Ποια ήταν η γυναίκα που δίχασε και διχάζει τις χριστιανικές Εκκλησίες
Η Μαρία Μαγδαληνή είναι πιθανότατα το πλέον αμφιλεγόμενο πρόσωπο ολόκληρης της χριστιανικής παράδοσης. Έχει αναγνωριστεί ως Άγια από τις περισσότερες χριστιανικές Εκκλησίες (Καθολική, Προτεσταντική, Ορθόδοξη), αλλά αποκρυφιστές, αιρετικοί και λογής-λογής συνωμοσιολόγοι τη θεωρούν σύζυγο του Ιησού. Ορισμένοι μάλιστα έχουν φτάσει να την ταυτίσουν με μητέρα του παιδιού του ίδιου του Θεανθρώπου.
Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί για να ανατρέψουν την επίσημη χριστιανική αφήγηση για τη Μαγδαληνή και να σκιαγραφήσουν την «αληθινή» Μαρία: Ο «Μυστικός Δείπνος» του Ντα Βίντσι, οι Ναΐτες Ιππότες, το «Τάγμα των σοφών της Σιών», το Ιερό Δισκοπότηρο και τα Χαμένα ή Απόκρυφα Ευαγγέλια είναι ορισμένα μόνο από τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για να (ανα)συνθέσουν την ανατρεπτική εικόνα για τη Μαγδαληνή.
Η σκυτάλη των αφηγήσεων για την «πραγματική» ταυτότητα της Μαγδαληνής, πέρασε από αναγνωρισμένους καλλιτέχνες όπως τον δικό μας Καζαντζάκη, μέχρι τον διάσημο Νταν Μπράουν και τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» που μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη.
Ποια ήταν όμως η πραγματική Μαγδαληνή, τι γνωρίζουμε πέραν πάσης αμφιβολίας γι’ αυτή και πώς ο μύθος μπλέκεται με την Ιστορία;
Τι γράφει η Καινή Διαθήκη;
Σύμφωνα με τα στοιχεία που μπορούμε να ανασύρουμε από την Καινή Διαθήκη, η Μαρία Μαγδαληνή κατάγονταν από τα Μάγδαλα, ένα χωριό στις ακτές της Θάλασσας της Γαλιλαίας. Ήταν μια από τις πιο προβεβλημένες φιγούρες που πίστεψαν και ακολούθησαν τον Ιησού. Την ώρα του μαρτυρικού θανάτου του Ιησού, η Μαγδαληνή ήταν παρούσα στη Σταύρωση και το όνομά της αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου (27:56: «ἐν αἷς ἦν μαρία ἡ μαγδαληνὴ καὶ μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσὴφ μήτηρ καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου»). Η παρουσία της καταγράφεται ακόμη στον τάφο του Ιησού.
Η πιο «αναγνωρίσιμη» όμως στιγμή της Μαγδαληνής είναι στην κορύφωση του θείου δράματος και την Ανάσταση του Ιησού, όντας από τους πρώτος που είδαν την πέτρα του τάφου να έχει μετακινηθεί. Ο Ιησούς εμφανίστηκε πρώτα στη μητέρα του και τη Μαγδαληνή και αυτή ήταν που κοινώνησε το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης.
Όλα τα παραπάνω οδήγησαν την Εκκλησία να ανακηρύξει τη Μαγδαληνή Άγια και να γιορτάζει τη μνήμη της στις 22 Ιουλίου και στις 4 Μαΐου, ημέρα ανακομιδής των λειψάνων της.
