε στο μπαμπά του. Έρχεται όσο πιο συχνά μπορεί, αεροπορικώς πάντα, αλλά πηγαίνουμε κι εμείς να το δούμε.

Την πρώτη φορά που ήρθε, τον πήρα εγώ από το αεροδρόμιο και τον ξαναπήγα όταν έπρεπε να φύγει. Μέσα στο αεροδρόμιο τον άφησα να κάνει βόλτες για να δει πως είναι και να ξέρει όταν μεγαλώσει και ταξιδεύει μόνο του πως είναι ένα αεροδρόμιο. Ευτυχώς μου έδωσαν την άδεια και πήγα μαζί του μέχρι την πύλη. Ήταν νευρικός, γιατί ήταν η δεύτερη φορά που έμπαινε σε αεροπλάνο.

Περιμέναμε μια περίπου ώρα μέχρι να αρχίσει η επιβίβαση και μόλις οι επιβάτες άρχισαν να μπαίνουν στο αεροπλάνο, ήξερα ότι είχε έρθει η ώρα να τον αποχαιρετήσω. Κρατήθηκα με το ζόρι να μη βάλω τα κλάματα. Έδειξε το εισιτήριό του και έσκυψε το κεφάλι για να μπει στη φυσούνα και από κει στο αεροπλάνο. Με πόνεσε η καρδιά μου.

«Αυτό ήταν;», σκέφτηκα. Τρία ολόκληρα χρόνια μαζί και τώρα ξαφνικά να πρέπει να μου φύγει; Ήξερα ότι δεν είμαι μαμά του, αλλά τον αγαπούσα πολύ και τα συναισθήματά μου γι’ αυτόν ήταν πολύ έντονα για να τα απαρνηθώ. Καθώς περπατούσε στο τούνελ που θα τον οδηγούσε στο εσωτερικό του αεροπλάνου, γύρισε και με κοίταξε. Μου χαμογέλασε και μου φώναξε δυνατά «Σ’ αγαπώ». Δεν περίμενε απάντηση. Γύρισε κατευθείαν και έφυγε.

Εκεί δεν κρατήθηκα. Έκλαψα για το παιδί αυτό τόσο όσο δεν είχα κλάψει τότε που γλίστρησε και έπεσε. «Εγώ να δεις πόσο σε αγαπάω», είπα από μέσα μου. «Μόνο να ‘ξερες πόσο».

Σωριάστηκα στην πρώτη πολυθρόνα που βρήκα μπροστά μου και με τρεμάμενα χέρια έπιασε το κινητό μου για να στείλω μήνυμα στον άντρα μου: Όλα καλά. Το παιδί ΜΑΣ μόλις μπήκε στο αεροπλάνο.

Τα πιο σημαντικά