Όποιος έχει φτερά πετάει, όποιος έχει αυτοκίνητο το οδηγεί, όποιος είναι πλούσιος δεν χρειάζεται να κουνηθεί γιατί ο κόσμος έρχεται σ’ αυτόν. Όλοι οι υπόλοιποι έχουμε τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς που σε σύγκριση με τα προηγούμενα είναι σαν να τρως τοστ από την καντίνα των ΚΤΕΛ Αλεξανδρούπολης την ώρα που οι άλλοι τρώνε φρέσκο αστακό σε παραθαλάσσια ταβέρνα.
Όμως αυτά έχουμε, με αυτά πορευόμαστε. Μέχρι, τελοσπάντων, να κάνουμε έναν πλούσιο γάμο και να μην ξαναχρειαστεί να εκτεθούμε στη φρίκη τους. Ώσπου να έρθει εκείνη η ώρα, παρακαλώ διαβάστε τις παρακάτω οδηγίες και προσπαθήστε να τις τηρήσετε για το καλό όλων μας.
Όσοι χρησιμοποιούμε τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς
Δεν κολλάμε πάνω σε αγνώστους που έχουν αγοράσει εισιτήριο, για να περάσουμε μαζί τους τζάμπα από τις μπάρες στην αποβάθρα. Είναι σιχαμερό, καρμίρικο και τρομακτικό. Όσοι πληρώνουν εισιτήριο δεν είναι ούτε ηλίθιοι ούτε η μαμά μας για να καλύπτουν σαν ανθρώπινη ασπίδα τη δική μας άρνηση να συμμορφωθούμε με τον νόμο. Κι εν πάση περιπτώσει, αν είμαστε τόσο μάγκες πια, ας πηδήξουμε από πάνω. Γενικά πάντως, ας έχουμε υπόψη πως το freeloading παύει να είναι αποδεκτό μετά τα 15.
Όταν βρισκόμαστε εντός του σταθμού, σε σημείο απ’ όπου διέρχονται πολλά άτομα από διαφορετικές κατευθύνσεις, ενεργοποιούμε τη δεξιόστροφη λειτουργία του εγκεφάλου μας, όσο ταγμένοι κι αν είμαστε στον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό και λοιπές ιδεολογίες της αριστερής πτέρυγας. Αυτό σημαίνει ότι φροντίζουμε να περπατάμε δεξιά, ώστε να μην πέφτουμε πάνω σε όσους έρχονται από την άλλη πλευρά. Φανταζόμαστε δηλαδή την κίνηση ως δύο αντίρροπα ρεύματα που δεν συναντώνται ποτέ, σαν τον ΣΥΡΙΖΑ με τη λογική κατά κάποιο τρόπο, ή σαν την Κατερίνα Στικούδη με την αισθητική αν είστε του καλλιτεχνικού.
Δεν στεκόμαστε ποτέ στην αριστερή πλευρά της κυλιόμενης σκάλας. Ποτέ. Οι σκάλες δεν είναι ασανσέρ. Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τις κυλιόμενες για να σταθούμε, στεκόμαστε αποκλειστικά στη δεξιά πλευρά κι αφήνουμε την αριστερή λωρίδα για να περνάνε όσοι βιάζονται. Ναι, υπάρχει κόσμος που βιάζεται, δεν πηγαίνουν όλοι για καφέ.
Όταν φτάσουμε στο τέρμα της κυλιόμενης σκάλας, δεν κοντοστεκόμαστε ποτέ. Προχωράμε όσο πιο γρήγορα γίνεται, διαφορετικά συντελούμε στη δημιουργία μίας συγκρουσιακής κατάστασης που ονομάζεται ΚΑΡΑΜΠΟΛΑ. Δηλαδή, όλοι όσοι βρίσκονται πίσω μας στουκάρουν πάνω μας και γινόμαστε όλοι μαζί μια χτυπημένη μάζα ηλιθιότητας. Δεν θέλει πολύ μυαλό, μόνο να θυμόμαστε ότι δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο και να μην κοιμόμαστε όρθιοι.