Ήταν η Μαρία Μαγδαληνή πόρνη πριν ακολουθήσει τον Ιησού;
Η ταύτισή της Μαγδαληνής με την πόρνη που μύρωσε το κεφάλι και τα πόδια του Ιησού είναι μια παρανόηση που ούτε και η ορθόδοξη διδασκαλία, αλλά ούτε και οι υποστηρικτές της θεώρησης της Μαρίας ως συζύγου του Ιησού αποδέχονται. Η προαναφερθείσα αμαρτωλή γυναίκα δεν κατονομάζεται στα Ευαγγέλια. Αντιθέτως το περιστατικό με τη μετανοημένη ιερόδουλη, στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου, απλά περιγράφεται από τον Λουκά.
Αντιθέτως, η ταύτισή της Μαγδαληνής με τη μετανοημένη πόρνη που μύρωσε τον Ιησού προέρχεται από την παράδοση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Όσο για την Ορθόδοξη Εκκλησία, κηρύσσει πως η Μαγδαληνή υπήρξε δια βίου παρθένος.
Η σύγχυση με τη συσχέτιση των δύο γυναικών ίσως προέρχεται από την περιγραφή του Λουκά και του Μάρκου που αναφέρουν ότι ο Ιησούς έδιωξε επτά δαιμόνια από τη Μαγδαληνή. Αν και εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι προέρχονταν από πορνεία, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας πρόκειται για τα πάθη της ψυχής που αντιτίθενται στο πνεύμα του Θεού.
Η στάση των Καθολικών εκκινεί κατά κύριο λόγο από τον Πάπα Γρηγόριο το Μέγα (540-604), ο οποίος όρισε την θεώρηση για τη Μαγδαληνή που έμελλε να εδραιωθεί, βασιζόμενος σε μια εν πολλοίς υποκειμενική επιλογή τμημάτων των Ευαγγελίων: «Αυτή που ο Λουκάς καλεί αμαρτωλή γυναίκα, που ο Ιωάννης καλεί Μαρία, πιστεύουμε ότι ήταν η Μαρία από την οποία επτά δαιμόνια εκδιώχθηκαν σύμφωνα με το Μάρκο. Και τι συμβολίζουν αυτά τα επτά δαιμόνια, εάν όχι όλες τις αμαρτίες;».
Όπως ο ίδιος την όρισε: «Είναι ξεκάθαρο, αδελφοί μου, ότι η γυναίκα προηγουμένως χρησιμοποιήσουμε το λάδι για να αρωματίσει τη σάρκα της σε απαγορευμένες πράξεις. Αυτό που ως εκ τούτου (τότε) παρουσίαζε σκανδαλωδώς, το προσέφερε τώρα στο Θεό με έναν πιο αξιέπαινο τρόπο. […] Έτσι, για κάθε απόλαυση που είχε προσφέρει στον εαυτό της, είχε τώρα θυσιάσει τον εαυτό της. Μετέτρεψε το σύνολο των αμαρτιών της σε αρετές, προκειμένου να υπηρετήσει το Θεό εξ ολοκλήρου σε μετάνοια».
Τα αιρετικά ευαγγέλια και η απόκρυφη παράδοση
Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί διάφορα κείμενα που περιγράφουν ότι ο Ιησούς ήταν παντρεμένος με τη Μαγδαληνή. Το πιο γνωστό εξ αυτών είναι ίσως το λεγόμενο «Ευαγγέλιο του Φιλίππου», ένα γνωστικό κείμενο της συλλογής του Ναγκ Χαμαντί, που αποδίδεται στο μαθητή του Ιησού, Φίλιππο.
Στο συγκεκριμένο ευαγγέλιο που δεν είναι φυσικά ένα από Τέσσερα Ευαγγελία που συγκροτούν μεταξύ άλλων την Καινή Διαθήκη, σημειώνεται: «Μαρία λεγόταν η αδελφή του και η μητέρα του και η σύζυγος του», «Η σύζυγος του ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή. Ο Ιησούς την αγάπησε πολύ», και «Την αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους μαθητές και την φιλούσε συχνά στο στόμα».
