Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
αληθινές ιστορίεςΈφυγα από το σπίτι στα 14 μου και με μεγάλωσε η γιαγιά...

Έφυγα από το σπίτι στα 14 μου και με μεγάλωσε η γιαγιά μου. Της χρωστάω τη ζωή μου!

Όταν ήμουν 14 χρονών μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα από το σπίτι. Τσακωνόμουν συνέχεια με τη μητέρα μου κι ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν χρήστης ναρκωτικών μπαινόβγαινε στη ζωή μου όπως μπαινοβγαίνει κανείς στο ψιλικατζίδικο για να πάρει τσιγάρα. Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο αυτή την κατάσταση γι’ αυτό και έφυγα. Στην αρχή είπα να μείνω για λίγο με τον πατέρα μου. Μεγάλο λάθος. Έφυγα και από εκεί, έμεινα για ένα διάστημα σε φίλους μέχρι που στο τέλος πήγα να μείνω με τη γιαγιά μου.

Η απόφασή μου αυτή ήταν η καλύτερη που πήρα ποτέ στη ζωή μου γιατί μου έσωσε τη ζωή. Όταν πήγα να μείνω μαζί της ήταν 70 χρονών περίπου. Φορούσε συνήθως πουλόβερ και παντελόνια, λευκά παπούτσια και το χειμώνα ένα ξεθωριασμένο κίτρινο παλτό. Την πρώτη φορά που με είδε στην πόρτα της με αγκάλιασε και τα χέρια της έτρεμαν. Το ίδιο και τα χείλη της όταν με φίλησε στο μάγουλο. Στο σπίτι της είχε το ίδιο χάλι με εκείνα τα καφέ-λευκά λουλούδια που είχε και το 1982, τη χρονιά δηλαδή που γεννήθηκα.

Με τη γιαγιά μου μέχρι τότε δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις. Το μόνο που μας συνέδεε ήταν η συγγένειά μας, ήξερα όμως ότι με αγαπούσε πολύ και ότι το σπίτι της ήταν το μοναδικό σταθερό μέρος στο οποίο είχα πρόσβαση. Στα 14 μου ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν.

Φοβόμουν να τη ρωτήσω αν μπορούσα να μείνω μαζί της, αλλά τη δεδομένη στιγμή ένιωθα ότι δεν είχα άλλη επιλογή. Αρχικά πήγα σπίτι της για να τη δω και να φάμε μαζί. Είχε φτιάξει το αγαπημένο μου φαγητό και όπως καθόμασταν στο τραπέζι δίπλα δίπλα και ετοιμαζόμουν να της κάνω τη μαγική ερώτηση, ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν και με το δεξί μου χέρι χτυπούσα νευρικά το τραπέζι. Δεν τη ρώτησα ευθέως αν θα μπορούσα να μείνω μαζί της. Θέλοντας να ξεκινήσω τη συζήτηση το πήγα εμμέσως: «Τι θα έλεγες αν…» ή «πως θα σου φαινόταν αν…;».

Όταν της έκανα την κρίσιμη ερώτηση η γιαγιά μου στεκόταν πάνω από το νεροχύτη. Με κοίταξε στα μάτια και έπειτα χαμήλωσε σκεπτική το βλέμμα. Ίσως και να αναρωτιόταν αν μπορούσε να φροντίσει έναν έφηβο. Ίσως και να αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να με κουμαντάρει και να καλύψει τις ανάγκες μου. Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να σκέφτηκε, έσκυψε πάντως προς τη μεριά μου, ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι και συμφώνησε υπό δύο όρους: δεν θα της αντιμιλάω και θα πηγαίνουμε μαζί κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Συμφώνησα (όχι ότι μπορούσα να κάνω και αλλιώς) και έπειτα μου έδωσε το δωμάτιο που κάποτε ήταν το παιδικό δωμάτιο του πατέρα μου και του θείου μου.

