Η ντροπή βαραίνει αποκλειστικά και μόνο τους δράστες τέτοιων επαίσχυντων πράξεων και όχι όσους βίωσαν στο πετσί τους τις συνέπειες
Του Γιώργου Παπαδημητρίου – typosthes.gr
Ήταν καιρός να αποκτήσουν επιτέλους πρόσωπο. Ήταν καιρός να αποκτήσουν επιτέλους φωνή. Ήταν καιρός να σταματήσουν τα πόδια να χτυπάνε το κεφάλι, καταρρίπτοντας κάθε υπόνοια λογικής. Ήταν καιρός να σπάσει μια σειρά από αποστήματα που δικαιολογούσαν τα αδικαιολόγητα, στριμώχνοντας όλη την ασχήμια κάτω από διάφορα χαλάκια της (κάθε είδους) εξουσίας. Η ιστορία της Γεωργίας Μπίκα, όπως δείχνουν τα πράγματα, έχει τη δύναμη να κάνει μια κάποια διαφορά. Όχι επειδή ξεσήκωσε ένα κύμα σοσιομιντιακής συμπαράστασης, απέναντι στο οποίο θα μας επιτρέψετε να είμαστε επιφυλακτικοί. Ούτε επειδή έδωσε την ευκαιρία σε χίλιες δυο τηλεπερσόνες να παραστήσουν τους θεματοφύλακες των αθώων θυμάτων και τους ζηλωτές της δικαιοσύνης. Όλα τα παραπάνω, έστω και αν κρύβουν μέσα τους ψήγματα προόδου και βελτίωσης, δεν παύουν να εντάσσονται στο πλαίσιο ενός επίπλαστου κόσμου, που καπελώνει την πραγματικότητα και την αληθινή ζωή.
Η διαφορά στην περίπτωση της Γεωργίας έγκειται στον ότι κατεδάφισε όλους τους γελοίους και άγραφους νόμους που θέλουν ένα θύμα βιασμού να βιώνει την ντροπή, την απόσυρση από το προσκήνιο, το σκοτάδι ως μόνο καταφύγιο. Είχαμε συνηθίσει να αρκούμαστε στην ανωνυμία, είχαμε εκθρέψει την υπόγεια χλεύη του θύματος αντί για τον θύτη, είχαμε επιβάλει τα τετραγωνισμένα πρόσωπα και τις αλλοιωμένες φωνές στις κάμερες και στις οθόνες, τις υπόνοιες, τα μισόλογα, τις υποψίες, τα κουκουλώματα, το πνίξιμο κάθε αντίδρασης. Η περίπτωση της Γεωργίας, όμως, άλλαξε τη φορά, ανέτρεψε αυτή τη γελοία και χυδαία επέλαση της ηθικολογίας που επέβαλε στο θύμα να αποτραβιέται στις σκιές μη τυχόν και πληγωθούν τα αισθήματα του θύτη. Η ντροπή βαραίνει αποκλειστικά και μόνο τους δράστες τέτοιων επαίσχυντων πράξεων και όχι όσους βίωσαν στο πετσί τους τις συνέπειες. Η Γεωργία και η κάθε Γεωργία δεν έχει καμία ανάγκη να κρυφτεί. Αντιθέτως, έχει το κάθε δικαίωμα να εμφανιστεί με ολόγιομο βλέμμα και καθάριο πρόσωπα όπου επιθυμεί η ίδια, για να περιγράψει το τι συνέβη, με όποια λόγια επιλέξει να χρησιμοποιήσει.