Επίσης, και το Ευαγγέλιο της Μαρίας που βρέθηκε στο Γνωστικό Κώδικα του Βερολίνου που έχει χρονολογηθεί στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. αναφέρει: «Ο Πέτρος είπε στη Μαρία “Αδελφή, ξέρουμε ότι ο Σωτήρας σε αγαπούσε περισσότερο από τις υπόλοιπες γυναίκες”».
Το γνωστικό «“Ευαγγέλιο” της Μαρίας», το αποκρυφιστικό κείμενο του πρώιμου Χριστιανισμού, βρέθηκε το 1945 στην περιοχή του Νάγκ Χαμαντί της Ανω Αιγύπτου από τον Karl Reinhardt. Αν και φέρει το όνομα της Μαγδαληνής, δεν σημαίνει ότι η ίδια το έγραψε, αλλά μάλλον προκύπτει από την κοινότητα πιστών που αναγνώριζε την εξουσία τής Μαρίας.
Στο συγκεκριμένο «ευαγγέλιο», η Μαρία παρουσιάζεται σαν έναν έμπιστος απόστολος του Ιησού, εξίσου σεβαστή με τους άντρες αδελφούς της. Ωστόσο, η κυριαρχία των αντρών στην Εκκλησία των Πατέρων, σε συνδυασμό με τα «αιρετικά» προβλήματα του εν λόγω κειμένου, έθεσαν στο περιθώριο της ιστορίας το συγκεκριμένο ευαγγέλιο, όπως εξηγεί ο James Carroll σε εκτενές άρθρο του για τη Μαρία τη Μαγδαληνή στο περιοδικό Smithsonian.
Τελευταίο εύρημα που αναφέρεται σε «γάμο» του Ιησού είδε το φως της δημοσιότητας πριν λίγα χρόνια, το 2012. Επρόκειτο για έναν πάπυρο, γραμμένο στα αρχαία κοπτικά, που περιλαμβάνει τη φράση «ο Ιησούς τούς είπε, η γυναίκα μου…».
Ο πάπυρος που χρονολογείται από τον 4ο αιώνα και αποκαλύφθηκε από την καθηγήτρια του Χάρβαρντ Karen King, περιλαμβάνει ένα διάλογο στον οποίο ο Ιησούς αναφέρεται στη σύζυγό του Μαρία και, σύμφωνα με την King, πρέπει να είναι μετάφραση στα κοπτικά ενός ευαγγελίου που γράφτηκε στα ελληνικά τον 2ο μ.Χ αιώνα. Αξίζει βέβαια να τονιστεί ότι υπήρξαν ερευνητές και ειδικοί που υποστήριξαν ότι ο πάπυρος είναι «πλαστός».
«Η χριστιανική παράδοση εδώ και χρόνια υποστηρίζει ότι ο Ιησούς ήταν ανύπαντρος, ακόμα και αν υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις που να υποστηρίζουν αυτήν την εκδοχή», είχε δηλώσει η King. «Αυτή η φράση δεν αποδεικνύει ότι ο Ιησούς ήταν παντρεμένος, αλλά μας λέει ότι το ζήτημα αυτό ήρθε στην επιφάνεια στο πλαίσιο των έντονων αντιπαραθέσεων για τη σεξουαλικότητα και το γάμο, την εποχή εκείνη».
Σύμφωνα με την αμερικανίδα επιστήμονα, ορισμένοι Χριστιανοί στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν παντρεμένος. Ωστόσο, «η χριστιανική παράδοση προέβαλε μόνο εκείνες της φωνές που ισχυρίζονταν ότι ο Ιησούς δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Το ευαγγέλιο αυτό δείχνει πως κάποιοι είχαν αντίθετη άποψη».
Η συγγραφή της Καινής Διαθήκης
Σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς, ο Ιησούς ξεχώριζε από τους άλλους δασκάλους της εποχής, παρουσιάζοντας μια εν πολλοίς προοδευτική για την εποχή του συμπεριφορά. Μια από τις διαφορές αυτές, ήταν ο τρόπος που αντιμετώπιζε τις γυναίκες, στις οποίες φέρονταν με σεβασμό και τις θεωρούσε ισότιμες.
