Η επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι των αντιπάλων και των συμμάχων της αποτελεί απειλή για την περιφερειακή σταθερότητα, ωστόσο κανείς δεν είναι διατεθειμένος να δράσει υποστηρίζει ο αρθρογράφος της βρετανικής εφημερίδας Guardian Σάιμον Τίσντολ.
Ο αρθρογράφος στέκεται στο γεγονός ότι ο Ζοζεπ Μπορέλ, επικεφαλής εξωτερικών υποθέσεων της ΕΕ, ηγήθηκε της καταδίκης της Λευκορωσίας, απορρίπτοντας τις εκλογές της περασμένης Κυριακής ως «παρανομες και ανελεύθερες», αλλά δεν κράτησε ανάλογη στάση απέναντι στην Τουρκία.
«Η σκληρή δημόσια κριτική της Ευρώπης για τον δικτάτορα της Λευκορωσίας Λουκασένκο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την απροθυμία της να καταγγείλει ανοιχτά τις τελευταίες επιθετικές ενέργειες στην ανατολική Μεσόγειο μιας άλλης δικτατορίας, εκείνης του μακροχρόνιου ηγέτη της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν», γράφει ο Τισντολ.
«Όποιος αμφιβάλλει για τον χαρακτηρισμό δικτάτορας δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξει τον κατασταλτικό νέο νόμο για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», σημειώνει.
Ο αρθρογράφος παραθέτει στη συνέχεια τους λόγους για τους οποίους «δικαιολογείται» η διαφορετική στάση της ΕΕ απέναντι σε Τουρκία και Λευκορωσία, παραθέτοντας μεταξύ άλλων την θέση της πρώτης στον χάρτη, το ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ και άλλα.
Σύμφωνα με το άρθρο, ο μοναδικός που αποτελεί εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα στη προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία είναι ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν ο οποίος εξοργίστηκε τον Ιούνιο, όταν παρενοχλήθηκε μια Γαλλική φρεγάτα από τουρκικές δυνάμεις. Επιπλέον, ο Μακρόν έξαλλος, από τις επεκτεινόμενες επιχειρήσεις εξερεύνησης πετρελαίου και φυσικού αερίου της Τουρκίας στα ελληνικά χωρικά ύδατα, έστειλε ναυτικές ενισχύσεις την ανατολική Μεσόγειο την περασμένη εβδομάδα και είπε στον Ερντογάν να υποχωρήσει.
«Οι εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι κάτι νέο. Αλλά αυτή η ξαφνική, προκλητική κλιμακωση μιας μακροχρόνιας διαμάχης αποτελεί σκόπιμο υπολογισμό», υποστηρίζει ο Τισντολ.
Χαρακτηριστικό το σχόλιο του γνωστού αναλυτή Γιαβούζ Μπαινταρ, ο οποίος διερωτήθηκε τι προσπαθεί να πετύχει ο πρόεδρος της Τουρκίας. Η απάντησή του: ένας ανασφαλής Ερντογάν, που πλήττεται από οικονομικές και νομισματικές κρίσεις, θέλει να ενισχύσει τη δεσπόζουσα φήμη του ως ισχυρού ηγέτη που υπερασπίζεται την τιμή και τη νόμιμη θέση της Τουρκίας στον κόσμο. «Πρέπει να αναπαράγει την καθημερινή του εικόνα κάθε μέρα», έγραψε ο Μπάινταρ.
Δεύτερον, ο Ερντογάν ελπίζει να “διασφαλίσει” τη θέση της Τουρκίας στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Συρία και τη Λιβύη στο ενδεχόμενο αλλαγής διοίκησης στην Ουάσινγκτον. Ο Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος ζηλεύει τον Ερντογάν για την εκλεκτική δικτατορία του, του έδωσε ελευθερία κινήσεων, ωστόσο ο Τζο Μπάιντεν θα μπορούσε να του πατήσει τα φρένα.
Υπό την καθοδήγηση του Ερντογάν, η Τουρκία έχει βυθιστεί στον πόλεμο της Λιβύης, ενώνοντας τους Ισλαμιστές εναντίον της Αιγύπτου, των ΗΑΕ και της Σαουδικής Αραβίας. Εν μέρει πρόκειται για ανταγωνισμό με αντίπαλους ηγέτες Σουνίτες εν μέρει αφορά το πετρέλαιο.
Ο αρθρογράφος υπενθυμίζει επίσης ότι «με τα όσα έγιναν στα σύνορα της Τουρκίας με την ΕΕ τον Φεβρουάριο, ο Ερντογάν υπενθύμισε στην Ευρώπη ότι ήταν πλήρως έτοιμος να χρησιμοποιήσει τους πρόσφυγες ως πολιτικό όπλο».
Ο Ερντογάν διατηρεί επίσης μια σταθερή διαμάχη με το Ισραήλ, εν μέρει υποστηρίζοντας τη Χαμάς. Κατήγγειλε τη διπλωματική πρόοδο της περασμένης εβδομάδας με τα ΗΑΕ ως προδοσία των Παλαιστινίων. Παράλληλα, προβάλλοντας τα νεο-ισλαμικά διαπιστευτήριά του, προσβάλλει κατά τρόπο άδικο τους Χριστιανούς και τους κοσμικούς της Τουρκίας, μετατρέποντας την Αγία Σοφία, τον πρώην καθεδρικό ναό και μουσείο της Κωνσταντινούπολης, σε τζαμί.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες οι οποίοι θάβουν το κεφάλι τους στην άμμο πρέπει σίγουρα να συνειδητοποιήσουν ότι το πρόβλημα του Ερντογάν δεν μπορεί να αγνοηθεί, να αποφευχθεί ή να υποτιμηθεί επ’ αόριστον με την ελπίδα ότι τελικά θα φύγει. Η μετατροπή της Τουρκίας σε κράτος παρία είναι μια πολύ πραγματική, άμεση και επικίνδυνη προοπτική. Κανείς δεν φαίνεται να έχει σχέδιο περιορισμού του Ερντογάν. Απαιτείται ολοένα και περισσότερο.