«Εγώ θέλω να συμμετέχω σε όλα. Το να προσφέρω μόνο χρήματα και να περιμένω αναφορά τού τι έγιναν, δεν μου λέει τίποτα. Δεν συμμετέχεις, δεν συμπάσχεις με τους ανθρώπους… Εγώ θέλω να συμπάσχω…».
Με αυτά τα λόγια είχε περιγράψει την προσωπική της αφοσίωση στο μεγάλο έργο της ζωής της, την Ογκολογική Μονάδα Παίδων «Μαριάννα Βαρδινογιάννη- Ελπίδα» η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, μιλώντας στην Ρέα Βιτάλη στο Β’ Μέρος του αφιερώματος της εκπομπής «Κεραία» στον παιδικό καρκίνο.
«Γι’αυτό ζω! Είναι ο σκοπός της ζωής μου», είχε υπογραμμίσει.
«Η πρώτη μονάδα ήταν τέσσερα κρεβάτια. Στις πρώτες επεμβάσεις που γίνονταν κατέβαινα κι εγώ, να κρατάω το χέρι της μαμάς… Μετά έγινε η δεύτερη μονάδα, όταν είχαμε ήδη ολοκληρώσει 800 επεμβάσεις μεταμοσχεύσεων. Όταν τα Χριστούγεννα ήρθα να δώσω δώρα στα παιδιά….Θυμάμαι χιόνιζε. Και είδα έξω σε κάτι παγκάκια γονείς. Τι θέλετε εδώ; Δεν έχουμε πού να μείνουμε. Έμεινα άναυδη! Έτσι ξεκίνησε ο ξενώνας…», αφηγήθηκε μεταξύ άλλων.
«Μπαίνοντας στο Αγία Σοφία, δεν μπορούσα να κρατήσω τον πόνο στην καρδιά μου όταν έβλεπα τα παιδιά να μπαίνουν μέσα και να βλέπουν τους γιατρούς με τις σύριγγες… Χτυπιόντουσαν κάτω και έκλαιγαν γοερά. Και είπα, όχι, δεν θα κάνουμε ένα τέτοιο νοσοκομείο… Θα κάνουμε ένα νοσοκομείο που να αισθάνονται τα παιδιά ότι είναι σε μια παιδική χαρά».
«Τα παιδιά της Ελπίδας εγώ τα αισθάνομαι σαν δικά μου παιδιά! Για ποιον να πρωτοπώ; Για τον Παναγιώτη, που ήταν το πρώτο παιδί που πήρα στην αγκαλιά μου, ο πρώτος που έκανε μεταμόσχευση και έγινε καλά και που τον πάντρεψα και τώρα περιμένει μωρό; Για τον Νίκο, ένα παιδάκι που ήταν πολύ άρρωστο και πήρε μόσχευμα από το αδερφάκι του τον Αλέξανδρο, ο οποίος είναι ο αγαπημένος μου βαφτισιμιός; Παιδιά υπέροχα! Έρχονται από την Αλβανία, ο Τζιάννι, ένα παιδάκι που το έφεραν ετοιμοθάνατο, και είναι καλά και έρχεται και μας βλέπει…».
Ακόμη, η Μαριάννα Βαρδινογιάννη είχε μιλήσει στην εκπομπή και για τις δυσκολίες που είχε περάσει στο παρελθόν.
«Η ζωή μου ήταν πολύ δύσκολη μέχρι να μεγαλώσω τα πέντε μου παιδιά γιατί συνέβησαν πολλά γεγονότα στη ζωή μας εκείνη την εποχή. Ο άνδρας μου αιχμαλωτίστηκε επί δικτατορίας, πήγε φυλακή, εξορία, δεν ήταν εύκολο να ασχοληθώ, είχα τα δικά μου προβλήματα… Ήταν στην Μπουμπουλίνας για πάρα πολλούς μήνες. Ήταν πραγματικά από τις δυσκολότερες στιγμές της ζωής μου όταν με ειδοποίησαν ότι φεύγει για εξορία, σε άγονη γραμμή. Κατέβηκα λοιπόν στον Πειραιά και τον είδα με μια χλαίνη μακριά στο κατάστρωμα και σκέφτηκα ότι μπορεί να μην τον ξαναδώ ποτέ και είχα ήδη τρία μικρά παιδιά. Πολύ δύσκολη περίοδος στη ζωή μου… Η καρδιά μου είχε μοιραστεί στα δυο. Όταν ήμουν κοντά του -ταξίδευα για να τον δω στην Αμοργό- σκεφτόμουν τα παιδιά μου και όταν ήμουν με τα παιδιά σκεφτόμουν εκείνον. Η οικονομική κατάσταση ήταν επίσης πολύ άσχημη, γιατί τον είχαν διώξει από το ναυτικό, και το χειρότερο ήταν ότι κανένας δεν μας πλησίαζε ούτε από τους συναδέλφους του. Όλοι φοβόντουσαν ότι αν είχαν σχέση μαζί μας, ίσως να είχαν και αυτοί την ίδια μοίρα. […] Μετά το τέλος της δικτατορίας είχα άλλα δυο παιδιά, κι έτσι άργησα κάπως να ξεκινήσω [με το όραμα αυτό του Ελπίδα]».