«Σήμερα γύρισα Αθήνα. Το πρωί στα ΚΤΕΛ ο πατέρας έκανε να βάλει το χέρι στην τσέπη, «Δεν χρειάζομαι» ψέλλισα και του πιασα το χέρι «Ε, σε παρακαλώ» μου είπε, «23 χρονών γομάρι έφτασα, ντρέπομαι που σου ζητάω όταν έχω ανάγκη, θα σου παίρνω και για καφέ;» Κοίταξε κάτω. Πια δεν έλεγε «κάτι θα βρεις»…
Μια μέρα σε μια συζήτηση μου είπαν «μικρός είσαι, τράβα μείνε με τους δικούς σου». Ωραία. Καθολική αποδοχή της ήττας. «Όταν ξεμείνω, θα πάω» είπα για να τελειώνουμε, μα έτσι ήταν όντως. Δεν πλήρωνα νοίκι, μα τα λεφτά στην τράπεζα τελείωναν.
Ήμουνα τον προηγούμενο μήνα στον Ευαγγελισμό, για εξαγωγή φρονιμήτη. Σαράντα εφτά ευρώ. Κοίταξα το πορτοφόλι μου έξω από το ΜΕΤΡΟ καθώς γυρνούσα. Έξι και κάτι ψιλά μου είχαν μείνει μέχρι να μπει το επόμενο επίδομα. Ωραία.
Τι μιζέρια θεε μου… Είχα μαζέψει δυο-τρία σακουλάκια από καπνό και τον γέμιζα με λαμιώτικο ακατέργαστο. Έβηχα μια βδομάδα, «κόψτο ρε», «θα το κόψω για μένα, όχι για αυτούς.» Και στα τέλη του μήνα, οι έξοδοι μετριούνται σε μπριζόλες, ένα ουίσκι δακρύβρεχτο, έτσι είναι. Έτσι.
Γ… την αξιοπρέπεια μας, ίσως, ίσως αν παρακαλούσα… Τι κάθομαι και σκέφτομαι. Εδώ θα φανούνε κούτελα, τέσσερις μήνες χωρίς ξυπνητήρι το πρωί και δεν έχω παιδιά, δεν έχω γυναίκα να στηρίζεται πάνω μου. Θα αντέξω. Θα πουλήσω λίγο πιο φτηνά την υπεραξία μου, λίγες περισσότερες ώρες, λίγο πιο μακριά… Προσλαμβάνουνε πτυχιούχους ΑΕΙ στα Οινόφυτα;
Δεν κλαίμε. Δακρύζουμε καμιά φορά. Σαν θυμάμαι τι λέγανε δασκάλες και συγγενείς για το μέλλον. Χωρίς λεφτά να κάνεις κάτι ενδιαφέρον και χωρίς δουλειά, νιώθω άχρηστος. Γερασμένος.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Καθάρισα τη φωνή μου.
«Ναι πατέρα έφτασα… Όχι, έχω, μην ανησυχείς.»
Κ.Β , 23 χρ., Αττική
[aftodioikisi] [kriti24]