Περιμένουμε να αποβιβαστεί ο κόσμος από τον συρμό πριν επιβιβαστούμε εμείς σ’ αυτόν. Ναι, μπορεί να είμαστε ανυπόμονοι, μπορεί να θέλουμε οπωσδήποτε να καθίσουμε. Μαντέψτε όμως! Αν δεν βγουν πρώτα οι επιβαίνοντες, δεν θα υπάρξει χώρος για μας. Απίστευτο, το ξέρω. Το μόνο που θα κερδίσουμε μπαίνοντας κατευθείαν στο βαγόνι με το που ανοίξουν οι πόρτες θα είναι να πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλο και να μπλοκάρουμε τη διαδικασία εξόδου-εισόδου. Προσοχή, αυτό δεν σημαίνει πως αφήνουμε έναν-δύο να περάσουν για τα μάτια του κόσμου, κι έπειτα μπουκάρουμε στο βαγόνι σαν μέλλουσες νύφες σε μαγαζί με νυφικά ανήμερα Black Friday. Στεκόμαστε στο πλάι (όχι μπροστά, όχι διαγώνια, ΣΤΟ ΠΛΑΪ) της ανοιχτής πόρτας μέχρι να αποβιβαστεί και ο τελευταίος επιβάτης, και εισερχόμαστε αφού βεβαιωθούμε ότι δεν εμποδίζουμε την έξοδο κανενός.
Όταν βρεθούμε μέσα στο βαγόνι, όσο βολικά ή άβολα κι αν αισθανόμαστε, θυμόμαστε πάντα ότι δεν είμαστε στο σπίτι μας. Αυτό σημαίνει ότι σεβόμαστε τον δημόσιο χώρο και όσους βρίσκονται σ’ αυτόν. Δεν μιλάμε στο τηλέφωνο, λοιπόν, γιατί οι προσωπικές μας ιστορίες δεν αφορούν κανέναν πλην ημών. Αν πρέπει να μιλήσουμε οπωσδήποτε, το κάνουμε χαμηλόφωνα και εν συντομία. Το ίδιο ισχύει για κάθε άλλη συνομιλία. Ο κόσμος έχει πολλά προβλήματα και το τελευταίο που χρειάζεται είναι να πληροφορηθεί σε ποιο συρτάρι κρατάμε το ψαλίδι ή τι είπε ο Μάκης στην Κατερίνα που το μετέφερε λάθος η Κατερίνα στον Κώστα και το έμαθε ο Μάκης κι έγινε κώλος με την Κατερίνα.
Δεν στρογγυλοκαθόμαστε κατευθείαν ούτε παραμένουμε στη θέση μας όταν βλέπουμε ότι υπάρχει κάποιος/α που εμφανώς τη χρειάζεται περισσότερο από μας. Από την άλλη, δεν σηκωνόμαστε από τη θέση μας απλώς επειδή κάποιος το απαιτεί (ιδίως αγενώς). Υπ’ όψιν, όποιος έχει κουράγιο να στήσει καβγά για μια θέση, προφανώς έχει αρκετή ενέργεια για να παραμείνει όρθιος.
Δεν ξαπλώνουμε στους στύλους. Κρατιόμαστε από αυτούς. Όταν πέφτουμε με την πλάτη ή στηρίζουμε τον κώλo μας πάνω τους, αυτομάτως στερούμε τη δυνατότητα από τους υπόλοιπους να κρατηθούν από κάπου. Ελλείψει στηρίγματος, κάποιος αντανακλαστικά θα πιαστεί από το πρώτο διαθέσιμο βυζί όταν ο συρμός ξεκινήσει και κάπως έτσι ξεκινάει ένα ντόμινο κακοδαιμονίας που κανείς δεν έχει ανάγκη στη ζωούλα του.
Δεν σπρώχνουμε. Αντίθετα προς ό,τι φαίνεται να πιστεύουν όσοι χρησιμοποιούν κατ’ εξακολούθηση την τακτική του σπρωξίματος για ν’ απλώσουν το κορμάκι τους, επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι κανένα σπρώξιμο μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να γεννήσει χώρο. Όσο κι αν σπρώξουμε λοιπόν σε ένα Μέσο με πολύ κόσμο και ελάχιστα ελεύθερα τετραγωνικά, ο κόσμος θα παραμείνει πολύς και τα τετραγωνικά ελάχιστα.
Δεν στεκόμαστε μπροστά στις πόρτες αν δεν σκοπεύουμε να κατέβουμε στην επόμενη στάση γιατί εμποδίζουμε αυτόν που σκοπεύει να κατέβει στην επόμενη στάση.
