Την βεβαιότητά του ότι η Ρούλα Πισπιρίγκου, η οποία κρίθηκε ένοχη σε πρώτο βαθμό για την εκ προμελέτης δολοφονία της κόρης της Τζωρτζίνας, θα αθωωθεί στο εφετείο εξέφρασε ο συνήγορός της Αλέξης Κούγιας.
Ο γνωστός ποινικολόγος για να υπογραμμίσει τη βεβαιότητά του για την τελική έκβαση της υπόθεσης, επανέλαβε ότι αν η πελάτισσά του δεν αθωωθεί θα αφήσει τη δικηγορία.
“Έχω δει αποφάσεις να ανατρέπονται…”
Μιλώντας το πρωί στην τηλεόραση του Mega, ο Αλέξης Κούγιας ανέφερε: “Είμαι κατηγορηματικός ότι η Ρούλα θα αθωωθεί. Έχω δει αποφάσεις να ανατρέπονται στα τόσα χρόνια που ασκώ την δικηγορία. Ποτέ δεν πίστεψα ότι θα υπάρξει δικαστήριο στην Ελλάδα που με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο ακροατήριο και όχι στην προανάκριση, ότι θα προφυλακιζόταν“.
Και συνέχισε: “Υπέρ της κατηγορούμενης ήταν 3 καθηγητές πανεπιστημίου, 4 ιατροδικαστές και άλλοι επιστήμονες, ο μοναδικός εις βάρος της ή ένας που μία φορά ήταν χημικός, μετά ιατροδικαστής και μετά αναπληρωτής καθηγητής. Το δικαστήριο δεν μου επέτρεψε να εξετάσω έναν μάρτυρα. Υπήρχε και θέμα με την αίτηση εξαίρεσης της προέδρου που επίσης δεν εξετάστηκε. Σε αυτή την υπόθεση έχουν γίνει σκανδαλώδη λάθη“.
Δείτε το βίντεο:
Αναφερόμενος στην απόφαση του δικαστηρίου, ο Αλέξης Κούγιας τόνισε: “Δεν έχω αμφισβητήσει ποτέ το κύρος της δικαιοσύνης, όμως η ίδια η δικαιοσύνη αμφισβητεί τις πρωτοβάθμιες αποφάσεις κατ’ επανάληψη, και δίνει το δικαίωμα έφεσης στους κατηγορουμένους, όμως και το δικαίωμα έφεσης στους εισαγγελείς κατά αθωωτικών αποφάσεων και αυτό έχει γίνει και εδώ”.
Και κατέληξε: “Αν δεν αθωωθεί η Ρούλα Πισπιρίγκου θα παρατήσω την δικηγορία. Γνωρίζω πως αποδίδεται η δικαιοσύνη στην Ελλάδα. Επειδή γνωρίζω πώς έγινε η υπόθεση αυτή είμαι κατηγορηματικός για την λέξη “σκάνδαλο” και την φράση “δικαστική πλάνη”, γιατί η υπόθεση αυτή ήταν στα κανάλια. Σε μια στιγμή παρεμβαίνει ο Τσιάρας που ήταν υπουργός δικαιοσύνης και ασκεί πειθαρχικές διώξεις στις δύο κορυφαίες ιατροδικαστές. Για λόγους πολιτικούς παρενέβη και ο προϊστάμενος της εισαγγελίας Αθηνών, και αρχίσει μια προανακριτική που μόνο ερευνούσαν πώς έκλαιγε η κατηγορούμενη”.