«Θα πεθάνω και θα δω τι θα κάνετε» έλεγε η μάνα μου. Γελούσαμε. Γελούσε κι αυτή. Γιατί στα αστεία το έλεγε. «Έβαλες πάλι τη κασέτα μάνα» της πείραζε ο αδερφός μου. «Ναι βρε γυναίκα» σιγοντάριζε ο πατέρας μου. Και να τα γέλια. Και να τα πειράγματα. Και πιο πολύ απ’ όλους γελούσε εκείνη.
Γιατί τέτοια ήταν η μάνα μου. Ένας άνθρωπος πράος, ήρεμος, γελαστός, εκεί για όλους και τίποτα για την ίδια. Αν ζούσε στο σήμερα, θα ήταν σαν ένα είδος καρέτα καρέτα. Σαν εξωτικό πουλί που το βλέπεις μόνο στις φωτογραφίες, για να σιγουρευτείς ότι υπάρχει δηλαδή.
«Θα πεθάνω και θα δω τι θα κάνετε» έλεγε σαν να έφτυνε κατάμουτρα τον θάνατο. Σαν να τον ξόρκιζε. Σαν να του έλεγε «καλά βλακείες λέω, εγώ θα ζήσω 1000 χρόνια».
Και τελικά έφυγε η μάνα μου, όπως μας το χε τάξει στα αστεία, αλλά τώρα σοβαρολογούσε. Με πήρε καιρό να νιώσω στο πετσί μου τη σοβαρότητα του πράγματος. Πέρασα αυτό το κλασικό στάδιο άρνησης, που φέρεσαι σαν να μην συνέβη σε σένα, που φαντάζεσαι ότι η μάνα πήγε ταξίδι στην Ξάνθη να δει την αδερφή της, απλά κάθισε λίγο παραπάνω αυτή τη φορά.
Και ζούσα με το να την περιμένω να έρθει από την Ξάνθη. Αυτό είχα πλάσει στο κεφάλι μου για να επιβιώσω. Αλλά όταν το μυαλό πάει να παίξει τερτίπια στην καρδιά, ή που «σαλεύει» γιατί αρνείται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, ή μένει στη θέση του και την αντιμετωπίζει τελικά.
Και την αντιμετώπισα. Και κατέρρευσα. Με χρονοκαθυστέρηση.
Μου έλειπε η μάνα μου. Μου έλειπε με έναν τρόπο εγωιστικό. Μου έλειπαν όλα αυτά που εγώ έπαιρνα από αυτήν. Η συμπαράστασή της, η υπομονή της, ότι «ήταν εδώ» όποτε την χρειαζόμουν, το χάδι της. Και τότε, στην συνειδητοποίηση ότι μου έλειπαν όσα «έπαιρνα» από εκείνη μετάνιωσα για κάθε «σ’ αγαπώ» που τσιγκουνεύτηκα, κάθε κλείσιμο πόρτας ή τηλεφώνου, έφτασα να μετανιώνω για όλα όσα της έκανα στην εφηβεία μου. Άδικο κι αυτό, για μένα. Αλλά κάτι τέτοιες ώρες μόνο αυτά σκέφτεσαι. Ζυγίζεις τα καλά, και τα άσχημα. Σκέφτεσαι τότε που τα έβρισκες όλα «άσχημα» και «κουραστικά» και τα συγκρίνεις με το τώρα. Και επειδή η μάνα δεν είναι πια εδώ της τα βρίσκεις «ωραία», ακόμα και όσα δεν ήταν.
Η ζωή χωρίς αυτήν συνεχίστηκε στους γνωστούς ρυθμούς. Με τις χαρές της, τις αγωνίες της, τα ερωτηματικά της, τις εκπλήξεις της. Με όλα της. Όμως τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Η καθημερινότητα δεν είχε την ίδια γεύση χωρίς την μητέρα μου. Ήταν σαν να ήταν η ζωή μου πλέον ένα πιάτο άνοστο, χωρίς αλάτι. Η μάνα μου, ήταν το αλάτι της ζωής μου. Εκείνη η απαραίτητη «πρέζα»που γράφουν και στις συνταγές, που μεταμόρφωνε τα πάντα σε «νόστιμα», σε «πικάντικα» σε διαφορετικά.
Έχω τα παιδιά μου, τον άντρα μου, τους φίλους μου, αλλά η μάνα είναι μάνα. Δεν έχω επιλογή. Θα συνεχίσω να ζω χωρίς αυτήν. Απλά τώρα που ξέρω πόσο σημαντική ήταν η ύπαρξή της στη ζωή μου, βλέπω με διαφορετικό μάτι και μένα στη ζωή του δικού μου παιδιού. Και δεν ξέρω αν μπορώ να είμαι «αλάτι», όπως ήταν η δική μου μάνα. Μπορώ, όμως, να είμαι πάντως εκείνο το συστατικό που δίνει «γεύση» στα πράγματα. Μπορώ να είμαι η ζάχαρή της, τόση, όση, στη μύτη του κουταλιού. Κι αυτό μου αρκεί.
Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου
Γράφει η Αποστολία Καζάζη