Έμεινα μαζί της μέχρι που τελείωσα το λύκειο. Σήμερα 20 χρόνια μετά την αποφοίτησή μου είμαι παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών και μόνο τώρα συνειδητοποιώ γιατί η γιαγιά μου ήταν διστακτική εκείνη την ημέρα πριν μου πει το μεγάλο ναι. Σίγουρα έπρεπε να θυσιάσει πολλά και να δώσει ένα μεγάλο αγώνα αν ήθελε να μετατρέψει το διαταραγμένο, ναρκομανή, καταθλιπτικό εγγονό της, που μέσα στα πολλά κακά του ήταν ότι ήταν και επαναστάτης, έκανε κακές παρέες και έκανε κοπάνες συνέχεια από το σχολείο σε έναν καθωσπρέπει νεαρό, ήρεμο μέσα του που θα πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία.

Στάθηκε στο πλευρό μου καλύτερα από μάνα και με τη βοήθειά της κατάφερα να αποβάλλω κάθε κακή μου συνήθεια. Έκοψα τις κακές παρέες, τα ναρκωτικά και οτιδήποτε με έβλαπτε και στράφηκα προς τη θρησκεία. Ήμασταν μόνοι μας σε εκείνο το σπίτι. Μόνο εγώ κι εκείνη. Ο παππούς μου είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια. Για να είμαι ειλικρινής πολλές φορές σκέφτηκα να παρατήσω την προσπάθεια και να γυρίσω στους δρόμους, στα παλιά μου λημέρια, αλλά κάθε φορά με καταλάβαινε, με κοίταζε στα μάτια και μου έλεγε: «Θα είσαι το πιο ανόητο παιδί του κόσμου αν τα παρατήσεις τώρα».

Ποτέ δεν με άφησε. Ποτέ δεν με εγκατέλειψε. Ποτέ δεν πήρε τα μάτια της από πάνω μου. Τη θυμάμαι να στέκεται πολλές φορές μακριά μου και να αναρωτιέται κοιτώντας με πως θα μεγαλώσει έναν έφηβο τη στιγμή που στα 70 της είχε ξεχάσει πως γίνεται αυτό.

Χωρίς γιαγιά μου ούτε το σχολείο θα είχα τελειώσει ούτε στο πανεπιστήμιο θα περνούσα. Δεν θα παντρευόμουν ποτέ αυτή την εξαιρετική γυναίκα, ούτε θα αποκτούσα τρία υπέροχα παιδιά χωρίς τη στήριξη και την καθοδήγηση της γιαγιάς μου. Με την απέραντη αφοσίωσή της έφτασα 37 χρονών και είμαι ένας άξιος και σωστός σύζυγος, πατέρας, φίλος και συνάδελφος.

Όλα ξεκίνησαν με το θεμέλιο που έστησε η γιαγιά μου όταν μου είπε: «Ναι, μπορείς να μείνεις εδώ μαζί μου»

Η γιαγιά μου πέθανε όταν ήμουν 21 ετών, πολύ πριν να έχει την ευκαιρία να με δει να μετατρέπομαι σε αυτό που είμαι σήμερα. Ήταν περήφανη για μένα και το έδειξε όταν τελείωσα το λύκειο και μπήκα στο πανεπιστήμιο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά και την ανακούφιση που είδα στα μάτια της.

Δεν είναι εύκολη υπόθεση να μεγαλώνουν οι παππούδες τα εγγονάκια τους. Είναι ένα μεγάλο βάρος που πολλές φορές δεν ξέρουν πως να διαχειριστούν. Τα μυαλά είναι διαφορετικά, από γενιά σε γενιά τα παιδιά αλλάζουν, οι αντιλήψεις διαφέρουν. Εμείς καταφέραμε να νικήσουμε κάθε εμπόδιο και η γιαγιά μου έσωσε τη ζωή μου. Μου έδωσε τη σταθερότητα που τόσο απεγνωσμένα χρειαζόμουν και είμαι αυτός που είμαι.

Αν μεγαλώνετε κι εσείς τα εγγονάκια σας,  ξέρω ότι δυσκολεύεστε, αλλά να θυμάστε ότι κάνετε τη διαφορά στις ζωές τους. Κρατήστε τα αγκαλιά, σφιχτά κοντά σας ανεξάρτητα από τις εκάστοτε συνθήκες και να θυμάστε ότι μπορεί να μην το εκτιμούν τώρα, κάποτε όμως θα το κάνουν. Ξέρω πως είναι. Το ξέρω γιατί το έζησα.

Τα πιο σημαντικά