«Ο Ιησούς παρουσιάζονταν ευρέως σαν ένας άντρας που αγαπούσε τις γυναίκες και που οι γυναίκες τον αγαπούσαν», τονίζει ο James Carroll. Όπως όμως εξηγεί ο ίδιος, η φιγούρα της Μαγδαληνής και μαζί της η εικόνα της γυναίκας, μετασχηματίστηκε κατά τα πρώτα 600 χρόνια της Χριστιανοσύνης και συνδέεται με την οριστική καταγραφή και διάδοση της Καινής Διαθήκης που έγινε κυρίως από άντρες.
Σύμφωνα με τον Carroll, στην εποχή του ίδιου του Ιησού, όπως προκύπτει από τη διδασκαλία Του και στον κύκλο Του, οι γυναίκες θεωρούνταν ισότιμες με τους άντρες. Στην επόμενη φάση, όταν οι νόρμες και οι πεποιθήσεις στη χριστιανική κοινότητα καταγράφονταν, η ισότητα των φύλων φανερώνεται στις επιστολές του Αγ. Παύλου που ονομάζει τις γυναίκες πλήρεις εταίρους, αλλά και στα Ευαγγέλια που τόνιζαν το θάρρος και την πίστη των γυναικών σε αντίθεση με τους άντρες.
Ωστόσο, στην τρίτη φάση, όταν η συγγραφή των Ευαγγελίων είχε ολοκληρωθεί, αλλά η Καινή διαθήκη δεν είχε ακόμη συνταχθεί, η αποτροπή της κυριαρχίας των αντρών από τον Ιησού είχε αρχίσει να διαβρώνεται στους κόλπους της χριστιανικής κοινότητας.
Ενδεικτικό της τάσης αυτής είναι η έμφαση των επόμενων Ευαγγελίων στους «Δώδεκα Μαθητές» που όλοι ήταν άντρες και διόλου τυχαία, σύμφωνα πάντα με τον Carroll, χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από το Βατικανό για να αποκλειστούν οι γυναίκες από τη χειροτονία. Η Μαρία Μαγδαληνή ενσάρκωσε την εποχή εκείνη όλες τις θεολογικές διαφωνίες για τη γενικότερη θέση της γυναίκας μέσα στην Εκκλησία.
Αξίζει να κρατήσουμε κατά νου ότι τα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν αποτελούν τόσο μια σύνθεση, όσο μια επιλογή μεταξύ των ιερών κειμένων. Καθώς, ο Χριστιανισμός εξαπλώνοντας σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και χριστιανικές κοινότητες σχηματίζονταν, υπήρχε μια πολυμορφία στις πεποιθήσεις και πρακτικές που διαδίδονταν αρχικά προφορικά και αργότερα μέσα από κείμενα.
Έτσι, υπήρχε μια πληθώρα κειμένων που άλλα επιλέγησαν και άλλα απορρίφθηκαν ώστε να συνταχθεί τελικά η Καινή Διαθήκη, που τελικά ολοκληρώθηκε όχι νωρίτερα από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα μ.Χ.
Καθώς, λοιπόν, η Εκκλησία άρχισε να επιβάλει την «ορθοδοξία» της (Αγίας) Γραφής και να ορίζει το δόγμα, απέρριψε και κατέστρεψε κείμενα και μερικές φορές τους ανθρώπους που τα πίστευαν, καταδικάζοντάς τους ως αιρετικούς, την ίδια ώρα που επιχειρούσε «να παρουσιάσει την ίδια (δηλαδή την Εκκλησία) σε αντιπαράθεση με τη γυναίκα», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Carroll.