Μιας που αναφερθήκαμε στη λέξη «δικαίωμα», ας επαναλάβουμε όσα είχαμε πει με αφορμή την υπόθεση Παναγιωτόπουλου. Η κάθε γυναίκα έχει δικαίωμα να πηγαίνει σε όποιο πάρτι της καπνίσει, να πίνει όσο αλκόολ γουστάρει, να φλερτάρει και να ερωτοτροπεί με όποιον της γυαλίσει, να είναι ή να μην είναι υποψιασμένη, να είναι «εύκολη» ή «ζόρικη» με όποιον και όποτε θέλει, να αλλάξει γνώμη για οποιαδήποτε ερωτική επαφή ακόμη και την ύστατη στιγμή, να δείχνει όσο προκλητική επιθυμεί, να διαθέτει τον εαυτό της και το σώμα με όποιον τρόπο και με όποια συχνότητα θέλει. Αντιθέτως, δεν είναι δικαίωμα κανενός άνδρα να ρίχνει ουσίες στο ποτό καμίας γυναίκας, να εκμαιεύει την ερωτική συνεύρεση, να παρατάει μια γυναίκα σε δωμάτιο ξενοδοχείου σαν σακί από πατάτες αφότου έχει ασελγήσει πάνω της, να τη μειώνει, να την ξυλοφορτώνει, να την απειλεί, να την εκβιάζει, να την εκθέτει.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν είναι μεμονωμένα συμβάντα, αλλά συμπτώματα μιας κυρίαρχης αντίληψης και νοοτροπίας, η οποία ευδοκιμεί όλο και πιο έντονα, όλο και πιο συχνά στη χώρα μας, βρίσκοντας ανατριχιαστικά πολλούς επίδοξους μιμητές και θαυμαστές. Ο εκχυδαϊσμός της επαφής, της επικοινωνίας και του ερωτισμού, η απόλυτη αίσθηση εξουσίας που διακατέχει τον κάθε ανθυποσελέμπριτι, «κληρονόμο», νεοπλουτίσκο αυτού του τόπου, η γενικότερη φτήνια που τη συναντάς σχεδόν όπου στρέψεις το βλέμμα, διαμορφώνουν μια πνιγηρή κατάσταση. Η οποία γίνεται ακόμη πιο ασφυκτική όταν αναλογίζεσαι ότι οι επίσημοι θεσμοί σιγοντάρουν αυτή τη σάπια νοοτροπία με τη χλιαρή τους στάση, με τη διακριτική τους σιωπή, με την φαιδρή τους αναποφασιστικότητα, με τον ύποπτο δισταγμό τους. Κάπως έτσι, η κωλυσιεργία και η αδράνεια των αρμόδιων φορέων γίνεται ένα με την μπόχα των ψευδο-ινφλουένσερς, τις ψευτομαγκιές των πλουσιόπαιδων και το «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει» που ενώνει τους εκ γενετής προύχοντες, τους δια βίου αξιωματούχους του τόπου και τους λακέδες της κατά φαντασίαν αριστοκρατίας.
Παρεμπιπτόντως, ένας εκ των βασικών κατηγορούμενων δήλωσε πως η δικαιοσύνη οφείλει να τον αντιμετωπίσει εξ ίσου αμερόληπτα με την ενάγουσα. Απομονώνοντας το αίτημά του από την καθημερινή πραγματικότητα που αντικρίζουμε ολόγυρά μας, εξυπακούεται πως αυτό είναι το ορθό και δίκαιο. Η δικαιοσύνη οφείλει να προστατεύει όχι μόνο τον κατηγορούμενο αλλά ακόμη και τον ένοχο. Κανείς δεν πρέπει να διαβάλλεται εκτός δικαστηρίου, στην αρένα των μίντια, κανείς δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται εκδικητικά. Όλα αυτά σε ένα θεωρητικό επίπεδο. Διότι στην πραγματική ζωή, όταν ποζάρεις γεμάτος χυδαιότητα με εξώφυλλα για να διακωμωδήσεις την ίδια σου την ακατανόμαστη πράξη, στην πραγματικότητα χλευάζεις και εξευτελίζεις την όποια υπόνοια απονομής δικαιοσύνης. Γιατί η προνομιακή μεταχείριση, οι διευκολύνσεις, η ασυδοσία και το ντεμέκ νταϊλίκι έχουν τρυπώσει τόσο βαθιά μέσα σου, που θαρρείς έχουν εγγραφεί στο γενετικό σου υλικό. Κάπως έτσι, σχεδόν αναπόφευκτα, όταν βρεθείς στην άλλη όψη του καθρέφτη, το σοκ είναι ισοπεδωτικό.
Τα ευχολόγια, οι διακηρύξεις και τα χάσταγκ είναι εφήμερα και ανέξοδα. Η αληθινή μάχη απέναντι σε οτιδήποτε ασχημαίνει τη ζωή και βρομίζει την καρδιά μας είναι ατελείωτη και εξαντλητική. Και θα έχει πολλά ακόμη επεισόδια.