Αν έχουμε μακριά μαλλιά, προσέχουμε πού τα βάζουμε και δεν τα αφήνουμε να ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά. Οι πίσω μας δεν φταίνε σε τίποτα να γεύονται τις τούφες μας και τη μυρωδιά φαγητίλας, χθεσινής κοντίσιονερ ή απλυσιάς που αυτές κουβαλάνε. Μαζεύουμε λοιπόν τα μαλλιά μας σε ένα διακριτικό κοτσάκι, σε μια πρακτική κοτσίδα ή τα κόβουμε. Θυμίζω ότι η Jean D’ Arc δεν αντιμετώπισε ποτέ πρόβλημα στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Αν κουβαλάμε backpack, όταν μπούμε στον συρμό το αφαιρούμε από την πλάτη μας και το κρατάμε στο χέρι. Εμείς μπορεί να μην το καταλαβαίνουμε, αλλά όταν συνεχίζουμε να το ‘χουμε στην πλάτη, μοιράζουμε τσαντοσκάμπιλα στον κόσμο κατά λάθος και καταλαμβάνουμε χωρίς λόγο πολύτιμο χώρο.
Πλενόμαστε. Γνωρίζω ότι η προσωπική υγιεινή δεν έχει την ίδια αξία για όλους τους ανθρώπους, κι αυτό είναι απολύτως σεβαστό. Όμως, σε συνθήκες αναγκαστικής συναναστροφής, η καθαριότητά μας δεν αφορά μόνο εμάς αλλά κυρίως όσους είναι υποχρεωμένοι να υποστούν τις οδυνηρές συνέπειες της ενδεχόμενης έλλειψής της. Πλενόμαστε, λοιπόν, και δεν ξεχνάμε ποτέ το αποσμητικό. Μία κίνηση για κάθε μασχάλη, άπειρη ευγνωμοσύνη από κάθε συνεπιβάτη.
Δεν χρησιμοποιούμε τα Μέσα σε ώρες αιχμής αν δεν έχουμε σημαντική δουλειά. Και όταν λέω σημαντική δουλειά, μερικά από τα πράγματα που δεν εννοώ είναι καφές, κουμκανάκι, λαϊκή, βόλτα στα μαγαζιά, σκότωμα χρόνου. Τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς το 2018 δεν είναι αυτό που ήταν το 2008. Ο κόσμος είναι πλέον άπειρος και η συμφόρηση μεγάλη. Δεν χωράμε. Αν η (προαιρετική) δουλίτσα μας, λοιπόν, μπορεί να γίνει άλλη ώρα από εκείνη που ο κόσμος πάει στην (υποχρεωτική) δουλειά του ή επιστρέφει από αυτήν, καλό θα ήταν να φροντίσουμε να γίνει την άλλη ώρα.
Πέρα από εκείνα που κρύβονται στα όργανά μας, δεν κουβαλάμε άλλα υγρά μέσα σε λεωφορεία/βαγόνια. Δεν είναι θέμα savoir vivre, αλλά πρόληψης. Τα φρεναρίσματα δεν συμπαθούν τα υγρά και τα υγρά πιτσιλάνε.
Για τον Θεό, δεν πιάνουμε συζήτηση σε αγνώστους και δεν ακούμε μουσική χωρίς ακουστικά.
Δεν τσακωνόμαστε, όσο εξοργιστικοί κι αν είναι οι συνεπιβάτες μας. Οι εντάσεις μετατρέπουν δεκάλεπτες διαδρομές σε μισάωρες. Αν βράζουμε και θέλουμε οπωσδήποτε να εκτονωθούμε, περιμένουμε τη στιγμή που θα κατέβουμε και βρίζουμε τότε, λίγο πριν κλείσει η πόρτα πίσω μας. Και το ξεκατίνιασμα γλιτώνουμε, και το ενδεχόμενο να φάμε ξύλο.
Για το τέλος φύλαξα μία εντελώς υποκειμενική παραίνεση, που δεν παύει όμως να είναι εξαιρετικής σημασίας. Ακόμα κι αν έχουν τελειώσει όλες οι ελεύθερες τσάντες του κόσμου, ακόμα κι αν όλες οι σακούλες έχουν συγκεντρωθεί σε ένα μακρινό νησί όπου φυλάσσονται από οπλισμένους ιθαγενείς, δεν κουβαλάμε ποτέ το μεσημεριανό μας σε τουριστική τσάντα Harrods.
Με ελάχιστη προθυμία και λίγη τύχη, ο κόσμος μπορεί να γίνει ένα τσικ λιγότερο κακός. Αχ, τύχη είπα;