Aνυπόφορο αναμένεται το χρονικό διάστημα μέχρι τα τέλη Μαΐου (!) καθώς αναμένονται καταιγίδες αφρικανικής σκόνης, την ώρα που σήμερα, Κυριακή, ένα νέο κύμα έκανε ξανά την εμφάνισή του στην ατμόσφαιρα.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών και Διευθυντής του Εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας, Ανδρέας Καζαντζίδης, «κατά τη διάρκεια της άνοιξης, δηλαδή από τον Μάρτιο μέχρι και τον Μάιο, η ατμοσφαιρική κυκλοφορία βοηθάει στο να έχουμε εισβολή ερημικών αερίων μαζών πάνω από την ανατολική Μεσόγειο».
Σχετικά με την τελευταία εισβολή αφρικανικής σκόνης, ο κ. Καζαντζίδης είπε ότι «υπήρχε ένα τριήμερο όπου οι τιμές συγκέντρωσης αφρικανικής σκόνης ήταν σημαντικά υψηλές, ενώ η χειρότερη μέρα ήταν η περασμένη Τετάρτη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στην περιφέρεια η μέση ημερήσια τιμή συγκέντρωσης σωματιδίων PM10 ήταν 65 μg/m³».
«Η τιμή αυτή», όπως προσέθεσε, «είναι αρκετά σημαντική, αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας λέει ότι το όριο των 50μg/m³ δεν πρέπει να το ξεπερνάμε πάνω από 35 φορές το έτος».
«Ουσιαστικά», συνέχισε, «ήταν ένα από τα σημαντικά επεισόδια συγκέντρωσης αφρικανικής σκόνης, το οποίο όμως δεν είναι ακραίο», αφού, όπως επαναλαμβάνει, «κατά την διάρκεια της άνοιξης έχουμε εισβολή αφρικανικής σκόνης».
«Άλλωστε», όπως τόνισε ο καθηγητής, «όσο πιο κοντά στην Αφρική βρίσκεται μία περιοχή, τόσο πιο δύσκολη είναι η κατάσταση με την αφρικανική σκόνη, για αυτό ακριβώς και το νησί της Κρήτης αντιμετώπισε τα μεγαλύτερα προβλήματα, λόγω των υψηλών τιμών συγκέντρωσης σκόνης».
Μιλώντας για τις συγκεντρώσεις σωματιδίων ανέφερε πως «το χαρακτηριστικό που έχουμε είναι ότι τα περισσότερα δεν είναι στο έδαφος, αλλά κάποια χιλιόμετρα υψηλότερα, διότι ταξιδεύουν λίγο πιο ψηλά στην ατμόσφαιρα, αφού έρχονται από μακριά».
Επικαλούμενος δορυφορική εικόνα, είπε ότι «βλέπουμε το στρώμα της σκόνης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και στο έδαφος, αφού σε αυτό φθάνει μόνο ένα ποσοστό, το οποίο ούτως ή άλλως το βλέπουμε και το καταλαβαίνουμε στην ορατότητα».
Όσον αφορά τα αιωρούμενα σωματίδια της σκόνης, ο κ. Καζαντζίδης είπε «ότι είναι μεγάλα και όχι μικρά σαν αυτά της ρύπανσης που έχουμε την χειμερινή περίοδο, όπως για παράδειγμα από την καύση των τζακιών».
«Άρα λοιπόν», συνέχισε, «στο δικό μας το δίκτυο που δείχνει τις τιμές των μικρών σωματιδίων σε πραγματικό χρόνο, παραδόξως δεν φαινόταν κάτι, ενώ στην πραγματικότητα στα μεγάλα σωματίδια είχαμε πολύ υψηλές τιμές».
Παράλληλα, ο καθηγητής τόνισε ότι «τα αιωρούμενα σωματίδια γενικά είναι ίσως το πιο δύσκολο για εμάς φαινόμενο και ο πιο δύσκολος παράγοντας, όταν θέλει κάποιος να δει το ρόλο της ατμοσφαιρικής επιστήμης, είτε μιλώντας για την πρόγνωση του καιρού την επόμενη μέρα, είτε μιλώντας ακόμα και για την κλιματική αλλαγή… Τα σωματίδια κινούνται όλα προς τα δυτικά και υπάρχουν πολλές εργασίες που δείχνουν το πόσο επηρεάζουν την γονιμότητα στα εδάφη του Αμαζονίου που είναι από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού».
«Είναι ένα φαινόμενο», υπογράμμισε, «το οποίο ξεπερνάει τα όρια ενός κράτους, έχοντας προφανώς επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων».
Επίσης, ο κ. Καζαντζίδης είπε ότι «τα αιρούμενα σωματίδια έχουν και ένα ακόμη χαρακτηριστικό, δηλαδή επηρεάζουν πάρα πολύ και την νέφωση» συμπληρώνοντας ότι: «Συγκεκριμένα, από τα πόσα σωματίδια υπάρχουν στην ατμόσφαιρα εξαρτάται το τι θα γίνει με τα σύννεφα. Ως γνωστόν τα σύννεφα δεν έχουν καθαρό νερό, άλλα άλατα, τα οποία στην πραγματικότητα είναι διαλυμένα αιωρούμενα σωματίδια. Αν δεν υπήρχαν αιωρούμενα σωματίδια δεν θα υπήρχαν σύννεφα στην ατμόσφαιρα, εκτός από αυτά που είναι πολύ ψηλά, εκεί δηλαδή που πετούν τα αεροπλάνα και τα οποία είναι λεπτά.
Ως εκ τούτου είναι πολύ σημαντικό, το πόσα σωματίδια υπάρχουν, τι σωματίδια είναι αυτά και προς τα πού κινούνται.
Έτσι λοιπόν, ο ρόλος τους όπως τα βλέπουμε, αλλά και ο ρόλος τους με το πώς αλληλεπιδρούν με το νερό στην ατμόσφαιρα, είναι οι δύο βασικότεροι παράγοντες που ξέρουμε λιγότερο αυτή τη στιγμή, σχετικά με το πώς συμπεριφέρεται η ατμόσφαιρα και τι πρόκειται να γίνει τα επόμενα χρόνια».
Στο μεταξύ, απαντώντας ο κ. Καζαντζίδης σε ερώτηση, σχετικά με την ρύπανση στην ατμόσφαιρα της Πάτρας κατά την χειμερινή περίοδο από τα αιωρούμενα μικροσωματίδια, κυρίως λόγω της καύσης τζακιών, είπε ότι «ήταν μία καλή χρονιά, γιατί βοήθησαν οι μετεωρολογικές συνθήκες» και προσέθεσε: «Από την στιγμή που τις βραδινές ώρες δεν είχαμε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, χρησιμοποιήθηκαν λιγότερο τα τζάκια και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι λιγότερες οι εκπομπές αιωρούμενων μικροσωματίδιων.
Δηλαδή ήταν ένας ήπιος χειμώνας και ως εκ τούτου ήταν ήπιες και οι συνθήκες της ρύπανσης».