Αιτία γι’ αυτό ήταν η ανάγκη της επιβολής της αντρικής κυριαρχίας στους κόλπους της Εκκλησίας, κάτι που όπως είδαμε εμπόδιζε η προβολή της Μαγδαληνής ως μιας εκ των έμπιστων αποστόλων του Ιησού.
Η γυναίκεια φύση στο Χριστιανισμό
Όπως ήδη εξηγήσαμε, η Μαγδαληνή και ο τρόπος που η εικόνα της τροποποιήθηκε με το πέρασμα των αιώνων, ενσάρκωνε την φύση και τη θέση της γυναίκας, δηλαδή τον τρόπο που η τότε Εκκλησία έβλεπε το θηλυκό.
«Σε όλες τις πολυθεϊστικές παραδόσεις το θηλυκό στοιχείο παίζει σημαντικό ρόλο. Συχνά πλάι στους θνήσκοντες κι ανασταινόμενους θεούς συναντάμε μια ισχυρή γυναικεία παρουσία που σχετίζεται ερωτικά μαζί τους. Δίπλα στον Άδωνι βρίσκεται η Αφροδίτη, κοντά στον Tammuz ή Dumuzi η θεά Ιστάρ ή Ινάνα, ενώ ο Όσιρις συνδέεται άρρηκτα με την Ίσιδα. Αντίστοιχα, στο πλάι του Ιησού είναι η Μαρία Μαγδαληνή.
Ήταν μια από τις μαθήτριές του που τον ακολουθούσε στις περιοδείες του, αλλά υπήρξε και παρούσα σε όλες τις κρίσιμες στιγμές του Θείου Δράματος: στη σταύρωση, στην προσέγγιση του τάφου ως μυροφόρος, αλλά και στην ανάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αναστημένος Χριστός επέλεξε να εμφανιστεί για πρώτη φορά όχι στους μαθητές του αλλά σ’ εκείνη, γι’ αυτό και θεωρείται ισαπόστολος. Σύμφωνα με τα γνωστικά ευαγγέλια, όπως το Eυαγγέλιο του Φιλίππου, η Μαγδαληνή ήταν “η συντρόφισσα του Σωτήρα” και η αγαπημένη μαθήτριά του», είχε εξηγήσει μιλώντας πριν μερικούς μήνες η κ. Χαρίτα Μήνη, κλασσική φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην ψυχολογία και συγγραφέας του βιβλίου «Το Ιερό Θηλυκό και η Μαγδαληνή» (εκδ. Έλευσις).
Η επίσημη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Όπως προαναφέρθηκε, οι περισσότερες χριστιανικές εκκλησίας, αποδεχόμενες μόνο όσα αναφέρει η Καινή Διαθήκη, έχουν ανακηρύξει Άγια τη Μαγδαληνή και τη διαχωρίζουν από την πόρνη που έπλυνε τα πόδια του Ιησού.
Ωστόσο δεν γίνεται αποδεκτή η θεώρηση που μιλά για γάμο της με τον Ιησού. «Ο Ιησούς Χριστός δεν παντρεύτηκε ποτέ. Εμείς καταδικάζουμε τα ψευδεπίγραφα κείμενα», είχε δηλώσει ο πατήρ Τιμόθεος Άνθης, γραμματεύς της Συνοδικής Επιτροπής Τύπου της Ιεράς Συνόδου, το 2012, με αφορμή το σάλο που είχε προκαλέσει η αποκάλυψη του παπύρου από τη Karen King.
«Εμείς για όλες τις πηγές μας έχουμε τα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία είναι αποδεκτά και αναγνωρισμένα. Ο Κύριος ποτέ δεν παντρεύτηκε. Ο σαρκωμένος λόγος του Θεού, δεν είχε ανάγκη από αυτές τις ανθρώπινες διαδικασίες. Τώρα, αν υπάρχουν ψευδεπίγραφα κείμενα, εμείς τα καταδικάζουμε», είχε εξηγήσει.